Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός. Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν. Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος. Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του. Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Από
τη μια πλευρά ο Άνθρωπος, και ειδικότερα
αυτό ο μεγάλος μύστης που είναι ο Ερμής,
αποτελούν τους μεσολαβητές του θεϊκού
Λόγου: «Σ’ ευχαριστώ πατέρα, ενέργεια
των δυνάμεων. Σ’ ευχαριστώ θεέ, δύναμη
των ενεργειών μου. Ο δικός σου Λόγος
μέσα από μένα σε υμνεί. Από μένα, δέξου
το Παν με λόγια, ως πνευματική θυσία»
(Ποιμ. ΧΙΙΙ, 18). Όχι μόνο όλες οι ενέργειες
δημιουργίας και εμψύχωσης συνοδεύονται
στο Corpus από «μυστικές
επωδές» αλλά ο Ερμής επιμένει στη σύνδεση
που υπάρχει ανάμεσα στην αληθινή
φιλοσοφία, τη μουσική και την αναγέννηση.
Συμβουλεύοντας
το γιο του Τατ, να λατρεύει το θεϊκό
λόγο, ο Ερμής του λέει: «Και μια είναι η
θρησκεία του θεού: να μην είναι κάτι το
κακό» (Ποιμ. ΧΙΙ, 23), για να προσθέσει
αμέσως: δεν είναι κακό αυτό που εναρμονίζει
μέσα του τα Στοιχεία ώσπου να διυλίσει
μέσα στην και μέσα από την Νόηση. Αυτή
είναι επίσης η αληθινή φιλοσοφία, ενώ
η ψεύτικη δεν αποτελεί παρά διαφθορά,
ανάμειξη και «κακή περιέργεια του
πνεύματος» (Ασκλ. ΙΙΙ, 14), κατ’ όνομα
συσχετισμένη με «την πονηρία των
σοφιστών», οι οποίοι αναμειγνύουν την
αληθινή φιλοσοφία «με διάφορες ακατανόητες
επιστήμες, την αριθμητική, τη μουσική
και τη γεωμετρία» (Ι f,
13). Ακριβώς όπως η φιλοσοφία, μπορεί
λοιπόν και η μουσική να είναι αληθινή
ή ψεύτικη.
Η
αληθινή μουσική θεωρείται ως η υψηλότερη
μορφή της Γνώσης, γιατί «αν εκπαιδευόμαστε
στη μουσική, είναι μόνο για να μάθουμε
να λατρεύουμε το σύνολο του σύμπαντος
και με πόση τάξη τα έχει διαμοιράσει ο
θεϊκός λόγος, γιατί αυτή η τάξη, κατά
την οποία όλα τα ιδιαίτερα πράγματα
συγκροτούν ένα ενιαίο σύνολο κατά κάποιο
τρόπο αριστουργηματικό, αποτελεί μια
άπειρη, γλυκιά και αληθινή αρμονία σε
θεϊκή μουσική» (Ι f, 13).
Βεβαίως ούτε η ιδέα ούτε η εικόνα δεν
είναι αυτές καθεαυτές νέες.
Ωστόσο,
ο Ερμητισμός διευκρινίζει την παλαιά
πυθαγόρεια έννοια για αρμονία των
σφαιρών. Ο ρόλος του Ερμή είναι να κάνει
να αντηχήσει σωστά κάθε πράγμα,
«εμπνεόμενος από το ευμενέστερο όνομα
κι από το γεγονός πως η ενέργειά της
ήταν σύμφωνη μ’ αυτό το όνομα» (ΚΚ. 15).
Ο ερμησιανός Λόγος επιτυγχάνει λοιπόν,
στο ηχητικό πεδίο, την ίδια συμφωνία με
εκείνη που διακρίνει τα δημιουργήματα
και την τέλεια μορφή τους στο οπτικό
πεδίο. Από την άποψη αυτή ο Ερμητισμός
θα ήταν μια τέχνη της σωστής έντασης,
που θα βρει τη φυσική της προέκταση στην
αλχημική Τέχνη (Επιστήμη της Ισορροπίας,
σύμφωνα με την έκφραση του JabirIbnHayyan).
Μέσα
από «την αρμόζουσα ευλογία» (Ποιμ. ΧΙΙΙ,
16) ο Ερμής κάνει το σύμπαν να αντηχήσει,
ψάλλοντας τον ύμνο της αναγέννησης:
«Έτσι
λοιπόν παιδί μου, αφού σταθείς όρθιος
σε χώρον ανοιχτό, στραμμένος προς τον
νότιο άνεμο και την ώρα που ο ήλιο πάει
να δύσει, προσκύνησε και ακόμη να κάνεις
το ίδιο και την ώρα που ο ήλιος ανατέλλει,
στρεφόμενος προς τον ανατολικό άνεμο.
Σιωπή, λοιπόν, παιδί μου.
Όλη
η φύση του κόσμου ας ακούσει τον ύμνο.
Ας ανοίξει η γη, ας ανοίξουν για χάρη
μου όλες οι αμπάρες της βροχής, και σεις
δέντρα μη σείεστε. Πρόκειται να υμνήσω
τον Κύριο της Δημιουργίας, και το Παν,
και το Ένα. Ας ανοίξουν οι ουρανοί, και
σεις άνεμοι σταθείτε. Ο κύκλος ο αθάνατος
του θεού ας δεχθεί το λόγο μου. Γιατί
πρόκειται να υμνήσω εκείνον που έκτισε
τα πάντα, που κατασκεύασε τη γη και έθεσε
ψηλά τον ουρανό, που δέσμευσε από τον
ωκεανό το γλυκό νερό για την οικουμένη,
για να χρησιμεύει στη διατροφή και τη
χρήση όλων των ανθρώπων, αυτόν που
πρόσταξε τη φωτιά να εμφανιστεί σε κάθε
πράξη των θεών και των ανθρώπων. (…) Αυτά
φωνάζει ο δικός μου άνθρωπος, διαμέσου
του αέρα, της γης, του νερού, του πνεύματος,
των κτισμάτων σου. Από σένα πήρα την
ευλογία του Αιώνα και, κατά την επιθυμία
μου, με τη δική σου θέληση οδηγήθηκα
στην ανάπαυση» (Ποιμ. ΧΙΙΙ, 16-20).
Θα
μπορούσαμε να σκεφθούμε ότι ο ερμησιανός
Λόγος, αντικαταστάτης του Λόγου του
Νου, έχει ως ρόλο να ζωογονήσει τη
Δημιουργία, και ακόμη να απελευθερώσει
τη συμφωνία των Στοιχείων, όπως θα έκανε
ένας μαέστρος. Επομένως ο ήχος της φωνής
και η μυστική υμνωδία θα ανοίξουν και
θα ξανακλείσουν συγχρόνως, θα ξεκλειδώσουν
προκαλώντας την ακοή κι έπειτα θα
ξανακρύψουν ό,τι ακούστηκε. Κι αυτό,
τόσο ως προς το φυσικό σύμπαν όσο και
ως προς τον μυούμενο: «Πρόσεχε παιδί
μου, γιατί ακούς απόρρητα μυστήρια της
γης, του ουρανού και όλου του ενδιάμεσου
ιερού πνεύματος» (Απ. Στοβαίου ΧΧV,
II). Επίσης, τα Στοιχεία,
γενικώς θορυβώδη, προσκαλούνται να
σιωπήσουν, ώστε να δεχθούν καλύτερα τη
φωνή του Ενός του Παντός.
Ότι
ο ερμησιανός Λόγος δεν είναι ανθρώπινος
λόγος και δεν επιδιώκει να επιδείξει
τη δύναμή του μόνο, δεν έχει κάτι το
ιδιαίτερο «να πει» είναι περισσότερο
η πράξη προβολής, με την οποία δημιουργείται
ένας χώρος αντήχησης, που συγκρίνεται
μ’ εκείνον χάρη στον οποίον αντανακλώνται
αμοιβαία το αισθητό και το μη αισθητό,
υποστηριζόμενα από το βλέμμα του
μυούμενου, που εδώ έγινε θρησκευτική
ακοή. Αυτή είναι αναμφίβολα η βαθύτερη
έννοια του μυητικού μυστικού, που στην
πραγματικότητα αποτελεί επαγρύπνηση
σε ένα μυστήριο. Αν υπάρχει κάθαρση,
τότε αυτή συνίσταται λιγότερο στη γνώση
φύλαξης ενός μυστικού παρά στην
προετοιμασία, προστασία και φύλαξη του
χώρου αυτής της αποκάλυψης, απόκρυψης.
Το
CorpusHermeticum
προσφέρει έτσι, μέσα από μια πραγματεία,
από ένα λόγο, από μια επωδή σε άλλη, ένα
παράδειγμα αυτής της αλυσίδας των
μυστών, που θα συνεχίσει την ερμητική
παράδοση: από τον Νου στον Ποίμανδρη,
από τον Ποίμανδρη στον Ερμή, από τον
Ερμή στον Τατ, από την Ίσιδα στον Ώρο…
πρόκειται πάντα γι’ αυτόν το θεϊκό Λόγο
που πνευματοποιεί τη Δημιουργία με τη
μεσολάβηση εκείνων που είναι οι
«ποιμένες». Γεγονός που επέτρεψε στον
A.D. Nock
να σημειώσει ότι «τα μόνα ερμητικά
μυστήρια είναι τα ‘μυστήρια του Λόγου’,
που δεν συνεπάγονται ούτε εξαγνισμό,
ούτε τελετουργίες καθαρμού από το
αμάρτημα, ούτε ακόμη της πρακτικές αυτές
που προορίζονται να προκαλέσουν μια
θεϊκή επιφάνεια». (1)
______________________________
1.Preface
au Polmandres σ. VI. Η
επιφάνεια (εμφάνιση, λάμψη) είναι η ορατή
εκδήλωση του ουρανού.
FRANCOISEBONARDEL
Ο
ΕΡΜΗΤΙΣΜΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Α. ΣΤΕΦΑΝΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ – Μ. ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ
1994
«Ας
ανοικοδομηθεί ο Ναός του Κυρίου», φώναξε
ο μεγάλος έβδομος άγγελος. Τότε οι επτά
μεγάλοι Γιοι του Θεού κινήθηκαν με
καθορισμένο βήμα και κατέλαβαν τις
θέσεις τους στο Βορρά, το Νότο, τη Δύση
και την Ανατολή. Το έργο της οικοδόμησης
είχε αρχίσει.
Οι
θύρες ήταν κλειστές και στεγασμένες,
τα Φώτα έλαμπαν αμυδρά. Ο χρόνος δεν
είχε έλθει ακόμη για την εκπόρευση του
Φωτός. Ο Λόγος
δεν μπορούσε να εκφωνηθεί. Βασίλευε
μόνον η σιωπή. Μεταξύ των επτά Μορφών
το έργο συνεχιζόταν και μια σιωπηλή
κλήση περνούσε από τον ένα στον άλλο.
Όμως, η θύρα του Ναού παρέμενε κλειστή...
Καθώς περνούσε ο Χρόνος, ακούστηκαν έξω
από τη θύρα του Ναού οι ήχοι της ζωής. Η
θύρα άνοιξε κι έκλεισε. Κάθε φορά που
άνοιγε, ένας μικρότερος Γιος του Θεού
εισερχόταν και το Φως του Ναού αύξανε.
Κάθε φορά το Φως γινόταν πιο δυνατό. Με
αυτόν τον τρόπο, ένας-ένας, οι γιοι των
ανθρώπων μπήκαν στο Ναό. Διήλθαν από το
Βορρά προς το Νότο και από τη Δύση προς
την Ανατολή και στο κέντρο, στην Καρδιά,
βρήκαν φως κατανόηση και δύναμη για
εργασία. Μπήκαν από τη θύρα, πέρασαν
μπροστά από τους επτά, ανασήκωσαν το
πέπλο του ναού και εισήλθαν στο Φως.
Ο
Ναός αυξήθηκε σε κάλλος. Οι γραμμές, οι
τοίχοι, το εύρος, το βάθος και το ύψος
του, αργά-αργά αναδύθηκαν στο φως της
ημέρας.
Από
την Ανατολή ήλθε ο λόγος: «Ανοίξτε
τη θύρα σε όλους τους γιους των ανθρώπων,
οι οποίοι έρχονται από τις σκοτεινές
κοιλάδες και ας αναζητήσουν το Ναό του
Κυρίου. Δώστε τους το Φως. Αποκαλύψτε
το εσώτερο ιερό και με την εργασία όλων
των Οικοδόμων του Κυρίου, αυξήστε το
ναό και ακτινοβολήστε τους κόσμους.
Ηχήστε τον Δημιουργικό Λόγο και ανυψώστε
τους νεκρούς στη Ζωή».
Με
αυτόν τον τρόπο ο Ναός του Φωτός θα
μεταφερθεί από τον Ουρανό στη Γη, οι
τοίχοι του θα υψωθούν επάνω στις κοιλάδες
της γης, το φως θα αποκαλύψει και θα
θρέψει όλα τα όνειρα των ανθρώπων.
Τότε
θα ξυπνήσει ο Κύριος της Ανατολής αυτούς
που κοιμούνται. Τότε ο Φύλακας της Δύσης
θα δοκιμάσει όλους τους αναζητητές του
Φωτός. Ο Φύλακας του Νότου θα καθοδηγήσει
και θα βοηθήσει τους τυφλούς και θα
παραμείνει ορθάνοιχτη η πύλη του Βορρά,
επειδή εκεί στέκει ο αόρατος Κύριος, με
χέρι που καλοδέχεται και καρδιά που
κατανοεί, προκειμένου να οδηγήσει τον
υποψήφιο στην Ανατολή, εκεί όπου λάμπει
το αληθινό Φως...
«Γιατί,
όμως, αυτό το άνοιγμα των θυρών του
Ναού», ρώτησε η μεγαλύτερη επτάδα, τους
καθήμενους Τρεις.
«Επειδή
ο Χρόνος ωρίμασε και οι Τεχνίτες είναι
έτοιμοι. Ο Θεός δημιούργησε το Φως και
τώρα οι Γιοι Του μπορούν να δημιουργήσουν.
Δεν υπάρχει τίποτε άλλο για να γίνει».
«Αυτό
ας είναι το ελάχιστο», ήρθε η απάντηση
από τη μεγαλύτερη επτάδα στους καθήμενους
Τρεις.
«Η
εργασία μπορεί τώρα να προχωρήσει. Ας
αφεθούν όλοι οι γιοι της γης να εργασθούν».
Ο
τρόπος σκέψης των λαών που συνήθως,
αλλά και λανθασμένα, ονομάζουμε
«πρωτόγονους» – ας τους περιγράψουμε
καλύτερα σαν λαούς «χωρίς γραφή», γιατί
νομίζω πως αυτός είναι ο παράγοντας που
τους διακρίνει από εμάς – έχει ερμηνευθεί
με δύο διαφορετικούς τρόπους, που και
οι δύο κατά τη γνώμη μου είναι εξίσου
λανθασμένοι. Ο πρώτος τρόπος ήταν εκείνος
που θεώρησε ένα τέτοιο τρόπο σκέψης σαν
μια χονδροειδέστερης ποιότητας σκέψη,
και στη σύγχρονη ανθρωπολογία το
παράδειγμα που μου έρχεται αμέσως στο
μυαλό είναι το έργο του Malinowski. Πρέπει
αμέσως να πω ότι διατηρώ γι' αυτόν τον
μεγαλύτερο σεβασμό και τον θεωρώ ένα
πολύ μεγάλο ανθρωπολόγο, και δεν περιφρονώ
καθόλου τη συμβολή του. Αλλά παρόλα αυτά
υπήρχε στον Malinowski το αίσθημα πως η σκέψη
των λαών που μελετούσε – και, μιλώντας
γενικά, η σκέψη όλων των λαών που δεν
έχουν γραφή και οι οποίοι αποτελούν το
θέμα της ανθρωπολογίας – καθοριζόταν,
η και καθορίζεται, από τις βασικές
ανάγκες της ζωής. Αν γνωρίζετε πως ένας
λαός, οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός,
καθορίζεται από τις στοιχειώδεις ανάγκες
της επιβίωσης – την εξασφάλιση των
μέσων συντήρησης, την ικανοποίηση των
σεξουαλικών ορμών και ούτω καθεξής –
τότε μπορείτε να εξηγήσετε τους
κοινωνικούς θεσμούς αυτού του λαού, τις
πίστεις του, τη μυθολογία του, και όλα
τα σχετικά. Αυτή η πολύ διαδεδομένη
αντίληψη στην ανθρωπολογία τοποθετείται
κάτω από το όνομα του φονξιοναλισμού
(λειτουργισμού).
Ο
άλλος τρόπος ερμηνείας δεν θεωρεί τόσο
πολύ τη σκέψη των λαών εκείνων ένα
κατώτερο είδος σκέψης, αλλά ένα θεμελιώδες
διαφορετικό είδος σκέψης. Παράδειγμα
αυτής της προσέγγισης αποτελεί το έργο
του Levy-Bruhl, ο οποίος θεώρησε πως η βασική
διαφορά ανάμεσα στην «πρωτόγονη» σκέψη
– βάζω πάντα τη λέξη «πρωτόγονος» μέσα
σε εισαγωγικά – και στη σύγχρονη σκέψη
είναι ότι η πρώτη καθορίζεται εντελώς
από συγκινησιακές και μυστικές
παραστάσεις. Έτσι, ενώ του Malikowski η
αντίληψη βασίζεται στη λειτουργικότητα,
η άλλη αντίληψη βασίζεται στη συγκίνηση
και το συναίσθημα. Και αυτό που εγώ
προσπάθησα να τονίσω είναι πως στην
πραγματικότητα η σκέψη των λαών που δεν
έχουν γραφή είναι, ή μπορεί σε πολλές
περιπτώσεις να είναι, από το ένα μέρος
ανιδιοτελής – και αυτό αποτελεί μια
διαφορά σε σχέση με την αντίληψη του
Malikowski – και, από το άλλο μέρος, διανοητική
– πράγμα που αποτελεί μια διαφορά σε
σχέση με την άποψη του Levy-Bruhl.
Αυτό
που προσπάθησα να δείξω στον Τοτεμισμό
σήμερα και την
Άγρια Σκέψη
είναι ότι εκείνοι οι λαοί που συνήθως
τους θεωρούμε δέσμιους της ανάγκης να
μη πεινάσουν και να εξακολουθούν να
μπορούν να επιβιώνουν μέσα σε πολύ
σκληρές συνθήκες, αυτοί οι λαοί είναι
απόλυτα ικανοί να σκεφτούν ανιδιοτελώς.
Παρακινήθηκαν, δηλαδή, από μια ανάγκη
ή επιθυμία να κατανοήσουν τον κόσμο που
τους περιέβαλλε, τη φύση και την κοινωνία
τους. Από την άλλη μεριά, για να πετύχουν
αυτόν το σκοπό, ακολουθούν διαδικασίες
και χρησιμοποιούν μέσα νοητικά, ακριβώς
όπως ένας φιλόσοφος, ή ακόμη, μέχρι ένα
βαθμό, ένας επιστήμονας θα χρησιμοποιούσαν.
Αυτή είναι η βασική μου υπόθεση.
Θα
ήθελα να διαλύσω μια παρεξήγηση τώρα
αμέσως. Λέγοντας ότι ένας τρόπος του
σκέπτεσθαι είναι ανιδιοτελής και
διανοητικός, δεν εννοώ καθόλου ότι
ισοδυναμεί με το επιστημονικό σκέπτεσθαι.
Φυσικά παραμένει διαφορετικός γιατι ό
σκοπός του είναι να πετύχει με τα
συντομότερα δυνατά μέσα μια γενική
κατανόηση του σύμπαντος – και όχι μόνο
μια γενική, αλλά μια ολική κατανόηση.
Είναι, δηλαδή, ένας τρόπος του σκέπτεσθαι
που αναγκαστικά συνεπάγεται ότι εάν
δεν κατανοούμε τα πάντα τότε δεν εξηγούμε
τίποτε. Είναι ακριβώς το αντίθετο από
αυτό που κάνει το επιστημονικό σκέπτεσθαι
που προχωρά βήμα προς βήμα προσπαθώντας
να δώσει εξηγήσεις για πολύ περιορισμένα
φαινόμενα, και μετά συνεχίζοντας με
άλλα είδη φαινομένων, και ούτω καθεξής.
Όπως έχει πει ήδη ο Ντεκάρτ, το επιστημονικό
σκέπτεσθαι είχε ως σκοπό να διαιρέσει
τη δυσκολία σε τόσο πολλά μέρη όσο ήταν
απαραίτητο για να βρεθεί η λύση.
Έτσι,
αυτή η φιλοδοξία του πρωτόγονου νου για
το ολοκληρωτικό είναι εντελώς διαφορετική
από τις διαδικασίες του επιστημονικού
σκέπτεσθαι. Φυσικά, η μεγάλη διαφορά
βρίσκεται στο γεγονός, ότι αυτή η
φιλοδοξία δεν πραγματοποιείται. Γινόμαστε
ικανοί μέσω του επιστημονικού σκέπτεσθαι
να πετύχουμε μια κυριαρχία πάνω στη
φύση – δεν χρειάζεται να επιμείνω σ'
αυτό το σημείο, είναι αρκετά προφανές
– ενώ αντίθετα ο μύθος δεν κατορθώνει
να δώσει στον άνθρωπο περισσότερη υλική
δύναμη πάνω στο περιβάλλον. Εντούτοις
δίνει στον άνθρωπο, και τούτο είναι
σημαντικό, την ψευδαίσθηση ότι μπορεί
να κατανοήσει το σύμπαν και ότι πράγματι
το κατανοεί. Πρόκειται, φυσικά, μόνο για
μια ψευδαίσθηση.
Θα
'πρεπε, όμως, να σημειώσουμε ότι ως
επιστήμονες χρησιμοποιούμε ένα πολύ
περιορισμένο ποσό της διανοητικής μας
δύναμης. Χρησιμοποιούμε ό,τι απαιτείται
από το επάγγελμά μας, την απασχόλησή
μας, ή την ειδική κατάσταση στην οποία
έχουμε εμπλακεί σε μαι δεδομένη στιγμή.
Έτσι, εάν κάποιος εμπλακεί επί είκοσι
και περισσότερα χρόνια στον τρόπο που
οι μύθοι και τα συγγενικά συστήματα
λειτουργούν, τότε χρησιμοποιεί αυτό το
μέρος της νοητικής του δύναμης. Αλλά
δεν μπορούμε να ζητάμε καθένας από εμάς
να δείχνει ενδιαφέρον για τα ίδια ακριβώς
πράγματα. Έτσι, καθένας από εμάς
χρησιμοποιεί ένα ορισμένο ποσό της
νοητικής του δύναμης ανάλογα και με
αυτό το οποίο χρειάζεται ή τον ενδιαφέρει.
Σήμερα
χρησιμοποιούμε και λιγότερη και
περισσότερη από τη διανοητική μας
ικανότητα από ό,τι κάναμε στο παρελθόν.
Και δεν πρόκειται, επίσης, ακριβώς για
το ίδιο είδος διανοητικής ικανότητας.
Για παράδειγμα, χρησιμοποιούμε σε
σημαντικό βαθμό λιγότερο μέρος από τις
αισθητηριακές μας αντιλήψεις. Όταν
έγραφα την πρώτη μορφή των Μυθολογικών,
αντιμετώπισα ένα πρόβλημα που για μένα
ήταν εξαιρετικά μυστηριώδες. Φαίνεται
ότι υπήρξε μια συγκεκριμένη φυλή που
μπορούσε να δει τον πλανήτη Αφροδίτη
με το φως της μέρας, κάτι που για μένα
θα ήταν εντελώς αδύνατο και απίστευτο.
Ρώτησα του επαγγελματίες αστρονόμους.
Μου απάντησαν, φυσικά, ότι δεν είναι
δυνατό, αλλά, όμως, όταν ξέρουμε την
ποσότητα του φωτός που εκπέμπεται από
την Αφροδίτη κατά τη διάρκεια της ημέρας,
δεν μας φαίνεται ακατανόητο που μερικοί
άνθρωποι μπορούσαν κάτι τέτοιο. Αργότερα
κοίταξα σε παλιές πραγματείες περί
ναυσιπλοΐας που ανήκουν στον δικό μας
πολιτισμό και όχι στην περιοχή της
«πρωτόγονης» σκέψης, και από κει μέσα
φαίνεται ότι ναυτικοί εκείνων των καιρών
μπορούσαν με τέλειο τρόπο να δουν τον
πλανήτη μέσα σε πλήρες φως της μέρας.
Πιθανώς θα μπορούσαμε και εμείς επίσης
να το καταφέρουμε αν είχαμε εξασκημένο
μάτι.
Το
ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τη γνώση μας
για τα φυτά ή τα ζώα. Λαοί που δεν έχουν
αναπτύξει τη γραφή κατέχουν μαι φανταστικά
ακριβή γνώση του περιβάλλοντός τους
και των πλουτοπαραγωγικών τους πηγών.
Όλες αυτές τις ιδιότητες τις έχουμε
χάσει, αλλά δεν τις έχουμε χάσει για το
τίποτα. Τώρα, για παράδειγμα, είμαστε
ικανοί να οδηγούμε αυτοκίνητο χωρίς να
συγκρουόμαστε κάθε στιγμή, ή είμαστε
ικανοί το βράδυ ν' ανοίξουμε την τηλεόραση
ή το ραδιόφωνο. Αυτό συνεπάγεται μιαν
εξάσκηση των διανοητικών ικανοτήτων
που οι «πρωτόγονοι» δεν διαθέτουν γιατί
δεν την χρειάζονται. Νομίζω πως, με τις
δυνατότητες που έχουν, θα μπορούσαν να
αλλάξουν την ποιότητα του νου τους, αλλά
αυτό δεν θα τους χρειαζόταν για το είδος
της ζωής που έκαναν και τη σχέση που
είχαν με τη φύση. Δεν μπορούμε να
αναπτύξουμε όλες τις διανοητικές
ικανότητες που ανήκουν στο ανθρώπινο
είδος μονομιάς. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε
μόνο ένα τμήμα, και αυτό το τμήμα ποικίλλει
ανάλογα με τον πολιτισμό.
Είναι
πιθανώς ένα από τα πολλά συμπεράσματα
της ανθρωπολογικής έρευνας ότι παρ'
όλες τις πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα
στα διάφορα τμήματα του ανθρωπίνου
είδους, ο ανθρώπινος νους είναι παντού
ένας και ο αυτός και διαθέτει τις ίδιες
ικανότητες. Αυτό νομίζω είναι κοινά
αποδεκτό.
Δεν
νομίζω ότι οι πολιτισμοί προσπάθησαν
συστηματικά ή μεθοδικά να διαφοροποιηθούν
ο ένας από τον άλλον. Το γεγονός είναι
ότι για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια οι
άνθρωποι δεν ήταν πολυάριθμοι πάνω στη
γη. Μικρές ομάδες ζούσαν σε απομόνωση,
έτσι ώστε ήταν φυσικό να αναπτύξουν
δικά τους ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και
να διαφοροποιηθούν μεταξύ τους. Αυτό
δεν ήταν ο σκοπός τους. Ήταν μάλλον το
απλό αποτέλεσμα των συνθηκών που
επικρατούσαν για ένα εξαιρετικά μεγάλο
χρονικό διάστημα.
Τώρα,
δεν θα 'θελα να νομίσετε ότι τούτο είναι
αυτό καθαυτό επιζήμιο και ότι αυτές οι
διαφορές θα έπρεπε να εξαφανιστούν.
Γεγονός, βέβαια, είναι ότι οι διαφορές
είναι εξαιρετικά γόνιμες. Ακριβώς μέσω
της διαφοράς είναι που η πρόοδος έχει
επιτελεστεί. Αυτό που μας απειλεί ακριβώς
τώρα είναι πιθανώς αυτό που μπορούμε
να ονομάσουμε υπερεπικοινωνία – δηλαδή
η τάση να γνωρίζουμε σε ένα σημείο του
κόσμου με ακρίβεια τι συμβαίνει σε όλα
τα άλλα μέρη του κόσμου. Ένας πολιτισμός
για να αποκτήσει ιδιαιτερότητα και να
δημιουργήσει κάτι, πρέπει αυτός και οι
φορείς του να πειστούν για την πρωτοτυπία
τους κι ακόμα, μέχρι ένα βαθμό, για την
υπεροχή τους πάνω στους άλλους. Αλλ'
όμως κάτω από συνθήκες υποεπικοινωνίας
είναι που ένας πολιτισμός μπορεί να
δημιουργήσει οτιδήποτε. Σήμερα
απειλούμαστε από την προοπτική να
γίνουμε μόνο καταναλωτές, ικανοί να
καταναλώνουμε οτιδήποτε από οποιοδήποτε
σημείο του κόσμου και από οποιονδήποτε
πολιτισμό, χάνοντας όμως κάθε πρωτοτυπία.
Μπορούμε
εύκολα τώρα να φανταστούμε μια εποχή
που θα υπάρξει μόνο ένας τεχνικός και
πνευματικός πολιτισμός πάνω σε ολόκληρη
την επιφάνεια της γης. Εγώ δεν πιστεύω
ότι αυτό θα συμβεί, γιατί υπάρχουν πάντα
σε λειτουργία αντιθετικές τάσεις – από
τη μια προς την ομοιογένεια κι από την
άλλη προς νέες διακρίσεις. Όσο περισσότερο
ένας πολιτισμός γίνεται ομοιογενής,
τόσο πιο πολύ γίνονται εμφανείς εσωτερικές
τάσεις διαχωρισμού και ό,τι κερδίζεται
στο ένα επίπεδο χάνεται αμέσως στο άλλο.
Αυτό αποτελεί μια προσωπική γνώμη, με
το νόημα ότι δεν έχω καμιά σαφή απόδειξη
για τη λειτουργία αυτής της διαλεκτικής.
Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πως η
ανθρωπότητα μπορεί πραγματικά να ζήσει
χωρίς κάποια εσωτερική ανομοιότητα.
Ας
εξετάσουμε τώρα ένα μύθο από τον δυτικό
Καναδά με θέμα το σαλάχι που προσπαθεί
να δαμάσει ή να εξουσιάσει τον Νότιο
Άνεμο και που το κατορθώνει. Είναι μια
ιστορία για μια εποχή που προηγήθηκε
της εμφάνισης του ανθρώπου πάνω στη γη,
δηλαδή για μια εποχή κατά την οποία ζώα
και άνθρωποι στην πραγματικότητα δεν
διακρίνονταν. Τα ζωντανά πλάσματα ήταν
μισοανθρώπινα και μισοζωώδη. Όλα ήταν
φοβερά ενοχλημένα από τους ανέμους,
επειδή οι άνεμοι, και ειδικά οι δυσμενείς
άνεμοι, φυσούσαν όλο τον καιρό, κάνοντας
γι' αυτά αδύνατο το ψάρεμα και το μάζεμα
των οστρακόδερμων στις ακτές. Έτσι,
αποφάσισαν πως έπρεπε να πολεμίσουν
τους ανέμους και να τους αναγκάσουν να
φέρονται περισσότερο κόσμια. Έγινε μια
εκστρατεία στην οποία διάφορα ανθρωπόζωα
ή ζωοάνθρωποι έλαβαν μέρος, ανάμεσα στα
οποία και το σαλάχι που έπαιξε ένα
σημαντικό ρόλο στη σύλληψη του Νότιου
Άνεμου. Ο Νότιος Άνεμος ελευθερώθηκε
μόνο αφού υποσχέθηκε να μη φυσά όλο τον
καιρό, αλλά μονάχα πότε-πότε, ή σε
ορισμένες περιόδους. Από τότε μόνο σε
ορισμένες περιόδους του έτους, ή μια
μέρα από τις δύο, φυσά ο Νότιος Άνεμος.
Και κατά το υπόλοιπο διάστημα οι άνθρωποι
μπορούν να αφοσιωθούν στις δραστηριότητές
τους.
Η
ιστορία αυτή, φυσικά, δεν συνέβη ποτέ.
Αλλά αυτό που πρέπει να κάνουμε δεν
είναι να ικανοποιηθούμε με την ιδέα πως
αυτό είναι καθαρά παράλογο ή πως είναι
μόνο ένα φαντασιωτικό πλάσμα του μυαλού
μέσα σε ένα είδος παραληρήματος. Πρέπει
να το αντιμετωπίσουμε με σοβαρότητα
και να θέσουμε στον εαυτό μας τα ερωτήματα:
γιατί το σαλάχι και γιατί ο Νότιος
Άνεμος;
Αν
παρατηρήσετε με πολλή προσοχή το μυθικό
υλικό ακριβώς έτσι όπως έχει παρουσιαστεί,
τότε θα διακρίνετε πως το σαλάχι ενεργεί
χάρη σε κάποια πολύ συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά, τα οποία είναι δύο
ειδών. Το πρώτο είναι πως το σαλάχι είναι
ένα ψάρι όπως όλα τα επίπεδα ψάρια, λείο
από κάτω και αδρό στη ράχη. Και η άλλη
ικανότητα, που του επιτρέπει να διαφεύγει
με πολλή επιτυχία όταν πρέπει να
αντιμετωπίσει άλλα ζώα, είναι πως το
σαλάχι φαίνεται πολύ πλατύ όταν το
βλέπουμε από πάνω ή από κάτω, και
εξαιρετικά λεπτό όταν το βλέπουμε από
το πλάι. Κάποιος που το κυνηγά ίσως
νομίζει πως είναι πολύ εύκολο να ρίξει
ένα βέλος και να σκοτώσει ένα σαλάχι
επειδή είναι τόσο πλατύ. Αλλά μόλις το
βέλος κατευθυνθεί προς αυτό, το σαλάχι
μπορεί ξαφνικά να στραφεί ή να γλυστρήσει
και να δείξει μόνο την πλάγια όψη του
που, φυσικά, είναι αδύνατο να την σκοπεύσει
κανείς. Και με αυτό τον τρόπο διαφεύγει.
Έτσι, ο λόγος που έχει επιλεγεί σε αυτόν
το μύθο το σαλάχι είναι γιατί αυτό
αποτελεί ένα ζώο που, θεωρημένο είτε
από τη μια είτε από την άλλη άποψη, είναι
ικανό να δίνει – ας το πούμε με τους
όρους της κυβερνητικής – μόνο μια «ναι»
και μια «όχι» απάντηση. Είναι ικανό για
δύο καταστάσεις που είναι ασυνεχείς,
και η μια είναι θετική, και η άλλη είναι
αρνητική. Η λειτουργία που έχει το σαλάχι
μέσα στο μύθο είναι – αν και, φυσικά,
δεν θα ήθελα να επεκτείνω υπερβολικά
την παρομοίωση – όμοια με των στοιχείων
στους σύγχρονους υπολογιστές που μπορούν
να χρησιμοποιηθούν για να λύσουν πολύ
δύσκολα προβλήματα αθροίζοντας μια
σειρά από «ναι» και «όχι» απαντήσεις.
Ενώ,
λοιπόν, είναι φανερά λανθασμένο και
αδύνατο από εμπειρική άποψη ένα ψάρι
να μπορεί να τα βάλει με έναν άνεμο, από
μια λογική άποψη μπορούμε να καταλάβουμε
γιατί εικόνες δανεισμένες από την
εμπειρία είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν
με ένα τέτοιο τρόπο. Αυτή είναι η
πρωτοτυπία της μυθικής σκέψης – να
παίζει το ρόλο της εννοιακής σκέψης:
ένα ζώο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί
όπως αυτό που θα αποκαλούσα δυαδικός
τελεστής*, μπορεί να έχει, από μια λογική
άποψη, μια σχέση με ένα πρόβλημα που
είναι επίσης πρόβλημα δυαδικό. Αν ο
νότιος άνεμος φυσά κάθε μέρα του έτους,
τότε η ζωή είναι αδύνατη για τον άνθρωπο.
Αλλά αν φυσά κάθε δεύτερη μέρα – «ναι»
ή μια μέρα, «όχι» η άλλη μέρα, και ούτω
καθεξής – τότε γίνεται δυνατό ένα είδος
συμβιβασμού ανάμεσα στις ανάγκες του
ανθρώπου και στις συνθήκες που επικρατούν
στο φυσικό κόσμο.
Έτσι,
από μια λογική άποψη, υπάρχει μια
συγγένεια ανάμεσα σε ένα ζώο σαν το
σαλάχι και στο είδος του προβλήματος
που ο μύθος προσπαθεί να λύσει. Η ιστορία
αυτή δεν είναι αληθής από επιστημονική
άποψη, αλλά θα μπορούσαμε να καταλάβουμε
αυτή την ιδιότητα του μύθου μόνο σε μια
εποχή που η κυβερνητική και οι υπολογιστές
έκαναν την εμφάνισή τους στον κόσμο της
επιστήμης και μας έδωσαν τη δυνατότητα
να κατανοήσουμε τις δυαδικές λειτουργίες
που είχαν ήδη τεθεί σε χρήση με ένα πολύ
διαφορετικό τρόπο σε σχέση με συγκεκριμένα
αντικείμενα ή όντα από τη μυθική σκέψη.
Σύμφωνα με αυτά δεν υπάρχει στην
πραγματικότητα ένα είδος διάστασης
ανάμεσα στη μυθολογία και στην επιστήμη.
Είναι η παρούσα κατάσταση της επιστημονικής
σκέψης αυτή που μας δίνει την ικανότητα
να κατανοήσουμε τι υπάρχει μέσα σε αυτό
το μύθο και που στεκόμασταν μπροστά του
εντελώς τυφλοί πριν εξοικειωθούμε με
την ιδέα των δυαδικών λειτουργιών.
Δεν
θα ήθελα, να νομίσετε πως βάζω την
επιστημονική εξήγηση στην ίδια θέση με
τη μυθική εξήγηση. Αυτό που θα έλεγα
είναι πως το μεγαλείο και η υπεροχή της
επιστημονικής εξήγησης δεν βρίσκεται
μόνο στις πρακτικού και διανοητικού
χαρακτήρα επιτεύξεις της επιστήμης,
αλλά, στην πραγματικότητα – γεγονός
άλλωστε του οποίου όλο και πιο πολύ
γινόμαστε μάρτυρες – βρίσκεται στο ότι
η επιστήμη γίνεται ικανή να εξηγήσει
όχι μόνο την ίδια την εγκυρότητά της
αλλά επίσης και ό,τι υπήρξε μέχρις ενός
βαθμού έγκυρο στη μυθολογική σκέψη.
Αυτό που είναι σημαντικό είναι το γεγονός
πως όλο και περισσότερο ενδιαφερόμαστε
για την ποιοτική άποψη, και πως η επιστήμη,
που είχε μια καθαρά ποσοτική προοπτική
από τον δέκατο έβδομο μέχρι τον δέκατο
ένατο αιώνα, αρχίζει να ενσωματώνει και
τις ποιοτικές απόψεις της πραγματικότητας.
Αυτό, αναμφίβολα, θα μας κάνει ικανούς
να κατανοήσουμε πολλά στοιχεία που
υπάρχουν στη μυθολογική σκέψη και που
στο παρελθόν είχαμε την τάση να τα
διαγράφουμε με την αιτιολογία πως δεν
είχαν νόημα ή πως ήταν παράλογα. Αυτή η
νέα τάση της επιστήμης θα μας οδηγήσει
στην πίστη πως ανάμεσα στη ζωή και στη
σκέψη δεν υπάρχει το απόλυτο χάσμα που
είχε γίνει δεκτό σαν γεγονός από τον
φιλοσοφικό δυισμό του δέκατου έβδομου
αιώνα. Αν φτάσουμε στο σημείο να πιστέψουμε
πως ό,τι λαμβάνει χώρα μέσα στον νου
μας δεν είναι κάτι ουσιωδώς και θεμελιωδώς
διαφορετικό από το βασικό φαινόμενο
της ίδιας της ζωής, και αν μετά οδηγηθούμε
στο αίσθημα πως δεν υπάρχει εκείνου του
είδους το χάσμα, που είναι αδύνατο να
γεφυρωθεί, ανάμεσα στον άνθρωπο από το
ένα μέρος και σε όλα τα άλλα ζωντανά
πλάσματα – όχι μόνο ζώα, αλλά επίσης
και φυτά – από το άλλο, τότε ίσως θα
επιτύχουμε πολύ περισσότερη σοφία, από
όση νομίζουμε πως είμαστε ικανοί να
αποκτήσουμε.