.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

Μονόλογος ευαισθήτου - Εμμανουήλ Ροϊδης


Μεγάλη δυστυχία είναι να έχει κανείς πολύ καλήν καρδίαν. Το ηξεύρω εκ πείρας, διότι μ' έκαμεν ο Θεός παραπολύ ευαίσθητον. Δεν ημπορώ να ιδώ άνθρωπον να πάσχει και να κλαίει χωρίς να γίνουν τα νεύρα μου άνω κάτω, ούτε να εννοήσω πώς κατορθώνουν άλλοι να παρευρίσκωνται εις λυπηρά θεάματα. Αν τύχει ν' αποθάνει γνώριμός των, τρέχουν εις την κηδείαν, ακόμη και αν χιονίζει. Αλλ' εγώ δεν ημπορώ να ίδω αποθαμένον άνθρωπον όπου εγνώρισα ζωντανόν, χωρίς να με ταράξει η σκέψις ότι κι εγώ θα αποθάνω. Έπειτα, αν οι συγγενείς του εφαίνοντο φρόνιμοι και παρηγορημένοι, τούτο θα μ' επείραζε, διότι δεν αγαπώ τους εγωιστάς· αν πάλιν έκλαιαν και εθρήνουν, το θέαμα θα μου έκοπτε την όρεξιν ή θα εχαλούσε την χώνεψίν μου.
Το στομάχι μου είναι κι εκείνο ευαίσθητο και δύο πράγματα δεν ημπορεί να χωνέψει, τον αστακόν και τας συγκινήσεις. Τας συγκινήσεις εύκολον είναι να τας αποφύγω·να μη τρώγω όμως αστακόν θα ήτο θυσία τόσον μεγάλη, ώστε μου συμβαίνει πολλές φορές να ξεχάσω πως είναι βαρυστόμαχος και να θυμηθώ ότι πρέπει κανείς να συγχωρεί εις όσους αγαπά τα ελαττώματά των.
Άλλο πράγμα όπου δεν ημπορώ να καταλάβω είναι να υπάρχουν άνθρωποι τόσον σκληρόκαρδοι, ώστε να δέχονται να παρασταθούν φίλοι των εις μονομαχίαν. Αλλ' εγώ είμαι ευαίσθητος, και μόνη η ιδέα ότι ημπορεί ο φίλος μου ή και ο αντίπαλος του να πάθει, με κάμνει ν' ανατριχιάζω· προ πάντων όταν συλλογίζομαι ότι την ημέραν της μονομαχίας πρέπει να σηκωθώ εις τας επτά, ας είναι καιρός άσχημος, να χασομερέψω εις τρεχάματα, συνεντεύξεις και συντάξεις πρωτοκόλλων, και ίσως να πληρώσω και αμαξιάτικα με κίνδυνον να τα χάσω, αν τύχει. Θεός φυλάξει, ο φίλος μου να σκοτωθεί.
Μεγάλη πρέπει να είναι η αναισθησία και εκείνων όπου δανείζουν εις τους φίλους των χρήματα, χωρίς να συλλογισθούν ότι ενδέχεται να μη δυνηθεί να τα αποδώσει εις την προθεσμίαν, να τους εντρέπεται και να τους αποφεύγει. Τούτο ημπορεί να φανεί μικρόν κακόν εις όσους δεν έχουν καρδίαν, αλλ' η ιδική μου θα ερραγίζετο, αν παλαιός μου φίλος, μ' απαντούσεν εις τον δρόμον και εκαμώνετο πως δεν με είδεν. Αυτός είναι ο λόγος που μ' έκαμε να πάρω την απόφασιν να μη δανείσω ποτέ εις φίλον μου εκατόν δραχμάς, έστω και αν πρόκειται να σωθεί με αυτός η τιμή και η ζωή του. Παρά να τον ίδω αχάριστον, καλύτερα να τον κλάψω αποθαμένον, αφού μάλιστα θα μ' εμπόδιζεν η ευαισθησία μου να υπάγω εις την κηδεία του. Δια να αποφύγω τα φιλικά δάνεια, επρομηθεύθην από την αγοράν, με ένα εικοσιπεντάρικο, ένα μεγάλο σάκκο «Αρχαγγέλους» και «Πιστωτικές». Με αυτάς έχω το δικαίωμα ν' αποκρίνωμαι ότι ο Γούστας και ο Σκαλούτζης με άφησαν με το υποκάμισον, με μόνον δηλ. επτά σπίτια, που τα λέγω υποθηκευμένα, και εξακόσιες λαχειοφόρους, όπου δεν ηξεύρει κανείς πως τας έχω.
Άλλη σκληρότης και κουταμάρα είναι εκείνων όπου δίδουν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, χωρίς να συλλογισθούν ότι αν μεν είναι ο ελεούμενος ικανός να εργασθεί ενθαρρύνουν την οκνηρίαν του, αν δε τύχει χωλός, στραβός, κουλοχέρης ή λωβιασμένος, το ψωμί που του δίδουν προμακραίνει ζωήν αθλίαν και βασανισμένην. Τούτο δεν το λέγω εγώ, το λέγουν οι μεγάλοι φιλόσοφοι, ο Σπένσερ και ο Δαρβίνος, που απέδειξαν πόσον απάνθρωπα είναι τα λεγόμενα φιλανθρωπικά καταστήματα, τα άσυλα των ανιάτων, τα γηροκομεία και τα λεπροκομεία. Εσημάδεψα εις τα βιβλία των τα μέρη όπου το λέγουν, και τα δείχνω εις όσους έχουν την αδιακρισίαν να μου ζητούν χρήματα, διά να εμποδίσουν ν' αποθάνουν με την ησυχίαν των δυστυχισμένα πλάσματα, που θα ήτο δι' αυτά ο θάνατος ευεργεσία.
Προ μερικών μηνών μού έστειλεν ο αγιοχώματος μητροπολίτης Γερμανός μίαν επιτροπήν να μου ζητήσει να συνεισφέρω, ως μεγάλος κτηματίας, διά να συστηθεί εις κάθε τμήμα των Αθηνών ένα «λαϊκόν μαγειρείον», όπου θα εύρισκαν οι πτωχοί άνθρωποι με μόνον δεκαπέντε λεπτά ένα φλιτζάνι ζουμί κι ένα κομμάτι κρέας. Αν ήμουν άκαρδος καθώς οι άλλοι, θα έδιδα κι εγώ τας είκοσι δραχμάς μου χωρίς δυσκολίαν. Η ευαισθησία μου όμως δεν μου συγχωρεί ούτε καν να συλλογισθώ ότι τρέφονται εις το πλάγι μου δυστυχείς άνθρωποι με νερόζουμο και κοιλιές, ενώ τρώγω εγώ μπαρμπούνια και φιλέτο.
Τρανή απόδειξις της υπερβολικής μου ευαισθησίας είναι και ο τρόπος όπου υπανδρεύθην. Όταν επλησίασαν να με πλακώσουν τα γεράματα, να με κουράζουν αι διασκεδάσεις και να μ' ενοχλούν οι ρευματισμοί, αισθάνθηκα την ανάγκην να έχω ένα σπιτικόν και μίαν γυναίκα δική μου να με περιποιείται. Καθώς πας άλλος, αγαπώ κι εγώ τις εύμορφες, και πλούσιος καθώς είμαι, εύκολον ήτο να εύρω ένα νόστιμο κορίτζι, αν δεν εζητούσα προίκα. Άλλος εις την θέσιν μου θα το έκαμνεν, αλλ' εγώ εσυλλογίσθηκα πόσον θα εβασάνιζε την ευαισθησίαν μου, αν υπανδρευόμην εύμορφην πτωχοκόρην, η ιδέα ότι μ' επήρεν όχι διά τα ευγενή μου αισθήματα, αλλά διά τα επτά μου σπίτια. Παρά αυτήν την ανυπόφορην υποψίαν επροτίμησα να θυσιασθώ και να πάρω πλουσίαν ασχημομούραν. Η ευγένεια της ψυχής μου είναι τόση, ώστε η μεγάλη της μύτη και τα ψεύτικα της δόντια δε μ' εμπόδισαν, όχι μόνον να φέρωμαι καλά μαζί της, αλλά και να την αγαπώ, περισσότερον ίσως παρ' ότι πρέπει. Ως απόδειξιν της αγάπης μου αρκεί ν' αναφέρω πως, όταν έτυχε πέρυσι ν' αρρωστήσει, δεν κατώρθωσα ποτέ να την βλέπω να υποφέρει. Ο βήχας της και το γλου-γλου της γαργάρας της μου έσχιζε την καρδιά και την ακοήν, και η μυρωδιά της αρρωστοκάμερας μου έφερνε ζάλη. Η ανικανότης μου να την βλέπω να υποφέρει με ανάγκαζε να μένω έξω από το σπίτι από το πρωί έως το βράδυ και καμιά φορά από το βράδυ έως το πρωί. Αυτή η αρρώστια της γυναίκας μου μ' έκαμε να εξοδέψω πολλά χρήματα εις αμάξια, θέατρα, γεύματα εις την Μεγάλην Βρεττανίαν και εκδρομάς με φίλους μου εις την Κηφισιάν και την Πεντέλην. Το μεγαλύτερο όμως έξοδο ήτο ότι τας ημέρας που η γυναίκα μου δεν εφαίνετο διόλου καλά, η ανησυχία και η λύπη μου ήτον τόσον μεγάλη, ώστε ηναγκάσθηκα να πάρω διά παρηγορήτραν μίαν Γαλλίδα του Φαλήρου. Περιττόν είναι να προσθέσω ότι η ευγένεια της ψυχής και των τρόπων μου μ' εμπόδισαν να είπω τίποτε δι' αυτά τα έξοδα εις την γυναίκα μου, όταν έγινε καλά.
Εναντίον της δεν έχω κανένα σπουδαίο παράπονο. Προσπαθεί εις όλα να μ' ευχαριστήσει και ποτέ δεν ερωτά ούτε πού ήμουν ούτε τι κάμνω. Είναι φρόνιμη, ήσυχη νοικοκυρά και με κάμνει να καλοπερνώ χωρίς να εξοδεύει πολλά. Το σπίτι λάμπει, ποτέ δεν έλειψε κουμπί από τα πουκάμισα μου και είμαι πάντοτε βέβαιος να εύρω εις το τραπέζι το φαγί που μ' αρέσει. Εκατάφερε μάλιστα να μαγειρεύει και τον αστακόν με μία αμερικάνικη σάλτσα που ημπορεί τώρα να τον τρώγω χωρίς να μου πειράζει το στομάχι. Αυτά είναι βέβαια μεγάλα προτερήματα. Ένα μόνον πράγμα της λείπει, η ευαισθησία. Αυτό το εκατάλαβα, όταν ήλθεν η σειρά μου ν' αρρωστήσω!
Ενώ εγώ εις την δική της αρρώστιαν δεν ημπορούσα να την βλέπω να υποφέρει και αναγκαζόμουν να φεύγω και να ζητώ παρηγορίαν εις το ξεφάντωμα, αυτή ούτε στιγμή δεν έλειψεν από κοντά μου· αγρύπνησε δέκα νύχτες κατά σειράν εις το προσκέφαλό μου. Ήθελεν η ίδια να μου δίνει τα γιατρικά, να μ' αλλάζει και να με μεταγυρίζει, χωρίς να με συνερίζεται διά τον κακόν μου τρόπον, χωρίς να σιχαίνεται τα καταπλάσματα ούτε να ενοχλείται από την αρρωστομυρωδιάν του δωματίου. Αυτά μ' έκαμαν να υποπτευθώ ότι η γυναίκα μου δεν έχει ούτε καλήν όσφρησιν ούτε μεγάλην ευαισθησίαν. Πώς τω όντι θα ημπορούσε, αν ήτο ευαίσθητη, να με βλέπει να υποφέρω, να βασανίζομαι, να με καίουν οι συναπισμοί και να με δαγκάνουν αι αβδέλλαι; Κατάντησα να πιστεύω πως έχουν κάποιον δίκαιον όσοι θεωρούν την υπερβολικήν τρυφερότητα των γυναικών ως πρόληψιν και παραμύθι. Άδικον όμως θα ήτο και ν' απαιτήσω από τους άλλους την ιδική μου έκτακτον και μοναδικήν ευαισθησίαν.
Εφημ. Εμπρός, 11/11/1896

Εμμανουήλ Ροΐδης
Αφηγήματα
Εκδόσεις Νεφέλη 1988

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

In lieblicher Bläue / ΣΤΟ ΤΡΥΦΕΡΟ ΓΑΛΑΖΙΟ - Friedrich Hölderlin



In lieblicher Bläue blühet
mit dem metallenen Dache der Kirchthurm. Den umschwebet
Geschrei der Schwalben, den umgiebt die rührendste Bläue.
Die Sonne gehet hoch darüber und färbet das Blech,
im Winde aber oben stille krähet die Fahne.
Wenn einer unter der Glocke dann herabgeht, jene Treppen,
ein stilles Leben ist es, weil,
wenn abgesondert so sehr die Gestalt ist,
die Bildsamkeit herauskommt dann des Menschen.
Die Fenster, daraus die Glocken tönen, sind wie Thore an Schönheit.
Nemlich, weil noch der Natur nach sind die Thore,
haben diese die Ähnlichkeit von Bäumen des Walds.
Reinheit aber ist auch Schönheit.
Innen aus Verschiedenem entsteht ein ernster Geist.
So sehr einfältig aber die Bilder, so sehr heilig sind die, daß
man wirklich oft fürchtet, die zu beschreiben.
Die Himmlischen aber, die immer gut sind,
alles zumal, wie Reiche, haben diese, Tugend und Freude.
Der Mensch darf das nachahmen.
Darf, wenn lauter Mühe das Leben, ein Mensch
aufschauen und sagen: so will ich auch seyn?
Ja. So lange die Freundlichkeit noch am Herzen, die Reine,
dauert, misset nicht unglücklich der Mensch sich
der Gottheit.
Ist unbekannt Gott? Ist er offenbar wie die Himmel?
dieses glaub' ich eher. Des Menschen Maaß ist's.
Voll Verdienst, doch dichterisch,
wohnet der Mensch auf dieser Erde. Doch reiner
ist nicht der Schatten der Nacht mit den Sternen,
wenn ich so sagen könnte,
als der Mensch, der heißet ein Bild der Gottheit.

Giebt auf Erden ein Maaß?
Es giebt keines. Nemlich
es hemmen der Donnergang nie die Welten des Schöpfers.
Auch eine Blume ist schön, weil sie blühet unter der Sonne.
Es findet das Aug' oft im Leben
Wesen, die viel schöner noch zu nennen wären
als die Blumen. O! ich weiß das wohl!
Denn zu bluten an Gestalt und Herz,
und ganz nicht mehr zu seyn, gefällt das Gott ?
Die Seele aber, wie ich glaube, muß rein bleiben,
sonst reicht an das Mächtige auf Fittigen der Adler mit lobendem Gesange
und der Stimme so vieler Vögel.
Es ist die Wesenheit, die Gestalt ist's.
Du schönes Bächlein, du scheinest rührend, indem du rollest so klar,
wie das Auge der Gottheit, durch die Milchstraße.
Ich kenne dich wohl,
aber Thränen quillen aus dem Auge. Ein heiteres Leben
seh' ich in den Gestalten mich umblühen der Schöpfung, weil
ich es nicht unbillig vergleiche den einsamen Tauben auf dem Kirchhof.
Das Lachen aber scheint mich zu grämen der Menschen,
nemlich ich hab' ein Herz.
Möcht' ich ein Komet seyn?
Ich glaube. Denn sie haben Schnelligkeit der Vögel; sie blühen an Feuer,
und sind wie Kinder an Reinheit.
Größeres zu wünschen, kann nicht des Menschen Natur sich vermessen.
Der Tugend Heiterkeit verdient auch gelobt zu werden vom ernsten Geiste,
der zwischen den drei Säulen wehet
des Gartens. Eine schöne Jungfrau muß das Haupt umkränzen
mit Myrthenblumen, weil sie einfach ist
ihrem Wesen nach und ihrem Gefühl. Myrthen aber
giebt es in Griechenland.

Wenn einer in den Spiegel siehet,
ein Mann, und siehet darinn sein Bild, wie abgemahlt;
es gleicht dem Manne.
Augen hat des Menschen Bild,
hingegen Licht der Mond.
Der König Ödipus hat ein Auge zuviel vielleicht.
Diese Leiden dieses Mannes, sie scheinen unbeschreiblich, unaussprechlich,
unausdrüklich.
Wenn das Schauspiel ein solches darstellt, kommt's daher.
Wie ist mir's aber, gedenk' ich deiner jetzt?
Wie Bäche reißt des Ende von Etwas mich dahin,
welches sich wie Asien ausdehnet.
Natürlich dieses Leiden, das hat Ödipus.
Natürlich ist's darum.
Hat auch Herkules gelitten?
Wohl. Die Dioskuren in ihrer Freundschaft
haben die nicht Leiden auch getragen? Nemlich
wie Herkules mit Gott zu streiten, das ist Leiden.
Und die Unsterblichkeit im Neide dieses Leben,
diese zu theilen, ist ein Leiden auch.
Doch das ist auch ein Leiden, wenn mit Sommerflecken ist bedeckt ein Mensch,
mit manchen Flecken ganz überdeckt zu seyn! Das thut die schöne Sonne:
nemlich die ziehet alles auf.
Die Jünglinge führt die Bahn sie mit Reizen ihrer Strahlen
wie mit Rosen.
Die Leiden scheinen so,
die Ödipus getragen,
als wie ein armer Mann klagt,
daß ihm etwas fehle.
Sohn Laios, armer Fremdling in Griechenland!
Leben ist Tod, und Tod ist auch ein Leben.


* * *

Στο τρυφερό γαλάζιο ανθεί
με τη μεταλλική του στέγη το καμπαναριό. Τιτίβισμα
χελιδονιών το τριγυρίζει, το τρυφερότερο γαλάζιο το κυκλώνει.
Σηκώνεται ο ήλιος και βάφει το μέταλλο,
αλλά στον άνεμο ψηλά κρώζει ασάλευτος ο ανεμοδείκτης.
Αν κάποιος κάτω απ' την καμπάνα τα σκαλοπάτια εκείνα κατεβεί,
σημαίνει ήσυχη ζωή, γιατί,
όσο παράξενη κι αν δείχνει η μορφή τόσο
προβάλλει του ανθρώπου η πλαστικότητα.
Υπέρθυρα, απ' όπου οι καμπάνες ηχούν, είναι σαν πύλες να άνοιγαν
στην ομορφιά.
Φτιαγμένες δηλαδή με τρόπο κιόλας φυσικό οι πύλες,
μοιάζουν με δέντρα δάσους.
Η καθαρότητα επί πλέον είναι ωραιότητα επίσης.
Οι διαφορές γεννούνε πνεύμα καθαρό.
Όσο αθώες είναι πάλι οι εικόνες τόσο εικόνες είναι ιερές, που
πράγματι συχνά φοβάσαι να τις περιγράψεις.
Οι Ουράνιοι όμως, που είναι πάντοτε αγαθοί,
κυρίως γι' αυτό, διαθέτουν σαν τους πλούσιους αυτή την τέρψη
και αρετή.
Οφείλουμε οι άνθρωποι να τους μιμούμαστε σ' αυτό.
Κι αν έχει μόνο βάσανα η ζωή, ο άνθρωπος μπορεί
τα μάτια να υψώσει, και να πει: έτσι θέλω να 'μαι κι εγώ;
Ναι. Όσο η ευγένεια, η αγνή, κρατάει ακόμη στην καρδιά,
δεν θα 'ναι αστόχαστο να συγκριθεί ο άνθρωπος
με τον Θεό.
Άγνωστος είναι ο Θεός; Αποκαλύπτεται σαν ουρανός;
Αυτό μάλλον πιστεύω εγώ. Το μέτρο του ανθρώπου είναι αυτός.
Γεμάτος έγνοιες, κι όμως κατοικεί
ποιητικά ο άνθρωπος σ' αυτή τη γη. Πιο καθαρός
δεν είναι ωστόσο της έναστρης νύχτας ο ίσκιος,
αν έτσι μπορώ να μιλήσω,
από τον άνθρωπο, τον κατ' εικόνα και ομοίωσιν Θεού.

Υπάρχει μέτρο επί της Γης;
Κανένα δεν υπάρχει.
Δεν αναστέλλει την πορεία του κεραυνού ο κόσμος του Θεού.
Κι ένα λουλούδι είναι όμορφο, γιατί ανθεί κάτω απ' τον ήλιο.
Συχνά τα μάτια στη ζωή βρίσκουνε
πλάσματα πολύ πιο όμορφα, μπορείς να πεις,
απ' τα λουλούδια. Ω! Το γνωρίζω αυτό καλά.
Γιατί, το να ματώνεις στο κορμί και την καρδιά
και πια να μην υπάρχεις πουθενά, αρέσει κάτι τέτοιο στον Θεό;
Ωστόσο, πρέπει η ψυχή, πιστεύω εγώ, να μείνει καθαρή,
να φτερουγάει στον Δυνατό με αετού φτερά τραγούδια υμνητικά
και χλαλοή χίλιων πουλιών.
Αυτό είναι η οντότητα, η μορφή.
Ρυάκι καθαρό, σαλεύεις τόσο καθαρό καθώς κυλάς,
σαν μάτι του Θεού μέσα απ' τον γαλαξία.
Σε έμαθα καλά,
μα δάκρυα κυλούν από τα μάτια. Στης πλάσης τις μορφές
που ανθίζουνε τριγύρω βλέπω ζωή πιο φωτεινή, γιατί
δεν την συγκρίνω άδικα με τα μοναχικά στο κοιμητήριο περιστέρια.
Με θλίβει όμως το γέλιο των ανθρώπων,
αυτό σημαίνει έχω καρδιά.
Ένας κομήτης να 'μαι;
Θα 'θελα ναι. Έχουν τη γρηγοράδα των πουλιών.
Ανθίζουν μέσα στη φωτιά
κι είναι αγνοί σαν τα παιδιά.
Τι μεγαλύτερο να ευχηθεί, η φύση να τολμήσει του ανθρώπου;
Το φως της αρετής ζητά τον έπαινο από πνεύμα σοβαρό,
αυτό που πνέει στον κήπο ανάμεσα στις τρεις
κολόνες. Μια όμορφη παρθένα να στεφανωθεί
με άνθη της μυρτιάς, γιατί είναι από τη φύση της
και από το αίσθημα αθώα. Μυρτιές όμως
υπάρχουν στην Ελλάδα.

Όταν κοιτάζει κάποιος τον καθρέφτη,
ένας άνδρας, και βλέπει την εικόνα του, σαν ζωγραφιά εκεί
μοιάζει του άνδρα,
το είδωλο του ανθρώπου έχει μάτια,
ενώ η σελήνη φως.
Ο Οιδίπους τύραννος έχει ένα μάτι ίσως παραπάνω.
Τα βάσανα του άνδρα ετούτου φαίνονται απερίγραπτα, ανείπωτα,
ανέκφραστα.
Και αν το δράμα παραστένει κάτι τέτοιο, κατάγεται από κει.
Πως έγινε όμως τώρα και σε σκέφτηκα;
Ποτάμι με τραβάει στην εκβολή, το τέλος καποιανού,
που εκτείνεται σαν την Ασία.
Είναι ο πόνος ασφαλώς που έχει ο Οιδίπους.
Πρόκειται ασφαλώς γι' αυτό.
Να βασανίστηκε κι ο Ηρακλής;
Πολύ. Και οι Διόσκουροι μες στη φιλία τους
δεν γεύτηκαν κι αυτοί τον πόνο; Με άλλα λόγια
σαν τον Ηρακλή με τον Θεό να πολεμάς, αυτό είναι ο πόνος.
Και την αθανασία στον φθόνο της ζωούλας μας
να την σκορπάς, πόνος είναι κι αυτό.
Κι ακόμη πόνος είναι, να γεμίζει ο άνθρωπος του ήλιου εφηλίδες,
γεμάτο να είναι το κορμί σου με εφηλίδες! Αυτά μας κάνει ο καλός μας
ήλιος:
τα αναθρέφει όλα δηλαδή.
Τους νέους οδηγεί με των αχτίδων του το δέλεαρ όπως με άλογα
διανύει την τροχιά του.
Τα βάσανα που τράβηξε
ο Οιδίπους, είναι
σαν του φτωχού που κλαίει και οδύρεται
ότι του λείπει κάτι.
Γιε του Λαΐου, στην Ελλάδα ξένε μου φτωχέ!
Θάνατος είναι η ζωή, και ο θάνατος ζωή είναι κι αυτός.


Friedrich Hölderlin
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΥΜΕΩΝ ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ 2013

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

Μια αληθινή αναφορά στο ναυάγιο και τη λύτρωση του Σερ Τόμας Γκέιτς, ιππότη [απόσπασμα] – William Strachey


Είκοσι τέσσερις ολόκληρες ώρες η καταιγίδα λυσσομανούσε σ' έναν αδιάκοπο ορυμαγδό, με τόση μανία ώστε δεν φανταζόμασταν πως ήταν δυνατό να υπάρξει σφοδρότερη. Κι όμως, ξέσπασε πάλι, όχι μόνο πιο φοβερή αλλά και πιο επίμονη, όλο και πιο μανιασμένη, με τον έναν άνεμο να προκαλεί έναν δεύτερο, πιο βίαιο από τον πρώτο. Δεν ξέρω αν απ' το φόβο μας νιώθαμε έτσι ή αν πράγματι ο πρώτος άνεμος ενισχυόταν με νέες δυνάμεις. Υπήρξαν στιγμές που το πλοίο μας δεχόταν ανελέητα πλήγματα, τέτοια που μας έκαναν, έχοντας επιπλέον μες στα πόδια μας γυναίκες και επιβάτες ασυνήθιστους σε τέτοιο πανδαιμόνιο και μαρτύριο, να κοιταζόμαστε αναμεταξύ μας με κομμένη την ανάσα και με βαριά καρδιά. Τα ξεφωνητά μας πνίγονταν μες στους ανέμους και οι άνεμοι μες στους κεραυνούς. Απ' τις καρδιές και τα χείλη μας, μπορεί να έβγαιναν προσευχές, τις έπνιγαν όμως οι κραυγές των αξιωματικών. Τίποτα δεν ακουγόταν που θα μπορούσε να δώσει παρηγοριά, τίποτα δε διαφαινόταν που θα μπορούσε ν' αναθερμάνει την ελπίδα. Μου είναι αδύνατον, ακόμα κι αν είχα τη φωνή του Στέντορα και μπορούσα να εκφραστώ σε γλώσσες ισάριθμες με τις φωνές που έβγαζε το λαρύγγι του, ν' αναπαραστήσω τις κραυγές και τα μαρτύρια χωρίς να εξαντληθώ, σπαταλώντας όμως το στεντόρειο σθένος και την τέχνη του, δίχως καμιά επιτυχία ή αποτέλεσμα.
Τα πανιά μας ήταν μαζεμένα κι άχρηστα, και αν κάποια στιγμή καταφέρναμε να αμολήσουμε το πολύ πολύ κανένα φλόκο ή μισό τρίγκο για να κατευθύνει το πλοίο, τότε ούτε έξι και μερικές φορές ούτε οκτώ άντρες δεν ήταν αρκετοί για να κρατήσουν τη λαβή του πηδαλίου και τη λαγουδέρα κάτω στον μεσόδομο. Απ' αυτό και μόνο μπορεί κανείς να φανταστεί τη δύναμη της θύελλας, που έκανε τη θάλασσα να ξεχειλίζει πάνω απ' τα σύννεφα και να δίνει μάχη με τον ουρανό. Δεν ήταν βροχή αυτό που έπεφτε. Ποτάμια ολόκληρα τα νερά κατακλύζανε τον αέρα. Και θέλω να κών μιαν ακόμη παρατήρηση: στη στεριά, όταν ξεσπά μια θύελλα με καταιγιστική βροχή, ο άνεμος, σαν δαρμένος, άρα και νικημένος, συνήθως δεν κρατά πολύ. Εδώ όμως οι καταρράκτες της βροχής, που νόμιζες προς στιγμήν πως είχαν αρπάξει τον άνεμο απ' τον λαιμό, δεν προλάβαιναν να κοπάσουν και αμέσως ο άνεμος, λες και ξανάβρισκε την ανάσα του, άρχιζε και πάλι να φυσάει μανιασμένα, ολοένα πιο εκκωφαντικά και μοχθηρά.
Τι να πω; Ήταν τόσο ξέφρενο το ξέσπασμα του ανέμου και της θάλασσας, όσο ξέφρενο μπορούσαν να το κάνουν η μανία και η οργή. Όσο για μένα, είχα περάσει παλιά μερικές καταιγίδες στις ακτές της Μπαρμπαριάς και της Αλγερίας με το «Λεβάντε», κι άλλη μια πιο οδυνηρή στον κόλπο της Αδριατικής, σ' ένα αμπάρι γεμάτο ζαχαροκάντιο. Μπορώ κάλλιστα λοιπόν να πω: «Ego quid sit ater Adriaie novi sinus, & quid albus Peccet lapyx» [Εγώ που πέρασα το μαύρο Κόλπο της Αδριατικής, και εξόργισα τον άσπρο άνεμο της Απουλίας]. Όμως, μαζεμένα όλα όσα είχα υποφέρει ως τότε, δεν συγκρίνονταν με τούτο το πράγμα. Δεν υπήρξε στιγμή που να μην περιμέναμε πως το πλοίο θα μπατάριζε ή θα κοβόταν ξαφνικά στα δύο.
Μα δεν ήταν μονάχα αυτό. Φαίνεται πως ο Θεός το διασκέδαζε υποβάλλοντάς μας σε μεγαλύτερα μαρτύρια. Γιατί η καταιγίδα, με το που ξέσπασε, είχε προξενήσει μια μεγάλη ρωγμή. Και το πλοίο σχεδόν σε κάθε αρμό του, έχοντας ξεράσει τα στουπιά του, προτού καν το καταλάβουμε – ζημιά πιο απελπιστική από κάθε άλλη που μπορεί να προκαλέσει ένα θαλασσινό ταξίδι – είχε βυθιστεί πέντε πόδια, με νερά να καλύπτουν το έρμα του, κι εμάς μισοπνιγμένους να περιμένουμε τον αφανισμό από τα πάνω. Καθώς αυτό δεν προκαλούσε λιγότερο φόβο απ' όσο κίνδυνο εγκυμονούσε, αυτός ο φόβος μεταδόθηκε σε όλο το πλοίο μαζί με πολλή φρίκη και κατάπληξη, πάγωσε το αίμα στις φλέβες ή το ανέβασε στα κεφάλια, και λύγισε το θάρρος ακόμα και του πιο σκληραγωγημένου απ' όλους τους ναυτικούς σε τέτοιο βαθμό, ώστε αυτός που νωρίτερα δεν ένιωθε, ευτυχώς για μας, τη θλίψη των άλλων, άρχισε τώρα να λυπάται τον ίδιο του τον εαυτό, βλέποντας ολόκληρη λίμνη να κατακλύζει ξαφνικά τα πάντα και νιώθοντας ότι το δίχως άλλο θα τον πνίξει στη στιγμή, αφού αυτό έμοιαζε αναπόφευκτο για την ώρα. Έβλεπες, λοιπόν, να συμμετέχουν στην κοινή προσπάθεια σωτηρίας όλοι χωρίς εξαίρεση – από τον πλοίαρχο και τον υποπλοίαρχο, τον λοστρόμο και τον πηδαλιούχο, μέχρι τους βαρελάδες και τους ξυλουργούς – με κεριά στα χέρια, ελέγχοντας σερνάμενοι κατά μήκος των πλευρών του πλοίου κάθε σημείο και γωνιά και στήνοντας αυτί ν' αφουγκραστούν μήπως ακούσουν ροή νερού. Βρήκαν έτσι πολλές ρωγμές που έσταζαν και τις βούλωσαν βιαστικά, και τελικά μια ρωγμή στον μεσόδομο τη στούπωσαν με κομμάτια βοδινό, κι εγώ δεν ξέρω πόσα. Όλα αυτά, όμως, εις μάτην, γιατί η ρωγμή, αν ήταν μια μονάχα, που ρουφούσε όλες τις μεγάλες μας θάλασσες και επιτάχυνε την καταστροφή μας δεν γινόταν να βρεθεί τότε, ούτε και βρέθηκε ποτέ χάρη σε κάποια προσπάθεια, ένα σχέδιο ή κάποια έρευνα. Με τα νερά ν' ανεβαίνουν, τις αντλίες να δουλεύουν, ώσπου στο τέλος μπούκωσαν από την πολλή γαλέτα (ήταν πράγματι όση διαθέταμε, κάπου δέκα χιλιάδες βάρος), υποθέσαμε πως η ρωγμή πιθανόν να είχε ανοίξει στην αποθήκη της γαλέτας, οπότε ο ξυλουργός κατέβηκε, έψαξε όλη την αποθήκη, μα δεν βρήκε τίποτα.
Αδυνατώ να μεταφέρω στην αρχοντιά σας τις σκέψεις του καθενός, μέσα σ' εκείνο τον λαβύρινθο όπου θα αφανιζόμασταν από στιγμή σε στιγμή. Αλλά για μένα αυτή η διαρροή ήταν σαν ένα τραύμα πάνω στα σώματα αντρών ήδη νεκρών. Ο Κύριος γνωρίζει ότι μου είχαν απομείνει ελάχιστες ελπίδες, όπως ελάχιστη ήταν κι η επιθυμία μου να επιζήσω μες στην καταιγίδα. Και αυτό ήταν πέρα από τη θέλησή μου, καθότι ήταν πέρα από τη λογική μου. Προς τι να πασχίζουμε να διατηρήσουμε τη ζωή; Κι όμως πασχίζαμε, είτε γιατί κι οι ελάχιστες ακόμη ώρες ζωής είναι τόσο γλυκές για όλο το ανθρώπινο είδος, είτε γιατί η χριστιανική μας αγωγή μας δίδαξε πόσα οφείλουμε στις ιεροτελεστίες της Φύσης, όντας αναγκασμένοι να μην αδικούμε τους εαυτούς μας ούτε να παραμελούμε τα μέσα για την επιβίωσή μας. Αφού αυτά που φέρνουν τη μεγαλύτερη απόγνωση στους ανθρώπους είναι πράγματα συνηθισμένα κι ασήμαντα γι' Αυτόν, που είναι η πλούσια Κρήνη και η θαυμαστή Ουσία του ελέους.
Την Τρίτη το πρωί, οπότε ανακάλυψαν τη ρωγμή όσοι βρίσκονταν κάτω στο αμπάρι, ο κυβερνήτης έβαλε όλο το πλήρωμα, περίπου εκατό σαράντα άτομα, εκτός από τις γυναίκες, να μοιραστούν σε τρεις ίσες ομάδες και, χωρίζοντας το πλοίο σε τρία μέρη (κάτω απ' το πρόστεγο, εκεί που είχαν μαζευτεί τα νερά, και κοντά στην πυξιδοθήκη) όρισε στον καθένα που να στηθεί. Οπότε ο καθένας πήγαινε στο πόστο του, έπαιρνε τον κάδο ή την αντλία για μια ώρα, και ύστερα ξεκουραζόταν άλλη μια ώρα. Έβλεπες τότε άντρες να μοχθούν, μπορώ να πω με βεβαιότητα, για τη ζωή τους, και τους καλύτερους, ακόμη και τον ίδιο τον κυβερνήτη και τον ναύαρχο, να μην αρνούνται τη βάρδιά τους και να παροτρύνουν ο ένας τον άλλον για να δώσουν το παράδειγμα στους υπόλοιπους. Οι κατώτεροι, γυμνωμένοι όπως οι κωπηλάτες στις γαλέρες, κάτι που έκανε πιο εύκολη την προσπάθειά τους να βαστήξουν και να βουτάνε κάτω απ' το αλμυρό νερό, που αδιάκοπα σωρευόταν ανάμεσά τους, είχαν τα μάτια τους δεκατέσσερα, το μυαλό και τα χέρια στη δουλειά. Με κορμιά καταπονημένα και το θάρρος τους να φθίνει, τρεις μέρες και τέσσερις νύχτες χωρίς καμιά εξωτερική βοήθεια, χωρίς ελπίδα λύτρωσης, έδειχναν παρ' όλα αυτά την αλληλεγγύη τους, έτσι όπως μοχθούσαν να σώσουν ο ένας τον άλλον απ' τον πνιγμό, κι ας πνιγόταν ο καθένας ενόσω μοχθούσε.


=======================================================================

ΟΥΙΛΙΑΜ ΣΤΡΕΪΤΣΙ

Ήταν 2 Ιουνίου του 1609, όταν ο Ουίλιαμ Στρέιτσι (William Strachey, 1572-1621) – δευτεροκλασάτος «αριστοκράτης και κάποτε ποιητής» – σαλπάρισε με το «Sea Venture», τη ναυαρχίδα ενός στόλου από εννιά καράβια που μετέφεραν 600 αποίκους στην Τζέιμσταουν της Βιρτζίνια. Θα περνούσε σχεδόν ένας χρόνος προτού φτάσει στον προορισμό του: βγαλμένη εκτός πορείας από μια καταιγίδα, η ναυαρχίδα εξόκειλε τελικά σε μια από τις Βερμούδες Νήσους. Μια βάρκα, που είχε πρωτύτερα σταλεί για βοήθεια στην Τζέιμσταουν, χάθηκε. Ο Στρέιτσι με την ομάδα του (μαζί και ο σερ Τόμας Γκέιτς, κυβερνήτης της αποικίας Τζέιμσταουν στο διάστημα 1611-1614), κατασκεύασαν δύο καινούργια σκάφη με την ξυλεία που περισώθηκε και με ντόπιο κέδρο.
Η γλαφυρή και συγκλονιστική αφήγηση της δοκιμασίας του, σε επιστολή του προς μιαν άγνωστη λαίδη, δεν άργησε να φτάσει στο Λονδίνο. Ένας από τους αναγνώστες της ήταν ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, που άντλησε υλικό από αυτήν το 1611 για τη συγγραφή της Τρικυμίας.



ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Α' ΤΟΜΟΣ
(16ος – 19ος αιώνας)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ 2004

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Ἕνα «περιεργότατο» κείμενο τοῦ Roger Bacon στὰ Στοιχεῖα Φιλοσοφίας του Θεόφιλου Καΐρη - Νικήτας Σινιόσογλου


Ὁ Καΐρης συζητᾶ τὴν κατάσταση τῆς φιλοσοφίας κατὰ τὴν περίοδο τοῦ
Σχολαστικισμοῦ σὲ μιὰν ἐκτενῆ σημείωση τῶν Στοιχείων Φιλοσοφίας
(σημ. 14). Ἐκεῖ ξεχωρίζει τρία πρόσωπα ποὺ ἀποπειράθησαν ἐκ παντὸς
τρόπου τὴν ἀλήθειαν ἐξιχνεύειν. Αὐτοὶ εἶναι ὁ Roger Bacon (1214-1294),
ὁ Jean Gerson (1363-1429) καὶ ὁ Giordano Bruno (1548-1600). Ὁ Καΐρης
βλέπει στὸν Bruno μία ἐννοιολογικὴ γέφυρα μεταξὺ ἀρχαίας φιλοσοφίας
καὶ νεωτερικότητας, ἡ ὁποία ἑνώνει τὴν ἐλεατικὴ φυσικὴ φιλοσοφία μὲ
τὸν πανθεϊσμὸ ποὺ θὰ συστηματοποιήσει ἀργότερα ὁ Spinoza. Ὁ Bruno
ἐδόξαζε γὰρ μίαν μόνην ὑπάρχειν οὐσίαν, καὶ ταύτην εἰς πάντα ἐξ
ἀνάγκης μεταποιεῖσθαι, συστηματοποιεῖ δηλαδὴ τὴν ἀναγεννησιακὴ-ἀλ-
χημιστικὴ ἄποψη ποὺ ἐκπροσωπεῖ στὸν ἑλληνικὸ χῶρο ὁ Παμπλέκης.
Ἡ πικρὰ εἰρωνικὴ διατύπωση ὅτι ὁ Bruno ὑπὸ τῶν ἱερῶν κατεβρώθη
φλογῶν προοικονομεῖ τὸ τέλος τοῦ ἴδιου τοῦ Θεόφιλου δύο χρόνια με-
τὰ τὴν δημοσίευση τῶν Στοιχείων Φιλοσοφίας. Ἀ πὸ τὴν ἄλλη μεριά, τὸ
ἐνδιαφέρον τοῦ Καΐρη γιὰ τὸν Gerson ἐξηγεῖται, καθὼς ἐκεῖνος πρῶτος
παρ’ Εὐρωπαίοις τῷ τῆς θεοσοφίας ἐχρήσατο ὀνόματι, τοῖς μόνην τὴν
κτισματοσοφίαν τῷ ἀνθρώπῳ ἐξαρκεῖν οἰομένοις ὅλως ἐναντίαν βαδί-
σας ὁδόν.
Ἀλλὰ εἶναι τὸ ἐκτενὲς ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Epistola fratris Rogerii
Baconis de secretis operibus artis et naturae, et de nullitate magiae ποὺ ξενί-
ζει τὸν ἀναγνώστη τῶν Στοιχείων Φιλοσοφίας, ἑνὸς εἰσαγωγικοῦ, ὑπο-
τίθεται, καὶ πανοραμικοῦ ἐγχειριδίου φιλοσοφίας –ἄλλως τε ὁ ἴδιος ὁ
Θεόφιλος χαρακτηρίζει τὸ περιεχόμενο τοῦ χωρίου «περιεργότατο». Ἡ
πιὸ σημαντικὴ ἔκδοση τοῦ ἔργου αὐτοῦ τοῦ Bacon (γνωστοῦ καὶ ὡς De
mirabili potestate artis et naturae et de nullitate magiae) ἔγινε στὸ Ἀμβοῦργο
τὸ 1618 (Ex Bibliopolio Frobeniano). Στόχος τοῦ ἔργου ἦταν νὰ δεί-
ξει ὅτι τὰ προϊόντα τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας ὑπερβαίνουν τὰ
ὅποια ἀποτελέσματα τῆς μαγείας, μολονότι ὁ ἑρμητισμὸς καὶ ἡ ἀλχημεία
παρέμεναν σταθερὰ σημεῖα ἀναφορᾶς τόσο γιὰ τὸν Bacon, ὅσο καὶ γιὰ
προσωπικότητες ποὺ ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ κείμενο, ὅπως ὁ Johannes Dee.
Ὁ Καΐρης ἐπιμένει στὸ συγκεκριμένο χωρίο γιὰ δύο λόγους: πρῶτον
ἐπειδὴ ἀποτελεῖ δυνατὴ μαρτυρία γιὰ τὴν προσπάθεια τῆς εὐρωπαϊκῆς
φιλοσοφίας νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὸν βύθο τοῦ σχολαστικισμοῦ μέσῳ τῆς ἐπι-
στήμης καὶ τῆς τεχνικῆς· δεύτερον, ἐπειδὴ τὸ ἔργο τοῦ Bacon ἀποτελεῖ
ὑπόδειγμα συγκερασμοῦ τῆς ἐπιστήμης μὲ τὸν ἐσωτερισμό, εὐθυγράμ-
μισης δηλαδὴ τῶν ἐπιστημονικῶν μέσων πρὸς τοὺς παλαιόθεν σκοποὺς
τῆς θεοσοφίας.
Ὁ Καΐρης παραθέτει τὸ χωρίο στὰ λατινικὰ δίχως παραπομπὴ στὴν
ἐσωτερικὴ ἀρίθμηση καὶ διάρθρωση τῆς Ἐπιστολῆς καὶ δίχως νὰ σημει-
ώνει τὴν ἔκδοση ποὺ χρησιμοποίησε. Ἡ ἀντιπαραβολὴ μὲ τὸ πρωτότυπο
δείχνει ὅτι πρόκειται γιὰ ἐλαφρῶς διασκευασμένη ἐκδοχὴ τοῦ τέταρ-
του κεφαλαίου τῆς Ἐπιστο λῆς. Ἐνδεχομένως ὁ Θεόφιλος νὰ εἶχε πρό-
σβαση μόνον σὲ ἀποσπάσματα ἢ παράφραση τοῦ κειμένου τοῦ Bacon
καὶ νὰ ἀντλεῖ ἀπὸ νεώτερη δευτερεύουσα πηγή. Σὲ κάθε περίπτωση,
παραθέτω τὸ «περιεργότατο» χωρίο στὴν ἐκτενῆ του ἐκδοχῆ ἀπὸ τὴν
κριτικὴ ἔκδοση τοῦ J.S. Brewer: Epistola fratris Rogerii Baconis de secretis
operibus artis et naturae, et de nullitate magiae, στὸ Fr. Rogerii Bacon, Opera
quaedam hactenus inedita, ἐπιμ. J.S. Brewer, Rerum Britannicarum medii
aevi scriptores τ. 15, Λονδίνο 1965 [1859], 533, ἀπὸ ὅπου καὶ μεταφράζω
στὰ νέα ἑλληνικά.

Nam instrumenta navigandi possunt fieri sine hominibus remigantibus, ut
naves maximae, fluviales et marinae, ferantur unico homine regente, majori
velocitate quam si plenae essent hominibus. Item currus possunt fieri ut sine
animali moveantur cum impetu inaestimabili; ut aestimamus currus falcati
fuisse, quibus antiquitus pugnabatur. Item possunt fieri instrumenta volandi,
ut homo sedeat in medio instrumenti revolvens aliquod ingenium, per quod
alae artificialiter compositae aλrem verberent, ad modum avis volantis. Item
instrumentum, parvum in quantitate ad elevandum et deprimendum pondera
quasi infinita, quo nihil utilius est in casu. Nam per instrumentum altitudinis
trium digitorum, et latitudinis eorumdem, et minoris quantitatis, posset homo
seipsum et socios suos ab omni periculo carceris eripere, et elevare, et descen-
dere. Posset etiam de facili fieri instrumentum quo unus homo traheret ad se
mille homines per violentiam, mala eorum voluntate; et sic de rebus aliis at-
trahendis. Possunt etiam instrumenta fieri ambulandi in mari, vel fluminibus,
usque ad fundum absque periculo corporali. Nam Alexander magnus his usus
est, ut secreta maris videret, secundum quod Ethicus narrat astronomus. Haec
autem facta sunt antiquitus, et nostris temporibus facta sunt, ut certum est; nisi
sit instrumentum volandi, quod non vidi, nec homini qui vidisset cognovi; sed
sapientem qui hoc artificium excogitavit explere cognosco. Et infinita quasi ta-
lia fieri possunt; ut pontes ultra flumina sine columna, vel aliquo sustentaculo,
et machinationes, et ingenia inaudita.

Εἶναι δυνατὸν νὰ κατασκευαστοῦν μηχανὲς γιὰ ναυσιπλοΐα ποὺ νὰ μὴν
ἀπαιτοῦν κωπηλάτες, ὥστε μεγάλα σκάφη νὰ κινοῦνται σὲ ποτάμια καὶ σὲ
θάλασσες ὑπὸ τὴν καθοδήγηση ἑνὸς μόνον κυβερνήτη, μὲ ταχύτητα μεγαλύ-
τερη ἀπὸ ὅ,τι ἐὰν ἦταν γεμάτα ναυτικούς. Ἐπὶ πλέον εἶναι δυνατὸν νὰ κατα-
σκευαστοῦν ἅμαξες δίχως νὰ κινοῦνται ἀπὸ ζῶα, ἐπιτυγ χάνοντας ἀπίστευτη
ταχύτητα (ὅπως λέγεται ὅτι ἦταν τὰ currus falcati, μὲ τὰ ὁποία πολεμοῦσαν
οἱ πρόγονοί μας). Ἐπὶ πλέον εἶναι ἐφικτὸ νὰ κατασκευαστοῦν μηχανὲς γιὰ
ἀεροπλοΐα, τέτοιες ποὺ ἕνας ἄντρας νὰ κάθεται στὸ κέντρο καὶ νὰ περιστρέ-
φει ἕναν ἔξυπνο μηχανισμὸ μὲ τὸν ὁποῖο τεχνητὰ φτερὰ χτυποῦν τὸν ἀέρα μὲ
τὸν τρόπο ἑνὸς πουλιοῦ ποὺ ἵπταται. Ἐπὶ πλέον εἶναι δυνατὸν νὰ κατασκευ-
άσει κάποιος ἕνα μικρὸ σὲ ὄγκο ὄργανο, προκειμένου νὰ σηκώνει καὶ νὰ συμ-
πιέζει τὰ μεγαλύτερα βάρη, τὸ ὁποῖο εἶναι ἐξαιρετικὰ χρήσιμο σὲ ὁρισμένες
περιπτώσεις. Διότι μπο ρεῖ ἕνας ἄντρας νὰ ἀνέβει ἢ νὰ κατέβει, ἀπελευθερώ-
νοντας ἑαυτὸν καὶ τοὺς συντρόφους του ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς φυλακῆς, χάρη
σὲ μιὰ συσκευὴ μὲ μικρὸ βάρος ποὺ εἶναι περίπου τρία δάκτυλα σὲ ὕψος καὶ
σὲ πλάτος. Ἑπίσης μπορεῖ κάποιος νὰ κατασκευάσει εὔκολα ἕνα ὄργανο, μὲ
τὸ ὁποῖο ἕνας μόνον ἄντρας μπορεῖ νὰ ἕλκει πρὸς αὐτὸν βίαια χίλιους παρὰ
τὴν ὁποιαδήποτε ἀντίσταση, ἢ καὶ ἄλλα ἀντικείμενα ποὺ ἕλκονται. Ἐπίσης
εἶναι δυνατὸν νὰ φτιαχτοῦν μηχανισμοί, μὲ τοὺς ὁποίους μπορεῖ κάποιος νὰ
περπατᾶ στὸν πυθμένα τῆς θάλασσας ἢ ποταμῶν δί χως νὰ δι ατρέχει σωμα-
τικὸ κίνδυνο. Ἄλλως τε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος χρησιμοποίησε τέτοιους γιὰ νὰ
παρατηρεῖ τὰ μυστικὰ τῆς θάλασσας, ὅπως διηγεῖται ὁ ἀστρονόμος Ἠθικός.(1)
Οἱ μηχανισμοὶ αὐτοὶ κατασκευάστηκαν στὴν ἀρχαιότητα καὶ στὴν ἐπο-
χή μας καὶ αὐτὸ εἶναι ἐξακριβωμένο – παρ’ ἐκτὸς γιὰ τὸ πτητικὸ
μηχάνημα ποὺ δὲν ἔχω δεῖ, μήτε γνωρίζω κάποιον ποὺ νὰ τὸ ἔχει δεῖ.
Γνωρίζω ὡστόσο ὅτι ὁ σοφὸς ποὺ τὸ σχεδίασε τὸ ἔχει ὁλοκληρώσει.
Καὶ ἄπειρα τέτοια πράγματα εἶναι ἐφικτά, ὅπως γέφυρες πάνω ἀπὸ
ποτάμια δίχως κολῶνες ἢ ἄλλο στή ριγμα, καὶ μηχανήματα, καὶ ἀνή-
κουστες ἐφευρέσεις.
_____________________

1. Γιὰ τὸν Ψευδο-Ἠθικὸ βλ. Die Kosmographie des Aethicus, ἐπιμ. O.
Prinz, Μόναχο: Monumenta Germaniae Historica 1993.



ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΚΑΪΡΗΣ
ΓΝΩΣΤΙΚH ΣΤΟΙΧΕIΑ ΦΙΛΟΣΟΦIΑΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ & ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Νικήτας Σινιόσογλου
ΚΑΪΡΕΙΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ – ΑΝΔΡΟΣ 2008
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΥΡΑΣΙΑ

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Η πόλη της κατάρας – Δημοσθένης Βουτυράς


Άνθρωποι ωχροί περπατούσαν, ωχροί με βήμα βαρύ, έμπαιναν στα χαμηλά, σαραβαλιασμένα μαγαζιά κι όλοι μαζί σιγά μιλούσανε, με πιασμένη τη φωνή, με μάτια θαμπά. Παρέες κουρελιάρηδων γυρίζανε με τα πόδια τους τυλιγμένα σε πανιά, για πέδιλα ή παπούτσια, γυναίκες ξυπόλητες με παιδιά στην αγκαλιά, παιδιά κίτρινα, αδύνατα και με κάτι σα γέρου να 'χουνε, παιδιά που γεννηθήκανε γέροι.
Είχεν έρθει το μεσημέρι. Κι οι άνθρωποι απ' τους δρόμους είχαν αραιώσει πολύ. Αλλά και μέσα στα μαγαζιά που είχανε μαζευτεί σιγά σιγά μιλούσανε, σβηστά, κουρασμένα, ή θα κρατούσανε μια σιωπή, όμοια με κείνη που μονάχα ο θάνατος φέρνει. Μύγες μεγάλες, μαύρες, χαλκόμυγες γυρίζανε πλήθος, όπως γυρίζουν στα μέρη που ψοφίμια πολλά βρίσκονται, και μια μυρουδιά μούχλας, σαπίλας, έβγαινε από παντού, απ' τους τοίχους, απ' τα τραπέζια κι απ' τους ανθρώπους αυτούς που κοντά τους περνούσες. Μα τι λέω; Απ' τους ανθρώπους έβγαινε ακόμα χειρότερη μυρουδιά. Μου φαινότανε να μυρίζανε μούχλα τάφου, τάφου που ανοίγουνε, να 'βγαινε μυρουδιά πεθαμένου, σάπιου...
Μήπως κοιμούμαι, ρώτησα τον εαυτό μου, ή μ' έριξεν η μοίρα μέσα σε πόλη βρυκολάκων;
Στο μαγαζί που 'χα μπει για να φάω δεν μπόρεσα να μείνω πολύ, απ' την ησυχία τόσων ανθρώπων που, κίτρινοι, σιωπηλοί, τρώγανε με μάτια θαμπά, σα νεκροί, σα να 'χανε νεκροί σηκωθεί απ' τους τάφους τους και τρώγανε...
Κι η μυρουδιά τους έβγαινε δυνατή, σου ερχότανε μυρουδιά τάφου που ανοίγουνε, μυρουδιά πεθαμένου. Και το παιδί με τη γέρικη όψη που ήρθε να πληρωθεί, και κείνο έτσι μύριζε... Αλλά δεν ήταν παιδί, ήτανε γέρος, γέρος με κάτι παιδικό!
Όταν βγήκα έξω, άκουσα μια φωνή δυνατή και στράφηκα.
Ήτανε μια γυναίκα σκελετωμένη, μια γριά σκελετωμένη, μισόγυμνη, με τα μάτια όλο ασπράδια, που, καθισμένη κάτω στις πλάκες κι ακουμπισμένη λίγο στον κολασμένο, γδαρμένο τοίχο του μαγαζιού, φώναζε και καταριότανε ζητώντας βοήθεια.
Ρωτώντας, πήγαινα να βρω δυο γνωστούς μου, δυο πατριώτες μου, που είχαν έρθει από χρόνια και μένανε στο μέρος αυτό.
Μα κι ο ήλιος ήταν τόσο φωτεινός, φώτιζε σαν ξεβαμμένος, σα να πέφταν οι ακτίνες του σε βαθύ, κατάβαθο μέρος. Έτσι θα πέφτουν και στον Άδη μέσα, για να τυραννούν και να θυμίζουνε στους κολασμένους τον κόσμο που αφήκαν...
Επιτέλους το βρήκα, βρήκα το κατάστημα του ενός.
Κοίταξα ψηλά και με χαρά είδα τ' όνομά του.
Αλλά μόλις έκαν να πάω μέσα να τον ζητήσω και να του δώσω γνωριμιά, στάθηκα. Είδα ένα γεροντάκι ζαρωμένο να κάθεται στη θέση του καταστηματάρχη. Αυτός δε θα 'τανε μέσα.
Ήταν έρημο την ώρα εκείνη το κατάστημα. Πέρα, σε μιαν άκρη, δυο μάτια κιτρινωπά με κοίταζαν. Τους έγνεψα. Σηκώθηκε ο άνθρωπος με τα κιτρινωπά μάτια και με μια ποδιά άσπρη κι ήρθε κοντά μου με βήμα αργό.
-Τι είναι; με ρώτησε σιγά.
-Ο κύριος Κωστέλας;
-Νάτος! μου είπε και μου 'δειξε το γεροντάκι.
Έμεινα! Αυτό το γεροντάκι κείνος! Εγώ τον ήξερα, όταν έφυγε, νέο, ξανθό, ροδαλό... και μην έλειπε ή ήταν τόσα πολλά χρόνια;...
Έφυγα γρήγορα. Πήγα για τον άλλον.
Μπήκα σ' ένα μαγαζάκι παλιό, όπως όλα ήταν εκεί σ' αυτή την πόλη, με γυρτούς τοίχους, που μύριζε φριχτά μούχλα, σαπίλα...
Εκεί σύχναζε είχα μάθει. Και ρώτησα.
-Τώρα σε λίγο θα 'ρθει, μου 'πε ένας κίτρινος και σκελετωμένος μεσόκοπος.
Κάθισα στο τραπεζάκι και διέταξα κρασί να μου φέρουνε.
Δεν το είχα πιει κι ο σκελετωμένος άνθρωπος μου λέει: -Έρχεται!
Περιμένω να τον δω. Και να, βλέπω ένα γεροντάκι με γυαλιά να μπαίνει μέσα σέρνοντας τα πόδια του...
-Ο κύριος σας θέλει, του λέει ο μαγαζάτορας.
Γύρισε και με κοίταξε.
-Ω! έκανε και με πλησίασε απλώνοντας τα χέρια.
-Βάσο! του φώναξα. Σα να είδα κάτι να φέρνει κείνο το γεροντάκι του φίλου μου.
Σφίξαμε τα χέρια.
-Μα πως έγινες έτσι; του είπα. Πως;
-Μη ρωτάς! Είμαι αγνώριστος, ε; Καταβλήθηκα...
-Κάτσε να πάρεις ένα κρασί!
Κάθισε και με κοίταξε με τα θαμπά μάτια του, τα θαμπά μάτια του τα δακρυσμένα, πίσω απ' τα μεγάλα γυαλιά του. Κι ήταν κάτασπρος, μουστάκια, γένια. Είχε όμως ακόμα το γένι κομμένο, όπως άλλοτε. Είπα και του 'φεραν κρασί. Το πήρε και το 'πιε μεμιάς.
Παρατήρησα πως κι αυτός έβγαζε τη μυρουδιά κείνη του τάφου που ανοίγουνε, του πεθαμένου που άλιωτος ακόμα βρίσκεται μέσα.
-Ας είναι! είπε με αναστεναγμό. Τι κακά έκανα που 'φυγα! Και μήπως δε μου το 'πε κάποιος, όταν ήρθα δω; Μου είπε: «Φεύγα, γιατί σε όχι πολύ δεν θα μπορείς πια! Φεύγα, γιατί θα πάθεις και συ απ' την αρρώστια που δέρνει όλους εδώ μέσα σ' αυτή την πόλη! Έχει αυτή η πόλη κάποια κατάρα. Αυτό το μέρος είναι καταραμένο...»
Έτσι μου 'πε, αλλ' εγώ δεν τον άκουσα, συρμένος από κάποιο κέρδος. Μετά λίγον καιρό όμως μου ήταν αδύνατο να φύγω, όσο κι αν είχα επιθυμία! Αδύνατο! Όσο κι αν έβλεπα ότι εδώ οι άνθρωποι σαπίζουν, και γερνούν πριν την ώρα τους, μου ήταν αδύνατο να φύγω. Ήμουνα σαν να είχα δεθεί με το μέρος αυτό... Έβλεπα πως εδώ η χαρά δεν υπάρχει κι ότι όλοι περιμένουν το θάνατο να τους λυτρώσει απ' αυτή τη ζωή, αλλά τι να κάνω; Μου ήταν αδύνατο να φύγω πια... Κι αν έφευγα, θα γύριζα γρήγορα πίσω! Κατόπι πήγα σε μέρη άλλα, που μοσκοβολούσε ο τόπος, οι άνθρωποι ήτανε γεμάτοι υγεία, αλλά δεν μπόρεσα να μείνω, όπως και ο καθένας απ' εδώ όταν πάει αλλού. Γύρισα πίσω. Με τραβούσε το μέρος αυτό όπως σύρει δυνατός μαγνήτης το σίδερο, με τραβούσε η μυρουδιά της μούχλας, της σαπίλας, κι ενώ δεν ήθελα να έρθω, ερχόμουνα!
Η μυρουδιά εκείνη που 'χαν όλοι, όταν μιλούσε, πιο δυνατά μου ερχόταν, σα να 'χε ανοίξει κοντά εκεί τάφος, τάφος και μιλούσε, που μέσα του βρισκόταν άλιωτος ο νεκρός ακόμα...



Δημοσθένης Βουτυράς
Το καράβι του θανάτου και άλλες ιστορίες
Εκδόσεις Τόπος 2009

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

Ο σκοτεινός αιώνας (ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ) – RENE GUENON


Η ινδουιστική διδασκαλία πρεσβεύει πως η διάρκεια ενός ανθρώπινου κύκλου στον οποιο δίνει την ονομασία Manvantara, διαιρείται σε τέσσερις αιώνες, που σημαδεύουν αντίστοιχες φάσεις μιας βαθμιαίας συσκότισης της πρωταρχικής πνευματικότητας. Είναι αυτές οι ίδιες περίοδοι που οι παραδόσεις της δυτικής αρχαιότητας, από τη μεριά τους, προσδιόριζαν ως αιώνες του χρυσού, του αργύρου, του χαλκού και του σιδήρου. Βρισκόμαστε επί του παρόντος στον τέταρτο αιώνα, την Kali Yuga ή «σκοτεινό αιώνα» και βρισκόμαστε σ' αυτήν λέμε, εδώ και πάνω από έξη χιλιάδες χρόνια, δηλαδή από μια εποχή πολύ προγενέστερη όλων εκείνων που μας είναι γνωστές από την «κλασσική» ιστορία. Έκτοτε, οι αλήθεις που άλλοτε ήταν προσιτές σε όλους τους ανθρώπους, έγιναν όλο και πιο απόκρυφες και δυσπρόσιτες. Αυτοί που τις κατέχουν όλο και λιγοστεύουν, και, παρ' όλο που ο θησαυρός της «μη ανθρώπινης» σοφίας, που προηγήθηκε όλων των αιώνων, δεν είναι δυνατό να χαθεί ποτέ, τυλίγεται με όλο και πιο αδιαπέραστα πέπλα, που την κρύβουν από τα βλέμματα και που κάτω από αυτά είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανακαλυφτεί. Γι' αυτό παντού μιλούν για κάτι που χάθηκε, φαινομενικά τουλάχιστο και σε σχέση με τον εξωτερικό κόσμο, και που οφείλουν να το επανεύρουν αυτοί που επιδιώκουν την αληθινή γνώση. Αλλά ειπώθηκε ακόμη πως αυτό που είναι κρυμένο θα ξαναγίνει ορατό στο τέλος του παρόντος κύκλου, που θα είναι ταυτόχρονα, χάρις στη συνέχεια που συνδέει όλα τα πράγματα μεταξύ τους, η αρχή ενός νέου κύκλου.
Αλλά, θα διερωτηθούμε αναμφίβολα, γιατί η κυκλική εξέλιξη οφείλει να ολοκληρωθεί έτσι κατά μια καθοδική φορά, πηγαίνοντας, από το ανώτερο στο κατώτερο, πράγμα που σημαίνει, όπως θα παρατηρήσουμε χωρίς κόπο, άρνηση αυτής της ίδιας της ιδέας της «προόδου» όπως οι σύγχρονοι την εννοούν; Αυτό συμβαίνει επειδή η εξέλιξη κάθε εκδήλωσης συνεπάγεται αναγκαστικά μια όλο και μεγαλύτερη απομάκρυνση από την αρχή από την οποία εκπηγάζει. Ξεκινώντας από το πιο υψηλό σημείο, τείνει αναγκαστικά προς τα κάτω, και όπως τα σώματα που έχουν βάρος, τείνει προς τα εκεί με διαρκώς αυξανόμενη ταχύτητα, έως ότου τελικά συναντήσει ένα σημείο στάσης. Αυτή η πτώση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν μια προοδευτική επικράτηση της ύλης (materialisation), επειδή η έκφραση, και όχι η αρχή η ίδια, επειδή αυτή εδώ δεν είναι δυνατό να δηλωθεί με κανέναν από τους όρους που φαίνονται να δείχνουν μια όποια αντίθεση, αφού βρίσκεται πέρα από κάθε αντίθεση. Άλλωστε, λέξεις όπως «πνεύμα» και «ύλη», που δανειζόμαστε εδώ, για μεγαλύτερη ευχέρεια, από τη δυτική γλώσσα, δεν έχουν καθόλου για μας παρά μια συμβολική αξία. Δεν μπορούν όπως και νάναι, να αρμόζουν αληθινά σε αυτό περί του οποίου πρόκειται παρά υπό τον όρο ότι θα παραμεριστούν οι ειδικές ερμηνείες που τους δίνει η σύγχρονη φιλοσοφία, της οποίας ο «πνευματισμός» και ο «υλισμός» δεν είναι για μας, παρά δυό συμπληρωματικές μορφές που εμπεριέχουν η μια την άλλη και που εξ ίσου είναι αμελητέες για όποιον θέλει να υψωθεί πάνω από αυτές τις αβέβαιες απόψεις. Και άλλωστε δεν είμαστε διατεθειμένοι, χωρίς ποτέ να χάσουμε από μπροστά μας τις βασικές αρχές, παίρνοντας όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις για να εμποδίσουμε κάθε αμφιβολία, να αποδεχτούμε τη χρησιμοποίηση όρων που, παρά την ανεπάρκειά τους, φαίνονται κατάλληλοι να καταστήσουν τα πράγματα πιο ευκολονόητα, στο βαθμό που αυτό μπορεί να γίνει χωρίς βέβαια να το παραμορφώσουμε.
Αυτό που μόλις είπαμε για την εξέλιξη της εκδήλωσης παρουσιάζει μια όψη που, με το να είναι ακριβής στο σύνολό της, είναι ωστόσο πολύ απλουστευμένη και σχηματική κατά τούτο, ότι μπορεί να δώσει την εντύπωση πως αυτή η εξέλιξη πραγματοποιείται σε ευθεία γραμμή, κατά μια μοναδική κατεύθυνση και χωρίς κανενός είδους αμφιταλαντεύσεις. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετικά περίπλοκη: Μπορούμε να διακρίνουμε σε όλα τα πράγματα, όπως ήδη υποδείξαμε προηγουμένως, δύο αντίρροπες τάσεις, τη μια καθοδική και την άλλη ανοδική, ή αν θέλουμε να μεταχειριστούμε έναν άλλο τρόπο παράστασης, τη μια κεντρόφυγο και την άλλη κεντρομόλο. Και από την επικράτηση της μιας ή της άλλης εκπηγάζουν δύο συμπληρωματικές φάσεις της εκδήλωσης, η μια της απομάκρυνσης από την αρχή, η άλλη της επιστροφής προς την αρχή, οι οποίες συχνά συγκρίνονται συμβολικά με τις κινήσεις της καρδιάς ή με τις δύο φάσεις της αναπνοής. Παρ' όλο που οι δύο αυτές φάσεις περιγράφονται συνήθως ως διαδοχικές, πρέπει να θεωρήσουμε πως στην πραγματικότητα, οι δύο τάσεις στις οποίες αντιστοιχούν δρουν πάντοτε ταυτόχρονα, μα σε διαφορετικές αναλογίες. Και συμβαίνει καμμιά φορά, σε ορισμένες κρίσιμες στιγμές όπου η καθοδική τάση μοιάζει να υπερισχύει οριστικά μέσα στο βηματισμό του κόσμου, να παρεμβληθεί μια ειδική δύναμη για να ενισχύσει την αντίρροπη τάση, με τέτοιο τρόπο που να αποκαθίσταται μια κάποια ισορροπία τουλάχιστο σχετική, τέτοια που την επιτρέπουν οι συνθήκες της στιγμής, και να επιτυγχάνεται έτσι μια μερική επανόρθωση, δια της οποίας η κίνηση της πτώσης να σταματά ή να εξουδετερώνεται προσωρινά(1).

Είναι εύκολο να καταλάβουμε πως αυτά τα παραδοσιακά δεδομένα, σχετικά με τα οποία οφείλουμε να περιοριστούμε σε μια πολύ σύντομη σύνοψη, καθιστούν δυνατές πολύ διαφορετικές θεωρήσεις από αυτές όλων των δοκιμίων «φιλοσοφίας της ιστορίας» στα οποία αφιερώνονται οι σύγχρονοι, και πολύ διαφορετικά απέραντες και βαθιές. Αλλά δεν έχουμε καθόλου την πρόθεση, για την ώρα, να αναχθούμε στις πηγές του παρόντος κύκλου, ούτε ακόμη πιο απλά στις αρχές της Kali-Yuga. Οι προθέσεις μας δεν αφορούν, τουλάχιστον άμεσα, παρά ένα πεδίο πολύ πιο περιορισμένο, τις τελευταίες φάσεις της ίδιας της Kali-Yuga. Μπορούμε πραγματικά, στο εσωτερικό κάθε μιας από τις μεγάλες περιόδους, για τις οποίες μιλήσαμε, να διακρίνουμε ακόμη διάφορες δευτερεύουσες φάσεις, που συνιστούν αντίστοιχες υποδιαιρέσεις. Και, αφού κάθε μέρος είναι ανάλογο κατά κάποιο τρόπο στό όλον, αυτές οι υποδιαιρέσεις αναπαράγουν, για να το πούμε έτσι, επί πιο περιορισμένης κλίμακος, τον γενικό βηματισμό του μεγάλου κύκλου, μέσα στον οποίο αφομοιώνονται. Μα και εδώ ακόμη, μια πλήρης διερεύνηση των τρόπων εφαρμογής αυτού του νόμου στις διάφορες ιδιαίτερες περιπτώσεις θα μας οδηγούσε πολύ πέρα από το πλαίσιο που έχουμε χαράξει για την παρούσα μελέτη. Θα σημειώσουμε μόνο, για να τελειώσουμε αυτές τις προκαταρκτικές θεωρήσεις, μερικές από τις τελευταίες ιδιαίτερα κρίσιμες εποχές που διήλθε η ανθρωπότητα, αυτές που εισέρχονται στην περίοδο που συνηθίζουμε να ονομάζουμε «ιστορική», επειδή πραγματικά είναι η μόνη αληθινά προσιτή στην κανονική ή «βέβηλη» ιστορία. Και έτσι θα οδηγηθούμε εντελώς φυσικά σε αυτό που οφείλει να είναι το καθαυτό αντικείμενο της μελέτης μας, επειδή η τελευταία από αυτές τις κρίσιμες εποχές δεν είναι άλλη από αυτή που συνιστά ό,τι ονομάζουμε σύγχρονη εποχή.
Υπάρχει ένα αρκετά παράξενο γεγονός, που μοιάζει να μην το έχουμε ποτέ επισημάνει όπως θα του άξιζε: είναι το ότι η καθαυτό λεγόμενη «ιστορική» περίοδος, με την έννοια που μόλις υποδείξαμε, ανάγεται ακριβώς στον 6ο αιώνα προ Χριστού, σαν να υπήρχε εκεί, μέσα στο χρόνο, ένα εμπόδιο που είναι δυνατό να υπερπηδηθεί με τη βοήθεια των μέσων διερεύνησης που διαθέτουν οι κοινοί ερευνητές. Από την εποχή αυτή, πραγματικά, διαθέτουμε παντού μια αρκετά ακριβή και καθιερωμένη χρονολόγηση. Αντίθετα για ό,τι προηγείται αυτής, δεν κάνουμε γενικά παρά μια πολύ αόριστη εικασία και οι προτεινόμενες χρονολογίες για τα ίδια γεγονότα ποικίλουν συχνά κατά πολλούς αιώνες. Ακόμη και για χώρες για τις οποίες δεν έχουμε παρά σκόρπια κατάλοιπα, όπως επί παραδείγματι η Αίγυπτος, κάτι τέτοιο είναι πολύ έντονο. Και ίσως ακόμη πιο εκπληκτικό είναι το ότι, σε μια εξαιρετική και προνομιούχο περίπτωση όπως αυτή της Κίνας, που διαθέτει, για εποχές πολύ απομακρυσμένες, χρονικά (annales) χρονολογημένα με τη βοήθεια αστρονομικών παρατηρήσεων που όφειλαν να μην αφήσουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας, οι σύγχρονοι δεν διστάζουν λιγότερο να χαρακτηρίσουν αυτές τις εποχές ως «μυθικές», σαν να υπήρχε εκεί μια περιοχή όπου δεν αναγνωρίζουν το δικαίωμα σε καμμιά βεβαιότητα και όπου απαγορεύουν σε αυτούς τους ίδιους να την αποκτήσουν. Η λεγόμενη «κλασσική» αρχαιότητα, δεν είναι λοιπόν, στ' αλήθεια, παρά μια πολύ σχετική αρχαιότητα, και μάλιστα πολύ πιο κοντινή στους νέους χρόνους παρ' όσο στην αληθινή αρχαιότητα, επειδή δεν ανάγεται ούτε καν στα μισά της Kali-Yuga, της οποίας η διάρκεια δεν είναι κι αυτή, σύμφωνα με την ινδουιστική διδασκαλία, παρά το ένα δέκατο της Manvantara. Και αυτό θα ήταν αρκετό για να κρίνουμε ως ποιο σημείο οι σύγχρονοι έχουν δίκιο να υπερηφανεύονται για το μέγεθος των ιστορικών τους γνώσεων! Όλα αυτά, θα απαντούσαν αναμφίβολα για να δικαιολογηθούν, δεν αποτελούν παρά «μυθικές» περιόδους, γι' αυτό θεωρούν πως δεν υπάρχει λόγος να τις λαμβάνουν υπ' όψη τους. Αλλά αυτή η απάντηση δεν είναι παρά ακριβώς η ομολογία της άγνοιάς τους και της ακατανοησίας που μόνο αυτή μπορεί να εξηγήσει την απαξίωσή τους για την παράδοση. Το σύγχρονο ειδικά πνεύμα, δεν είναι στην πραγματικότητα, όπως θα δείξουμε πιο πέρα, τίποτε άλλο από το αντιπαραδοσιακό πνεύμα.
Τον 6ο αιώνα προ Χριστού, συνέβησαν, όποια κι είναι η αιτία, σημαντικές αλλαγές σε όλους σχεδόν τους λαούς. Αυτές οι αλλαγές παρουσίασαν άλλωστε διαφορετικά χαρακτηριστικά στην κάθε χώρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, έγινε μια αναπροσαρμογή της παράδοσης σε συνθήκες άλλες από αυτές που είχαν υπάρξει προηγουμένως, αναπροσαρμογή που ολοκληρώθηκε κατά μια αυστηρά ορθόδοξη έννοια. Αυτό συνέβη κυρίως στην Κίνα, όπου η διδασκαλία, που συνιστούσε αρχικά ένα ενιαίο σύνολο, διαιρέθηκε τότε σε δύο σαφώς ξεχωριστά μέρη. Τον Ταοϊσμό, που προοριζόταν για τους εκλεκτούς και περιλάμβανε την καθαρή μεταφυσική και τις παραδοσιακές επιστήμες καθαρά θεωρητικής τάξης. Τον Κομφουκιανισμό, κοινό σε όλους αδιακρίτως, και με αρμοδιότητα στις πρακτικές εφαρμογές και πρώτιστα στις κοινωνικές. Στους Πέρσες, παρόμοια φαίνεται να έγινε μια αναπροσαρμογή του Μαζντεϊσμού, γιατί αυτή η εποχή υπήρξε αυτή του τελευταίου Ζοροάστρη(2). Στην Ινδία, γεννήθηκε τότε ο Βουδδισμός, που όποιος και αν ήταν ο αρχικός του χαρακτήρας(3) άλλωστε, όφειλε να καταλήξει, αντίθετα, τουλάχιστο σε ορισμένα παρακλάδια του, σε μια εξέγερση εναντίον του παραδοσιακού πνεύματος, φτάνοντας ως την άρνηση κάθε αρχής, ως μια αληθινή αναρχία, με την ετυμολογική έννοια της «απουσίας αρχής», στην διανοητική τάξη και στην κοινωνική. Αυτό που είναι αρκετά παράξενο, είναι ότι δεν βρίσκουμε, στην Ινδία, κανένα μνημείο που να ανάγεται πέρα από αυτή την εποχή, και οι ανατολιστές, που θέλουν όλα να τα κάνουν να αρχίζουν από τον Βουδδισμό του οποίου εξάρουν ιδιαίτερα τη σημασία, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν αυτή τη διαπίστωση για λογαριασμό της θέσης (these) τους; η εξήγηση του γεγονότος είναι ωστόσο πολύ απλή: οφείλεται στο ότι όλες οι προηγούμενες κατασκευές ήταν από ξύλο, και έτσι καταστράφηκαν φυσιολογικά χωρίς ν' αφήσουν ίχνη(4). Η αλήθεια όμως είναι πως μια τέτοια αλλαγή στον τρόπο κατασκευής αντιστοιχεί αναγκαστικά σε μια βαθειά αλλοίωση των γενικών συνθηκών ύπαρξης του λαού στον οποίο συμβαίνει.

Πλησιάζοντας στη Δύση, βλέπουμε πως η ίδια εποχή υπήρξε, για τους Εβραίους, αυτή της αιχμαλωσίας της Βαβυλώνος. Και αυτό που είναι ίσως ένα από τα πιο εκπληκτικά γεγονότα που μπορούν να διαπιστωθούν, είναι ότι μια σύντομη περίοδος εβδομήντα χρόνων άρκεσε για να τους κάνει να χάσουν ως και αυτή τη γραφή τους, γιατί έπρεπε κατόπιν να αποκαταστήσουν τα ιερά Βιβλία με χαρακτήρες τελείως διάφορους από αυτούς που είχαν σε χρήση έως τότε. Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε αρκετά ακόμη περιστατικά που αναφέρονται περίπου στην ίδια χρονολογία: σημειώνουμε μόνο πως υπήρξε για τη Ρώμη η αρχή της καθαυτό «ιστορικής» περιόδου, που διαδέχεται τη «μυθική» εποχή των βασιλεών, και πως ξέρουμε ακόμη, αν και με τρόπο αρκετά αόριστο πως συνέβησαν τότε σημαντικές ανακατατάξεις στους κελτικούς λαούς. Αλλά, χωρίς να επιμείνουμε περισσότερο, θα φτάσουμε σε ό,τι αφορά την Ελλάδα. Εκεί, κατά τον ίδιο τρόπο, ο 6ος αιώνας υπήρξε το σημείο εκκίνησης, του λεγόμενου «κλασσικού» πολιτισμού, του μόνου στον οποίο οι σύγχρονοι αναγνωρίζουν τον «ιστορικό» χαρακτήρα, και όλα όσα προηγούνται είναι τόσο άσχημα γνωστά ώστε να τα αντιμετωπίζουν ως «μυθικά», αν και οι πρόσφατες αρχαιολογικές ανακαλύψεις δεν επιτρέπουν πια να αμφιβάλλουμε ότι τουλάχιστον υπήρξε εκεί ένας πολύ πραγματικός πολιτισμός. Και έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι αυτός ο πρώτος ελληνικός πολιτισμός υπήρξε πολύ πιο ενδιαφέρων διανοητικά από αυτόν που τον ακολούθησε και πως οι σχέσεις μεταξύ τους μοιάζουν ανάλογες με αυτές που υπάρχουν ανάμεσα στην Ευρώπη του μεσαίωνα και στη σύγχρονη Ευρώπη. Ωστόσο, αρμόζει να σημειώσουμε πως το σχίσμα δεν υπήρξε τόσο ριζικό όσο στην τελευταία περίπτωση, γιατί υπήρξε, τουλάχιστον μερικά, μια αναπροσαρμογή μέσα στην παραδοσιακή τάξη, κυρίως στην περιοχή των «μυστηρίων». Και πρέπει να συνδέσουμε με αυτή την αναπροσαρμογή τον Πυθαγορισμό, που υπήρξε κυρίως, υπό νέα μορφή, μια αποκατάσταση του προηγηθέντος Ορφισμού, και του οποίου οι αυτονόητοι δεσμοί με τη δελφική λατρεία του υπερβόρειου Απόλλωνα επιτρέπουν μάλιστα να τα αντικρίσουμε ως μια συνεχή και κανονική αλληλουχία μιας από τις αρχαιότερες παραδόσεις της ανθρωπότητας. Αλλά, από την άλλη μεριά, είδαμε σύντομα να εμφανίζεται κάποιο πράγμα για το οποίο δεν είχαμε ακόμη κανένα παράδειγμα και που έμελλε ύστερα να ασκήσει μια ολέθρια επίδραση πάνω σε όλον τον δυτικό κόσμο. Εννοούμε αυτόν τον ειδικό τρόπο σκέψης που πήρε και κράτησε το όνομα «φιλοσοφία». Και το σημείο αυτό είναι αρκετά σημαντικό ώστε να σταθούμε σ' αυτό μερικές στιγμές.
Η λέξη «φιλοσοφία», ως προς αυτή την ίδια, μπορεί βέβαια να ληφθεί με μια έννοια εντελώς νόμιμη, που υπήρξε αναμφίβολα η πρωταρχική της έννοια, κυρίως αν αληθεύει, όπως ισχυρίζονται, πως ο Πυθαγόρας τη χρησιμοποίησε πρώτος: ετυμολογικά δεν σημαίνει τίποτε άλλο από «έρωτα για τη σοφία». Δηλώνει λοιπόν κατ' αρχήν μια προαπαιτούμενη διάθεση για να φτάσει (κανείς) στη σοφία, και μπορεί να δηλώσει ακόμη, δια μιας ολότελα φυσικής επέκτασης, την αναζήτηση που γεννημένη από αυτή την ίδια την προδιάθεση, οφείλει να οδηγήσει στη γνώση. Δεν πρόκειται λοιπόν παρά για ένα προκαταρκτικό και προπαρασκευαστικό στάδιο, μια πορεία προς τη σοφία, ένα βαθμό αντίστοιχο σε μια κατάσταση κατώτερη από αυτήν της σοφίας(5). Η παρέκκλιση που συνέβη κατόπιν συνίσταται στο να ληφθεί αυτός ο μεταβατικός βαθμός ως ο σκοπός ο ίδιος, στο να αξιώνουν να αντικαταστήσει η «φιλοσοφία» τη σοφία, πράγμα που συνεπάγεται τη λήθη και την παραγνώριση της αληθινής φύσης αυτής της τελευταίας. Έτσι γεννήθηκε αυτό που ονομάζουμε «βέβηλη» φιλοσοφία, δηλαδή μια υποτιθέμενη σοφία καθαρά ανθρώπινη, επομένως απλά λογικής τάξης, που παίρνει τη θέση της αληθινής παραδοσιακής σοφίας, την υπερ-λογικής και «μη-ανθρώπινης». Παρ' όλα αυτά επέζησε κάτι από αυτήν εδώ κατά τη διάρκεια όλης της αρχαιότητας. Αυτό αποδεικνύει κατ' αρχήν η αδιάκοπη συνέχεια των «μυστηρίων», των οποίων ο ουσιαστικά μυητικός χαρακτήρας δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί, και ακόμη (αποδεικνύει) το γεγονός πως η διδασκαλία των ίδιων των φιλοσόφων έχει ταυτόχρονα και συχνότερα, μια «εξωτερική» και μια «εσωτερική» όψη, έτσι που αυτή η τελευταία να επιτρέπει τη σύνδεση με μια ανώτερη όψη, που εκδηλώνεται άλλωστε με πολύ σαφή τρόπο, αν και ίσως από ορισμένες πλευρές ατελή, μερικούς αιώνες αργότερα, με τους Αλεξανδρινούς. Για να συσταθεί οριστικά η «βέβηλη» φιλοσοφία ως τέτοια, έπρεπε να απομείνει μόνο ο «εξωτερισμός» («exoterisme») και να φτάσουμε μέχρι την απλή και καθαρή άρνηση κάθε «εσωτερισμού» («esoterisme»). Είναι ακριβώς αυτό το οποίο έμελλε να καταλήξει, στους σύγχρονους, η κίνηση που άρχισε με τους Έλληνες. Οι τάσεις που ήδη είχαν επιβεβαιωθεί σε εκείνους έμελλαν να φτάσουν εδώ στους σύγχρονους μέχρι τις πιο ακραίες τους συνέπειες, και η υπέρμετρη σημασία που είχαν δώσει στη λογική σκέψη έτεινε συνεχώς αυξανόμενη για να φτάσει στον «ορθολογισμό» (rationalisme), στάση ειδικά σύγχρονη που έγκειται, όχι τώρα πια μόνο και απλά στην άγνοια, αλλά στην εσκεμμένη άρνηση κάθε πράγματος που ανήκει στην υπερλογική τάξη. Αλλά ας μη προτρέχουμε, γιατί θα επιστρέψουμε σ' αυτές τις συνέπειες και θα δούμε την εξέλιξή τους σε ένα άλλο σημείο της μελέτης μας.

Από όσα ειπώθηκαν, ένα πράγμα πρέπει να συγκρατήσουμε ιδιαίτερα από την άποψη που μας ενδιαφέρει: το ότι αρμόζει να αναζητήσουμε στην «κλασσική» αρχαιότητα μερικά από τα πρότυπα του σύγχρονου κόσμου. Αυτός εδώ δεν έχει εντελώς άδικο όταν επικαλείται τον ελληνο-ρωμαϊκό πολιτισμό και ισχυρίζεται πως είναι συνεχιστής του. Πρέπει να ειπωθεί, ωστόσο, πως δεν πρόκειται παρά για μια συνέχεια μακρινή και κάπως άπιστη, γιατί υπήρχαν παρ' όλα ταύτα, σε αυτήν την αρχαιότητα, πολλά πράγματα, της διανοητικής και πνευματικής τάξης, που δεν θα βρούμε το ισοδύναμό τους στους σύγχρονους. Πρόκειται ίσως και νάναι, για δύο βαθμούς αρκετά διαφορετικούς, μέσα στην προοδευτική συσκότιση της αληθινής γνώσης. Θα μπορούσαμε άλλωστε να θεωρήσουμε πως η παρακμή του αρχαίου πολιτισμού επέφερε, βαθμιαία και χωρίς να κοπεί η συνέχεια, μια κατάσταση λίγο-πολύ όμοια με αυτήν που βλέπουμε σήμερα. Αλλά, στην πραγματικότητα, δεν έγινε έτσι, αλλά μεσολάβησε για τη Δύση μια άλλη κρίσιμη εποχή που υπήρξε ταυτόχρονα μια από αυτές τις εποχές ανάνηψης στις οποίες αναφερθήκαμε πιο πάνω.
Αυτή η εποχή είναι η εποχή της έναρξης και της εξάπλωσης του Χριστιανισμού, που συμπίπτει, από τη μια μεριά, με τη διασπορά του Εβραϊκού λαού και, από την άλλη μεριά, με την τελευταία φάση του ελληνο-ρωμαϊκού πολιτισμού. Και μπορούμε να αντιπαρέλθουμε αυτά τα γεγονότα, σε πείσμα της σημασίας τους, επειδή είναι ευρύτερα γνωστά από όσο αυτά για τα οποία μιλήσαμε έως τώρα, και των οποίων ο συγχρονισμός έχει υπογραμμιστεί περισσότερο, ακόμη και από ιστορικούς των οποίων οι απόψεις είναι από τις πιο επιφανειακές. Έχουμε επίσης σημειώσει αρκετά συχνά ορισμένα κοινά γνωρίσματα ανάμεσα στην παρακμή της αρχαιότητας και στη σύγχρονη εποχή. Και χωρίς να θέλουμε να τραβήξουμε πολύ μακρυά τον παραλληλισμό, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως υπάρχουν πραγματικά μερικές ομοιότητες αρκετά έντονες. Η καθαρά «βέβηλη» φιλοσοφία είχε κερδίσει έδαφος: η εμφάνιση του σκεπτικισμού (scepticisme) των στωικώνκαι των επικούρειων από την άλλη, δείχνουν αρκετά σε ποιο σημείο η διανοητικότητα είχε ξεπέσει. Ταυτόχρονα οι αρχαίες ιερές διδασκαλίες, που κανείς σχεδόν δεν καταλάβαινε πια, είχαν εκφυλιστεί, εξ αιτίας αυτής της ακατανοησίας, σε «παγανισμό» με την πραγματική έννοια του όρου, δηλαδή δεν ήταν πια παρά «δεισιδαιμονίες», πράγματα δηλαδή που, έχοντας χάσει την ουσιαστική σημασία τους, επιζούσαν από μόνα τους με τελείως εξωτερικές εκδηλώσεις. Υπήρξαν προσπάθειες αντίδρασης ενάντια σε αυτή την κατάπτωση: ο ίδιος ο ελληνισμός δοκίμασε να ανανεωθεί με τη βοήθεια στοιχείων που δανείστηκε από τις ανατολικές διδασκαλίες με τις οποίες μπορούσε να βρίσκεται σε επαφή. Αλλά αυτό δεν αρκούσε πια, ο ελληνο-ρωμαϊκός πολιτισμός όφειλε να πάρει τέλος και η παλινόρθωση έμελλε να έλθει από αλλού και να εκδηλωθεί υπό τελείως άλλη μορφή. Ήταν ο Χριστιανισμός που ολοκλήρωσε αυτή τη μεταμόρφωση. Και ας σημειώσουμε εν παρόδω ότι η σύγκριση που μπορούμε να διαπιστώσουμε από ορισμένη άποψη ανάμεσα σε κείνη την εποχή και στη δική μας, είναι ίσως ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες του ασυνάρτητου «μεσσιανισμού» που ξεπροβάλλει στις μέρες μας. Ύστερα από την ταραγμένη περίοδο των βαρβαρικών επιδρομών, την αναγκαία για να ολοκληρωθεί η καταστροφή της αρχαίας τάξης πραγμάτων, μια κανονική τάξη επαναϊδρύθηκε για μερικούς αιώνες ήταν ο μεσαίωνας, τόσο παραγνωρισμένος από τους σύγχρονους που είναι ανίκανοι να καταλάβουν τη διανοητικότητά του, και για τους οποίους αυτή η εποχή φαίνεται βέβαια πολύ περισσότερο ξένη και μακρινή παρ' όσο η «κλασσική» αρχαιότητα.
Ο αληθινός μεσαίωνας, για μας, εκτείνεται από τη βασιλεία του Καρλομάγνου ως τις αρχές του 14ου αιώνα. Από αυτή την τελευταία χρονολογία αρχίζει μια νέα παρακμή, που μέσα από διάφορα στάδια εκτείνεται όλο και περισσότερο. Εκεί βρίσκεται το αληθινό σημείο αφετηρίας της ως τις μέρες μας σύγχρονης κρίσης: είναι η απαρχή της αποσύνθεσης, της «Χριστιανοσύνης», με την οποία ουσιαστικά ταυτιζόταν ο δυτικός πολιτισμός του μεσαίωνα. Είναι ταυτόχρονα με το τέλος του φεουδαλικού καθεστώτος, αρκετά στενά αλληλέγγυου της ίδιας αυτής «Χριστιανοσύνης», και η απαρχή της σύστασης των «εθνοτήτων». Πρέπει λοιπόν να ανεβάσουμε τη σύγχρονη εποχή κάπου δύο αιώνες νωρίτερα από όσο το κάνουμε συνήθως. Η Αναγέννηση και η Μεταρρύθμιση είναι κυρίως συνέπειες, δεν μπόρεσαν να πραγματοποιηθούν παρά εξ αιτίας της παρακμής που προηγήθηκε. Όχι μόνο δεν ήταν μια ανάνηψη αλλά σημάδεψαν μια πτώση πολύ πιο βαθειά, επειδή αποτέλειωσαν την οριστική ρήξη με το παραδοσιακό πνεύμα, η μια μέσα στην περιοχή των επιστημών και της τέχνης, η άλλη μέσα στην ίδια περιοχή της θρησκείας, που ωστόσο ήταν ίσα-ίσα η περιοχή όπου μια τέτοια ρήξη θα φαινόταν ακόμη πιο αδιανόητη.
Αυτό που ονομάζουμε Αναγέννηση υπήρξε στην πραγματικότητα, όπως έχουμε ήδη πει σε άλλες ευκαιρίες, ο θάνατος πολλών πραγμάτων. Υπό το πρόσχημα της επιστροφής στον ελληνο-ρωμαϊκό πολιτισμό, δεν πήρε από αυτόν παρά ό,τι πιο εξωτερικό είχε, επειδή αυτό μόνο είχε μπορέσει να εκφραστεί ρητά μέσα στα γραπτά κείμενα. Αυτή η ατελής αποκατάσταση, δεν μπορούσε άλλωστε να έχει παρά ένα πολύ επίπλαστο χαρακτήρα, επειδή αφορούσε μορφές που από αιώνες είχαν πάψει να ζουν την πραγματική τους ζωή. Όσο για τις παραδοσιακές επιστήμες του μεσαίωνα, αφού λειτούργησαν για μικρό ακόμη χρονικό διάστημα στη μεταμεσαιωνική εποχή, εξαφανίστηκαν τόσο ολοκληρωτικά όσο και εκείνες των μακρινών πολιτισμών που αφανίστηκαν άλλοτε από κάποιον κατακλυσμό. Και αυτή τη φορά τίποτε δεν θα μπορούσε να τις αντικαταστήσει. Έκτοτε δεν υπάρχουν παρά η «βέβηλη» φιλοσοφία και επιστήμη, δηλαδή η άρνηση της αυθεντικής διανοητικότητας, ο περιορισμός της γνώσης στην κατώτερη βαθμίδα, η εμπειρική και αναλυτική μελέτη των γεγονότων που δεν συνδέεται με καμμία αρχή, η διασπορά μέσα σε μια απεριόριστη πολλαπλότητα ασήμαντων λεπτομερειών, η συσσώρευση υποθέσεων χωρίς θεμελίωση που αλληλοαναιρούνται αδιάκοπα, αποσπασματικές απόψεις που δεν μπορούν να οδηγήσουν πουθενά, παρεκτός σε αυτές τις πρακτικές εφαρμογές που συνιστούν τη μόνη πραγματική ανωτερότητα του σύγχρονου πολιτισμού. Ανωτερότητα που άλλωστε είναι ελάχιστα ζηλευτή και που καθώς στην εξέλιξή της καταντά να πνίγει κάθε άλλη απασχόληση, έδωσε σε αυτόν τον πολιτισμό τον καθαρά υλικό χαρακτήρα που τον καθιστά ένα αληθινό τερατούργημα.
Το εκπληκτικό είναι η ταχύτητα με την οποία ο πολιτισμός του μεσαίωνα έπεσε στην πιο ολοκληρωτική λήθη. Οι άνθρωποι του 17ου αιώνα δεν είχαν πια την παραμικρή ιδέα και τα μνημεία που διατηρούνταν δεν αντιπροσώπευαν πια τίποτα στα μάτια τους, ούτε σχετικά με τη διάνοια, ούτε σχετικά με την αισθητική. Μπορούμε από αυτά να κρίνουμε πόσο η νοοτροπία είχε αλλάξει στο μεταξύ. Δεν θα επιχειρήσουμε να αναζητήσουμε εδώ τους παράγοντες, τους ασφαλώς πολύπλοκους, που συνετέλεσαν σε αυτή την αλλαγή, τόσο ριζική που μοιάζει δύσκολα να δεχτούμε πως θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αυθόρμητα και χωρίς την παρεμβολή μιας κατευθυντήριας θέλησης, της οποίας η ακριβής φύση παραμένει αναγκαστικά αρκετά αινιγματική. Όσο γι' αυτό, σημειώθηκαν ορισμένα πολύ περίεργα κρούσματα, όπως η εκλαΐκευση, σε μια ορισμένη στιγμή, που παρουσίαζε ως νέες αποκαλύψεις, πράγματα που ουσιαστικά ήταν γνωστά από πολύ καιρό, μα που η γνώση τους, εξ αιτίας ορισμένων μειονεκτημάτων τους που κινδύνευαν να ξεπεράσουν τα πλεονεκτήματα, δεν είχε διαδοθεί ως τότε στο κοινό(6). Πολύ απίστευτο είναι και το ότι τάχα ο μύθος που έκανε τον μεσαίωνα μια εποχή «σκοταδισμού» αμάθειας και βαρβαρισμού, γεννήθηκε και επικυρώθηκε από μόνος του και ότι η αληθινή παραποίηση της ιστορίας στην οποία επεδόθηκαν οι σύγχρονοι επιχειρήθηκε χωρίς καμμιά προκατάληψη. Αλλά δεν θα προχωρήσουμε περισσότερο στην εξέταση αυτού του ζητήματος, γιατί, όποιος κι αν είναι ο τρόπος με τον οποίο ολοκληρώθηκε αυτή η εργασία, μας ενδιαφέρει τελικά, για την ώρα, περισσότερο η διαπίστωση του αποτελέσματός της.
Υπάρχει μια λέξη που δοξάστηκε στην Αναγέννηση, και που συμπύκνωνε προκαταβολικά όλο το πρόγραμμα του σύγχρονου πολιτισμού: είναι η λέξη «ανθρωπισμός» («humanisme»). Επρόκειτο στην πραγματικότητα να περιοριστούν τα πάντα σε καθαρά ανθρώπινες διαστάσεις, να αφαιρεθεί κάθε αρχή ανώτερης τάξης, και θα μπορούσαμε να πούμε συμβολικά, να αποστραφούμε τον ουρανό με το πρόσχημα να κατακτήσουμε τη γη. Οι Έλληνες των οποίων το παράδειγμα ισχυρίζονταν ότι ακολουθούσαν, δεν έφτασαν ποτέ τόσο μακρυά υπό αυτή την έννοια, ακόμη και τον καιρό της μεγαλύτερής τους διανοητικής παρακμής, και τουλάχιστον οι πρακτικές ασχολίες δεν πήραν ποτέ σ' αυτούς την πρώτη θέση όπως θα συνέβαινε πολύ σύντομα στους σύγχρονους. Ο «ανθρωπισμός» ήταν ήδη μια πρώτη μορφή αυτού που απέβη ο σύγχρονος «λαϊκισμός». Και θέλοντας να περιοριστούν τα πάντα στα μέτρα του ανθρώπου που θεωρήθηκε αυτοσκοπός, καταντήσαμε να κατεβούμε, από βαθμίδα σε βαθμίδα, στο κατώτερο επίπεδο που υπάρχει μέσα του, και έκτοτε να μην αναζητούμε παρά την ικανοποίηση αναγκών σύμφυτων στην υλική πλευρά της φύσης του, αναζήτηση εξάλλου απατηλή, αφού πάντα γεννά περισσότερες τεχνητές ανάγκες από όσες μπορεί να ικανοποιήσει.

Θα φτάσει ο σύγχρονος κόσμος ως την άκρη αυτής της μοιραίας κατηφοριάς, ή μήπως, όπως συνέβη κατά την παρακμή του ελληνο-ρωμαϊκού κόσμου, θα επέλθει μια νέα παλινόρθωση, αυτή τη φορά μάλιστα, προτού αγγίξει το βάθος της αβύσσου που μέσα της έχει χωθεί; Φαίνεται πως ένα σταμάτημα στα μισά του δρόμου είναι πια εντελώς αδύνατο, και πως σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις που παρέχουν οι παραδοσιακές διδασκαλίες, έχουμε εισέλθει αληθινά στην τελική φάση της Kali-Yuga, στην πιο σκοτεινή περίοδο αυτού του «σκοτεινού αιώνα», σε αυτή την κατάσταση διάλυσης από την οποία δεν είναι δυνατό να εξέλθουμε παρά με ένα κατακλυσμό, επειδή δεν αρκεί τώρα πια μια απλή αποκατάσταση αλλά απαιτείται μια ολική ανακαίνιση. Η αταξία και η σύγχιση βασιλεύουν παντού. Οδηγήθηκαν σε ένα σημείο που ξεπερνά πολύ όλα όσα είχαμε γνωρίσει προηγουμένως, και, ξεκινώντας από τη Δύση, απειλούν τώρα να κατακλύσουν τον κόσμο ολόκληρο. Ξέρουμε βέβαια πως ο θρίαμβός τους δεν μπορεί ποτέ να είναι παρά φαινομενικός και παροδικός, αλλά σε ένα τέτοιο βαθμό, που φαίνεται να είναι η ένδειξη της πιο σοβαρής κρίσης που έχει περάσει η ανθρωπότητα κατά τη διάρκεια του παρόντος κύκλου της. Δεν έχουμε φτάσει σ' αυτή τη φοβερή εποχή που αναγγέλλουν τα ιερά Βιβλία της Ινδίας «όπου οι κάστες θα ανακατευθούν, όπου ακόμη και η οικογένεια δεν θα υπάρχει πια»; Αρκεί να κοιτάξει κανείς γύρω του για να πειστεί ότι αυτή είναι πραγματικά η κατάσταση του σύγχρονου κόσμου, και για να διαπιστώσει παντού αυτή τη βαθειά κατάπτωση που το Ευαγγέλιο αποκαλεί «το βδέλυγμα της ερημώσεως». Δεν πρέπει να παρασιωπήσουμε τη σοβαρότητα αυτής της κατάστασης. Αρμόζει να την αντικρούσουμε όπως είναι, χωρίς καμμιά «αισιοδοξία», αλλά και χωρίς καμμιά «απαισιοδοξία», επειδή, όπως το λέγαμε προηγουμένως, το τέλος του παλαιού κόσμου θα είναι επίσης η απαρχή ενός νέου κόσμου.
Τίθεται τώρα ένα ερώτημα: ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης μιας περιόδου σαν αυτή που ζούμε; Πραγματικά, όσο ανώμαλες και αν είναι οι παρούσες συνθήκες καθαυτές, οφείλουν ωστόσο να ενταχθούν στη γενική τάξη πραγμάτων, σε αυτή την τάξη που, σύμφωνα με μια ρήση απω-ανατολική, αποτελείται από το άθροισμα όλων των ανωμαλιών. Αυτή η εποχή, όσο κι αν είναι οδυνηρή και ταραγμένη, πρέπει να έχει κι αυτή, όπως όλες οι άλλες, τη συγκεκριμένη θέση της στο σύνολο της ανθρώπινης εξέλιξης, και άλλωστε το ίδιο το γεγονός ότι είχε προβλεφτεί από τις παραδοσιακές διδασκαλίες, είναι από αυτή την άποψη μια επαρκής ένδειξη. Αυτά που είπαμε για τον γενικό βηματισμό ενός κύκλου εκδήλωσης, που ακολουθεί την κατεύθυνση της προοδευτικής επικράτησης της ύλης, δίνει αμέσως την εξήγηση μιας τέτοιας κατάστασης και δείχνει αρκετά ότι αυτό που είναι ασυνάρτητο και ανώμαλο από μια ιδιαίτερη άποψη δεν είναι ωστόσο παρά η συνέπεια ενός νόμου που αναφέρεται σε μια ανώτερη ή ευρύτερη άποψη. Θα προσθέσουμε, χωρίς να επιμείνουμε, ότι, όπως κάθε αλλαγή κατάστασης, το πέρασμα από έναν κύκλο σε άλλο δεν μπορεί να ολοκληρωθεί παρά μέσα στο σκοτάδι. Υπάρχει εδώ ακόμη ένας νόμος πολύ σημαντικός και του οποίου οι εφαρμογές είναι πολλαπλές, αλλά που, γι' αυτό ακριβώς μια έκθεσή του κάπως λεπτομερής θα μας οδηγούσε πολύ μακρυά(7).
Δεν αρκούν αυτά: η σύγχρονη εποχή οφείλει απαραίτητα να αντιστοιχεί στην ανάπτυξη ορισμένων δυνατοτήτων που, από την αρχή, είχαν συμπεριληφθεί στο (δυνάμει) περιεχόμενο του παρόντος κύκλου. Και, όσο και αν είναι κατώτερη η σειρά που καταλαμβάνουν αυτές οι δυνατότητες μέσα στο σύνολο της ιεραρχίας, δεν θα όφειλαν λιγότερο, όπως και οι άλλες, να κληθούν να εκδηλωθούν κατά την τάξη που τους είχε οριστεί. Υπό αυτόν τον όρο, αυτό που, σύμφωνα με την παράδοση, χαρακτηρίζει την ύστατη φάση του κύκλου, είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, η εκμετάλλευση όλων όσων είχαν παραμεριστεί και απορριφτεί κατά τη διάρκεια των προηγούμενων φάσεων. Και, πραγματικά, εδώ βρίσκεται αυτό που μπορούμε να διαπιστώσουμε μέσα στον σύγχρονο πολιτισμό, που κατά κάποιο τρόπο δεν ζει παρά από αυτά που οι προηγούμενοι πολιτισμοί είχαν απαρνηθεί. Δεν έχουμε, για να το αντιληφτούμε, παρά να δούμε πως οι εκπρόσωποι αυτών των πολιτισμών που διατηρήθηκαν ως τις μέρες μας στον κόσμο της ανατολής εκτιμούν τις δυτικές επιστήμες και τις βιομηχανικές εφαρμογές τους. Αυτές οι υποδεέστερες γνώσεις, τόσο μάταιες στα μάτια εκείνου που κατέχει μια γνώση άλλης τάξης, όφειλαν ωστόσο να «πραγματωθούν», και αυτό δεν θα ήταν δυνατό παρά σε ένα στάδιο όπου η αληθινή διανοητικότητα θα είχε εξαφανιστεί. Αυτές οι αναζητήσεις μιας αποκλειστικά πρακτικής αξίας, με τη στενότερη έννοια της λέξης, όφειλαν να συμπληρωθούν, αλλά δεν θα το μπορούσαν παρά ως μια ακραία αντίθεση της πρωταρχικής πνευματικότητας, από ανθρώπους βυθισμένους μέσα στην ύλη σε σημείο που να μην αντιλαμβάνονται τίποτε πιο πέρα από αυτή και που καταντούν τόσο περισσότερο σκλάβοι της όσο περισσότερο επιζητούν να την χρησιμοποιήσουν, πράγμα που τους οδηγεί σε μια διαρκώς αυξανόμενη ταραχή, χωρίς κανόνα και χωρίς σκοπό, στη διασπορά μέσα στην καθαρή πολλαπλότητα, μέχρι την τελική διάλυση.
Αυτη είναι, σκιαγραφημένη σε γενικές γραμμές και συνεπτυγμένη στα πιο ουσιαστικά σημεία της, η αληθινή ερμηνεία του σύγχρονου κόσμου. Αλλά, ας το δηλώσουμε ξεκάθαρα, αυτή η εξήγηση δεν πρέπει καθόλου να ληφθεί ως δικαίωση. Μια αναπόφευκτη συμφορά δεν παύει να είναι συμφορά. Ακόμη και αν από το κακό μπορεί να βγει κάτι καλό, αυτό καθόλου δεν αναιρεί τον χαρακτήρα του κακού. Δεν μεταχειριζόμαστε άλλωστε εδώ, εννοείται, αυτούς τους όρους «καλό» και «κακό», παρά για να γίνουμε πιο σαφείς, και έξω από κάθε ειδική πρόθεση «ηθικής». Οι μερικές ανωμαλίες δεν μπορούν να μην υπάρχουν, γιατί αποτελούν απαραίτητα στοιχεία της ολικής τάξης. Αλλά, παρ' όλα αυτά, μια εποχή αταξίας είναι, αυτή καθαυτή, κάτι που μπορεί να παρομοιαστεί με ένα τερατούργημα, που, όντας η συνέπεια ορισμένων φυσικών νόμων, δεν παύει να είναι μια παρέκκλιση και ένα είδος σφάλματος, ή (να παρομοιαστεί) με έναν κατακλυσμό που, όντας αποτέλεσμα της κανονικής πορείας των πραγμάτων, είναι παρ' όλα αυτά, αν τον αντικρύσουμε ξέχωρα, μια ανατροπή και μια ανωμαλία. Ο σύγχρονος πολιτισμός, όπως κάθε πράγμα, έχει αναγκαστικά λόγο ύπαρξης, και αν με αυτόν τελειώνει αληθινά ένας κύκλος, μπορούμε να πούμε, πως είναι αυτό που οφείλει να είναι, πως έρχεται στην ώρα του και στον τόπο του. Αλλά δεν οφείλει γι' αυτό λιγότερο να κριθεί κατά την ευαγγελική ρήση, την τόσο συχνά παρανοημένη: «ανάγκη γαρ εστιν ελθείν τα σκάνδαλα. Πλην ουαι τω ανθρώπω εκείνω δι' ου το σκάνδαλον έρχεται».


______________
1. Αυτό αναφέρεται στη λειτουργία της «συντήρησης του θεϊκού στοιχείου» που εκπροσωπείται στην ινδουιστική διδασκαλία με τον Vishnu, και ιδιαίτερα με την διδασκαλία των Avataras ή «κενώσεων» της θείας αρχής μέσα στον εκδηλωμένο κόσμο που φυσικά είναι αδύνατο να αναπτύξουμε εδώ.
2. Πρέπει να σημειωθεί πως το όνομα του Ζοροάστρη δηλώνει στην πραγματικότητα όχι ένα ιδιαίτερο πρόσωπο, αλλά ένα λειτούργημα, ταυτόχρονα προφητικό και νομοθετικό. Υπήρξαν πολλοί Ζοροάστρες, που έζησαν σε τελείως διαφορετικές εποχές. Και είναι ακόμη αληθοφανές πως αυτό το λειτούργημα όφειλε να έχει ένα συλλογικό χαρακτήρα, το ίδιο με αυτό των Vyasa στην Ινδία, και ακόμη πως στην Αίγυπτο, αυτό που αποδόθηκε στο Θωθ ή Ερμή παριστάνει το έργο ολόκληρης της ιερατικής κάστας.
3. Το ζήτημα του Βουδδισμού στην πραγματικότητα πολύ απέχει από το να είναι τόσο απλό όσο θα μπορούσε να το παρουσιάσει αυτή η σύντομη σύνοψη. Και είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί πως, αν οι Ινδοί, από την άποψη της κατ' εξοχήν παράδοσής τους, καταδίκασαν πάντοτε τους Βουδδιστές, πολλοί από αυτούς δεν εκδηλώνουν λιγότερο ένα μεγάλο σεβασμό για τον ίδιο το Βούδδα, μερικοί από αυτούς μάλιστα, φτάνοντας ως το σημείο να βλέπουν σ' αυτόν, τον ένατο Avatara, ενώ άλλοι ταυτίζουν αυτόν εδώ με τον Χριστό. Από την άλλη μεριά, όσον αφορά τον Βουδδισμό, όπως τον ξέρουμε σήμερα, πρέπει να προσέχουμε τη διάκριση, ανάμεσα στις δύο μορφές του Mahayana και του Hinayana, ή του «Μεγάλου Οχήματος» και του «Μικρού Οχήματος». Γενικά, μπορούμε να πούμε πως ο Βουδδισμός έξω από την Ινδία διαφέρει σημαντικά από την αρχική Ινδική μορφή του, που άρχισε να χάνει γρήγορα έδαφος μετά το θάνατο του Ashoka και εξαφανίστηκε εντελώς μερικούς αιώνες αργότερα.
4. Αυτή η περίπτωση δεν είναι ιδιομορφία της Ινδίας αλλά απαιτείται και στη Δύση. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο δεν βρίσκουμε ερείπια των Γαλατικών πολιτισμών, των οποίων ωστόσο η ύπαρξη είναι αναμφισβήτητη, αφού βεβαιώνεται από σύγχρονες μαρτυρίες. Και εδώ, εξ ίσου, οι σύγχρονοι ιστορικοί εκμεταλλεύτηκαν αυτή την απουσία μνημείων για σκιαγραφήσουν τους Γαλάτες ως άγριους και ζούσαν μέσα στα δάση.
5. Η σχέση είναι εδώ περίπου η ίδια με αυτήν που υπάρχει στην Ταοϊστική διδασκαλία, ανάμεσα στην κατάσταση του «προικισμένου ανθρώπου» και σε αυτήν του «υπερβατικού ανθρώπου».
6. Θα αρκεστούμε σε δύο μονάχα παραδείγματα, ανάμεσα στα τέτοιου είδους συμβάντα, που έμελλε να έχουν τις πιο σοβαρές επιπτώσεις: την υποτιθέμενη ανακάλυψη της τυπογραφίας, που οι Κινέζοι κατείχαν πριν από τους χρόνους του Χριστιανισμού, και την «επίσημη» ανακάλυψη της Αμερικής, με την οποία υπήρχε επικοινωνία πολύ πιο συνεχής απ' όσο φανταζόμαστε, καθ' όλο το μεσαίωνα.
7. Αυτός ο νόμος συμβολιζόταν στα Ελευσίνια μυστήρια, με τον στάχυ. Οι αλχημιστές τον παρίσταναν με την «σήψη» και με το μαύρο χρώμα που σημαδεύει την αρχή του «Μεγάλου Έργου». Αυτό που οι χριστιανοί μυστικοί ονόμαζαν «σκοτεινή νύχτα της ψυχής» δεν είναι παρά η εφαρμογή του στην πνευματική ανάπτυξη του όντος που υψώνεται σε ανώτερες καταστάσεις. Και θα ήταν εύκολο να σημειώσουμε πολλές ακόμη αντιστοιχίες.




RENE GUENON
Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΩΤΗΡΗΣ Π. ΓΟΥΝΕΛΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ 1980