Ὁ Κορνήλιος,
ἦτον ἕνας γέρων Ζακυνθινός,
Γραμματικὸς τοῦ Ἰωάννου
Παπαρρηγοπούλου, Γενικοῦ Προξένου
τῆς Ρωσσίας καὶ ἀπὸ τοὺς
σημαντικωτέρους Ἀγωνιστάς.
Ἦτο
μικρόσωμος, ἰσχνὸς καὶ ὠχρὸς·
εἶχε τρόπους εὐγενικούς· ἦτο
φιλόκαλος, εὐαίσθητος καὶ εὐτράπελος·
εἶχε ζωηρὰν φαντασίαν·ἦτο μανιακὸς
διὰ τὴν μουσικήν. Δὲν μπορεῖ νὰ
τὸν πῇ κανεὶς παράξενον, οὔτε
ἰδιότροπον, μόνον ποῦ ἀνάβ' εὔκολα.
Τὸ κάτω
χεῖλι του − ἐπειδὴ τοὔλειπαν τὰ
περισσότερά του δόντια − ἔμπαινε
πρὸς τὰ μέσα. Τὸ σαγόνι του ἦτο
σουβλερόν.
Εἶχε ψιλὴν
φωνὴν τοῦ οὐρανίσκου. Τὸ σῖγμα τὸ
ἐπρόφερε σἂν ch, καὶ τὸ λάμδα μὲ
τὸν λάρυγγα. Διατηροῦσε τὴν
Ζακυνθινὴν προφορὰν ἀμετάβλητον.
Φοροῦσε μαῦρο πλατὺ σουρτοῦκον μὲ
μακρυὰ μανίκια, ἔτσι ποῦ νὰ μπορῇ
νὰ κρύβῃ τὰ χέρια του εὔκολα καὶ
γιὰ τὸ κρύο καὶ γιὰ τὰ χειροπιασίματα
τῶν ὀχληρῶν. Τὰ κολλάρα του ἦσαν
μεγάλα, φαρδιὰ καὶ γυριστά, ὅπως
ὅλων τοῦ καιροῦ ἐκείνου, μὲ μαῦρον
πλατὺν καὶ μακρὺν λαιμοδέτην, ποῦ
τὸν ἔφερνε πολλὲς βόλτες στὸν
λαιμὸν του, καὶ ὕστερα τὸν παρουσίαζε
μπροστά, δένοντας ἕνα φοβερὸν
κόμπον.
Τὸ κεφάλι
του ὁ Κορνήλιος τὤχωνε μέσα εἰς
ἕνα μαῦρον πλατὺ ῥούσικον κασκέτον
μὲ κεραμίδι γυρισμένον πρὸς τὰ
κάτω.
Ἂν καὶ δὲν
εἶχε − μπορεῖ καὶ νὰ μὴν τοῦ εἶχε
πιὰ μείνῃ − φωνήν, ἐτραγουδοῦσε
ἀρκετὰ καλά, ἀφοῦ δὲν ἐφαλτσάριζε
καὶ ᾐσθάνετο τί ἔλεγε. Ἔπαιζε
κιθάραν καλούτσικα. Ἦτο θεοξούριστος.
Ὅταν οἱ
ἄλλοι ὡμιλοῦσαν, αὐτός, ἀφοῦ δὲν
μποροῦσε νὰ κάμῃ ἀλλιῶς, ἐπρόσεχεν,
ἀπὸ εὐγένειας, ἢ καὶ ἀπὸ ἐνδιαφέρον
ἀνθρώπου ποῦ ἔτυχε νὰ μὴ τὸν
ἀπασχολῇ τότε ἄλλη σκέψις· ἀλλὰ
δὲν προσπαθοῦσε νὰ καταλάβῃ καλὰ
καλὰ τὸ θέμα τῆς ὁμιλίας. Διὰ
τοῦτο πολλὲς φορὲς ἐξεστόμιζε
κἄτι ἀπορίας, ποῦ εἶχαν μοναδικὴν
ἐλαφρότητα. Ὅσες δὲ φορὲς ἦτον
ὑποχρεωμένος νὰ δώσῃ ὡρισμένην
ἀπάντησιν, ἐπανελάμβανε δύο φορὲς
τὴν ἐρώτησιν ποῦ τοῦ ἔκαμαν, καὶ
ὕστερ' ἀπαντοῦσε μὲ ἐπιτυχίαν.
Τοῦτο ἀποδεικνύει ὅτι εἶχε κρίσιν,
ἀλλὰ δὲν τὴν μετεχειρίζετο.
Νὰ ἕνα
κλασικὸν ἀλήθεια παράδειγμα κρίσεως
ποῦ ἐλίμναζε.
Ὁ γέρων
Ἄγγελος Σωτηριανὸς Γέροντας διηγεῖτο
μίαν ἡμέραν, ὅτι στὰ 21, τὴν ὥραν
ποῦ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους δυὸ
Δημογέροντας τῶν Ἀθηνῶν, τὸν
ἔπιασαν καὶ τὸν πήγαιναν νὰ τὸν
φυλακίσουν στὴν Ἀκρόπολιν ἀπάνω,
διὰ νὰ τὸν παλουκώσουν ἅμα θὰ ἔλθῃ
ὁ Ὀμὲρ Βρυώνης, ἕνας φανατικὸς
Τοῦρκος τὸν ἐπυροβόλησεν. Ὁ Γέροντας
ἔτυχε τὴν στιγμὴν ἐκείνην νὰ
γυρίσῃ τὸ κεφάλι του διὰ νὰ ἰδῇ
κἄτι, καὶ δὲν τὸν πῆρε ἡ σφαῖρα,
ποῦ πέρασε σφυρίζοντας ἀπ' ταὐτιά
του.
− Κάλλιο
νὰ σἔπαιρνε. Εἶπεν ἔξαφνα τότε ὁ
Κορνήλιος.
− Γιατὶ
τόση καλωσύνη Κύριε Κορνήλιε;
−Παρὰ τὸ
παλ−λούκι; …
− Μὰ τὸ
παλοῦκι τὸ γλύτωσα, ἀφοῦ μὲ βλέπεις
ζωντανό.
− Τὸ
παλ−λοῦκι τὸ γλύτωσες, ἀφοῦ σὲ
βλέπω ζωντανό… τὸ παλ−λοῦκι τὸ
γλύτωσες, ἀφοῦ σὲ βλέπω ζωντανὸ…
Ἆ ναί, βέβαια, δίκῃο ἔχεις.
Ὁ Κορνήλιος
ἦτο τακτικώτατος καὶ τυπικώτατος
σὲ ὅλα του· τόσον, ποῦ ἂν ἔγραφες
τὸ πρόγραμμα μιᾶς του ἡμέρας θὰ
εἶχες τὸ πρόγραμμα τῆς ζωῆς του.
Κάθε μέρα
πήγαινε στὸ ἀρχοντικὸν τοῦ
Σωτηριανοῦ διὰ νὰ περάσῃ τὴν
βραδειά του· ἐφρόντιζε μάλιστα
καὶ ἐκανόνιζε τὸ ρολόϊ του μὲ τὸ
ρολόϊ τοῦ σπιτιοῦ, ποῦ ἔδειχνε τὴς
ὧρες ποῦ περνοῦν ἀπάνω ἀπ' τὸ
τζάκι τοῦ μεγάλου δωματίου, ὥστε
μὲ τὰ τελευταῖα κτυπήματά του τῶν
8, ἠκουετο ἕνα κρρ… στὴν πόρτα, καὶ
ἐπρόβαλλεν ἡ κεφαλὴ τοῦ Κορνηλίου.
− Καλη῾σπέρα
σας! …
Ἡ ἐμφάνισίς
του ἐζωντάνευε τότε τὰ πάντα.
Κίνησης,
εὐθυμία, γέλια καὶ τραγοῦδι, ἕως
τὰς ἕνδεκα τῆς νυκτὸς.
Πολλὲς
φορὲς τὸν πείραζαν τὸν καϋμένον
τὸν Κορνήλιον, χωρὶς ὅμως νὰ τοῦ
ἐλαττώσουν τὸν σεβασμὸν καὶ τὴν
ἀγάπην ποῦ τοῦ εἶχαν. Αὐτὸς συνήθως
γελοῦσε καὶ ἄλλες φορὲς πάλιν,
ἔκαμνε πῶς δὲν καταλάβαινε, γιατὶ
ἡ ἀγαθότης του δὲν εἶχεν ὅρια.
Θέλετε
ἄλλο; Τῆς κιθάρας του, τῆς ἀχώριστης
συντρόφισσας τῆς ζωῆς του, καμμιὰ
φορὰ κατώρθωναν τὰ παιδιὰ τοῦ
σπιτιοῦ καὶ τῆς ἔτριβαν τὰ κλειδιὰ
μὲ σαποῦνι· ὅταν δὲ προσπαθοῦσε
νὰ τὴν χορδίσῃ καὶ μὲ τὴν πεποίθησιν
πῶς ηὗρε τὸ σωστὸν σημεῖον τοῦ
τόνου, ἄφινε τὸ κλειδί, ἐγύριζε
τοῦτο ἀντιστρόφως μὲ ὁρμὴν καὶ
βοὴν καὶ ἡ χορδὴ ἐχαλαρώνετο.
− Σκάσε
διάολε! … περιωρίζετο νὰ πῇ καὶ
ξανάρχιζε πάλιν.
Μιὰ χρονιὰ
ὅμως, τὴν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων
− παράξενον πρᾶγμα − ὁ Κορνήλιος
δὲν ἐφάνη. Ὁ γέρων Ἄγγελος ἀνησύχησε
πολύ.
− Παιδιά·
πρωῒ−πρωῒ νὰ πᾶτε νὰ δῆτε τί
γίνεται ὁ Κορνήλιος. Δίχως ἄλλο
ἄρρωστος θὰ εἶναι.
Τὴν ἄλλην
ἡμέραν τὰ παιδιὰ ἔφεραν τὴν
πληροφορίαν, ὅτι ὁ Κορνήλιος ἦτον
ὀλίγον συναχωμένος καὶ δὲν ἐβγῆκε
ἀπ' τὸ σπίτι του. Ἔφτασε καὶ ἡ 30
Δεκεμβρίου. Ὁ Κορνήλιος δὲν ἐφάνη.
Νὰ καὶ ἡ
παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς. Ὅλοι
οἱ συγγενεῖς ἤρχισαν νὰ μαζεύωνται
στοῦ παπποῦ τὸ σπίτι.
Μαζὶ μ'
αὐτοὺς ἦλθε κ' ἕνας παλαιὸς φίλος
τοῦ σπιτιοῦ, μελαχροινός, αἱματώδης,
μὲ ζωηρὰ μάτια καὶ παχειὰ χείλη.
Θὰ ἔτρωγαν
ὅλοι ἐκεῖ καὶ τὰ μεσάνυκτα θὰ
ἔκοβαν τὴν πήττα.
Στὴν ἄκρην
τοῦ καναπὲ καθότανε ἀκίνητος ὁ
γέρων Ἄγγελος, μὲ τὰ πόδια του
ἀπάνω σ' ἕνα σκαμνάκι. Ἀπὸ τὸν
καιρὸν ποῦ τὸν ἔκλεισαν οἱ Τοῦρκοι,
μὲ τὰ σίδερα στὰ χέρια καὶ στὰ
πόδια, μέσα στὸν Κουλᾶ τῶν Προπυλαίων
− ποῦ ἦτο συγχρόνως καὶ ἀποθήκη
ἅλατος − καὶ ἀπὰ τ' ἄλλα βάσανα
τοῦ Ἀγῶνος, εἶχε πάθει ἀπὸ ποδάγραν.
Πολὺ δύσκολα περπατοῦσε καὶ πονοῦσε
πάντα, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἔχασε τὴν
εὐθυμίαν του.
Σήμερα ὅμως
ἦτο μεγλαγχολικός.
− Τί ἔχεις
πατέρα; Τὸν ἐρωτᾷ ἕνα παιδί του.
− Τί νἄχω
παιδιά! … Ἂν δὲν ἔρθῃ καὶ σήμερα
ὁ Κορνήλιος ἄνοστα θὰ περάσωμε.
Ἔχω ἀνησυχία κι' ὅλας γιὰ τὴν ὑγεία
του. Δὲν ξαναπήγατε, εὐλογημένα
καὶ σεῖς, νὰ ἰδῆτε τί κάνει.
− Κορνήλιος…
Ποιὸς Κορνήλιος; … ἐρωτᾷ ὁ φίλος.
Γιὰ τὸ γέρο γραμματικὸ τοῦ
Παπαρρηγοπούλου μιλᾶτε;
− Ναί … τί
τρέχει;…
− Ἄκουσα
πῶς πέθανε· λέει ξερὰ ξερά. Μπορεῖ
ὅμως νὰ εἶχαν καὶ λάθος. Ἂν καὶ
μοῦ φαίνεται πῶς εἶμαι καλὰ
πληροφορημένος.
− Πέθανε!
… Τί λὲς χριστιανέ; … λίγο συνάχι
εἶχε. Τὰ παιδιὰ πῆγαν καὶ τὸν
εἶδαν. Πάντα τέτοιες εἰδήσεις μᾶς
φέρνεις! … Τοῦ λέγει ὁ πιὸ εἰλικρινὴς
τῆς συντροφιᾶς.
− Συνάχι
ξεσυνάχι λοιπόν… πέθανε!
− Δὲν ξέρεις
τί λές! τοῦ λέγει ὁ πιὸ αὐθάδης.
Ὁ καλὰ
πληροφορημένος ἐρεθίζεται τώρα.
− Λοιπόν,
ἐγὼ ἤθελα νὰ σᾶς τὸ πῶ μὲ τρόπο,
γιατί ξέρω πῶς τὸν ἀγαπᾶτε. Ἀφοῦ
ὅμως εἶμαι καὶ ψεύτης, μάθετε πῶς
ἥμουνα καὶ στὴν κηδεία του σήμερα
τὸ πρωΐ!
Θρῆνος
γενικὸς τότε.
Ὁ παπποῦς
συνῆλθε πρῶτος καὶ ἔλαβε τὸν λόγον.
− Ἂν δὲν
ἦταν χρονιάρικη μέρα σήμερα, θὰ
σᾶς ἔλεγα νὰ πᾶμε στὴς κάμαρές
μας· ἡ πίκρα μοῦ βάρυνε τὸ στῆθος·
τὸ κεφάλι μου θέλει νἀκουμπήσῃ
κἄπου. Ὑπομονὴ ὅμως παιδιά. Νὰ
καθήσωμε στὸ τραπέζι νὰ παίξωμε
ὕστερα καὶ κἄτι, γιὰ νὰ περάσῃ ἡ
ὥρα, καὶ νὰ κόψωμε καὶ τὴν πήττα
μας τὰ μεσάνυχτα γιὰ τὸ καλό. Αὔριο
τὸν κλαῖμε. Εἶδαν ἐμένα τὰ μάτια
μου δυστυχήματα καὶ δυστυχήματα!
… Ἦτον καλὸς καὶ πιστὸς φίλος·
γλυκὸς καὶ σωστὸς ἄνθρωπος· καλὸς
πατριώτης. Δὲ θὰ σᾶς τὸ συχωρέσω
ποῦ ἕξη μέρες τώρα δὲν πήγατε νὰ
τὸν δῆτε τί κάνει. Ὑπομονὴ ὅμως·
ὅ,τι ἔγεινε, ἔγεινε. Σφουγγίστε πιὰ
τὰ μάτια σας. Δὲ θέλω νὰ βλέπω
κλαμμένους, μέρα ποῦνε σήμερα.
Ἀκοῦτε;…
Καὶ διὰ νὰ
τοὺς εὐθυμήσῃ ἤρχισε νὰ τοὺς
διηγῆται διάφορα ἀνέκδοτα.
Τὸ τελευταίον
ἀνέκδοτον μάλιστα ἦτο τοῦ Κορνηλίου.
Ἡ συντροφιὰ
διὰ σήμερα τοὐλάχιστον παρηγορήθη.
Σὲ λίγο τὸ
ρολόγι ἤρχισε νὰ κτυπᾷ … μία, δύο,
τρεῖς…
− Ὀκτὼ ἡ
ὥρα παιδιά! Ἡ ὥρα τοῦ μακαρίτη! Ἔ,
καὶ νἀκούγαμε τώρα κρ… ρ… ρ… τὴν
πόρτα! «Καλὴ ῾σπέρα σας»…
− Οὔ
εὐλογημένε! παρεμβαίνει μὲ θυμὸν
ἡ ἀρχόντισσά του· πάντα τέτοιος
ἤσουν. Δὲ χρωστᾷς νὰ πῇς ἕναν καλὸ
λόγο, μέρα μάλιστα ποὖναι σήμερα…
Τὴν ἴδια
στιγμὴ ὅμως: κρ..ρ..ρ.. ἀκούεται ἡ
πόρτα, καὶ προβάλλει ἡ κεφαλὴ τοῦ
Κορνηλίου…
− Καλὴ
῾σπέρα σας…
Ὅπου φύγῃ
φύγῃ ὅλοι.
Πρῶτος
ἔδωσε τὸ σύνθημα τῆς φυγῆς ἐκεῖνος,
ποῦ ἠκολούθησε τὴν κηδείαν του!…
Τὸ δωμάτιον
ἄδειασε.
Ὁ γέρων
Ἄγγελος, ὁ μόνος ποῦ δὲν μποροῦσε
νὰ φύγῃ, ἤρχισε νὰ σταυροκοπιέται:
− «Κύριε
ὅπλον κατὰ τοῦ διαβόλου τὸν Σταυρόν
σου ἡμῖν δέδωκας»! …
−Κα−λὲ τί
πάθετε; !!! … Φωνάζει μὲ ἔκπληξίν
του ὁ Κορνήλιος καὶ πλησιάζει τὸν
παπποῦ:
− Κύριε
Ἄγγελε! ; ; τί πάθετε ! ! ; …
Καὶ ὁ γέρων
Ἄγγελος, κυττάζοντάς τον μέσ' ἀπ'
τὰ ὁλόπυκνα φρύδια του ἀπαντᾷ μὲ
φωνὴν βαθειὰν καὶ βραχνήν:
− Ζῇς …
Κορνήλιε; ! …
− Ἂν ζῶ
λέει !! ;;; Ἔ με! … ὁλάκερος.
Ὁ παπποῦς
τώρα μόλις μπορεῖ νὰ κρατήσῃ τὰ
γέλια.
− Πήγαινε, Κορνήλιε, μέσα
μόνος σου. Πιάσε ἕνα φίλο μας, ποῦ
θὰ τὸν βρῆς μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους,
ἀπ' τὸ σουρτοῦκο· φέρε μού τον ἐδῶ,
καὶ ὕστερα σοῦ λέω τί πάθαμε.
|
Δημήτριος
Καμπούρογλου
Διηγήματα
Εκδόσεις
Κολλάρος 1915
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου