Το βασικόν δόγμα της υψηλής
Επιστήμης, εκείνο το οποίον καθιερώνει
τον αιώνιον νόμον της ισορροπίας, είχεν
επιτύχει την πλήρη του πραγμάτωσιν εις
την σύνθεσιν του χριστιανικού κόσμου.
Δύο στήλαι ζωντανοί υπεστήριζον το
οικοδόμημα του πολιτισμού. Ο
πάπας και
ο αυτοκράτωρ.
Αλλ’ η αυτοκρατορία είχε διαιρεθή,
διαφυγούσα από τας ασθενείς χείρας του
Λουδοβίκου Ντεμπονέρ και Καρόλου του
Φαλακρού. Η κοσμική εξουσία, εγκαταληφθείσα
εις τας τύχας των κατακτήσεων και των
ραδιουργιών, έχασε την από θείας Προνοίας
ενότητα ταύτην που την ενηρμόνιζε με
την Ρώμην. Ο πάπας συχνά εδέησε να επέμβη
ως ύπατος δικαστής και με ατομικόν
κίνδυνον να καταστείλη την πλεονεξίαν
και το θράσος τόσων ηγεμόνων διαμαχομένων
αλλήλων.
Ο αφορισμός ήτο τότε τρομερά ποινή,
διότι εβασίζετο επί των κοινώς
παραδεδεγμένων αντιλήψεων και προεκάλει,
δυνάμει μυστηριώδους ενεργείας της
μαγνητικής εκείνης αλύσσου της παγκοίνου
κατηγορίας, φαινόμενα που κατεθορύβουν
τον όχλον. Τοιουτοτρόπως, Ροβέρτος ο
Ευλαβής, υποστάς την τρομεράν αυτήν
ποινήν, λόγω παρανόμου γάμου του, απέκτησε
τέκνον δύσμορφον μέχρι τοιούτου σημείου
ώστε να ομοιάζη με τας εικόνας εκείνας
του διαβόλου που ο Μεσαίων τόσο καλά
εγνώριζε να απεικονίζη. Ο θλιβερός αυτός
καρπός της καταδικασμένης ενώσεως,
αποδεικνύει τουλάχιστον την αγωνίαν
της συνειδήσεως και τους τρομακτικούς
εφιάλτας υπό των οποίων θα υπέφερεν η
μητέρα. Ο Ροβέρτος κατενόησεν εκ του
αποτελέσματος την οργήν του Θεού και
υπέκυψεν εις την βουλήν του ποντίφηκος:
απηλλάγη ενός γάμου που η εκκλησία
εθεώρει παράνομον, εξεδίωξε την Βέρθαν
δια να συζευχθή την Κωνσταντίαν της
Προβηγκίας.
Οι χρονογράφοι της εποχής εκείνης
φαίνεται ότι ηρέσκοντο πολύ εις τας
διαβολικάς μυθοποιίας, πλην μαρτυρούν
κατάτην αφήγησίν των, πολύ περισσοτέραν
ευπιστίαν παρά γούστο. Όλοι οι εφιάλται
των μοναχών, όλα τα νοσηρά όνειρα των
καλογραιών, εκλαμβάνονται ως πραγματικαί
εμφανίσεις. Εν τω συνόλω των είναι
αποκρουστικαί φαντασμαγορίαι, διάλογοι
ηλίθιοι, μεταμορφώσεις αδύνατοι. Τίποτε
εξ αυτών από της βασιλείας του Ροβέρτου
μέχρι του Αγ. Λουδοβίκου, δεν νομίζομεν
ότι αξίζει να διηγηθώμεν.
Επί της
βασιλείας του Αγίου Λουδοβίκου, έζησεν
ο διάσημος ραββίνος Ιεχιήλ,
μέγας καββαλιστής και αξιοπρόσεκτος
φυσικός. Ό,τι λέγεται περί της λυχνίας
του και περί του μαγικού καρφιού του,
αποδεικνύει ότι είχεν ανακαλύψει τον
ηλεκτρισμόν ή τουλάχιστον εγνώριζε τας
κυριωτέρας του ιδιότητας, διότι η γνώσι
αύτη, εξίσου παλαιά όσον και η μαγεία,
μετεβιβάζετο ως μια των κλειδών της
υψηλής μυήσεως. Όταν ενέσκηπτε το σκότος,
ένα ακτινοβόλος αστήρ ανέτελλεν εις το
δωμάτιον του Ιεχιήλ, το φως ήτο τόσον
έντονον, ώστε δεν ήτο δυνατόν να το
παρατηρήση κανείς χωρίς να θαμβωθή.
Ουδέποτε το είδον να σβύνη και εγνώριζον
ότι δεν ήτο δυνατόν να τροφοδοτήται
ούτε με έλαιον, ούτε με άλλο καύσιμον
γνωστόν κατά την εποχήν εκείνην.
Όταν κανένας περίεργος ή κακοποιός
επεδίωκε να εισέλθη εις την οικίαν του
Ιεχιήλ και να παραβιάση την θύραν, ο
ραββίνος επίεζεν ένα καρφί, τοποθετημένον
επί του γραφείου του, οπότε εξέφευγε
τόσον από το καρφί, όσον και από την
χειρολαβήν της θύρας ένας υποκύανος
σπινθήρ και ο περίεργος εδέχετο έναν
κλονισμόν που τον έκαμε να νομίση ότι
η γη είχε διανοιχθή προ των ποδών του.
Κάποτε μια ομάς ατόμων με επιθετικάς
διαθέσεις επλησίασε την θύραν: εκρατούντο
από τας χείρας δια να αντιδράσουν, ως
ενόμιζον, εις τον κλονισμόν. Ο πλέον
θαρραλέος έλαβε ανά χείρας την χειρολαβήν.
Ο Ιεχιήλ επίεσε το καρφί του. Ακαριαίως
όλοι οι ταραχοποιοί ανετράπησαν, έπεσαν
καταγής και ετράπησαν εις φυγήν.
Ο Άγιος Λουδοβίκος όστις ήτο καλός
καθολικός και μεγάλος βασιλεύς, ηθέλησε
να γνωρίση τον Ιεχιήλ, τον εκάλεσεν εις
το ανάκτορόν του, συνωμίλησε δια μακρών
μετ’ αυτού, ικανοποιήθη πλήρως από τας
εξηγήσεις του, τον υπεστήριξεν εναντίον
των εχθρών του και δεν έπαυσεν εφ’ όσον
έζει, να τον περιβάλλη με εκτίμησιν και
καλωσύνην.
Κατά την
ιδίαν εποχήν έζει και ο Μέγας
Αλβέρτος,
όστις και σήμερον ακόμη θεωρείται από
τον λαόν ως ο μέγας διδάσκαλος όλων των
μάγων. Οι χρονογράφοι του βεβαιώνουν
ότι κατείχε την φιλοσοφικήν λίθον και
ότι κατέληξε, μετά τριακονταετείς
προσπαθείας, εις την λύσιν του προβλήματος
του ανδροειδούς
(HOMUNCULUS), δηλ., εις την κατασκευήν τεχνητού
ανθρώπου, ζώντος, ομιλούντος και
απαντώντος εις όλας τας τιθεμένας αυτώ
ερωτήσεις, με τοιαύτην ακρίβειαν και
λεπτότητα, ώστε ο Άγιος Θωμάς ο Ακυινάτης,
κουρασθείς από την πολυλογίαν του, το
έσπασε με ένα κτύπημα της ράβδου του.
Αυτός είναι ο λαϊκός μύθος. Ας είδωμεν
τι υποδηλοί.
Το μυστήριον
του σχηματισμού του ανθρώπου και η
εμφάνισίς του επί της γης, απησχόλησεν
ανέκαθεν σοβαρώς τους ανθρώπους. Η
Γένεσις μας πληροφορεί ότι ο άνθρωπος
επλάσθη υπό του Θεού εκ πηλού και ότι
του ενεφύσησε ζωήν. Ουδέποτε προς στιγμήν
αμφιβάλλομεν περί της αληθείας της
βεβαιώσεως ταύτης. Εν τούτοις όμως
μακράν από ημάς η αιρετική και ανθρωπόμορφος
ιδέα ενός Θεού πλάσσοντος τον άνθρωπον
δια των χειρών του εκ πηλού. Ο Θεός
βεβαίως δεν έχει χείρας, είναι πνεύμα
αγνον και κάμνει να εξέρχωνται τα
δημιουργήματά του τα μεν μετά τα δε δια
των δυνάμεων τας οποίας δίδει εις την
φύσιν. Εάν λοιπόν ο Δημιουργός έπλασε
τον Αδάμ εκ πηλού, τούτο σημαίνει ότι ο
άνθρωπος προήλθεν εκ της γης υπό την
επήρειαν του Θεού και κατά τρόπον
φυσικόν. Το όνομα Αδάμ εις την εβραϊκήν
σημαίνει ερυθράν γην, τι ημπορεί λοιπόν
να είναι η ερυθρά αυτή γη; ιδού τι
ανεζήτουν οι αλχημισταί. Τοιουτοτρόπως
το μέγα Έργον αυτών δεν ήτο η μεταστοιχείωσις
των μετάλλων, αποτέλεσμα που είναι
αδιάφορον και συμπληρωματικόν, αλλά
ήτο το παγκόσμιον απόρρητον της ζωής:
ήτο η αναζήτησις του κεντρικού σημείου
μετασχηματισμού, όπου το φως γίνεται
ύλη και συμπυκνούται εις εν είδος γης,
περιεχούσης εν εαυτή την αρχήν της
κινήσεως και της ζωής. Ήτο η γενίκευσις
του φαινομένου δυνάμει του οποίου το
αίμα χρωματίζεται ερυθρόν δια της
δημιουργίας των αναριθμήτων αιμοσφαιρίων,
μαγνητισμένων όπως οι κόσμοι και ζώντων
ως τα ζώα.
Τα μέταλλα δια τους μαθητάς του Ερμού,
ήσαν το πηχθέν αίμα της γης, μετερχόμενον,
όπως το του ανθρώπου, από του λευκού εις
το μέλαν, εκ του μέλανος εις το ερυθρόν,
ακολουθούν το έργον του φωτός. Η θέσις
του ρεύματος τούτου εις κίνησιν δια της
θερμότητος και η παροχή εις αυτό της
εγχρώμου γονιμοποιήσεως του φωτός
βοηθεία του ηλεκτρισμού, αυτό ήτο το
πρώτον μέρος του έργου των σοφών, αλλά
το τέρμα ήτο πολύ δυσκολώτερον και πλέον
υπέροχον, διότι επρόκειτο να ανακαλυφθή
η αδαμική γη, ήτις είναι το πηχθέν αίμα
της ζώσης γης, το δε ύψιστον όνειρον των
φιλοσόφων, ήτο να αποπερατώσουν το έργον
του Προμηθέως, απομιμούμενοι την
ενέργειαν του Θεού, δηλ., επιτυγχάνοντες
την γένεσιν ενός ανθρωπίνου τέκνου της
επιστήμης, όπως ο Αδάμ ήτο το τέκνον της
θείας παντοδυναμίας. Το όνειρον τούτο,
ίσως να ήτο υπερφίαλον, αλλ’ ήτο ωραίον.
Η μαύρη
μαγεία η οποία μιμείται πάντοτε την
μαγείαν του φωτός, αλλά κατ’ αντίστροφον
έννοιαν, ησχολήθη επίσης πολύ με το
ανδροειδές, διότι ήθελε δι’ αυτού να
κάμη το όργανον των παθών της και το
μαντείον της κολάσεως. Δια να επιτύχη
τούτο έπρεπε να παραβιάση την φύσιν και
να λάβη εν είδος δηλητηριώδους μύκητος
γεμάτου από την κακίαν του ανθρώπου,
μιαν ζωντανήν πραγματοποίησιν όλων των
εγκλημάτων. Δια τούτο ανεζήτουν τον
μανδραγόραν υπό τας αγχόνας των
θανατωθέντων, απέσπων αυτόν δι’ ενός
σκύλου τον οποίον έδενον εις την ρίζαν
του και τον εκτύπων με θανάσιμον πλήγμα.
Η ψυχή τότε του ζώου μετήρχετο εις το
φυτόν και εκείνο ήλκυε την του
απαγχονισθέντος... Αλλά φθάνουν τα
αποτρόπαια εγκλήματα και οι παραλογισμοί...
Ο Αλβέρτος
Μάγνος,
δεν ήτο ούτε παιδοκτόνος, ούτε θεοκτόνος,
δεν είχε διαπράξει ούτε το έγκλημα του
Ταντάλου, ούτε το του Προμηθέως, αλλ’
είχεν επιτύχει να δημιουργήση και
εξωπλίσει καθ’ όλα της τα μέλη την
καθαρώς σχολαστικήν εκείνην θεολογίαν,
την πηγάζουσαν εκ των κατηγοριών του
Αριστοτέλους και των αφορισμών Πέτρου
του Λομβαρδού, την λογικήν εκείνην του
συλλογισμού, η οποία αποφαίνεται αντί
να διαλογίζεται και ήτις ευρίσκει μίαν
απάντησιν εις όλα τα προβλήματα,
λεπτολογούσα επί των όρων. Ήτο ολιγότερον
μια φιλοσοφία και μάλλον εν φιλοσοφικόν
αυτόματον, δίδον αμέσως την απάντησιν
και αναπτύσσον τας θέσεις του ως μηχανή,
δεν ήτο πλέον ο ανθρώπινος λόγος, αλλ’
η μονότονος κραυγή μιας μηχανής η άψυχος
φωνή ενός ανδροειδούς. Ο Αγ. Θωμάς λοιπόν
έσπασε με εν κτύπημα όλο αυτό το ικρίωμα
εκ λέξεων, διαλαλών την αιωνίαν επικράτησιν
της λογικής με το υπέροχον γνωμικόν:
«Ένα πράγμα δεν είναι λογικόν διότι ο
Θεός το θέλει, αλλ’ ο Θεός το θέλει διότι
είναι ορθόν και λογικόν».
Ο Αριστοτέλης,
υπό την επίδρασιν του γαλβανισμού υπό
των σχολαστικών, είχε καταστή το
πραγματικόν ανδροειδές του Αλβέρτου
Μάγνου, και η ράβδος του Θωμά του Ακυινάτου
υπήρξεν η διδασκαλία της SOMME THEOLOGIQUE, το
αριστούργημα αυτό δυνάμεως και λογικής.
Όσον δια
την φιλοσοφικήν λίθον την οποίαν
ενεχείρησεν ο Αγ. Δομίνικος εις τον
Μέγαν Αλβέρτον και ο τελευταίος ούτος
εις τον Θωμάν τον Ακυινάτην, πρέπει να
υπονοήσωμεν δι’ αυτού την φιλοσοφικήν
και θρησκευτικήν βάσιν των ιδεών της
εποχής εκείνης. Ο Αγ. Θωμάς μετέτρεπεν
εις χρυσόν κάθε τι με το οποίον κατεπιάνετο
αλλά τούτο βεβαίως αλληγορικώς
εκλαμβάνοντες τον χρυσόν ως το έμβλημα
της αληθείας.
Εις το
κεφάλαιον τούτο θα πρέπει να είπωμεν
ακόμη ολίγας λέξεις περί της ερμητικής
τέχνης
καλιεργηθείσης από των πρώτων χριστιανικών
αιώνων υπό του Οστάνους, του Ρομάριους,
της βασιλίσσης Κλεοπάτρας, περαιτέρω
υπό των Αράβων Γκέμπερ, Αλφαράμπιους
και Σαλμάνα, αργότερον δε υπό του
Μοριανού, Αρτέφιους και Αρισταίου. Η
επιστήμη αυτή εκλαμβανομένη απολύτως,
δύναται να κληθή η πραγματική Καββάλα
ή η μαγεία των έργων, έχει συνεπώς τρεις
βαθμούς αναλογίας: την θρησκευτικήν,
την φιλοσοφικήν
και την φυσικήν
πραγμάτωσιν. Η πρώτη συνίσταται εις την
εγκαθίδρυσιν διαρκούς κράτους και
ιερατείου, η φιλοσοφική πραγμάτωσις
είναι η αποκατάστασις απολύτου διδασκαλίας
και ιεραρχικής αγωγής, η φυσική τέλος
πραγμάτωσις είναι η ανακάλυψις και
εφαρμογή επί του μικροκόσμου του
δημιουργικού νόμου όστις δρα εν τω
μακροκόσμω. Ο νόμος ούτος είναι η κίνησις
συνδυασμένη με την ουσίαν του σταθερού
μετά του πτητικού, του υγρού μετά του
στερεού. Η κίνησις αύτη έχει ως αρχήν
και αφετηρίαν την θέσιν ώσιν και ως
όργανον το οικουμενικόν φως, αιθεροποιημένον
εις το άπειρον, αστρικόν εις τους αστέρας,
μεταλλικόν, ειδικοποιημένον ή υδραργυρικόν
εις τα μέταλλα, φυτικόν εις τα φυτά,
ζωικόν εις τα ζώα, μαγνητικόν ή προσωπικόν
εις τους ανθρώπους.
Το φως
τούτο το οποίον είναι η πεμπτουσία του
Παρακέλσου, ευρίσκεται εις λανθάνουσαν
κατάστασιν και άλλοτε εις ακτινοβόλον
εις όλα τα δημιουργημένα όντα, η πεμπτουσία
αύτη είναι το πραγματικόν ελιξήριον
της ζωής που εξάγεται από την γην δια
καλλιεργείας, από τα μέταλλα δι’
ενσωματώσεως, καθάρσεως, εξάρσεως και
συνθέσεως, από τα φυτά δι’ αποστάξεως
και πέψεως, από τα ζώα δι’ απορροφήσεως,
από τους ανθρώπους δια της γενέσεως,
από τον αέρα δια της αναπνοής. Δια τούτο
ο Αρισταίος γράφει ότι πρέπει να
αποκτήσωμεν τον αέρα δια του αέρος, ο
KHUNRATH ότι χρειάζεται ο ζωντανός υδράργυρος
του τελείου ανθρώπου, παραγόμενος δια
του ανδρογύνου, εις όλους σχεδόν
αναφέρεται ότι πρέπει να εξάγωμεν από
τα μέταλλα την πανάκειαν αυτών και ότι
η πανάκεια αύτη κατά βάθος, η αυτή εις
όλα τα βασίλεια της φύσεως, διαρρυθμίζεται
και ειδικοποιείται εν τούτοις αναλόγως
των μορφών και των ειδών.
Η
χρησιμοποίησις της πανακείας ταύτης
είναι τριπλή: δια συμπαθείας, δι’ απώσεως
ή δι’ εξισορροπήσεως. Η διαβαθμισμένη
πεμπτουσία είναι το υποβοηθητικόν μέσον
των μορφών, η πανάκεια εκάστου βασιλείου
πρέπει να εξαχθή από αυτό το ίδιον
βασίλειον δια προσάψεως του πρωταρχικού
υδραργύρου ή του ανθρωπίνου μαγνητισμού.
Αυτά είναι
εν συντόμω τα συνοπτικά στοιχεία της
επιστήμης ταύτης, περιεκτικής και
βαθείας ως η καββάλα, μυστηριώδους όπως
η μαγεία και πραγματικής όπως οι θετικαί
επιστήμαι, αλλά διωχθείσης συχνά λόγω
της πλεονεξίας των κακών μυστών και
λόγω της σκοτεινότητος δια της οποίας
οι αληθείς σοφοί περιέβαλον τας θεωρίας
και τα έργα των.
Eliphas
Levi (Alphonse Louis Constant)
Ιστορία
της Μαγείας Τόμος Α’
Μετάφραση
Πέτρος Γράβιγγερ
Βιβλιοθήκη
της Σφιγγός Νο 018
Εκδόσεις
Διμελή