Η ινδουιστική διδασκαλία πρεσβεύει πως
η διάρκεια ενός ανθρώπινου κύκλου στον
οποιο δίνει την ονομασία Manvantara, διαιρείται
σε τέσσερις αιώνες, που σημαδεύουν
αντίστοιχες φάσεις μιας βαθμιαίας
συσκότισης της πρωταρχικής πνευματικότητας.
Είναι αυτές οι ίδιες περίοδοι που οι
παραδόσεις της δυτικής αρχαιότητας,
από τη μεριά τους, προσδιόριζαν ως αιώνες
του χρυσού, του αργύρου, του χαλκού και
του σιδήρου. Βρισκόμαστε επί του παρόντος
στον τέταρτο αιώνα, την Kali Yuga ή «σκοτεινό
αιώνα» και βρισκόμαστε σ' αυτήν λέμε,
εδώ και πάνω από έξη χιλιάδες χρόνια,
δηλαδή από μια εποχή πολύ προγενέστερη
όλων εκείνων που μας είναι γνωστές από
την «κλασσική» ιστορία. Έκτοτε, οι
αλήθεις που άλλοτε ήταν προσιτές σε
όλους τους ανθρώπους, έγιναν όλο και
πιο απόκρυφες και δυσπρόσιτες. Αυτοί
που τις κατέχουν όλο και λιγοστεύουν,
και, παρ' όλο που ο θησαυρός της «μη
ανθρώπινης» σοφίας, που προηγήθηκε όλων
των αιώνων, δεν είναι δυνατό να χαθεί
ποτέ, τυλίγεται με όλο και πιο αδιαπέραστα
πέπλα, που την κρύβουν από τα βλέμματα
και που κάτω από αυτά είναι εξαιρετικά
δύσκολο να ανακαλυφτεί. Γι' αυτό παντού
μιλούν για κάτι που χάθηκε, φαινομενικά
τουλάχιστο και σε σχέση με τον εξωτερικό
κόσμο, και που οφείλουν να το επανεύρουν
αυτοί που επιδιώκουν την αληθινή γνώση.
Αλλά ειπώθηκε ακόμη πως αυτό που είναι
κρυμένο θα ξαναγίνει ορατό στο τέλος
του παρόντος κύκλου, που θα είναι
ταυτόχρονα, χάρις στη συνέχεια που
συνδέει όλα τα πράγματα μεταξύ τους, η
αρχή ενός νέου κύκλου.
Αλλά, θα διερωτηθούμε αναμφίβολα, γιατί
η κυκλική εξέλιξη οφείλει να ολοκληρωθεί
έτσι κατά μια καθοδική φορά, πηγαίνοντας,
από το ανώτερο στο κατώτερο, πράγμα που
σημαίνει, όπως θα παρατηρήσουμε χωρίς
κόπο, άρνηση αυτής της ίδιας της ιδέας
της «προόδου» όπως οι σύγχρονοι την
εννοούν; Αυτό συμβαίνει επειδή η εξέλιξη
κάθε εκδήλωσης συνεπάγεται αναγκαστικά
μια όλο και μεγαλύτερη απομάκρυνση από
την αρχή από την οποία εκπηγάζει.
Ξεκινώντας από το πιο υψηλό σημείο,
τείνει αναγκαστικά προς τα κάτω, και
όπως τα σώματα που έχουν βάρος, τείνει
προς τα εκεί με διαρκώς αυξανόμενη
ταχύτητα, έως ότου τελικά συναντήσει
ένα σημείο στάσης. Αυτή η πτώση θα
μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν μια
προοδευτική επικράτηση της ύλης
(materialisation), επειδή η έκφραση, και όχι η
αρχή η ίδια, επειδή αυτή εδώ δεν είναι
δυνατό να δηλωθεί με κανέναν από τους
όρους που φαίνονται να δείχνουν μια
όποια αντίθεση, αφού βρίσκεται πέρα από
κάθε αντίθεση. Άλλωστε, λέξεις όπως
«πνεύμα» και «ύλη», που δανειζόμαστε
εδώ, για μεγαλύτερη ευχέρεια, από τη
δυτική γλώσσα, δεν έχουν καθόλου για
μας παρά μια συμβολική αξία. Δεν μπορούν
όπως και νάναι, να αρμόζουν αληθινά σε
αυτό περί του οποίου πρόκειται παρά υπό
τον όρο ότι θα παραμεριστούν οι ειδικές
ερμηνείες που τους δίνει η σύγχρονη
φιλοσοφία, της οποίας ο «πνευματισμός»
και ο «υλισμός» δεν είναι για μας, παρά
δυό συμπληρωματικές μορφές που εμπεριέχουν
η μια την άλλη και που εξ ίσου είναι
αμελητέες για όποιον θέλει να υψωθεί
πάνω από αυτές τις αβέβαιες απόψεις.
Και άλλωστε δεν είμαστε διατεθειμένοι,
χωρίς ποτέ να χάσουμε από μπροστά μας
τις βασικές αρχές, παίρνοντας όλες τις
απαραίτητες προφυλάξεις για να εμποδίσουμε
κάθε αμφιβολία, να αποδεχτούμε τη
χρησιμοποίηση όρων που, παρά την
ανεπάρκειά τους, φαίνονται κατάλληλοι
να καταστήσουν τα πράγματα πιο ευκολονόητα,
στο βαθμό που αυτό μπορεί να γίνει χωρίς
βέβαια να το παραμορφώσουμε.
Αυτό που μόλις είπαμε για την εξέλιξη
της εκδήλωσης παρουσιάζει μια όψη που,
με το να είναι ακριβής στο σύνολό της,
είναι ωστόσο πολύ απλουστευμένη και
σχηματική κατά τούτο, ότι μπορεί να
δώσει την εντύπωση πως αυτή η εξέλιξη
πραγματοποιείται σε ευθεία γραμμή, κατά
μια μοναδική κατεύθυνση και χωρίς
κανενός είδους αμφιταλαντεύσεις. Η
πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετικά
περίπλοκη: Μπορούμε να διακρίνουμε σε
όλα τα πράγματα, όπως ήδη υποδείξαμε
προηγουμένως, δύο αντίρροπες τάσεις,
τη μια καθοδική και την άλλη ανοδική, ή
αν θέλουμε να μεταχειριστούμε έναν άλλο
τρόπο παράστασης, τη μια κεντρόφυγο και
την άλλη κεντρομόλο. Και από την επικράτηση
της μιας ή της άλλης εκπηγάζουν δύο
συμπληρωματικές φάσεις της εκδήλωσης,
η μια της απομάκρυνσης από την αρχή, η
άλλη της επιστροφής προς την αρχή, οι
οποίες συχνά συγκρίνονται συμβολικά
με τις κινήσεις της καρδιάς ή με τις δύο
φάσεις της αναπνοής. Παρ' όλο που οι δύο
αυτές φάσεις περιγράφονται συνήθως ως
διαδοχικές, πρέπει να θεωρήσουμε πως
στην πραγματικότητα, οι δύο τάσεις στις
οποίες αντιστοιχούν δρουν πάντοτε
ταυτόχρονα, μα σε διαφορετικές αναλογίες.
Και συμβαίνει καμμιά φορά, σε ορισμένες
κρίσιμες στιγμές όπου η καθοδική τάση
μοιάζει να υπερισχύει οριστικά μέσα
στο βηματισμό του κόσμου, να παρεμβληθεί
μια ειδική δύναμη για να ενισχύσει την
αντίρροπη τάση, με τέτοιο τρόπο που να
αποκαθίσταται μια κάποια ισορροπία
τουλάχιστο σχετική, τέτοια που την
επιτρέπουν οι συνθήκες της στιγμής, και
να επιτυγχάνεται έτσι μια μερική
επανόρθωση, δια της οποίας η κίνηση της
πτώσης να σταματά ή να εξουδετερώνεται
προσωρινά(1).
Είναι εύκολο να καταλάβουμε πως αυτά
τα παραδοσιακά δεδομένα, σχετικά με τα
οποία οφείλουμε να περιοριστούμε σε
μια πολύ σύντομη σύνοψη, καθιστούν
δυνατές πολύ διαφορετικές θεωρήσεις
από αυτές όλων των δοκιμίων «φιλοσοφίας
της ιστορίας» στα οποία αφιερώνονται
οι σύγχρονοι, και πολύ διαφορετικά
απέραντες και βαθιές. Αλλά δεν έχουμε
καθόλου την πρόθεση, για την ώρα, να
αναχθούμε στις πηγές του παρόντος
κύκλου, ούτε ακόμη πιο απλά στις αρχές
της Kali-Yuga. Οι προθέσεις μας δεν αφορούν,
τουλάχιστον άμεσα, παρά ένα πεδίο πολύ
πιο περιορισμένο, τις τελευταίες φάσεις
της ίδιας της Kali-Yuga. Μπορούμε πραγματικά,
στο εσωτερικό κάθε μιας από τις μεγάλες
περιόδους, για τις οποίες μιλήσαμε, να
διακρίνουμε ακόμη διάφορες δευτερεύουσες
φάσεις, που συνιστούν αντίστοιχες
υποδιαιρέσεις. Και, αφού κάθε μέρος
είναι ανάλογο κατά κάποιο τρόπο στό
όλον, αυτές οι υποδιαιρέσεις αναπαράγουν,
για να το πούμε έτσι, επί πιο περιορισμένης
κλίμακος, τον γενικό βηματισμό του
μεγάλου κύκλου, μέσα στον οποίο
αφομοιώνονται. Μα και εδώ ακόμη, μια
πλήρης διερεύνηση των τρόπων εφαρμογής
αυτού του νόμου στις διάφορες ιδιαίτερες
περιπτώσεις θα μας οδηγούσε πολύ πέρα
από το πλαίσιο που έχουμε χαράξει για
την παρούσα μελέτη. Θα σημειώσουμε μόνο,
για να τελειώσουμε αυτές τις προκαταρκτικές
θεωρήσεις, μερικές από τις τελευταίες
ιδιαίτερα κρίσιμες εποχές που διήλθε
η ανθρωπότητα, αυτές που εισέρχονται
στην περίοδο που συνηθίζουμε να ονομάζουμε
«ιστορική», επειδή πραγματικά είναι η
μόνη αληθινά προσιτή στην κανονική ή
«βέβηλη» ιστορία. Και έτσι θα οδηγηθούμε
εντελώς φυσικά σε αυτό που οφείλει να
είναι το καθαυτό αντικείμενο της μελέτης
μας, επειδή η τελευταία από αυτές τις
κρίσιμες εποχές δεν είναι άλλη από αυτή
που συνιστά ό,τι ονομάζουμε σύγχρονη
εποχή.
Υπάρχει ένα αρκετά παράξενο γεγονός,
που μοιάζει να μην το έχουμε ποτέ
επισημάνει όπως θα του άξιζε: είναι το
ότι η καθαυτό λεγόμενη «ιστορική»
περίοδος, με την έννοια που μόλις
υποδείξαμε, ανάγεται ακριβώς στον 6ο
αιώνα προ Χριστού, σαν να υπήρχε εκεί,
μέσα στο χρόνο, ένα εμπόδιο που είναι
δυνατό να υπερπηδηθεί με τη βοήθεια των
μέσων διερεύνησης που διαθέτουν οι
κοινοί ερευνητές. Από την εποχή αυτή,
πραγματικά, διαθέτουμε παντού μια αρκετά
ακριβή και καθιερωμένη χρονολόγηση.
Αντίθετα για ό,τι προηγείται αυτής, δεν
κάνουμε γενικά παρά μια πολύ αόριστη
εικασία και οι προτεινόμενες χρονολογίες
για τα ίδια γεγονότα ποικίλουν συχνά
κατά πολλούς αιώνες. Ακόμη και για χώρες
για τις οποίες δεν έχουμε παρά σκόρπια
κατάλοιπα, όπως επί παραδείγματι η
Αίγυπτος, κάτι τέτοιο είναι πολύ έντονο.
Και ίσως ακόμη πιο εκπληκτικό είναι το
ότι, σε μια εξαιρετική και προνομιούχο
περίπτωση όπως αυτή της Κίνας, που
διαθέτει, για εποχές πολύ απομακρυσμένες,
χρονικά (annales) χρονολογημένα με τη βοήθεια
αστρονομικών παρατηρήσεων που όφειλαν
να μην αφήσουν κανένα περιθώριο
αμφιβολίας, οι σύγχρονοι δεν διστάζουν
λιγότερο να χαρακτηρίσουν αυτές τις
εποχές ως «μυθικές», σαν να υπήρχε εκεί
μια περιοχή όπου δεν αναγνωρίζουν το
δικαίωμα σε καμμιά βεβαιότητα και όπου
απαγορεύουν σε αυτούς τους ίδιους να
την αποκτήσουν. Η λεγόμενη «κλασσική»
αρχαιότητα, δεν είναι λοιπόν, στ' αλήθεια,
παρά μια πολύ σχετική αρχαιότητα, και
μάλιστα πολύ πιο κοντινή στους νέους
χρόνους παρ' όσο στην αληθινή αρχαιότητα,
επειδή δεν ανάγεται ούτε καν στα μισά
της Kali-Yuga, της οποίας η διάρκεια δεν
είναι κι αυτή, σύμφωνα με την ινδουιστική
διδασκαλία, παρά το ένα δέκατο της
Manvantara. Και αυτό θα ήταν αρκετό για να
κρίνουμε ως ποιο σημείο οι σύγχρονοι
έχουν δίκιο να υπερηφανεύονται για το
μέγεθος των ιστορικών τους γνώσεων! Όλα
αυτά, θα απαντούσαν αναμφίβολα για να
δικαιολογηθούν, δεν αποτελούν παρά
«μυθικές» περιόδους, γι' αυτό θεωρούν
πως δεν υπάρχει λόγος να τις λαμβάνουν
υπ' όψη τους. Αλλά αυτή η απάντηση δεν
είναι παρά ακριβώς η ομολογία της άγνοιάς
τους και της ακατανοησίας που μόνο αυτή
μπορεί να εξηγήσει την απαξίωσή τους
για την παράδοση. Το σύγχρονο ειδικά
πνεύμα, δεν είναι στην πραγματικότητα,
όπως θα δείξουμε πιο πέρα, τίποτε άλλο
από το αντιπαραδοσιακό πνεύμα.
Τον 6ο αιώνα προ Χριστού, συνέβησαν,
όποια κι είναι η αιτία, σημαντικές
αλλαγές σε όλους σχεδόν τους λαούς.
Αυτές οι αλλαγές παρουσίασαν άλλωστε
διαφορετικά χαρακτηριστικά στην κάθε
χώρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, έγινε
μια αναπροσαρμογή της παράδοσης σε
συνθήκες άλλες από αυτές που είχαν
υπάρξει προηγουμένως, αναπροσαρμογή
που ολοκληρώθηκε κατά μια αυστηρά
ορθόδοξη έννοια. Αυτό συνέβη κυρίως
στην Κίνα, όπου η διδασκαλία, που
συνιστούσε αρχικά ένα ενιαίο σύνολο,
διαιρέθηκε τότε σε δύο σαφώς ξεχωριστά
μέρη. Τον Ταοϊσμό, που προοριζόταν για
τους εκλεκτούς και περιλάμβανε την
καθαρή μεταφυσική και τις παραδοσιακές
επιστήμες καθαρά θεωρητικής τάξης. Τον
Κομφουκιανισμό, κοινό σε όλους αδιακρίτως,
και με αρμοδιότητα στις πρακτικές
εφαρμογές και πρώτιστα στις κοινωνικές.
Στους Πέρσες, παρόμοια φαίνεται να έγινε
μια αναπροσαρμογή του Μαζντεϊσμού,
γιατί αυτή η εποχή υπήρξε αυτή του
τελευταίου Ζοροάστρη(2). Στην Ινδία,
γεννήθηκε τότε ο Βουδδισμός, που όποιος
και αν ήταν ο αρχικός του χαρακτήρας(3)
άλλωστε, όφειλε να καταλήξει, αντίθετα,
τουλάχιστο σε ορισμένα παρακλάδια του,
σε μια εξέγερση εναντίον του παραδοσιακού
πνεύματος, φτάνοντας ως την άρνηση κάθε
αρχής, ως μια αληθινή αναρχία, με την
ετυμολογική έννοια της «απουσίας αρχής»,
στην διανοητική τάξη και στην κοινωνική.
Αυτό που είναι αρκετά παράξενο, είναι
ότι δεν βρίσκουμε, στην Ινδία, κανένα
μνημείο που να ανάγεται πέρα από αυτή
την εποχή, και οι ανατολιστές, που θέλουν
όλα να τα κάνουν να αρχίζουν από τον
Βουδδισμό του οποίου εξάρουν ιδιαίτερα
τη σημασία, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν
αυτή τη διαπίστωση για λογαριασμό της
θέσης (these) τους; η εξήγηση του γεγονότος
είναι ωστόσο πολύ απλή: οφείλεται στο
ότι όλες οι προηγούμενες κατασκευές
ήταν από ξύλο, και έτσι καταστράφηκαν
φυσιολογικά χωρίς ν' αφήσουν ίχνη(4). Η
αλήθεια όμως είναι πως μια τέτοια αλλαγή
στον τρόπο κατασκευής αντιστοιχεί
αναγκαστικά σε μια βαθειά αλλοίωση των
γενικών συνθηκών ύπαρξης του λαού στον
οποίο συμβαίνει.
Πλησιάζοντας στη Δύση, βλέπουμε πως η
ίδια εποχή υπήρξε, για τους Εβραίους,
αυτή της αιχμαλωσίας της Βαβυλώνος. Και
αυτό που είναι ίσως ένα από τα πιο
εκπληκτικά γεγονότα που μπορούν να
διαπιστωθούν, είναι ότι μια σύντομη
περίοδος εβδομήντα χρόνων άρκεσε για
να τους κάνει να χάσουν ως και αυτή τη
γραφή τους, γιατί έπρεπε κατόπιν να
αποκαταστήσουν τα ιερά Βιβλία με
χαρακτήρες τελείως διάφορους από αυτούς
που είχαν σε χρήση έως τότε. Θα μπορούσαμε
να παραθέσουμε αρκετά ακόμη περιστατικά
που αναφέρονται περίπου στην ίδια
χρονολογία: σημειώνουμε μόνο πως υπήρξε
για τη Ρώμη η αρχή της καθαυτό «ιστορικής»
περιόδου, που διαδέχεται τη «μυθική»
εποχή των βασιλεών, και πως ξέρουμε
ακόμη, αν και με τρόπο αρκετά αόριστο
πως συνέβησαν τότε σημαντικές ανακατατάξεις
στους κελτικούς λαούς. Αλλά, χωρίς να
επιμείνουμε περισσότερο, θα φτάσουμε
σε ό,τι αφορά την Ελλάδα. Εκεί, κατά τον
ίδιο τρόπο, ο 6ος αιώνας υπήρξε το σημείο
εκκίνησης, του λεγόμενου «κλασσικού»
πολιτισμού, του μόνου στον οποίο οι
σύγχρονοι αναγνωρίζουν τον «ιστορικό»
χαρακτήρα, και όλα όσα προηγούνται είναι
τόσο άσχημα γνωστά ώστε να τα αντιμετωπίζουν
ως «μυθικά», αν και οι πρόσφατες
αρχαιολογικές ανακαλύψεις δεν επιτρέπουν
πια να αμφιβάλλουμε ότι τουλάχιστον
υπήρξε εκεί ένας πολύ πραγματικός
πολιτισμός. Και έχουμε λόγους να
πιστεύουμε ότι αυτός ο πρώτος ελληνικός
πολιτισμός υπήρξε πολύ πιο ενδιαφέρων
διανοητικά από αυτόν που τον ακολούθησε
και πως οι σχέσεις μεταξύ τους μοιάζουν
ανάλογες με αυτές που υπάρχουν ανάμεσα
στην Ευρώπη του μεσαίωνα και στη σύγχρονη
Ευρώπη. Ωστόσο, αρμόζει να σημειώσουμε
πως το σχίσμα δεν υπήρξε τόσο ριζικό
όσο στην τελευταία περίπτωση, γιατί
υπήρξε, τουλάχιστον μερικά, μια
αναπροσαρμογή μέσα στην παραδοσιακή
τάξη, κυρίως στην περιοχή των «μυστηρίων».
Και πρέπει να συνδέσουμε με αυτή την
αναπροσαρμογή τον Πυθαγορισμό, που
υπήρξε κυρίως, υπό νέα μορφή, μια
αποκατάσταση του προηγηθέντος Ορφισμού,
και του οποίου οι αυτονόητοι δεσμοί με
τη δελφική λατρεία του υπερβόρειου
Απόλλωνα επιτρέπουν μάλιστα να τα
αντικρίσουμε ως μια συνεχή και κανονική
αλληλουχία μιας από τις αρχαιότερες
παραδόσεις της ανθρωπότητας. Αλλά, από
την άλλη μεριά, είδαμε σύντομα να
εμφανίζεται κάποιο πράγμα για το οποίο
δεν είχαμε ακόμη κανένα παράδειγμα και
που έμελλε ύστερα να ασκήσει μια ολέθρια
επίδραση πάνω σε όλον τον δυτικό κόσμο.
Εννοούμε αυτόν τον ειδικό τρόπο σκέψης
που πήρε και κράτησε το όνομα «φιλοσοφία».
Και το σημείο αυτό είναι αρκετά σημαντικό
ώστε να σταθούμε σ' αυτό μερικές στιγμές.
Η λέξη «φιλοσοφία», ως προς αυτή την
ίδια, μπορεί βέβαια να ληφθεί με μια
έννοια εντελώς νόμιμη, που υπήρξε
αναμφίβολα η πρωταρχική της έννοια,
κυρίως αν αληθεύει, όπως ισχυρίζονται,
πως ο Πυθαγόρας τη χρησιμοποίησε πρώτος:
ετυμολογικά δεν σημαίνει τίποτε άλλο
από «έρωτα για τη σοφία». Δηλώνει λοιπόν
κατ' αρχήν μια προαπαιτούμενη διάθεση
για να φτάσει (κανείς) στη σοφία, και
μπορεί να δηλώσει ακόμη, δια μιας ολότελα
φυσικής επέκτασης, την αναζήτηση που
γεννημένη από αυτή την ίδια την προδιάθεση,
οφείλει να οδηγήσει στη γνώση. Δεν
πρόκειται λοιπόν παρά για ένα προκαταρκτικό
και προπαρασκευαστικό στάδιο, μια πορεία
προς τη σοφία, ένα βαθμό αντίστοιχο σε
μια κατάσταση κατώτερη από αυτήν της
σοφίας(5). Η παρέκκλιση που συνέβη κατόπιν
συνίσταται στο να ληφθεί αυτός ο
μεταβατικός βαθμός ως ο σκοπός ο ίδιος,
στο να αξιώνουν να αντικαταστήσει η
«φιλοσοφία» τη σοφία, πράγμα που
συνεπάγεται τη λήθη και την παραγνώριση
της αληθινής φύσης αυτής της τελευταίας.
Έτσι γεννήθηκε αυτό που ονομάζουμε
«βέβηλη» φιλοσοφία, δηλαδή μια υποτιθέμενη
σοφία καθαρά ανθρώπινη, επομένως απλά
λογικής τάξης, που παίρνει τη θέση της
αληθινής παραδοσιακής σοφίας, την
υπερ-λογικής και «μη-ανθρώπινης». Παρ'
όλα αυτά επέζησε κάτι από αυτήν εδώ κατά
τη διάρκεια όλης της αρχαιότητας. Αυτό
αποδεικνύει κατ' αρχήν η αδιάκοπη
συνέχεια των «μυστηρίων», των οποίων ο
ουσιαστικά μυητικός χαρακτήρας δεν
είναι δυνατό να αμφισβητηθεί, και ακόμη
(αποδεικνύει) το γεγονός πως η διδασκαλία
των ίδιων των φιλοσόφων έχει ταυτόχρονα
και συχνότερα, μια «εξωτερική» και μια
«εσωτερική» όψη, έτσι που αυτή η τελευταία
να επιτρέπει τη σύνδεση με μια ανώτερη
όψη, που εκδηλώνεται άλλωστε με πολύ
σαφή τρόπο, αν και ίσως από ορισμένες
πλευρές ατελή, μερικούς αιώνες αργότερα,
με τους Αλεξανδρινούς. Για να συσταθεί
οριστικά η «βέβηλη» φιλοσοφία ως τέτοια,
έπρεπε να απομείνει μόνο ο «εξωτερισμός»
(«exoterisme») και να φτάσουμε μέχρι την απλή
και καθαρή άρνηση κάθε «εσωτερισμού»
(«esoterisme»). Είναι ακριβώς αυτό το οποίο
έμελλε να καταλήξει, στους σύγχρονους,
η κίνηση που άρχισε με τους Έλληνες. Οι
τάσεις που ήδη είχαν επιβεβαιωθεί σε
εκείνους έμελλαν να φτάσουν εδώ στους
σύγχρονους μέχρι τις πιο ακραίες τους
συνέπειες, και η υπέρμετρη σημασία που
είχαν δώσει στη λογική σκέψη έτεινε
συνεχώς αυξανόμενη για να φτάσει στον
«ορθολογισμό» (rationalisme), στάση ειδικά
σύγχρονη που έγκειται, όχι τώρα πια μόνο
και απλά στην άγνοια, αλλά στην εσκεμμένη
άρνηση κάθε πράγματος που ανήκει στην
υπερλογική τάξη. Αλλά ας μη προτρέχουμε,
γιατί θα επιστρέψουμε σ' αυτές τις
συνέπειες και θα δούμε την εξέλιξή τους
σε ένα άλλο σημείο της μελέτης μας.
Από όσα ειπώθηκαν, ένα πράγμα πρέπει να
συγκρατήσουμε ιδιαίτερα από την άποψη
που μας ενδιαφέρει: το ότι αρμόζει να
αναζητήσουμε στην «κλασσική» αρχαιότητα
μερικά από τα πρότυπα του σύγχρονου
κόσμου. Αυτός εδώ δεν έχει εντελώς άδικο
όταν επικαλείται τον ελληνο-ρωμαϊκό
πολιτισμό και ισχυρίζεται πως είναι
συνεχιστής του. Πρέπει να ειπωθεί,
ωστόσο, πως δεν πρόκειται παρά για μια
συνέχεια μακρινή και κάπως άπιστη, γιατί
υπήρχαν παρ' όλα ταύτα, σε αυτήν την
αρχαιότητα, πολλά πράγματα, της διανοητικής
και πνευματικής τάξης, που δεν θα βρούμε
το ισοδύναμό τους στους σύγχρονους.
Πρόκειται ίσως και νάναι, για δύο βαθμούς
αρκετά διαφορετικούς, μέσα στην
προοδευτική συσκότιση της αληθινής
γνώσης. Θα μπορούσαμε άλλωστε να
θεωρήσουμε πως η παρακμή του αρχαίου
πολιτισμού επέφερε, βαθμιαία και χωρίς
να κοπεί η συνέχεια, μια κατάσταση
λίγο-πολύ όμοια με αυτήν που βλέπουμε
σήμερα. Αλλά, στην πραγματικότητα, δεν
έγινε έτσι, αλλά μεσολάβησε για τη Δύση
μια άλλη κρίσιμη εποχή που υπήρξε
ταυτόχρονα μια από αυτές τις εποχές
ανάνηψης στις οποίες αναφερθήκαμε πιο
πάνω.
Αυτή η εποχή είναι η εποχή της έναρξης
και της εξάπλωσης του Χριστιανισμού,
που συμπίπτει, από τη μια μεριά, με τη
διασπορά του Εβραϊκού λαού και, από την
άλλη μεριά, με την τελευταία φάση του
ελληνο-ρωμαϊκού πολιτισμού. Και μπορούμε
να αντιπαρέλθουμε αυτά τα γεγονότα, σε
πείσμα της σημασίας τους, επειδή είναι
ευρύτερα γνωστά από όσο αυτά για τα
οποία μιλήσαμε έως τώρα, και των οποίων
ο συγχρονισμός έχει υπογραμμιστεί
περισσότερο, ακόμη και από ιστορικούς
των οποίων οι απόψεις είναι από τις πιο
επιφανειακές. Έχουμε επίσης σημειώσει
αρκετά συχνά ορισμένα κοινά γνωρίσματα
ανάμεσα στην παρακμή της αρχαιότητας
και στη σύγχρονη εποχή. Και χωρίς να
θέλουμε να τραβήξουμε πολύ μακρυά τον
παραλληλισμό, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε
πως υπάρχουν πραγματικά μερικές
ομοιότητες αρκετά έντονες. Η καθαρά
«βέβηλη» φιλοσοφία είχε κερδίσει έδαφος:
η εμφάνιση του σκεπτικισμού (scepticisme) των
στωικώνκαι των επικούρειων από την
άλλη, δείχνουν αρκετά σε ποιο σημείο η
διανοητικότητα είχε ξεπέσει. Ταυτόχρονα
οι αρχαίες ιερές διδασκαλίες, που κανείς
σχεδόν δεν καταλάβαινε πια, είχαν
εκφυλιστεί, εξ αιτίας αυτής της
ακατανοησίας, σε «παγανισμό» με την
πραγματική έννοια του όρου, δηλαδή δεν
ήταν πια παρά «δεισιδαιμονίες», πράγματα
δηλαδή που, έχοντας χάσει την ουσιαστική
σημασία τους, επιζούσαν από μόνα τους
με τελείως εξωτερικές εκδηλώσεις.
Υπήρξαν προσπάθειες αντίδρασης ενάντια
σε αυτή την κατάπτωση: ο ίδιος ο ελληνισμός
δοκίμασε να ανανεωθεί με τη βοήθεια
στοιχείων που δανείστηκε από τις
ανατολικές διδασκαλίες με τις οποίες
μπορούσε να βρίσκεται σε επαφή. Αλλά
αυτό δεν αρκούσε πια, ο ελληνο-ρωμαϊκός
πολιτισμός όφειλε να πάρει τέλος και η
παλινόρθωση έμελλε να έλθει από αλλού
και να εκδηλωθεί υπό τελείως άλλη μορφή.
Ήταν ο Χριστιανισμός που ολοκλήρωσε
αυτή τη μεταμόρφωση. Και ας σημειώσουμε
εν παρόδω ότι η σύγκριση που μπορούμε
να διαπιστώσουμε από ορισμένη άποψη
ανάμεσα σε κείνη την εποχή και στη δική
μας, είναι ίσως ένας από τους καθοριστικούς
παράγοντες του ασυνάρτητου «μεσσιανισμού»
που ξεπροβάλλει στις μέρες μας. Ύστερα
από την ταραγμένη περίοδο των βαρβαρικών
επιδρομών, την αναγκαία για να ολοκληρωθεί
η καταστροφή της αρχαίας τάξης πραγμάτων,
μια κανονική τάξη επαναϊδρύθηκε για
μερικούς αιώνες ήταν ο μεσαίωνας, τόσο
παραγνωρισμένος από τους σύγχρονους
που είναι ανίκανοι να καταλάβουν τη
διανοητικότητά του, και για τους οποίους
αυτή η εποχή φαίνεται βέβαια πολύ
περισσότερο ξένη και μακρινή παρ' όσο
η «κλασσική» αρχαιότητα.
Ο αληθινός μεσαίωνας, για μας, εκτείνεται
από τη βασιλεία του Καρλομάγνου ως τις
αρχές του 14ου αιώνα. Από αυτή την τελευταία
χρονολογία αρχίζει μια νέα παρακμή, που
μέσα από διάφορα στάδια εκτείνεται όλο
και περισσότερο. Εκεί βρίσκεται το
αληθινό σημείο αφετηρίας της ως τις
μέρες μας σύγχρονης κρίσης: είναι η
απαρχή της αποσύνθεσης, της «Χριστιανοσύνης»,
με την οποία ουσιαστικά ταυτιζόταν ο
δυτικός πολιτισμός του μεσαίωνα. Είναι
ταυτόχρονα με το τέλος του φεουδαλικού
καθεστώτος, αρκετά στενά αλληλέγγυου
της ίδιας αυτής «Χριστιανοσύνης», και
η απαρχή της σύστασης των «εθνοτήτων».
Πρέπει λοιπόν να ανεβάσουμε τη σύγχρονη
εποχή κάπου δύο αιώνες νωρίτερα από όσο
το κάνουμε συνήθως. Η Αναγέννηση και η
Μεταρρύθμιση είναι κυρίως συνέπειες,
δεν μπόρεσαν να πραγματοποιηθούν παρά
εξ αιτίας της παρακμής που προηγήθηκε.
Όχι μόνο δεν ήταν μια ανάνηψη αλλά
σημάδεψαν μια πτώση πολύ πιο βαθειά,
επειδή αποτέλειωσαν την οριστική ρήξη
με το παραδοσιακό πνεύμα, η μια μέσα
στην περιοχή των επιστημών και της
τέχνης, η άλλη μέσα στην ίδια περιοχή
της θρησκείας, που ωστόσο ήταν ίσα-ίσα
η περιοχή όπου μια τέτοια ρήξη θα φαινόταν
ακόμη πιο αδιανόητη.
Αυτό που ονομάζουμε Αναγέννηση υπήρξε
στην πραγματικότητα, όπως έχουμε ήδη
πει σε άλλες ευκαιρίες, ο θάνατος πολλών
πραγμάτων. Υπό το πρόσχημα της επιστροφής
στον ελληνο-ρωμαϊκό πολιτισμό, δεν πήρε
από αυτόν παρά ό,τι πιο εξωτερικό είχε,
επειδή αυτό μόνο είχε μπορέσει να
εκφραστεί ρητά μέσα στα γραπτά κείμενα.
Αυτή η ατελής αποκατάσταση, δεν μπορούσε
άλλωστε να έχει παρά ένα πολύ επίπλαστο
χαρακτήρα, επειδή αφορούσε μορφές που
από αιώνες είχαν πάψει να ζουν την
πραγματική τους ζωή. Όσο για τις
παραδοσιακές επιστήμες του μεσαίωνα,
αφού λειτούργησαν για μικρό ακόμη
χρονικό διάστημα στη μεταμεσαιωνική
εποχή, εξαφανίστηκαν τόσο ολοκληρωτικά
όσο και εκείνες των μακρινών πολιτισμών
που αφανίστηκαν άλλοτε από κάποιον
κατακλυσμό. Και αυτή τη φορά τίποτε δεν
θα μπορούσε να τις αντικαταστήσει.
Έκτοτε δεν υπάρχουν παρά η «βέβηλη»
φιλοσοφία και επιστήμη, δηλαδή η άρνηση
της αυθεντικής διανοητικότητας, ο
περιορισμός της γνώσης στην κατώτερη
βαθμίδα, η εμπειρική και αναλυτική
μελέτη των γεγονότων που δεν συνδέεται
με καμμία αρχή, η διασπορά μέσα σε μια
απεριόριστη πολλαπλότητα ασήμαντων
λεπτομερειών, η συσσώρευση υποθέσεων
χωρίς θεμελίωση που αλληλοαναιρούνται
αδιάκοπα, αποσπασματικές απόψεις που
δεν μπορούν να οδηγήσουν πουθενά,
παρεκτός σε αυτές τις πρακτικές εφαρμογές
που συνιστούν τη μόνη πραγματική
ανωτερότητα του σύγχρονου πολιτισμού.
Ανωτερότητα που άλλωστε είναι ελάχιστα
ζηλευτή και που καθώς στην εξέλιξή της
καταντά να πνίγει κάθε άλλη απασχόληση,
έδωσε σε αυτόν τον πολιτισμό τον καθαρά
υλικό χαρακτήρα που τον καθιστά ένα
αληθινό τερατούργημα.
Το εκπληκτικό είναι η ταχύτητα με την
οποία ο πολιτισμός του μεσαίωνα έπεσε
στην πιο ολοκληρωτική λήθη. Οι άνθρωποι
του 17ου αιώνα δεν είχαν πια την παραμικρή
ιδέα και τα μνημεία που διατηρούνταν
δεν αντιπροσώπευαν πια τίποτα στα μάτια
τους, ούτε σχετικά με τη διάνοια, ούτε
σχετικά με την αισθητική. Μπορούμε από
αυτά να κρίνουμε πόσο η νοοτροπία είχε
αλλάξει στο μεταξύ. Δεν θα επιχειρήσουμε
να αναζητήσουμε εδώ τους παράγοντες,
τους ασφαλώς πολύπλοκους, που συνετέλεσαν
σε αυτή την αλλαγή, τόσο ριζική που
μοιάζει δύσκολα να δεχτούμε πως θα
μπορούσε να πραγματοποιηθεί αυθόρμητα
και χωρίς την παρεμβολή μιας κατευθυντήριας
θέλησης, της οποίας η ακριβής φύση
παραμένει αναγκαστικά αρκετά αινιγματική.
Όσο γι' αυτό, σημειώθηκαν ορισμένα πολύ
περίεργα κρούσματα, όπως η εκλαΐκευση,
σε μια ορισμένη στιγμή, που παρουσίαζε
ως νέες αποκαλύψεις, πράγματα που
ουσιαστικά ήταν γνωστά από πολύ καιρό,
μα που η γνώση τους, εξ αιτίας ορισμένων
μειονεκτημάτων τους που κινδύνευαν να
ξεπεράσουν τα πλεονεκτήματα, δεν είχε
διαδοθεί ως τότε στο κοινό(6). Πολύ
απίστευτο είναι και το ότι τάχα ο μύθος
που έκανε τον μεσαίωνα μια εποχή
«σκοταδισμού» αμάθειας και βαρβαρισμού,
γεννήθηκε και επικυρώθηκε από μόνος
του και ότι η αληθινή παραποίηση της
ιστορίας στην οποία επεδόθηκαν οι
σύγχρονοι επιχειρήθηκε χωρίς καμμιά
προκατάληψη. Αλλά δεν θα προχωρήσουμε
περισσότερο στην εξέταση αυτού του
ζητήματος, γιατί, όποιος κι αν είναι ο
τρόπος με τον οποίο ολοκληρώθηκε αυτή
η εργασία, μας ενδιαφέρει τελικά, για
την ώρα, περισσότερο η διαπίστωση του
αποτελέσματός της.
Υπάρχει μια λέξη που δοξάστηκε στην
Αναγέννηση, και που συμπύκνωνε
προκαταβολικά όλο το πρόγραμμα του
σύγχρονου πολιτισμού: είναι η λέξη
«ανθρωπισμός» («humanisme»). Επρόκειτο στην
πραγματικότητα να περιοριστούν τα πάντα
σε καθαρά ανθρώπινες διαστάσεις, να
αφαιρεθεί κάθε αρχή ανώτερης τάξης, και
θα μπορούσαμε να πούμε συμβολικά, να
αποστραφούμε τον ουρανό με το πρόσχημα
να κατακτήσουμε τη γη. Οι Έλληνες των
οποίων το παράδειγμα ισχυρίζονταν ότι
ακολουθούσαν, δεν έφτασαν ποτέ τόσο
μακρυά υπό αυτή την έννοια, ακόμη και
τον καιρό της μεγαλύτερής τους διανοητικής
παρακμής, και τουλάχιστον οι πρακτικές
ασχολίες δεν πήραν ποτέ σ' αυτούς την
πρώτη θέση όπως θα συνέβαινε πολύ σύντομα
στους σύγχρονους. Ο «ανθρωπισμός» ήταν
ήδη μια πρώτη μορφή αυτού που απέβη ο
σύγχρονος «λαϊκισμός». Και θέλοντας να
περιοριστούν τα πάντα στα μέτρα του
ανθρώπου που θεωρήθηκε αυτοσκοπός,
καταντήσαμε να κατεβούμε, από βαθμίδα
σε βαθμίδα, στο κατώτερο επίπεδο που
υπάρχει μέσα του, και έκτοτε να μην
αναζητούμε παρά την ικανοποίηση αναγκών
σύμφυτων στην υλική πλευρά της φύσης
του, αναζήτηση εξάλλου απατηλή, αφού
πάντα γεννά περισσότερες τεχνητές
ανάγκες από όσες μπορεί να ικανοποιήσει.
Θα φτάσει ο σύγχρονος κόσμος ως την άκρη
αυτής της μοιραίας κατηφοριάς, ή μήπως,
όπως συνέβη κατά την παρακμή του
ελληνο-ρωμαϊκού κόσμου, θα επέλθει μια
νέα παλινόρθωση, αυτή τη φορά μάλιστα,
προτού αγγίξει το βάθος της αβύσσου που
μέσα της έχει χωθεί; Φαίνεται πως ένα
σταμάτημα στα μισά του δρόμου είναι πια
εντελώς αδύνατο, και πως σύμφωνα με όλες
τις ενδείξεις που παρέχουν οι παραδοσιακές
διδασκαλίες, έχουμε εισέλθει αληθινά
στην τελική φάση της Kali-Yuga, στην πιο
σκοτεινή περίοδο αυτού του «σκοτεινού
αιώνα», σε αυτή την κατάσταση διάλυσης
από την οποία δεν είναι δυνατό να
εξέλθουμε παρά με ένα κατακλυσμό, επειδή
δεν αρκεί τώρα πια μια απλή αποκατάσταση
αλλά απαιτείται μια ολική ανακαίνιση.
Η αταξία και η σύγχιση βασιλεύουν παντού.
Οδηγήθηκαν σε ένα σημείο που ξεπερνά
πολύ όλα όσα είχαμε γνωρίσει προηγουμένως,
και, ξεκινώντας από τη Δύση, απειλούν
τώρα να κατακλύσουν τον κόσμο ολόκληρο.
Ξέρουμε βέβαια πως ο θρίαμβός τους δεν
μπορεί ποτέ να είναι παρά φαινομενικός
και παροδικός, αλλά σε ένα τέτοιο βαθμό,
που φαίνεται να είναι η ένδειξη της πιο
σοβαρής κρίσης που έχει περάσει η
ανθρωπότητα κατά τη διάρκεια του παρόντος
κύκλου της. Δεν έχουμε φτάσει σ' αυτή τη
φοβερή εποχή που αναγγέλλουν τα ιερά
Βιβλία της Ινδίας «όπου οι κάστες θα
ανακατευθούν, όπου ακόμη και η οικογένεια
δεν θα υπάρχει πια»; Αρκεί να κοιτάξει
κανείς γύρω του για να πειστεί ότι αυτή
είναι πραγματικά η κατάσταση του
σύγχρονου κόσμου, και για να διαπιστώσει
παντού αυτή τη βαθειά κατάπτωση που το
Ευαγγέλιο αποκαλεί «το βδέλυγμα της
ερημώσεως». Δεν πρέπει να παρασιωπήσουμε
τη σοβαρότητα αυτής της κατάστασης.
Αρμόζει να την αντικρούσουμε όπως είναι,
χωρίς καμμιά «αισιοδοξία», αλλά και
χωρίς καμμιά «απαισιοδοξία», επειδή,
όπως το λέγαμε προηγουμένως, το τέλος
του παλαιού κόσμου θα είναι επίσης η
απαρχή ενός νέου κόσμου.
Τίθεται τώρα ένα ερώτημα: ποιος είναι
ο λόγος ύπαρξης μιας περιόδου σαν αυτή
που ζούμε; Πραγματικά, όσο ανώμαλες και
αν είναι οι παρούσες συνθήκες καθαυτές,
οφείλουν ωστόσο να ενταχθούν στη γενική
τάξη πραγμάτων, σε αυτή την τάξη που,
σύμφωνα με μια ρήση απω-ανατολική,
αποτελείται από το άθροισμα όλων των
ανωμαλιών. Αυτή η εποχή, όσο κι αν είναι
οδυνηρή και ταραγμένη, πρέπει να έχει
κι αυτή, όπως όλες οι άλλες, τη συγκεκριμένη
θέση της στο σύνολο της ανθρώπινης
εξέλιξης, και άλλωστε το ίδιο το γεγονός
ότι είχε προβλεφτεί από τις παραδοσιακές
διδασκαλίες, είναι από αυτή την άποψη
μια επαρκής ένδειξη. Αυτά που είπαμε
για τον γενικό βηματισμό ενός κύκλου
εκδήλωσης, που ακολουθεί την κατεύθυνση
της προοδευτικής επικράτησης της ύλης,
δίνει αμέσως την εξήγηση μιας τέτοιας
κατάστασης και δείχνει αρκετά ότι αυτό
που είναι ασυνάρτητο και ανώμαλο από
μια ιδιαίτερη άποψη δεν είναι ωστόσο
παρά η συνέπεια ενός νόμου που αναφέρεται
σε μια ανώτερη ή ευρύτερη άποψη. Θα
προσθέσουμε, χωρίς να επιμείνουμε, ότι,
όπως κάθε αλλαγή κατάστασης, το πέρασμα
από έναν κύκλο σε άλλο δεν μπορεί να
ολοκληρωθεί παρά μέσα στο σκοτάδι.
Υπάρχει εδώ ακόμη ένας νόμος πολύ
σημαντικός και του οποίου οι εφαρμογές
είναι πολλαπλές, αλλά που, γι' αυτό
ακριβώς μια έκθεσή του κάπως λεπτομερής
θα μας οδηγούσε πολύ μακρυά(7).
Δεν αρκούν αυτά: η σύγχρονη εποχή οφείλει
απαραίτητα να αντιστοιχεί στην ανάπτυξη
ορισμένων δυνατοτήτων που, από την αρχή,
είχαν συμπεριληφθεί στο (δυνάμει)
περιεχόμενο του παρόντος κύκλου. Και,
όσο και αν είναι κατώτερη η σειρά που
καταλαμβάνουν αυτές οι δυνατότητες
μέσα στο σύνολο της ιεραρχίας, δεν θα
όφειλαν λιγότερο, όπως και οι άλλες, να
κληθούν να εκδηλωθούν κατά την τάξη που
τους είχε οριστεί. Υπό αυτόν τον όρο,
αυτό που, σύμφωνα με την παράδοση,
χαρακτηρίζει την ύστατη φάση του κύκλου,
είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, η
εκμετάλλευση όλων όσων είχαν παραμεριστεί
και απορριφτεί κατά τη διάρκεια των
προηγούμενων φάσεων. Και, πραγματικά,
εδώ βρίσκεται αυτό που μπορούμε να
διαπιστώσουμε μέσα στον σύγχρονο
πολιτισμό, που κατά κάποιο τρόπο δεν
ζει παρά από αυτά που οι προηγούμενοι
πολιτισμοί είχαν απαρνηθεί. Δεν έχουμε,
για να το αντιληφτούμε, παρά να δούμε
πως οι εκπρόσωποι αυτών των πολιτισμών
που διατηρήθηκαν ως τις μέρες μας στον
κόσμο της ανατολής εκτιμούν τις δυτικές
επιστήμες και τις βιομηχανικές εφαρμογές
τους. Αυτές οι υποδεέστερες γνώσεις,
τόσο μάταιες στα μάτια εκείνου που
κατέχει μια γνώση άλλης τάξης, όφειλαν
ωστόσο να «πραγματωθούν», και αυτό δεν
θα ήταν δυνατό παρά σε ένα στάδιο όπου
η αληθινή διανοητικότητα θα είχε
εξαφανιστεί. Αυτές οι αναζητήσεις μιας
αποκλειστικά πρακτικής αξίας, με τη
στενότερη έννοια της λέξης, όφειλαν να
συμπληρωθούν, αλλά δεν θα το μπορούσαν
παρά ως μια ακραία αντίθεση της πρωταρχικής
πνευματικότητας, από ανθρώπους βυθισμένους
μέσα στην ύλη σε σημείο που να μην
αντιλαμβάνονται τίποτε πιο πέρα από
αυτή και που καταντούν τόσο περισσότερο
σκλάβοι της όσο περισσότερο επιζητούν
να την χρησιμοποιήσουν, πράγμα που τους
οδηγεί σε μια διαρκώς αυξανόμενη ταραχή,
χωρίς κανόνα και χωρίς σκοπό, στη διασπορά
μέσα στην καθαρή πολλαπλότητα, μέχρι
την τελική διάλυση.
Αυτη είναι, σκιαγραφημένη σε γενικές
γραμμές και συνεπτυγμένη στα πιο
ουσιαστικά σημεία της, η αληθινή ερμηνεία
του σύγχρονου κόσμου. Αλλά, ας το δηλώσουμε
ξεκάθαρα, αυτή η εξήγηση δεν πρέπει
καθόλου να ληφθεί ως δικαίωση. Μια
αναπόφευκτη συμφορά δεν παύει να είναι
συμφορά. Ακόμη και αν από το κακό μπορεί
να βγει κάτι καλό, αυτό καθόλου δεν
αναιρεί τον χαρακτήρα του κακού. Δεν
μεταχειριζόμαστε άλλωστε εδώ, εννοείται,
αυτούς τους όρους «καλό» και «κακό»,
παρά για να γίνουμε πιο σαφείς, και έξω
από κάθε ειδική πρόθεση «ηθικής». Οι
μερικές ανωμαλίες δεν μπορούν να μην
υπάρχουν, γιατί αποτελούν απαραίτητα
στοιχεία της ολικής τάξης. Αλλά, παρ'
όλα αυτά, μια εποχή αταξίας είναι, αυτή
καθαυτή, κάτι που μπορεί να παρομοιαστεί
με ένα τερατούργημα, που, όντας η συνέπεια
ορισμένων φυσικών νόμων, δεν παύει να
είναι μια παρέκκλιση και ένα είδος
σφάλματος, ή (να παρομοιαστεί) με έναν
κατακλυσμό που, όντας αποτέλεσμα της
κανονικής πορείας των πραγμάτων, είναι
παρ' όλα αυτά, αν τον αντικρύσουμε ξέχωρα,
μια ανατροπή και μια ανωμαλία. Ο σύγχρονος
πολιτισμός, όπως κάθε πράγμα, έχει
αναγκαστικά λόγο ύπαρξης, και αν με
αυτόν τελειώνει αληθινά ένας κύκλος,
μπορούμε να πούμε, πως είναι αυτό που
οφείλει να είναι, πως έρχεται στην ώρα
του και στον τόπο του. Αλλά δεν οφείλει
γι' αυτό λιγότερο να κριθεί κατά την
ευαγγελική ρήση, την τόσο συχνά
παρανοημένη: «ανάγκη γαρ εστιν ελθείν
τα σκάνδαλα. Πλην ουαι τω ανθρώπω εκείνω
δι' ου το σκάνδαλον έρχεται».
______________
1. Αυτό αναφέρεται στη λειτουργία της
«συντήρησης του θεϊκού στοιχείου» που
εκπροσωπείται στην ινδουιστική διδασκαλία
με τον Vishnu, και ιδιαίτερα με την διδασκαλία
των Avataras ή «κενώσεων» της θείας αρχής
μέσα στον εκδηλωμένο κόσμο που φυσικά
είναι αδύνατο να αναπτύξουμε εδώ.
2. Πρέπει να σημειωθεί πως το όνομα του
Ζοροάστρη δηλώνει στην πραγματικότητα
όχι ένα ιδιαίτερο πρόσωπο, αλλά ένα
λειτούργημα, ταυτόχρονα προφητικό και
νομοθετικό. Υπήρξαν πολλοί Ζοροάστρες,
που έζησαν σε τελείως διαφορετικές
εποχές. Και είναι ακόμη αληθοφανές πως
αυτό το λειτούργημα όφειλε να έχει ένα
συλλογικό χαρακτήρα, το ίδιο με αυτό
των Vyasa στην Ινδία, και ακόμη πως στην
Αίγυπτο, αυτό που αποδόθηκε στο Θωθ ή
Ερμή παριστάνει το έργο ολόκληρης της
ιερατικής κάστας.
3. Το ζήτημα του Βουδδισμού στην
πραγματικότητα πολύ απέχει από το να
είναι τόσο απλό όσο θα μπορούσε να το
παρουσιάσει αυτή η σύντομη σύνοψη. Και
είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί πως, αν
οι Ινδοί, από την άποψη της κατ' εξοχήν
παράδοσής τους, καταδίκασαν πάντοτε
τους Βουδδιστές, πολλοί από αυτούς δεν
εκδηλώνουν λιγότερο ένα μεγάλο σεβασμό
για τον ίδιο το Βούδδα, μερικοί από
αυτούς μάλιστα, φτάνοντας ως το σημείο
να βλέπουν σ' αυτόν, τον ένατο Avatara, ενώ
άλλοι ταυτίζουν αυτόν εδώ με τον Χριστό.
Από την άλλη μεριά, όσον αφορά τον
Βουδδισμό, όπως τον ξέρουμε σήμερα,
πρέπει να προσέχουμε τη διάκριση, ανάμεσα
στις δύο μορφές του Mahayana και του Hinayana,
ή του «Μεγάλου Οχήματος» και του «Μικρού
Οχήματος». Γενικά, μπορούμε να πούμε
πως ο Βουδδισμός έξω από την Ινδία
διαφέρει σημαντικά από την αρχική Ινδική
μορφή του, που άρχισε να χάνει γρήγορα
έδαφος μετά το θάνατο του Ashoka και
εξαφανίστηκε εντελώς μερικούς αιώνες
αργότερα.
4. Αυτή η περίπτωση δεν είναι ιδιομορφία
της Ινδίας αλλά απαιτείται και στη Δύση.
Για τον ίδιο ακριβώς λόγο δεν βρίσκουμε
ερείπια των Γαλατικών πολιτισμών, των
οποίων ωστόσο η ύπαρξη είναι αναμφισβήτητη,
αφού βεβαιώνεται από σύγχρονες μαρτυρίες.
Και εδώ, εξ ίσου, οι σύγχρονοι ιστορικοί
εκμεταλλεύτηκαν αυτή την απουσία
μνημείων για σκιαγραφήσουν τους Γαλάτες
ως άγριους και ζούσαν μέσα στα δάση.
5. Η σχέση είναι εδώ περίπου η ίδια με
αυτήν που υπάρχει στην Ταοϊστική
διδασκαλία, ανάμεσα στην κατάσταση του
«προικισμένου ανθρώπου» και σε αυτήν
του «υπερβατικού ανθρώπου».
6. Θα αρκεστούμε σε δύο μονάχα
παραδείγματα, ανάμεσα στα τέτοιου είδους
συμβάντα, που έμελλε να έχουν τις πιο
σοβαρές επιπτώσεις: την υποτιθέμενη
ανακάλυψη της τυπογραφίας, που οι Κινέζοι
κατείχαν πριν από τους χρόνους του
Χριστιανισμού, και την «επίσημη»
ανακάλυψη της Αμερικής, με την οποία
υπήρχε επικοινωνία πολύ πιο συνεχής
απ' όσο φανταζόμαστε, καθ' όλο το μεσαίωνα.
7. Αυτός ο νόμος συμβολιζόταν στα
Ελευσίνια μυστήρια, με τον στάχυ. Οι
αλχημιστές τον παρίσταναν με την «σήψη»
και με το μαύρο χρώμα που σημαδεύει την
αρχή του «Μεγάλου Έργου». Αυτό που οι
χριστιανοί μυστικοί ονόμαζαν «σκοτεινή
νύχτα της ψυχής» δεν είναι παρά η εφαρμογή
του στην πνευματική ανάπτυξη του όντος
που υψώνεται σε ανώτερες καταστάσεις.
Και θα ήταν εύκολο να σημειώσουμε πολλές
ακόμη αντιστοιχίες.
RENE GUENON
Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ
ΚΟΣΜΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΩΤΗΡΗΣ Π.
ΓΟΥΝΕΛΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ 1980