Η
άνοιξη είχε μπει για τα καλά, αλλά ανάμεσα
στα βουνά οι εποχές μπλέκονται η μια με
την άλλη. Τα κόκκινα και κίτρινα φύλλα,
χρωματισμένα από το φθινόπωρο, υπήρχαν
ανάμεσα στο πράσινο φύλλωμα των πεύκων
που δεν είχαν αναπτυχθεί. Πάνω, όμως,
από το κόκκινο και το πράσινο και από
το καθαρό λευκό χιόνι οι γκρίζες μάζες
των κορυφών υψώνονται σε μια διαδοχή
από κολώνες και μύτες με τρούλους,
καμπαναριά και πυργίσκους, σαν μια πόλι
που κτίστηκε από τους θεούς με φόντο
τον γκρίζο ή μπλε θόλο τ’ ουρανού.
Αφού
απόλαυσα για λίγο το μεγαλείο του τοπίου,
συνέχισα τον δρόμο μου κι έφτασα σ’ ένα
μικρό ρέμα που είχε σχηματιστεί από τον
καταρράκτη που έπεφτε στο βάθος. Περπάτησα
κατά μήκος της όχθης του. Το νερό ήταν
τόσο κρυστάλλινο, που ακόμα και το πιο
μικρό βότσαλο στον βυθό φαινόταν καθαρά.
Μερικές φορές φαινόταν τόσο ακίνητο
σαν να ήταν υγρό κρύσταλλο που το
διαπερνούσαν οι ακτίνες του ήλιου και
μετά, συναντώντας εμπόδια στο δρόμο
του, άφριζε οργισμένο, ενώ σε άλλα σημεία
έπεφτα σε μικρούς καταρράκτες πάνω από
όμορφα βότσαλα και πέτρες, παίρνοντας
πολυποίκιλα χρώματα.
Σ’
αυτούς τους τόπους της μοναξιάς δεν
υπάρχει τίποτα που να θυμίζει την ύπαρξη
του ανθρώπου, εκτός από τον πριονισμένο
κορμό ενός δένδρου που και που, σημάδι
της καταστρεπτικής επίδρασης της
ανθρώπινης δραστηριότητας. Σε μερικά
γέρικα, σαπισμένα και κούφια δένδρα
έχουν μαζευτεί τα νερά της βροχής που
σπινθηρίζουν στον ήλιο σαν μικροί
καθρέφτες.
Για
πολλή ώρα παρακολουθούσα το παιχνίδισμα
του νερού και όσο το παρατηρούσα τόσο
ζωντάνευε με τα πιο περίεργα σχήματα.
Υπερκόσμια όντα μεγαλειώδους ομορφιάς
φαίνονταν να χορεύουν στους αφρούς,
κουνώντας τα κεφάλια τους στον ήλιο και
πετώντας ασημένιες σταγόνες από τα
κυματιστά μαλλιά τους.
Το
γέλιο τους ακουγόταν σαν τα νερά του
καταρράκτη, και από τις ρωγμές των βράχων
κρυφοκοίταζα το άσχημο πρόσωπο των
στοιχειών που παρακολουθούσαν πονηρά
τον χορό των νεράιδων. Το νερό πάνω από
τον καταρράκτη φαινόταν να διστάζει
προτού πέσει στον γκρεμό, αλλά κάτω,
εκεί που άφηνε τη λεκάνη, φαινόταν
ενοχλημένο από τα εμπόδια που του
‘κλειναν τον δρόμο και ανυπομονούσε
να ξεφύγει. Ενώ πέρα, κάτω στην κοιλάδα,
όπου συναντούσε τον αδελφό του, τον
ποταμό, ακουγόταν σαν ο τελευταίος να
το καλωσόριζε πάλι στην αγκαλιά του και
σαν κι οι δύο να έδειχναν την αγαλλίασή
τους για την τελική ένωσή τους μ’ έναν
χαρούμενο γιορτασμό.
Ποιος
είν’ ο λόγος που φανταζόμαστε τέτοια
πράγματα; Γιατί προικίζουμε τα «νεκρά
πράγματα» με ανθρώπινη συνείδηση και
με συναίσθηση; Γιατί τις στιγμές της
ευτυχίας μας δεν ικανοποιούμαστε με
την αίσθηση ότι ζούμε σ’ ένα σώμα, και
η συνείδησή μας προσπαθεί απεγνωσμένα
να βγει από την κατοικία που είναι
φυλακισμένη και ν’ αναμειχθεί με την
παγκόσμια ζωή; Είναι η συνείδησή μας
απλώς προϊόν της οργανικής δραστηριότητας
του σώματός μας ή μήπως είναι μια
λειτουργία της παγκόσμιας ζωής,
συγκεντρωμένης, ας πούμε, σε μια εστία
μέσα στο φυσικό σώμα; Εξαρτάται άραγε
η ύπαρξη της προσωπικής μας συνειδητότητας
από την ύπαρξη του φυσικού σώματος και
πεθαίνει μαζί μ’ αυτό; Ή μήπως υπάρχει
μια πνευματική συνείδηση που ανήκει σ’
έναν ανώτερο, αθάνατο και αόρατο εαυτό
του ανθρώπου, ο οποίος συνδέεται προσωρινά
με τον φυσικό του οργανισμό, αλλά που
μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητα από αυτόν;
Εάν συμβαίνει έτσι, εάν ο φυσικός μας
οργανισμός είναι απλώς ένα όργανο μέσω
του οποίου δρα η συνείδησή μας, τότε
αυτό το όργανο δεν είναι ο πραγματικός
μας εαυτός. Εάν αυτό είναι αλήθεια, τότε
ο πραγματικός μας εαυτός μπορεί να
υπάρξει ανεξάρτητα από τον υλικό. Όταν
ταξιδέψουμε με το νου μας στις πλαγιές
του βουνού, κατεβαίνοντας σιγά-σιγά
προς τα κάτω, ανεβαίνοντας πάλι προς τα
πάνω και εξετάζουμε με τη φαντασία μας
τα πράγματα που υπάρχουν σ’ αυτές, γιατί
έχουμε αυτό το συναίσθημα ανάτασης και
χαράς, σαν να ήμασταν πραγματικά εκεί,
έχοντας όμως αφήσει πίσω το υλικό μας
σώμα, επειδή ήταν πολύ βαρύ για να
συνοδεύσει το πνεύμα στην κορυφή του
απρόσιτου βουνού. Είναι αλήθεια ότι ένα
μέρος της ζωής μας και της συνειδητότητάς
μας πρέπει να παραμείνει στην υλική
μορφή για να τη βοηθήσει να συνεχίσει
να ζει κατά την απουσία μας και να
φροντίζει τις ζωικές λειτουργίες. Έχουμε
όμως διαβάσει για υπνοβάτες και άτομα
σε κατάσταση έκστασης, που ο εσώτερος
πνευματικός εαυτός τους, με όλες τις
δυνάμεις του της συνείδησης, της
συναίσθησης και της αντίληψης, έφευγε
από τις φαινομενικά νεκρές μορφές τους
και επισκεπτόταν μακρινά μέρη, ταξιδεύοντας
με την ταχύτητα της σκέψης και δίνοντας
περιγραφές γι’ αυτά, που αργότερα
επιβεβαιώθηκαν και αποδείχτηκαν
αληθινές.
Γιατί
βρίσκουμε ζωή σ’ όλα τα πράγματα, ακόμα
και σ’ αυτά που θεωρούνται «νεκρά», αν
απλώς τοποθετηθούμε σε μια κατάσταση
στην οποία μπορούμε ν’ αντιληφθούμε
ότι είναι ζωντανά. Μπορεί να υπάρξει
νεκρή ύλη στο σύμπαν; Η πέτρα, δεν
συγκρατείται σε μια ενιαία μορφή από
τη δύναμη συνοχής των μορίων της και
δεν έλκεται προς τη γη από τη βαρύτητα;
Όμως τι άλλο είναι αυτή η «συνοχή» και
η «βαρύτητα» παρά ενέργεια;
Και τι είναι η «ενέργεια» παρά η Ψυχή,
μια εσωτερική αρχή που ονομάζεται
δύναμη, η
οποία παράγει μια εξωτερική εκδήλωση
που ονομάζεταιΎλη,
αλλά η οποία πρέπει τελικά να ταυτιστεί
με τη δύναμη ή την ουσία, ή όπως αλλιώς
μπορεί ν’ αποκαλούμε ένα πράγμα που
δεν μπορούμε να αντιληφθούμε; Αν
αυτή η άποψη είναι σωστή, τότε όλα τα
πράγματα έχουν ζωή, όλα τα πράγματα
έχουν ψυχή, και μπορεί να υπάρχουν όντα
με ψυχή, που οι εξωτερικές μορφές τους
δεν είναι τόσο χονδροειδείς όπως η δική
μας, και τα οποία είναι κατά συνέπεια
αόρατα στις φυσικές μας αισθήσεις, αλλά
μπορούν να γίνουν αντιληπτά από τη δική
μας ψυχή.
Μέσα
στη σιωπή της φύσης οι σκέψεις γίνονται
ζωντανά όνειρα και τα όνειρα γίνονται
οράματα. Φαντάστηκα ότι θα μπορούσα να
μείνω σ’ αυτή την ερημιά, τη γεμάτη
ιερότητα, για την υπόλοιπη ζωή μου μαζί
με μερικούς φίλους που ταιριάζουμε.
Φαντάστηκα, ακόμη, πως ενωμένοι με κοινά
ενδιαφέροντα και έχοντας ταυτόσημους
αντικειμενικούς σκοπούς, θα μπορούσαμε
να είμαστε ευτυχισμένοι και μαζί ν’
αποκτήσουμε γνώσεις. Εδώ, μακριά από
την επιπολαιότητα και τη ρηχότητα της
καθημερινής ζωής, θα μπορούσαμε ν’
αποκτήσουμε μια πολύ καθαρότερη
διανοητική αντίληψη, μια βαθύτερη
συγκέντρωση σκέψης και πολύ ανώτερη
σύλληψη της αλήθειας που αφορά το
μυστήριο της φύσης. Πόσο πιο οξυμένες
θα γίνονταν οι αισθήσεις μας για την
κατανόηση των εξωτερικών και εσωτερικών
πραγματων! Πόσο θα μπορούσε ν’ αυξηθεί
η γνώση για τον εαυτό μας! Σημασία δεν
θα δίναμε για τις ανοησίες αυτού που
ονομάζεται «κοινωνία». Τι θα μας ενδιέφερε
να μάθουμε τι συμβαίνει σ’ αυτό το
τρελλοκομείο που ονομάζουμε «κόσμο»;
Εδώ θα μπορούσαμε να ζήσουμε μέσα στον
εαυτό μας, ανενόχλητοι από τις παράφρονες
συνήθειες της κοινωνίας, οι οποίες κάθε
μέρα και κάθε ώρα μας αναγκάζουν να
βγαίνουμε από τον εαυτό μας, να
εμφανιζόμαστε εκεί που δεν επιθυμούμε
να είμαστε, να ενεργούμε όπως δεν
επιθυμούμε να ενεργήσουμε, να υποκλινόμαστε
μπροστά στους σύγχρονους θεούς, που στο
βάθος της καρδιάς μας καταφρονούμε.
Μια
τέτοια ζωή θα ήταν, άραγε, χρήσιμη για
μας και τους άλλους; Αν είναι αλήθεια
ότι ο κόσμος κι εμείς οι ίδιοι είμαστε
φτιαγμένοι από ιδέες, τότε είναι ακριβώς
σ’ αυτές τις ερημιές που μπορεί να βρει
κανείς τις καλύτερες συνθήκες για να
συλλάβει και να αναδιαμορφώσει ιδέες.
Οι σκέψεις και οι ιδέες δεν είναι απλώς
αυταπάτες. Πρέπει να έχουν μια πραγματική
ύπαρξη, τόσο πραγματική – και ίσως
μεγαλύτερης διάρκειας – όσο τ’
αντικειμενικά πράγματα αυτού του κόσμου.
Γιατί γνωρίζουμε ότι οι ιδέες συνεχίζουν
να ζουν και μετά τον θάνατο των μορφών
από τις οποίες αντιπροσωπεύονται.
Γνωρίζουμε ότι οι ιδέες μας, όπως και
οι άλλοι καρποί, γεννιούνται και
ωριμάζουν, και όταν μια ιδέα ωριμάσει
εμφανίζεται στον πνευματικό ορίζοντα
και ταυτόχρονα γίνεται αντιληπτή από
κάποιες δεκτικές διάνοιες. Ο άνθρωπος
που είναι ικανός ν’ αντιληφθεί και να
προσδώσει νέα μορφή σε υψηλές ιδέες και
να τους δώσει υλική έκφραση, μπορεί να
πετύχει πολύ περισσότερο για το καλό
του κόσμου, ζώντας μόνος του στην ερημιά,
παρά ζώντας μέσα στον κόσμο όπου η
εργασία του συνεχώς παρεμποδίζεται από
ασήμαντα πράγματα. Οι ιδέες στις οποίες
δίνει μορφή δεν θα πεθάνουν με το σώμα
του. Θα πέσουν πάνω στον μεγάλο καθρέφτη,
το Αστρικό Φως,
και θα διατηρηθούν στη μνήμη του κόσμου
για να κατανοηθούν και να χρησιμοποιηθούν
από άλλους.
Τελικά
τι είναι αυτό το ον που ονομάζουμε
Άνθρωπο; Τι
είναι αυτός ο ζωντανός ζωικός οργανισμός
από σάρκα, αίμα
και οστά, ο οποίος ζει γαι λίγο και μετά
πεθαίνει, και τον οποίο η μεγάλη
πλειονότητα των ανθρώπων εκτιμά τόσο
πολύ, σαν να ήταν ο ίδιος ο αθάνατος
εαυτός τους, και που για την άνεσή του
συχνά θυσιάζουν τον αυτοσεβασμό, την
αξιοπρέπεια, την τιμή και την αρετή
τους; Είναι τίποτ’ άλλο εκτός από ένα
ζώο στο οποίο κυριαρχεί μια διανοητική
δραστηριότητα ανώτερης τάξης απ’ ό,τι
στα άλλα ζώα; Μπορεί αυτή η διανοητική
δραστηριότητα να είναι το προϊόν της
μηχανικής, χημικής και φυσιολογικής
δραστηριότητας νεκρής ύλης; Εάν όχι,
ποια είναι η αιτία αυτής της δραστηριότητας,
και μπορεί αυτή η αιτία να υπάρξει
ανεξάρτητα από τη μορφή; Τι είναι ο
άνθρωπος χωρίς τη διάνοια; Εάν η διάνοια
είναι – όπως αναγκαστικά πρέπει να
είναι – ένα κατηγόρημα του πνεύματος,
τι είναι ο άνθρωπος χωρίς το πνεύμα και
την πνευματική ευφυία;
Franz Hartmann
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΥ ΡΟΔΟΣΤΑΥΡΟΥΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Ε. ΜΠΟΥΡΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΕΤΡΑΚΤΥΣ 1995