.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 27 Αυγούστου 2017

ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΙ – IVAN GOLL


Ύστερα από τριάντα έξι ώρες σιδηροδρομικού ταξιδιού, ο Όντεμαρ και η Ιρμελίνδη έφτασαν σ' ένα μικρό λιμάνι της δαλματικής ακτής. Ένα φτωχό και βρώμικο χωριό, σκαρφαλωμένο στην πλαγιά ενός πετρώδους βουνού, τους υποδέχτηκε χωρίς μεγάλη έμφαση. Οι κάτοικοι με έκφραση δύσπιστη, με μάτια διαπεραστικά και πονηρά, σχηματίζοντας μικρές ομάδες έξω απ' τις πόρτες των σπιτιών, σχολίαζαν την απροσδόκητη εμφάνιση των δύο ξένων. Αλλά όταν το πριγκιπικό ζεύγος έφτασε στην προκυμαία όπου λικνίζονταν τρεις ψαράδικες βάρκες κι ένα μικρό ατμόπλοιο, τα οποία αποτελούσαν το στόλο αυτού του λιμανιού, ένας αστραφτερός ορίζοντας απλώθηκε μπροστά στα μάτια τους. Η θάλασσα, ρόδινη από τον ήλιο που κρεμόταν σαν πορτοκάλι από ένα σύννεφο, απλωνόταν σαν βεντάλια ανάμεσα στις δύο πλευρές της γωνίας που σχημάτιζε η απόκρημνη ακτή σ' εκείνο το σημείο. Και στο βάθος προς Βορρά, διέκρινε κανείς ένα μικρό νησί σκοτεινό σαν σημαδούρα. Ο Όντεμαρ έβαλε μια φωνή:
-Κοίτα εκεί κάτω! Αυτό είναι! Αυτό είναι!
Έκανε νόημα σ' ένα γέρο που διασκέδαζε φτύνοντας στο νερό και έμοιαζε εκπληκτικά στο βασιλιά Νικόλο. Ο ιθαγενής πλησίασε, ζαρώνοντας τα μάτια του σαν μπροστά σε έντονη φωτεινή ανταύγεια – αυτή που έβγαινε από τα μαλλιά της Ιρμελίνδης – και τέντωσε τα χείλια του χωρίς να χαμογελάσει.
-Η Ιζόλα Λουκέρτα; ρώτησε ο Όντεμαρ, δείχνοντας το νησί.
Ο Δαλματός κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
-Io sono il principe! είπε τότε ο Όντεμαρ με φωνή τενόρου.
Ο γέρος συνέχισε να κρατάει τεντωμένα τα χείλια του χωρίς να χαμογελάει, αντί να γονατίσει μπροστά σ' έναν τόσο μεγάλο άρχοντα, όπως ο Όντεμαρ είχε φανταστεί κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
-Ιο! επανέλαβε ο καινούργιος ιδιοκτήτης με ένταση. Αλλά τα λόγια του δεν έκαναν καμία εντύπωση στον ντόπιο κάτοικο, παρ' όλο που τον είχε καταλάβει.
Έξω απ' αυτό άλλωστε, οι δύο άντρες δεν καταλάβαιναν τίποτε στις διαφορετικές γλώσσες τις οποίες μιλούσαν, έστω κι αν τις απλοποιούσαν στο έπακρο. Ο Όντεμαρ χρειάστηκε να καταφύγει σε εκφραστικές χειρονομίες, για να δώσει στο συνομιλητή του να καταλάβει ότι ήθελε να τον μεταφέρουν στο κτήμα του με μια βάρκα. Ο γέρος κατάλαβε μονάχα όταν ο Όντεμαρ κούνησε μια δέσμη χαρτονομίσματα μπροστά στα μάτια του.
Στη συνέχεια εξαφανίστηκε, προφανώς για να κάνει τις αναγκαίες προετοιμασίες, που φαίνονταν να συναντούν κάποιες δυσκολίες. Στο μεταξύ, όλος σχεδόν ο πληθυσμός του χωριού είχε συγκεντρωθεί στην είσοδο του λιμανιού και κοίταζε το ζευγάρι με μια έκφραση που ο Όντεμαρ ήθελε να πιστεύει πως ήταν αφοσίωσης. Τυλίχθηκε μέσα στον μανδύα του σαν Ισπανός ταυρομάχος. Η Ιρμελίνδη χτυπούσε τα πόδια της από ανυπομονησία και κούραση.
-Δεν είναι καθόλου ευχάριστο να είσαι πριγκίπισσα σ' αυτή τη χώρα, είπε.
Επιτέλους, ο γέρος ξαναγύρισε μέσα σε μια βάρκα με πρωτόγονη μορφή, την τυποποιημένη και ποτέ ξεπερασμένη μορφή των φοινικικών πλοιαρίων. Οι κινήσεις του σαν κωπηλάτη δεν είχαν κι αυτές εξελιχθεί εδώ και πέντε χιλιάδες χρόνια.
Ύστερα από μερικές δυνατές απλωτές με τα κουπιά, έπλεαν σε λίγο στ' ανοιχτά. Στην αρχή, η Λουκέρτα έμοιαζε μ' ένα μεγάλο πορτογαλέζικο όστρακο. Σιγά-σιγά μεγάλωνε, αλλά εξακολουθούσε να παραμένει γκρίζα και βραχώδης, και οι πράσινες σκιές που ο Όντεμαρ πάσχιζε να διακρίνει ανάμεσα στα βράχια ήταν τελείως απατηλές σαν αντικατοπτρισμοί της ερήμου. Όσο περισσότερο πλησίαζαν τόσο τα βράχια γίνονταν εχθρικά και απότομα. Ούτε ένα δέντρο ούτε μια πλαγιά ομαλή. Μια βουβή απελπισία κατέλαβε τον καινούργιο ιδιοκτήτη, και όταν απείχαν μισό χιλιόμετρο από το σκοπό τους έκλεισε τα μάτια του για να μη βλέπει.
Ο κωπηλάτης χαμογελούσε χωρίς ν' ανοίγει τα χειλια του.
Τελικά, πλησίασαν μια στενη, πετρώδη ακρογιαλιά, υγρή και βαθουλωτή σαν χαράδρα. Ο γέρος πήδησε στην ξηρά και έδεσε τη βάρκα. Μετά, ακολουθώντας ένα μονοπάτι χαραγμένο μέσα στα βράχια, περνώντας από στενά κι απότομα περάσματα, οδήγησε το ζευγάρι στο εσωτερικό του νησιού.
Το μονοπάτι ανέβαινε σιγά-σιγά, περνούσε δίπλα από γκρεμούς, γινόταν επικίνδυνο. Κανένας απ' τους τρεις δεν είχε προφέρει λέξη μετά την προσάραξη της βάρκας. Αλλά ξαφνικά, φθάνοντας στην άκρη ενός οροπεδίου, η Ιρμελίνδη έβγαλε, πρώτη, μια φωνή.
Απλωμένη κάτω απ' τον ήλιο, μια πράσινη πεδιάδα, στολισμένη με κίτρινα και λευκά λουλούδια και διάσπαρτη από κυπαρίσσια, κατέβαινε προς τη θάλασσα, προς την άλλη άκρη του νησιού, σε μια έκταση 1.800 περίπου μέτρων. Ήταν ένα θέαμα παραδεισιακό. Μεγάλες πεταλούδες, με πολύχρωμα φτερά, κεντούσαν πολύπλοκα σχέδια στον αέρα. Ένα άγριο πουλί, αργό και μεγαλόπρεπο, διέγραφε μια σπειροειδή κίνηση προς τον ήλιο. Στο βάθος, ένα ρυάκι σερνόταν ελικοειδώς, σαν χοντρό, άκακο φίδι.
Ο Όντερμαν έπιασε το λευκό χέρι της Ιρμελίνδης και τό 'φερε στα χείλια του, σαν να 'ταν εκείνη που του είχε κάνει ένα τέτοιο δώρο.
Αλλά δεν είχαν την υπομονή να απολαύσουν με τα μάτια για πολύ το θαυμαστό τοπίο. Θέλησαν να το κατακτήσουν αμέσως, να το αγγίξουν με τα πόδια και με τα δάχτυλα για να πιστέψουν πως ήταν στ' αλήθεια πραγματικό. Κατέβηκαν τρέχοντας προς την κοιλάδα, πατώντας πάνω σ' ένα μαβί χαλί από ρείκια. Σε λίγο βατομουριές γεμάτες αγκάθια άρχισαν να πιάνονται από τη φούστα της νεαρής γυναίκας. Όταν τα χέρια της θέλησαν να κόψουν κάτι ψηλά άνθη με ιριδωτούς κάλυκες, εκείνα έβγαλαν ένα κίτρινο σαν πύον υγρό. Μια όχεντρα, διακοσμητικό αραβούργημα πάνω σ' ένα βράχο, σφύριξε θυμωμένη που την ανησύχησαν. Στη συνέχεια, φθάνοντας στο βάθος της κοιλάδας, ένιωσαν τα πόδια τους να χώνονται στη λάσπη. Όλη εκείνη η καταπράσινη και αστραφτερή ομορφιά στην επιφάνεια ήταν επικίνδυνη και δηλητηριώδης. Όταν κάθισαν κάπου, ένα σμήνος από κουνούπια δημιούργησαν ένα ασφυκτικό, θορυβώδη κλοιό γύρω απ' τα κεφάλια τους.
-Που να ξεκουραστεί κανείς εδώ; ρώτησε η Ιρμελίνδη που ήταν πολύ κουρασμένη και ανήσυχη.
-Έτσι είναι όλοι οι παράδεισοι! είπε ο Όντεμαρ σαν ν' απαντούσε στον εαυτό του.
-Πεινάω! παραπονέθηκε η νεαρή γυναίκα.
Ο πρίγκιπας του νησιού δεν είχε ούτ' ένα σάντουιτς να προσφέρει στην αγαπημένη του.
«Σαράντα δολάρια!» σκέφτηκε πικρά. «Ε'ομαο ακριβά ή όχι; Ένα ρώσικο θωρηκτό θα μου είχε αποφέρει περισσότερα. Αν ήμουν τώρα στο Βερολίνο, θ' αγόραζα τη βίλα του Κρόνπριντς που μου είχαν προσφέρει. Θα βρίσκαμε τουλάχιστον γογγύλια στον κήπο!»
Δεν παραδέχτηκε ωστόσο ότι είχε νοσταλγήσει τη Γερμανία.
Ο ψαράς τον απέσπασε απ' τις σκέψεις του, μ' ένα ελαφρό χτύπημα στον ώμο, δίνοντάς του να καταλάβει ότι έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του γιατί ήταν αργά. Ο Όντεμαρ ένιωσε σχεδόν ευγνωμοσύνη για τον γέροντα που τον ανάγκαζε να εγκαταλείψει αυτόν τον απαίσιο παράδεισο. Θα μπορούσε να πει κανείς πως είχε αγοράσει ένα πραγματικό όνειρο, μια απτή και επιδεχόμενη μέτρησης ψευδαίσθηση, με αυθεντικά βράχια και πλούσια βλάστηση – κι ωστόσο περισσότερο στερημένο αξίας για εκείνον απ' όσο τα όνειρα της νύχτας και οι ψευδαισθήσεις του νου!
Παίρνοντας ένα άλλο μονοπάτι, που παρέκαμπτε την πλαγιά των βράχων και προχωρούσε κατά μήκος του πελάγους, ο γέρος οδήγησε ξανά τους πελάτες του στη βάρκα...




IVAN GOLL
ΣΟΔΟΜΑ ΚΑΙ ΒΕΡΟΛΙΝΟ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΛΟΥΚΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑ 1992

Δεν υπάρχουν σχόλια: