«Ρεντ», είπα στον νεαρό, «για τα θηλυκά
έχω πάψει πια να υπάρχω. Αλλά φταίω κι
εγώ. Έχω σταματήσει πια να πηγαίνω σε
χορούς, σε φιλανθρωπικές αγορές, ποιητικές
βραδιές, παρτούζες και όλα αυτά τα
νυφοπάζαρα που κλωθογυρίζουνε οι
περισσότερες καργιόλες.
Παλιότερα, πάντα κάρφωνα κάτι, στα Μπαρ
που γύρναγα, στο τραίνο, στην επιστροφή
απ' το Ντελμάρ, παντού όπου ήτανε στα
σκαριά κανένα μεθύσι. Αλλά σήμερα δεν
τ' αντέχω πια τα Μπαρ. Όλοι αυτοί οι
σκατότυποι που κάθονται σαν χαμένοι
και σκοτώνουνε την ώρα τους, ελπίζοντας
ότι όπου να 'ναι θα ξεφυτρώσει καμιά
ψωραλέα γκόμενα και θα 'ρθει να τους
καθήσει στα γόνατα. Αυτή όλη η κατάσταση
είναι ντροπή για την ανθρωπότητα.
Ο Ρεντ στριφογύρισε ένα μπουκάλι μπύρας
στον αέρα τ' άρπαξε και ξεκόλλησε το
καπάκι στην άκρη του τραπεζιού μου.
«Όλ' αυτά, συμβαίνουνε στα κεφάλια
διαφόρων Μπουκόβσκι, κι εσύ δε τα έχεις
ανάγκη αυτά».
«Όλ, αυτά συμβαίνουνε στο κεφάλι της
ψωλής μου, Ρεντ. Κι εγώ τα 'χω απόλυτη
ανάγκη».
«Άκου τώρα δω, κάποτε πιάσαμε μια
αλκοολικιά και την δέσαμε σ' ένα κρεβάτι.
Παίρναμε 50 σεντς στο γαμήσι. Υπολογίζω
ότι όλοι οι σακάτηδες κι οι παρανοϊκοί
απ' την γειτονιά, την καβαλήσανε. Πρέπει
να ξεπετάξαμε γύρω στους 500 πελάτες, σ'
αυτές τις 3 μέρες και 3 νύχτες».
«Άνθρωπε! Ρεντ μ' ανακατεύεις!»
«Πως; εγώ νόμιζα ότι μιλάω με το γνωστό
Βρωμόγερο;»
«Μπα, αυτό τ' όνομα μου 'μεινε επειδή δεν
αλλάζω κάθε μέρα κάλτσες, κι αυτό είναι
όλο. Την αφήνατε τουλάχιστο πότε-πότε
να πάει για χέσιμο;»
«Γιατί;»
«Άχου, Θεία σκατά. Της έδωσες τίποτα να
φάει;»
«Το είδος αυτό δεν τρώει. Της δίναμε
κρασί κι έπινε».
«Θα με τρελάνεις»
«Μα γιατί;»
«Γιατί, γιατί αυτό δεν είναι ανθρώπινο,
κατάλαβες; Κάτι τέτοιο είναι θηριωδία.
Μα τι λέω, κάτι τέτοιο ούτε τα θηρία δεν
το κάνουνε».
«Κι όμως βγάλαμε 250 δολάρια απ' αυτή την
ιστορία».
«Πόσα της έδωσες εκεινής;»
«Τίποτα. Την αφήσαμε εκεί ξαπλωμένη. Το
νοίκι έτσι κι αλλιώς θα το πλήρωνε, μετά
από δύο μέρες».
«Την έλυσες;»
«Εμ, βέβαια. Αλλιώς μπορεί να μας κολλάγανε
κανένα φόνο, που ξέρεις τι γίνεται».
«Τι αδιαφορία, τι απανθρωπιά!»
«Μιλάς σαν παπάς».
«Παράγγειλε, αν θες καμιά μπύρα ακόμη».
«Μήπως θέλεις να σου προμηθεύσω κανένα
μουνί να γαμήσεις;»
«Πόσο; για 50 σεντς πάντα;»
«Όχι, θα πρέπει να επενδύσεις κάτι
παραπάνω».
«Ευχαριστώ, να μου λείπει».
«Βλέπεις, στην πραγματικότητα δεν θέλεις
γυναίκα».
«Σαν να 'χεις δίκιο».
Άνοιξε νέα μπύρα. Ήπιε μονορούφι. Και
μετά σηκώθηκε. «Κοίταξε δω, βλέπεις; Έχω
πάντα μαζί μου αυτό το ξυράφι, εδώ κάτω
απ' τη ζώνη μου. Για τους περισσότερους
Χόμπος το ξύρισμα είναι πρόβλημα. Για
μένα, όχι. Κι όταν ταξιδεύω φοράω πάντα
δύο παντελόνια – εδώ βλέπεις; – κι όταν
φτάσω σε μια πόλη, βγάζω το έξω παντελόνι
και το μπλε ναυτικό μου πουκάμισο. Από
κάτω φοράω ένα άσπρο νάυλον, το βγάζω
κι αυτό και το περνάω μια φορά στο νεράκι
και σε καμιά ώρα είναι στεγνό. Φοράω και
τη γραβάτα, γυαλίζω τα παπούτσια και
μετά ψάχνω για το κατάλληλο μαγαζί.
Τσιμπάω το σακκάκι που μου πάει πιο πολύ
και σε δυό μέρες μέσα έχω μια φίνα
δουλίτσα στο χέρι, «χαρτογιακάς» να
πούμε, όπως ο κάθε ευυπόληπτος αστός.
Κανένας δεν υποπτεύεται ότι ο Κύριος
αυτός, δηλαδή εγώ, είναι ο ίδιος που έχει
πηδήσει πριν δυό μέρες απ' το τραίνο,
αφού ταξίδεψε όλο τον δρόμο μες στο
βαγόνι που στοιβάζουνε τα ζώα. Αλλά από
την άλλη μεριά πάλι, τις δουλειές αυτές
δεν τις αντέχω για πολύ. Κι έτσι, μέχρι
να ξαναρχίσουν οι γάτες να γαμιούνται,
εγώ ετοιμάζομαι για τον καινούργιο
γύρο».
Δεν ήξερα αν έπρεπε να συμπληρώσω κάτι
σ' όλα αυτά. Γι' αυτό το βούλωσα και
συνέχισα να κρατιέμαι στην μπύρα μου.
«Έχω πάντα μαζί μου κι αυτό εδώ το
στιλέτο, εδώ κάτω απ' τη μασχάλη στερεωμένο
μ' ένα ελατήριο, το βλέπεις;»
«Ναι, το είδα. Ένας φιλαράκος μου 'λεγε
τις προάλλες ότι κι ένα ανοιχτήρι για
μπουκάλια κρασί να γίνει εξαίρετο όπλο».
«Κι έχει δίκιο ο φίλος σου. Έτσι λοιπόν,
κι όταν καμιά φορά με πιάνουνε οι μπάτσοι,
ελευθερώνω στα γρήγορα το ελατήριο,
σηκώνω τα χέρια και φωνάζω: ΜΗΝ
ΠΥΡΟΒΟΛΕΙΤΕ!...» (κι ο Ρεντ, μου παρουσιάζει
με παντομίμα την σκηνή), «...κι έτσι μ'
αυτή την κίνηση η κάμα πέφτει κάτω. Δεν
βρίσκουνε ποτέ τίποτα επάνω μου. Ούτε
ξέρω πια πόσες κάμες έχω εξαφανίσει
έτσι».
«Έχεις ποτέ σου καθαρίσει καμιά υπόθεση
με την κάμα, Ρεντ;»
Μου 'ριξε μια παράξενη ματιά.
«Καλά, ξέχασέ το», του είπα. «Πες ότι δεν
ειπώθηκε τίποτα».
Πιαστήκαμε πάλι στις μπύρες μας.
«Είδα κάποτε σ' ένα σταθμό μια εφημερίδα
που 'γραφε ένα ολόκληρο άρθρο για σένα.
Ξέρεις σ' έχω για σπουδαίο συγγραφέα...»
«Σ' ευχαριστώ», του είπα.
«Προσπάθησα κι εγώ που λες να γράψω,
αλλά δεν τα κατάφερα».
«Πόσων χρονών είσαι;»
«Εικοσιένα».
«Ε, έχεις καιρό μπροστά σου».
Καθόταν εκεί και σκεφτόταν το πως θα
μπορούσε να γίνει συγγραφέας. Μετά έβαλε
το χέρι στην κωλότσεπη.
«Αυτό μου το 'χουν δώσει κάποτε, για να
κρατήσω κλειστό το στόμα μου».
Στο χέρι κρατούσε ένα πλεχτό πέτσινο
πορτοφόλι.
«Ποιος;»
«Έτυχε να δω δυό τύπους που καθαρίζανε
κάποιον, κι αυτοί είναι που μου δώσανε
το πορτοφόλι για να μην πω τίποτα».
«Και γιατί τον βγάλανε από τη μέση;»
«Να γι' αυτό το πορτοφόλι που 'χε 7 δολάρια
όλα κι όλα μέσα».
«Και πως έγινε;»
«Του ανοίξανε το κεφάλι με μια πέτρα.
Εκεί που καθότανε κι έπινε, του σπάσανε
το κεφάλι. Του πήρανε το πορτοφόλι. Κι
εγώ τα είδα όλα».
«Και τι κάνανε μετά το πτώμα;»
«Πρωί-πρωί μόλις σταμάτησε το τραίνο
για να βάλουνε νερό στη μηχανή, εκείνοι
τραβήξανε το πτώμα έξω απ' το βαγόνι και
το ρίξανε κάτω απ' την πλατφόρμα που
φορτώνουν τα ζώα. Μετά ξανανεβήκανε στο
βαγόνι και το τραίνο έφυγε».
«Χμμμ», είπα.
«Αργότερα βρίσκουνε οι μπάτσοι το πτώμα,
κοιτάζουνε τα ρούχα, βλέπουνε και το
πρόσωπο ενός αλκοολικού, χαρτιά ο
άνθρωπος δεν έχει, κι έτσι η υπόθεση
κλείνει. Άντε ένας χόμπο ακόμη. Ποιον
ενδιαφέρει, τώρα κάτι τέτοιο;»
Συνεχίσαμε να πίνουμε για μερικές ώρες
ακόμη. Του 'πα κι εγώ μερικές απ' τις πιο
καλές μου ιστορίες, που φυσικά ούτε στο
μισό απ' τις δικές του δε φτάνανε. Μετά
δεν είχαμε πια τι να πούμε, ο καθένας
μας σκεφτότανε τα δικά του.
Κάποια στιγμή ο Ρεντ σηκώθηκε.
«Λοιπόν, φίλε πρέπει να φύγω τώρα.
Περάσαμε ωραία οι δυό μας».
Σηκώθηκα κι εγώ.
«Ναι, πρέπει να τ' ομολογήσω, ήταν πολύ
ωραία Ρεντ».
«Άντε και γαμώ τα σκατά, μπορεί να
ξαναβρεθούμε μια μέρα».
«Ναι γαμώ τα σκατά, Ρεντ».
Κατά κάποιο τρόπο, διστάζαμε να χωρίσουμε
και επιβραδύναμε αυτή τη στιγμή. Γιατί
μας είχε δέσει αυτή η βραδιά που περάσαμε
μαζί και που ήταν πράγματι κατά κάποιο
τρόπο ωραία.
«Στο επανιδείν μικρέ».
«Έγινε, Μπουκόβσκι!»
Τον παρακολουθούσα από πίσω καθώς
έφευγε, έστριψε μπροστά απ' το φράχτη
του σπιτιού κι απομακρύνθηκε πηγαίνοντας
στη Νόρμαντη κι ακόμη πιο πέρα στο
Βέρμοντ όπου και θα 'βρισκε δωμάτιο για
τις επόμενες τρεις – τέσσερις μέρες,
τώρα δεν φαινότανε πια κι ένα υπόλοιπο
του φεγγαριού έφεγγε εκεί ψηλά ενώ εγώ
κλείδωσα την πόρτα κι άδειασα μια
τελευταία άνοστη μπύρα. Έσβησα το φως
και σύρθηκα στο κρεβάτι, έβγαλα τα ρούχα
και ξάπλωσα, ενώ όλοι αυτοί οι τύποι
εκεί έξω στους σταθμούς εμπορευμάτων,
περπατούν με βαριά βήματα πάνω στις
σιδερογραμμές, ψάχνοντας τα τραίνα και
σημειώνοντας τους τόπους προορισμού.
Ελπίδα για καλύτερες πόλεις, για
ομορφότερους καιρούς, για περισσότερη
αγάπη ή ευτυχία ή κάτι τέτοιο τέλος
πάντων. Δεν θα το βρούνε ποτέ. Αλλά κι
ούτε θα σταματήσουν ποτέ να ψάχνουν γι'
αυτό.
Αποκοιμήθηκα.
Charles Bukowski
NOTES OF A DIRTY OLD MAN ΠΕΖΑ 1
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΕΟ ΡΟΜΒΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑ 1984
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου