.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

Ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα - Immanuel Kant



1. Εκείνος που το αίσθημά του ρέπει προς τη μελαγχολία δεν αποκαλείται έτσι επειδή, στερημένος από τις χαρές της ζωής, βυθίζεται σε ζοφερή διάθεση, αλλά επειδή τα αισθήματά του, εάν μεγεθύνονταν πέραν ενός ορισμένου βαθμού ή εάν λόγω κάποιων αιτίων ακολουθούσαν μια λανθασμένη κατεύθυνση, θα κατέληγαν ευκολότερα στη μελαγχολία παρά αλλού. Έχει κατ’ εξοχήν ένα αίσθημα για το υψηλό. Ακόμη και η ομορφιά, την αίσθηση για την οποία έχει εξ ίσου, θα πρέπει όχι μονάχα να τον θέλγει αλλά, καθώς του εμπνέει συνάμα θαυμασμό, και να τον συγκινεί. Η απόλαυση των διασκεδάσεων είναι σε αυτόν σοβαρότερη αλλά όχι για τούτο και μικρότερη. Όλες οι συγκινήσεις του υψηλού έχουν καθ’ εαυτές κάτι πιο μαγευτικό από τα απατηλά θέλγητρα του ωραίου. Η ευεξία του θα είναι μάλλον η ικανοποίηση παρά η ευθυμία. Είναι σταθερός.

2. Ο άνθρωπος με μελαγχολική ψυχική συγκρότηση λίγο νοιάζεται για το τι κρίνουν οι άλλοι, τι θεωρούν καλό ή αληθινό. Για τούτα στηρίζεται απλώς στη δική του κρίση. Επειδή σε αυτόν τα κίνητρα προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα των αρχών, δεν είναι εύκολο να τον μεταπείσει κανείς. Η δε σταθερότητά του εκφυλίζεται ενίοτε σε ισχυρογνωμοσύνη. Παρατηρεί τις μεταβολές της μόδας με αδιαφορία και τη λάμψη της με περιφρόνηση. Η φιλία είναι κάτι υψηλό και για τούτο κατάλληλη για το αίσθημά του. Μπορεί ίσως να χάσει έναν ευμετάβολο φίλο, αυτός όμως δεν τον χάνει τόσο γρήγορα. Ακόμη και η ανάμνηση μιας περασμένης φιλίας είναι γι’ αυτόν ακόμη αξιοσέβαστη. Φυλάσσει καλά τα μυστικά τα δικά του και των άλλων. Η φιλαλήθεια είναι υψηλή, και αυτός μισεί το ψεύδος ή την προσποίηση. Έχει ένα υψηλό αίσθημα για την αξιοπρέπεια της ανθρώπινης φύσης. Εκτιμά τον εαυτό του και θεωρεί τον άνθρωπο πλάσμα που αξίζει σεβασμό. Δεν ανέχεται την φαύλη δουλοπρέπεια και αποπνέει ελευθερία στην ευγενή του ψυχή. Όλες οι αλυσίδες, από τις χρυσές που φορούν στην Αυλή μέχρι τα βαριά σίδερα του δούλου στις γαλέρες, του είναι απεχθείς. Είναι αυστηρός δικαστής του εαυτού του και των άλλων και όχι σπάνια είναι απαυδισμένος με τον εαυτό του και τον κόσμο.
Όταν εκφυλίζεται ο χαρακτήρας αυτός, η σοβαρότητα κλίνει προς τη μελαγχολία, η στοχαστικότητα προς το ονειροπόλημα, ο ζήλος της ελευθερίας προς τον ενθουσιασμό. Η προσβολή και η αδικία του ανάβουν την εκδικητικότητα. Τότε είναι πολύ επίφοβος. Προκαλεί τον κίνδυνο και περιφρονεί τον θάνατο. Εάν διαφθαρεί το αίσθημά του και λείπει ο ευφρόσυνος Λόγος, υποπίπτει στην τάση για περιπέτεια... Κινδυνεύει να αποκτήσει καλπάζουσα φαντασία ή να γίνει ιδιότροπος.

3. Ο άνθρωπος με αιματώδη ψυχική ιδιοσυγκρασία έχει κυρίαρχο το αίσθημα του ωραίου. Για τούτο, οι χαρές του είναι γελαστές και ζωηρές. Όταν δεν είναι χαρούμενος, είναι δύσθυμος και δεν γνωρίζει καλά την ευχαριστημένη ησυχία. Η ποικιλία είναι ωραία και αυτός αγαπά τη μεταβολή. Αναζητεί τη χαρά μέσα του και γύρω του, ευθυμεί τους άλλους και είναι καλός στη συντροφιά. Αισθάνεται πολλή ηθική συμπάθεια. Η ευφροσύνη των άλλων τον διασκεδάζει και τα παθήματά τους τον συγκινούν. Το ηθικό του συναίσθημα είναι ωραίο, αλλά χωρίς αρχές, και εξαρτάται πάντοτε άμεσα από την τωρινή εντύπωση που του κάνουν τα αντικείμενα. Είναι φίλος όλων των ανθρώπων ή, πράγμα που σημαίνει το ίδιο, στην πραγματικότητα δεν είναι ποτέ φίλος, μολονότι είναι καλόκαρδος και καλοπροαίρετος. Δεν προσποιείται. Θα σας διασκεδάσει σήμερα με τη φιλικότητά και τον καλό του τρόπο, αύριο, αν είστε άρρωστοι ή δυστυχείτε, θα αισθανθεί αληθινό και ανυπόκριτο οίκτο, αλλά θα διαφύγει αθόρυβα μέχρι να μεταβληθούν οι περιστάσεις. Ουδέποτε πρέπει να είναι δικαστής. Οι νόμοι του φαίνονται συνήθως υπερβολικά αυστηροί και επηρεάζεται από τα δάκρυα. Δεν είναι ποτέ αληθινά καλός ή αληθινά κακός. Συχνά ασωτεύει και είναι φαύλος, πιο πολύ για εκδούλευση παρά από κλίση. Είναι γενναιόδωρος και ευεργετεί, αλλά κακός πληρωτής εκείνων που οφείλει, μάλλον επειδή έχει αρκετή αίσθηση της καλοσύνης αλλά όχι της δικαιοσύνης. Κανείς δεν έχει τόσο καλή γνώμη για τη δική του καρδιά όσο αυτός. Ακόμη και αν δεν τον σέβεστε, θα πρέπει να τον αγαπήσετε. Κατά τον μεγαλύτερο εκφυλισμό του χαρακτήρα του καταντά στην αηδία, γίνεται παραχαϊδεμένος και παιδαριώδης. Εάν δεν ελαττώσει η ηλικία την ζωηρότητά του ή δεν του δώσει περισσότερο νου, κινδυνεύει να γίνει γερο-λιμοκοντόρος.

4. Αυτός που εννοούμε με τη χολερική ψυχική ιδιοσυγκρασία, έχει ένα κυρίαρχο αίσθημα για το είδος εκείνο του υψηλού που μπορούμε να ονομάσουμε μεγαλοπρεπές.
Ο χολερικός θεωρεί τη δική του αξία και την αξία των πραγμάτων και των πράξεών του από την ευπρέπεια ή τη λάμψη με την οποία φαίνεται. Σε σχέση με την εσωτερική υφή και τα κίνητρα τα οποία το ίδιο το αντικείμενο περιέχει, είναι ψυχρός, και δεν θερμαίνεται από την αληθινή καλή προαίρεση ούτε συγκινείται από τον σεβασμό.* Η συμπεριφορά του είναι τεχνητή... Η αφέλεια, η ευγενής και ωραία τούτη απλότητα η οποία φέρει τη σφραγίδα της φύσης και όχι της τέχνης, του είναι εντελώς ξένη. Γι’ αυτό, όταν η καλαισθησία του διαστρέφεται, η λάμψη του γίνεται εκκωφαντική, δηλαδή με έναν απεχθή τρόπο κομπαστική... Ενόσω είναι απλώς ματαιόδοξος, δηλαδή επιζητεί τιμές και επιζητεί να κάμει εντύπωση, μπορεί ακόμη να γίνει ανεκτός, εάν όμως, ενώ του λείπουν τελείως τα πραγματικά προτερήματα και ταλέντα, γίνεται υπερφίαλος, τότε είναι εκείνο το οποίο τουλάχιστον του αξίζει να θεωρείται, δηλαδή ανόητος.


____________________
Θεωρεί μάλιστα τον εαυτό του ευτυχισμένο μόνον εφ’ όσον εικάζει πως θεωρείται ευτυχισμένος από τους άλλους.

Immanuel Kant
Επιλογή από το έργο του
Μετάφραση Κώστας Ανδρουλιδάκης
Εκδόσεις στιγμή 2008

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2019

Τις νύχτες που ραγίζουνε τα τζάμια – Αργύρης Χιόνης



Τις νύχτες που ραγίζουνε τα τζάμια
Τις νύχτες που ραγίζει η ψυχή μου
Από τις εκκωφαντικές εκρήξεις της σιωπής
Τις νύχτες που επελαύνει η απουσία
Απ’ το διάτρητο στερέωμα και εκπορθεί
Τα οχυρά μου όλα κι εγκαθίσταται παντού
Μέχρι και κάτω από τα νύχια μου
Μέχρι και μέσα στα κανάλια των φλεβών μου
Χώνε τα νύχια σου βαθιά στις σάρκες μου
Απόδειχνέ μου ότι έχω ακόμα αίμα

Τις νύχτες όταν τρίζουνε οι σκάλες
Τις νύχτες όταν τρίζει η ψυχή μου
Κάτω από το βάρος του θανάτου που ανεβαίνει
Ανεβαίνει ως τα πιο ψηλά πατώματα του ύπνου
Τύλιγέ με μες στο δίχτυ των μαλλιών σου
Βύθιζέ με μες στη ζύμη του κορμιού σου
Σφράγιζέ μου με τα χείλη σου το στόμα
Μη μ’ αφήνεις να εξατμιστώ.

Αργύρης Χιόνης
Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη
Εκδόσεις Νεφέλη 1986

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019

Οι μάγοι – Eliphas Levi



Το βασικόν δόγμα της υψηλής Επιστήμης, εκείνο το οποίον καθιερώνει τον αιώνιον νόμον της ισορροπίας, είχεν επιτύχει την πλήρη του πραγμάτωσιν εις την σύνθεσιν του χριστιανικού κόσμου. Δύο στήλαι ζωντανοί υπεστήριζον το οικοδόμημα του πολιτισμού. Ο πάπας και ο αυτοκράτωρ.
Αλλ’ η αυτοκρατορία είχε διαιρεθή, διαφυγούσα από τας ασθενείς χείρας του Λουδοβίκου Ντεμπονέρ και Καρόλου του Φαλακρού. Η κοσμική εξουσία, εγκαταληφθείσα εις τας τύχας των κατακτήσεων και των ραδιουργιών, έχασε την από θείας Προνοίας ενότητα ταύτην που την ενηρμόνιζε με την Ρώμην. Ο πάπας συχνά εδέησε να επέμβη ως ύπατος δικαστής και με ατομικόν κίνδυνον να καταστείλη την πλεονεξίαν και το θράσος τόσων ηγεμόνων διαμαχομένων αλλήλων.
Ο αφορισμός ήτο τότε τρομερά ποινή, διότι εβασίζετο επί των κοινώς παραδεδεγμένων αντιλήψεων και προεκάλει, δυνάμει μυστηριώδους ενεργείας της μαγνητικής εκείνης αλύσσου της παγκοίνου κατηγορίας, φαινόμενα που κατεθορύβουν τον όχλον. Τοιουτοτρόπως, Ροβέρτος ο Ευλαβής, υποστάς την τρομεράν αυτήν ποινήν, λόγω παρανόμου γάμου του, απέκτησε τέκνον δύσμορφον μέχρι τοιούτου σημείου ώστε να ομοιάζη με τας εικόνας εκείνας του διαβόλου που ο Μεσαίων τόσο καλά εγνώριζε να απεικονίζη. Ο θλιβερός αυτός καρπός της καταδικασμένης ενώσεως, αποδεικνύει τουλάχιστον την αγωνίαν της συνειδήσεως και τους τρομακτικούς εφιάλτας υπό των οποίων θα υπέφερεν η μητέρα. Ο Ροβέρτος κατενόησεν εκ του αποτελέσματος την οργήν του Θεού και υπέκυψεν εις την βουλήν του ποντίφηκος: απηλλάγη ενός γάμου που η εκκλησία εθεώρει παράνομον, εξεδίωξε την Βέρθαν δια να συζευχθή την Κωνσταντίαν της Προβηγκίας.
Οι χρονογράφοι της εποχής εκείνης φαίνεται ότι ηρέσκοντο πολύ εις τας διαβολικάς μυθοποιίας, πλην μαρτυρούν κατάτην αφήγησίν των, πολύ περισσοτέραν ευπιστίαν παρά γούστο. Όλοι οι εφιάλται των μοναχών, όλα τα νοσηρά όνειρα των καλογραιών, εκλαμβάνονται ως πραγματικαί εμφανίσεις. Εν τω συνόλω των είναι αποκρουστικαί φαντασμαγορίαι, διάλογοι ηλίθιοι, μεταμορφώσεις αδύνατοι. Τίποτε εξ αυτών από της βασιλείας του Ροβέρτου μέχρι του Αγ. Λουδοβίκου, δεν νομίζομεν ότι αξίζει να διηγηθώμεν.
Επί της βασιλείας του Αγίου Λουδοβίκου, έζησεν ο διάσημος ραββίνος Ιεχιήλ, μέγας καββαλιστής και αξιοπρόσεκτος φυσικός. Ό,τι λέγεται περί της λυχνίας του και περί του μαγικού καρφιού του, αποδεικνύει ότι είχεν ανακαλύψει τον ηλεκτρισμόν ή τουλάχιστον εγνώριζε τας κυριωτέρας του ιδιότητας, διότι η γνώσι αύτη, εξίσου παλαιά όσον και η μαγεία, μετεβιβάζετο ως μια των κλειδών της υψηλής μυήσεως. Όταν ενέσκηπτε το σκότος, ένα ακτινοβόλος αστήρ ανέτελλεν εις το δωμάτιον του Ιεχιήλ, το φως ήτο τόσον έντονον, ώστε δεν ήτο δυνατόν να το παρατηρήση κανείς χωρίς να θαμβωθή. Ουδέποτε το είδον να σβύνη και εγνώριζον ότι δεν ήτο δυνατόν να τροφοδοτήται ούτε με έλαιον, ούτε με άλλο καύσιμον γνωστόν κατά την εποχήν εκείνην.
Όταν κανένας περίεργος ή κακοποιός επεδίωκε να εισέλθη εις την οικίαν του Ιεχιήλ και να παραβιάση την θύραν, ο ραββίνος επίεζεν ένα καρφί, τοποθετημένον επί του γραφείου του, οπότε εξέφευγε τόσον από το καρφί, όσον και από την χειρολαβήν της θύρας ένας υποκύανος σπινθήρ και ο περίεργος εδέχετο έναν κλονισμόν που τον έκαμε να νομίση ότι η γη είχε διανοιχθή προ των ποδών του. Κάποτε μια ομάς ατόμων με επιθετικάς διαθέσεις επλησίασε την θύραν: εκρατούντο από τας χείρας δια να αντιδράσουν, ως ενόμιζον, εις τον κλονισμόν. Ο πλέον θαρραλέος έλαβε ανά χείρας την χειρολαβήν. Ο Ιεχιήλ επίεσε το καρφί του. Ακαριαίως όλοι οι ταραχοποιοί ανετράπησαν, έπεσαν καταγής και ετράπησαν εις φυγήν.
Ο Άγιος Λουδοβίκος όστις ήτο καλός καθολικός και μεγάλος βασιλεύς, ηθέλησε να γνωρίση τον Ιεχιήλ, τον εκάλεσεν εις το ανάκτορόν του, συνωμίλησε δια μακρών μετ’ αυτού, ικανοποιήθη πλήρως από τας εξηγήσεις του, τον υπεστήριξεν εναντίον των εχθρών του και δεν έπαυσεν εφ’ όσον έζει, να τον περιβάλλη με εκτίμησιν και καλωσύνην.
Κατά την ιδίαν εποχήν έζει και ο Μέγας Αλβέρτος, όστις και σήμερον ακόμη θεωρείται από τον λαόν ως ο μέγας διδάσκαλος όλων των μάγων. Οι χρονογράφοι του βεβαιώνουν ότι κατείχε την φιλοσοφικήν λίθον και ότι κατέληξε, μετά τριακονταετείς προσπαθείας, εις την λύσιν του προβλήματος του ανδροειδούς (HOMUNCULUS), δηλ., εις την κατασκευήν τεχνητού ανθρώπου, ζώντος, ομιλούντος και απαντώντος εις όλας τας τιθεμένας αυτώ ερωτήσεις, με τοιαύτην ακρίβειαν και λεπτότητα, ώστε ο Άγιος Θωμάς ο Ακυινάτης, κουρασθείς από την πολυλογίαν του, το έσπασε με ένα κτύπημα της ράβδου του. Αυτός είναι ο λαϊκός μύθος. Ας είδωμεν τι υποδηλοί.
Το μυστήριον του σχηματισμού του ανθρώπου και η εμφάνισίς του επί της γης, απησχόλησεν ανέκαθεν σοβαρώς τους ανθρώπους. Η Γένεσις μας πληροφορεί ότι ο άνθρωπος επλάσθη υπό του Θεού εκ πηλού και ότι του ενεφύσησε ζωήν. Ουδέποτε προς στιγμήν αμφιβάλλομεν περί της αληθείας της βεβαιώσεως ταύτης. Εν τούτοις όμως μακράν από ημάς η αιρετική και ανθρωπόμορφος ιδέα ενός Θεού πλάσσοντος τον άνθρωπον δια των χειρών του εκ πηλού. Ο Θεός βεβαίως δεν έχει χείρας, είναι πνεύμα αγνον και κάμνει να εξέρχωνται τα δημιουργήματά του τα μεν μετά τα δε δια των δυνάμεων τας οποίας δίδει εις την φύσιν. Εάν λοιπόν ο Δημιουργός έπλασε τον Αδάμ εκ πηλού, τούτο σημαίνει ότι ο άνθρωπος προήλθεν εκ της γης υπό την επήρειαν του Θεού και κατά τρόπον φυσικόν. Το όνομα Αδάμ εις την εβραϊκήν σημαίνει ερυθράν γην, τι ημπορεί λοιπόν να είναι η ερυθρά αυτή γη; ιδού τι ανεζήτουν οι αλχημισταί. Τοιουτοτρόπως το μέγα Έργον αυτών δεν ήτο η μεταστοιχείωσις των μετάλλων, αποτέλεσμα που είναι αδιάφορον και συμπληρωματικόν, αλλά ήτο το παγκόσμιον απόρρητον της ζωής: ήτο η αναζήτησις του κεντρικού σημείου μετασχηματισμού, όπου το φως γίνεται ύλη και συμπυκνούται εις εν είδος γης, περιεχούσης εν εαυτή την αρχήν της κινήσεως και της ζωής. Ήτο η γενίκευσις του φαινομένου δυνάμει του οποίου το αίμα χρωματίζεται ερυθρόν δια της δημιουργίας των αναριθμήτων αιμοσφαιρίων, μαγνητισμένων όπως οι κόσμοι και ζώντων ως τα ζώα.
Τα μέταλλα δια τους μαθητάς του Ερμού, ήσαν το πηχθέν αίμα της γης, μετερχόμενον, όπως το του ανθρώπου, από του λευκού εις το μέλαν, εκ του μέλανος εις το ερυθρόν, ακολουθούν το έργον του φωτός. Η θέσις του ρεύματος τούτου εις κίνησιν δια της θερμότητος και η παροχή εις αυτό της εγχρώμου γονιμοποιήσεως του φωτός βοηθεία του ηλεκτρισμού, αυτό ήτο το πρώτον μέρος του έργου των σοφών, αλλά το τέρμα ήτο πολύ δυσκολώτερον και πλέον υπέροχον, διότι επρόκειτο να ανακαλυφθή η αδαμική γη, ήτις είναι το πηχθέν αίμα της ζώσης γης, το δε ύψιστον όνειρον των φιλοσόφων, ήτο να αποπερατώσουν το έργον του Προμηθέως, απομιμούμενοι την ενέργειαν του Θεού, δηλ., επιτυγχάνοντες την γένεσιν ενός ανθρωπίνου τέκνου της επιστήμης, όπως ο Αδάμ ήτο το τέκνον της θείας παντοδυναμίας. Το όνειρον τούτο, ίσως να ήτο υπερφίαλον, αλλ’ ήτο ωραίον.
Η μαύρη μαγεία η οποία μιμείται πάντοτε την μαγείαν του φωτός, αλλά κατ’ αντίστροφον έννοιαν, ησχολήθη επίσης πολύ με το ανδροειδές, διότι ήθελε δι’ αυτού να κάμη το όργανον των παθών της και το μαντείον της κολάσεως. Δια να επιτύχη τούτο έπρεπε να παραβιάση την φύσιν και να λάβη εν είδος δηλητηριώδους μύκητος γεμάτου από την κακίαν του ανθρώπου, μιαν ζωντανήν πραγματοποίησιν όλων των εγκλημάτων. Δια τούτο ανεζήτουν τον μανδραγόραν υπό τας αγχόνας των θανατωθέντων, απέσπων αυτόν δι’ ενός σκύλου τον οποίον έδενον εις την ρίζαν του και τον εκτύπων με θανάσιμον πλήγμα. Η ψυχή τότε του ζώου μετήρχετο εις το φυτόν και εκείνο ήλκυε την του απαγχονισθέντος... Αλλά φθάνουν τα αποτρόπαια εγκλήματα και οι παραλογισμοί...
Ο Αλβέρτος Μάγνος, δεν ήτο ούτε παιδοκτόνος, ούτε θεοκτόνος, δεν είχε διαπράξει ούτε το έγκλημα του Ταντάλου, ούτε το του Προμηθέως, αλλ’ είχεν επιτύχει να δημιουργήση και εξωπλίσει καθ’ όλα της τα μέλη την καθαρώς σχολαστικήν εκείνην θεολογίαν, την πηγάζουσαν εκ των κατηγοριών του Αριστοτέλους και των αφορισμών Πέτρου του Λομβαρδού, την λογικήν εκείνην του συλλογισμού, η οποία αποφαίνεται αντί να διαλογίζεται και ήτις ευρίσκει μίαν απάντησιν εις όλα τα προβλήματα, λεπτολογούσα επί των όρων. Ήτο ολιγότερον μια φιλοσοφία και μάλλον εν φιλοσοφικόν αυτόματον, δίδον αμέσως την απάντησιν και αναπτύσσον τας θέσεις του ως μηχανή, δεν ήτο πλέον ο ανθρώπινος λόγος, αλλ’ η μονότονος κραυγή μιας μηχανής η άψυχος φωνή ενός ανδροειδούς. Ο Αγ. Θωμάς λοιπόν έσπασε με εν κτύπημα όλο αυτό το ικρίωμα εκ λέξεων, διαλαλών την αιωνίαν επικράτησιν της λογικής με το υπέροχον γνωμικόν: «Ένα πράγμα δεν είναι λογικόν διότι ο Θεός το θέλει, αλλ’ ο Θεός το θέλει διότι είναι ορθόν και λογικόν».
Ο Αριστοτέλης, υπό την επίδρασιν του γαλβανισμού υπό των σχολαστικών, είχε καταστή το πραγματικόν ανδροειδές του Αλβέρτου Μάγνου, και η ράβδος του Θωμά του Ακυινάτου υπήρξεν η διδασκαλία της SOMME THEOLOGIQUE, το αριστούργημα αυτό δυνάμεως και λογικής.
Όσον δια την φιλοσοφικήν λίθον την οποίαν ενεχείρησεν ο Αγ. Δομίνικος εις τον Μέγαν Αλβέρτον και ο τελευταίος ούτος εις τον Θωμάν τον Ακυινάτην, πρέπει να υπονοήσωμεν δι’ αυτού την φιλοσοφικήν και θρησκευτικήν βάσιν των ιδεών της εποχής εκείνης. Ο Αγ. Θωμάς μετέτρεπεν εις χρυσόν κάθε τι με το οποίον κατεπιάνετο αλλά τούτο βεβαίως αλληγορικώς εκλαμβάνοντες τον χρυσόν ως το έμβλημα της αληθείας.
Εις το κεφάλαιον τούτο θα πρέπει να είπωμεν ακόμη ολίγας λέξεις περί της ερμητικής τέχνης καλιεργηθείσης από των πρώτων χριστιανικών αιώνων υπό του Οστάνους, του Ρομάριους, της βασιλίσσης Κλεοπάτρας, περαιτέρω υπό των Αράβων Γκέμπερ, Αλφαράμπιους και Σαλμάνα, αργότερον δε υπό του Μοριανού, Αρτέφιους και Αρισταίου. Η επιστήμη αυτή εκλαμβανομένη απολύτως, δύναται να κληθή η πραγματική Καββάλα ή η μαγεία των έργων, έχει συνεπώς τρεις βαθμούς αναλογίας: την θρησκευτικήν, την φιλοσοφικήν και την φυσικήν πραγμάτωσιν. Η πρώτη συνίσταται εις την εγκαθίδρυσιν διαρκούς κράτους και ιερατείου, η φιλοσοφική πραγμάτωσις είναι η αποκατάστασις απολύτου διδασκαλίας και ιεραρχικής αγωγής, η φυσική τέλος πραγμάτωσις είναι η ανακάλυψις και εφαρμογή επί του μικροκόσμου του δημιουργικού νόμου όστις δρα εν τω μακροκόσμω. Ο νόμος ούτος είναι η κίνησις συνδυασμένη με την ουσίαν του σταθερού μετά του πτητικού, του υγρού μετά του στερεού. Η κίνησις αύτη έχει ως αρχήν και αφετηρίαν την θέσιν ώσιν και ως όργανον το οικουμενικόν φως, αιθεροποιημένον εις το άπειρον, αστρικόν εις τους αστέρας, μεταλλικόν, ειδικοποιημένον ή υδραργυρικόν εις τα μέταλλα, φυτικόν εις τα φυτά, ζωικόν εις τα ζώα, μαγνητικόν ή προσωπικόν εις τους ανθρώπους.
Το φως τούτο το οποίον είναι η πεμπτουσία του Παρακέλσου, ευρίσκεται εις λανθάνουσαν κατάστασιν και άλλοτε εις ακτινοβόλον εις όλα τα δημιουργημένα όντα, η πεμπτουσία αύτη είναι το πραγματικόν ελιξήριον της ζωής που εξάγεται από την γην δια καλλιεργείας, από τα μέταλλα δι’ ενσωματώσεως, καθάρσεως, εξάρσεως και συνθέσεως, από τα φυτά δι’ αποστάξεως και πέψεως, από τα ζώα δι’ απορροφήσεως, από τους ανθρώπους δια της γενέσεως, από τον αέρα δια της αναπνοής. Δια τούτο ο Αρισταίος γράφει ότι πρέπει να αποκτήσωμεν τον αέρα δια του αέρος, ο KHUNRATH ότι χρειάζεται ο ζωντανός υδράργυρος του τελείου ανθρώπου, παραγόμενος δια του ανδρογύνου, εις όλους σχεδόν αναφέρεται ότι πρέπει να εξάγωμεν από τα μέταλλα την πανάκειαν αυτών και ότι η πανάκεια αύτη κατά βάθος, η αυτή εις όλα τα βασίλεια της φύσεως, διαρρυθμίζεται και ειδικοποιείται εν τούτοις αναλόγως των μορφών και των ειδών.
Η χρησιμοποίησις της πανακείας ταύτης είναι τριπλή: δια συμπαθείας, δι’ απώσεως ή δι’ εξισορροπήσεως. Η διαβαθμισμένη πεμπτουσία είναι το υποβοηθητικόν μέσον των μορφών, η πανάκεια εκάστου βασιλείου πρέπει να εξαχθή από αυτό το ίδιον βασίλειον δια προσάψεως του πρωταρχικού υδραργύρου ή του ανθρωπίνου μαγνητισμού.
Αυτά είναι εν συντόμω τα συνοπτικά στοιχεία της επιστήμης ταύτης, περιεκτικής και βαθείας ως η καββάλα, μυστηριώδους όπως η μαγεία και πραγματικής όπως οι θετικαί επιστήμαι, αλλά διωχθείσης συχνά λόγω της πλεονεξίας των κακών μυστών και λόγω της σκοτεινότητος δια της οποίας οι αληθείς σοφοί περιέβαλον τας θεωρίας και τα έργα των.


Eliphas Levi (Alphonse Louis Constant)
Ιστορία της Μαγείας Τόμος Α’
Μετάφραση Πέτρος Γράβιγγερ
Βιβλιοθήκη της Σφιγγός Νο 018
Εκδόσεις Διμελή

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ – ARTHUR SCHOPENHAUER



Ο θάνατος είναι η πηγή της έμπνευσης, ο μουσηγέτης της φιλοσοφίας... Δίχως αυτόν ο άνθρωπος δύσκολα θα μπορούσε να φιλοσοφίσει.

*

Η γέννηση και ο θάνατος ανήκουν εξ ίσου στη φύση και χρησιμεύουνε σαν αντίρροπα, το ένα για το άλλο, γιατί το ένα αποτελεί αναγκαία συνθήκη για το άλλο. Γέννηση και θάνατος αποτελούν τα δύο ακραία σημεία, τους δύο πόλους κάθε εκδήλωσης της ζωής. Η πιο σοφή απ’ όλες τις μυθολογίες, η μυθολογία των Ινδών, το εκφράζει αυτό συμβολικά δίνοντας στον θεό του ολέθρου, τον Σίβα, μαζί με το περιδέραιο από νεκροκεφαλές σαν ιδιαίτερό του χαρακτηριστικό και το Λίγγαμ, το γενετήσιο όργανο το ανδρικό, σα σύμβολο της γονιμότητας. Γιατί ο έρωτας είναι το αντιστάθμισμα του θανάτου, που έχει ουσιαστική αλληλουχία μαζί του. Έρωτας και θάνατος εξουδετερώνονται αμοιβαία κι ο ένας αναιρεί το έργο του άλλου.
Γι’ αυτό κι οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι διακοσμούσανε τις πολύτιμες σαρκοφάγους των νεκρών τους με ανάγλυφες παραστάσεις από γιορτές, χορούς, γάμους, κυνήγια, ζωομαχίες και διονυσιακά ξεφαντώματα. Παράσταιναν τις πιο χαρούμενες, τις πιο τρελές, τις πιο έντονες εικόνες της ζωής. Ακόμα και συμπλέγματα ερωτικά ή συζεύξεις σατύρων με αίγες. Παρουσίαζαν έτσι ζωηρότερα την αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στο νεκρό που τον θρηνούν οι δικοί του, κλεισμένο μέσα στον τάφο και στην αθάνατη ζωή της φύσης.

*

Ο θάνατος είναι η οδυνηρή λύση του δεσμού που δημιουργείται απ’ την ηδονική πράξη της αναπαραγωγής. Σβήνει μ’ αυτόν κι εξαφανίζεται με τρόπο βίαιο το βασικό σφάλμα της υπόστασής μας. Είναι το δυνατό σκούντημα που μας ξυπνάει απ’ τα όνειρα της πλάνης.

*

Των περισσοτέρων ανθρώπων τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που συνιστούν την ατομικότητά τους, είναι τόσο ελεεινά και τιποτένια ώστε να μπορεί κανείς αδίσταχτα να πει πως ο θάνατος δεν αφαιρεί τίποτε απ’ αυτούς. Ό,τι απ’ αυτούς ίσως να έχει ακόμα κάποια αξία, δηλαδή τα γενικά χαρακτηριστικά της ανθρωπότητας, διασώζονται οπωσδήποτε στους άλλους ανθρώπους. Η αιωνιότητα είναι αναγκαία για το σύνολο της ανθρωπότητας και όχι για τ’ άτομα. Αν δινόταν στον άνθρωπο, με τον εντελώς αμετάβλητο χαρακτήρα του και τα στενά όρια της νοημοσύνης του, μια αιώνια ζωή, σίγουρα η αιωνιότητα θα του φαινότανε τόσο μονότονη και θα του προκαλούσε τόση αηδία, που στο τέλος για ν’ απαλλαχτεί απ’ αυτή την ανυπόφορη κατάσταση θα προτιμούσε την ανυπαρξία.
Αν είχαμε την αξίωση να μένουν στη ζωή τα άτομα αιωνίως θα ‘τανε σαν να θέλαμε να διαιωνίσουμε μια πλάνη. Γιατί στο κάτω κάτω κάθε ατομικότητα είναι μια επί μέρους πλάνη, μια παραγνώριση, κάτι που δεν έπρεπε να υπάρχει ολότελα. Γι’ αυτό αληθινός σκοπός της ζωής πρέπει να ‘ναι η απαλλαγή μας απ’ την πλάνη αυτή. Απόδειξη πως οι περισσότεροι άνθρωποι, όλοι οι άνθρωποι, είναι πλασμένοι με τέτοιο τρόπο που να μη μπορούν να είναι ευτυχισμένοι, σ’ οποιοδήποτε κόσμο ονειρεμένο κι αν τους βάλουν.
Αν ο κόσμος μας ήταν απαλλαγμένος από κακομοιριές και πόνους οι άνθρωποι θα καταντούσανε σε τέτοια πλήξη, που για να γλιτώσουν απ’ αυτήν θα προτιμούσαν χίλιες φορές να ξαναγυρίσουν με κάθε τρόπο στις κακομοιριές στα βάσανα και στις θλίψεις. Για να καλυτερέψει, λοιπόν, η κατάσταση του ανθρώπου, δεν είναι αρκετό να βρεθεί απλώς μέσα σ’ έναν κόσμο καλύτερο. Χρειάζεται να μεταμορφωθεί κι ο ίδιος ριζικά, με τρόπο που να μην είναι πια ό,τι είναι και να γίνει ό,τι δεν είναι.
Είναι λοιπόν απαραίτητο να πάψει ο άνθρωπος να ‘ναι αυτό που είναι. Την αναγκαία αυτή προϋπόθεση της μεταβολής την εκπληρώνει ο θάνατος κι αυτό είναι ίσα ίσα που μας κάνει να τον θεωρούμε σαν ηθική αναγκαιότητα. Γιατί η μετάσταση απ’ τον ένα κόσμο στον άλλο και η ολοκληρωτική αλλαγή της οντότητας είναι ουσιαστικά ένα και το αυτό.
Γεννιέται όμως το εξής ερώτημα: Αξίζει τάχα μια φορά που ο θάνατος έδωσε τέλος σε μια ατομική συνείδηση, εμείς να ποθούμε να ξαναξυπνήσει αυτή η ίδια η συνείδηση για να διαρκέσει αιώνια; Τι περιέχει αυτή η συνείδηση τον περισσότερο καιρό; Τι άλλο παρά ένα ρεύμα από σκέψεις πενιχρές, περιορισμένες, γήινες και μέριμνες δίχως τελειωμό; Ας την αφήσουμε λοιπόν ν’ αναπαυτεί εν ειρήνη μια και καλή.

*

φαίνεται πως το σταμάτημα κάθε ζωικής λειτουργίας είναι μια υπέροχη ανακούφιση για τη δύναμη που τη συντηρούσε. Αυτό μας εξηγεί γιατί παίρνουνε τέτοια έκφραση γλυκιάς γαλήνης τα πρόσωπα των περισσότερων νεκρών.

*

Πόσο μακριά είναι η νύχτα του άπειρου χρόνου αν συγκριθεί με το σύντομο όνειρο της ζωής.

*

Αν προσέξει κανείς το φθινόπωρο όλον εκείνο τον μικρό κόσμο των εντόμων, θα δει πως το ένα συγυρίζει τη φωλιά του για να κοιμηθεί τον πολύμηνο και βαρύ χειμωνιάτικο ύπνο του. Πωςτο άλλο ετοιμάζει το βομβύκιό του για να περάσει εκεί μέσα κλεισμένο όλο το χειμώνα σα σκουλήκι ναρκωμένο και ν’ αναγεννηθεί μια μέρα την άνοιξη, ξανανιωμένο και τελειότερο. Πως τα περισσότερα έντομα, νιώθοντας ότι φτάνει η ώρα να βρούνε την ανάπαυση στην αγκαλιά του θανάτου, τοποθετούν προσεχτικά το αυγό τους στο πιο κατάλληλο μέρος για να αναγεννηθούν μέσα σ’ αυτό μια μέρα σαν καινούρια όντα. Και ερωτώ: τι άλλο είναι όλα αυτά από ένα μεγάλο μάθημα για την αθανασία που μας δίνει η φύση για να καταλάβουμε πως ανάμεσα στον ύπνο και στο θάνατο δεν υπάρχει καμιά ουσιαστική διαφορά και πως ούτε ο ένας ούτε ο άλλος αποτελούνε κίνδυνο για την ύπαρξη;
Η φροντίδα που δείχνει το έντομο πριν πεθάνει όταν ετοιμάζει την βόμβυκα, την τρύπα του ή τη φωλιά του για ν’ αποθέσει το αυγό και η έγνοια του να εξασφαλίσει την τροφή για τη νύμφη που θα βγει απ’ αυτό και θα δει το φως της ζωής την ερχόμενη άνοιξη μοιάζει πολύ με την επιμέλεια του ανθρώπου που ταχτοποιεί από βραδύς τα φορέματά του κι ετοιμάζει το πρωινό φαγητό του για την άλλη μέρα, πριν πέσει να κοιμηθεί γαλήνια. Όλ’ αυτά θα ‘ταν αδύνατο να συμβαίνουν αν το έντομο που πρόκειται να πεθάνει το φθινόπωρο, θεωρούμενο αυτό καθαυτό (an sich) και στην πραγματική του ουσία, δεν ήταν ένα και το αυτό μ’ εκείνο που θα δει το φως την άνοιξη, έτσι όπως κι ο άνθρωπος που πέφτει να κοιμηθεί το βράδυ είναι ο ίδιος μ’ εκείνον που ξυπνάει την άλλη μέρα.

*

Η παρατήρηση οποιουδήποτε ζώου μας διδάσκει πως ο θάνατος δεν εναντιώνεται διόλου στο βαθύτερο νόημα της ζωής, στη θέλησή της, σ’ όλες τις εκδηλώσεις της. Τι βαθύ μυστήριο που κλείνει μέσα του κάθε ζώο! Κοιτάξτε το κοντινότερο, το σκύλο σας. Πόσο πρόσχαρος κι ήσυχος στέκεται εκεί κοντά σας. Πολλές χιλιάδες σκύλοι έπρεπε να πεθάνουν πριν δει αυτό τη ζωή. Μα ο χαμός όλων αυτών των σκυλιών δεν πείραξε στο παραμικρό την ιδέα του σκύλου. Ύστερα από τόσους θανάτους κι αφανισμούς αυτή δεν άλλαξε διόλου. Γι’ αυτό είναι ο σκύλος σας εδώ ακμαίος και ξανανιωμένος με νέες δυνάμεις, σα να ‘ταν η μέρα αυτή η πρώτη της ζωής του και μάλιστα μια μέρα που δεν θα τελειώσει ποτέ. Γι’ αυτό στα μάτια μου μέσα λάμπει η ακατάλυτη Αρχή που υπάρχει μέσα του ο αρχαίος(1). Τι πέθανε λοιπόν μέσα στις τόσες χιλιετηρίδες; Ο σκύλος βέβαια όχι, αφού στέκεται εδώ μπροστά μας απείραχτος. Απλώς και μόνο η σκιά του, το απεικόνισμά του που η αδυναμία του γνωστικού μας οργάνου δεν μπορεί να το συλλάβει αλλιώς, παρά μόνο μέσα στα πλαίσια του χρόνου.

*

Η ύλη με την απόλυτη διάρκειά της μας εξασφαλίζει την ακαταλυσία και χάρη σ’ αυτήν όποιος δεν θα μπορούσε να συλλάβει άλλου είδους ακαταλυσία μπορεί οπωσδήποτε να παρηγορηθεί με την ιδέα μιας κάποιας αθανασίας.
«Μα πως;» θα μου πούνε, «η διάρκεια ενός μορίου σκόνης, η διάρκεια της άψυχης ύλης μπορεί να θεωρηθεί σαν συνέχιση της δικής μας της ύπαρξης;»
Και τους απαντώ: «Ώστε τη γνωρίζετε λοιπόν αυτή τη σκόνη; Ξέρετε τι είναι και τι μπορεί να κάνει; Κοιτάχτε πρώτα να το μάθετε πριν την καταφρονήσετε».
Η ύλη αυτή που τώρα βρίσκεται εδώ σα σκόνη και σα στάχτη, αν διαλυθεί μέσα στο νερό, θα γίνει κρύσταλλος σε λιγάκι, θα πάρει μια μεταλλική λάμψη, ύστερα θ’ αναδώσει ηλεκτρικούς σπινθήρες και με τη γαλβανική της τάση θα εκδηλωθεί μια δύναμη που και τις πιο γερές ενώσεις μπορεί να καταλύσει και μέταλλα από χώματα να κάνει. Ναι, μπορεί ακόμα και σε ζώα ή φυτά να μετουσιωθεί και να δημιουργήσει ακόμα και ζωή, σαν αυτή που ο φόβος του χαμού της βασανίζει άδικα το στενό κεφάλι σας.
Η διάρκεια λοιπόν μιας τέτοιας ύλης δεν είναι κάτι αξιόλογο;

*

Δεν ξέρουμε κανένα περισσότερο εξαρτημένο απ’ την τύχη παιχνίδι ζαριών απ’ ό,τι είναι το παιχνίδι της γέννησης και του θανάτου. Παρακολουθούμε το παιχνίδι αυτό με υπερένταση, μ’ ενδιαφέρον και πολύ φοβισμένοι, γιατί έχουμε τη γνώμη πως στο παιχνίδι αυτό διακυβεύονται όλα για όλα.
Αντίθετα η φύση, που ποτέ της δεν είναι ψεύτρα, η φύση, η πάντα τόσο ειλικρινής και άδολη, εκδηλώνεται εδώ με τρόπο εντελώς διαφορετικό. Δείχνει καθαρά πως η ζωή ή ο θάνατος του ατόμου δεν την ενδιαφέρουν καθόλου. Αυτό φαίνεται πολύ καλά στις περιπτώσεις ιδίως που παραδίνει τη ζωή των ζώων και των ανθρώπων έρμαιο και στα παραμικρότερα ακόμα ατυχήματα, δίχως να καταβάλλει καμιά προσπάθεια να τους προφυλάξει ή να τους διασώσει.
Προσέξτε το έντομο που συναντάτε στο δρόμο σας. Ένα μικρό αθέλητό σας στραβοπάτημα κρίνει την ζωή και το θάνατό του. Δείτε τον γυμνοσάλιαγκα πως είναι παραδομένος, στον κίνδυνο του μοιραίου και στην διάθεση του καθενός, δίχως να έχει ούτε την δύναμη να τρέχει και να σώζεται με την φυγή, δίχως να έχει αμυντικά και επιθετικά όπλα για ν’ αμυνθεί και να φοβερίσει τους εχθρούς του, δίχως να έχει την ικανότητα να κρυφτεί. Δείτε το ψάρι που αμέριμνο ακόμα παίζει μέσα στο δίχτυ που σε λίγο θα το κλείσει για πάντα. Δείτε τον βάτραχο που έτσι βραδυκίνητος όπως είναι δεν μπορεί να τρέξει για να γλυτώσει. Δείτε το πουλί που ενώ ψηλά από πάνω του ζυγιάζεται στον αέρα ένα γεράκι έτοιμο να το σπαράξει, αυτό δεν παίρνει είδηση. Δείτε το πρόβατο που ο λύκος το παραμονεύει κρυμμένος μέσα στο σύδενδρο κι αυτό βελάζει απονήρευτο. Ολ’ αυτά τα’ άοπλα, απροστάτευτα ζώα πηγαινοφέρνουνε μέσα σε μια απόχη από μύριους κινδύνους που κάθε στιγμή απειλούν την ύπαρξη τους δίχως να ’χουν την παραμικρή συναίσθηση τι τα περιμένει. Έτσι η φύση με τον τρόπο που παρατάει τα ζωντανά πλάσματα της τα τόσο περίτεχνα πλασμένα, στην αρπαχτική διάθεση του ισχυρού στην ιδιοτροπία της πιο τυφλής τύχης, στην διάθεση του πρώτου τρελού που θα βρεθεί μπροστά, και στη σαδιστική κλίση κάθε παιδιού, και με την αδιαφορία που γενικά δείχνει, φανερώνει πως ο αφανισμός αυτών των όντων δεν την ενοχλεί, δεν έχει καμία σημασία γι’ αυτήν και πως το αποτέλεσμα όσο και η αιτία πολύ λίγο τη νοιάζουν.
Όταν λοιπόν η κυρίαρχη αυτή και παγκόσμια μητέρα παραδίνει δίχως την παραμικρή έγνοια, τα παιδιά της σε μυριάδες ενδεχομένους κινδύνους, φαίνεται πως ξέρει πολύ καλά πως τα πλάσματα της αυτά, πεθαίνοντας, ξαναγυρίζουν πάλι μέσα στους κόλπους της, κι όλη αυτή η ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο από ένα διασκεδαστικό παιχνίδι.
Μα και στους ανθρώπους φέρεται όμοια όπως και στα ζώα. Η ζωή μας ή ο θάνατος μας δεν την συγκινούν καθόλου. Γι’ αυτό θα ‘πρεπε ως ένα ορισμένο σημείο κι εμάς να μην μας συγκινεί ο θάνατος αφού η ατομική υπόσταση μας είναι ένα κομμάτι του μεγάλου συνόλου που λέγεται φύση.

*

Αν κοιτάξουμε μπροστά μας σ’ ένα μέλλον πολύ μακρινό και προσπαθήσουμε να παραστήσουμε μέσα στη φαντασία μας τις μελλούμενες γενιές με τα εκατομμύρια άτομά τους, τα διαφορετικά από μας στα ήθη και στα έθιμα, θα μας γεννηθεί το ερώτημα: Από που θα ‘ρθουν όλοι αυτοί; Που βρίσκονται τώρα; Που είναι κείνη η πλούσια μήτρα του μηδενός που κυοφορεί τον κόσμο, που κρύβει μέσα της τις επερχόμενες γενιές; Αλλά σ’ αυτό το ερώτημα είμαστε υποχρεωμένοι να’ απαντήσουμε χαμογελώντας: Που αλλού μπορεί να είναι παρά εκεί όπου κάθε πραγματικότητα ήτανε και θα βρίσκεται πάντα. Δηλαδή μέσα στο παρόν και σ’ ό,τι αυτό το παρόν περικλείει, δηλαδή μέσα στον ίδιο τον εαυτό σας, ασυλλόγιστοι άνθρωποι, που δεν καταλαβαίνετε, μέσα σε σας που τόσο επιπόλαια παραγνωρίζετε την ίδια σας την ουσία και που μοιάζετε σαν τα φύλλα του δέντρου που το φθινόπωρο αρχίζουν να κιτρινίζουν και, με τη σκέψη πως σε λίγο θα πέσουν, μοιρολογούν το πέσιμό τους και δεν εννοούν να παρηγορηθούν με την ιδέα πως καινούρια φυλλωσιά θα βγει να στολίσει το δέντρο μ’ ανοιξιάτικα φορέματα. Κλαίει και οδύρεται το κάθε φυλλαράκι: «Δε θα ‘μαι πια εγώ! Εκείνα θα ‘ναι ολωσδιόλου άλλα φύλλα!»
- Άμυαλο φυλλαράκι! Που πρόκειται λοιπόν να πας; Κι από που θα ‘ρθουν τ’ άλλα τα φύλλα; Που είναι το μηδέν εκείνο που την άβυσσό του φοβάσαι; Αναγνώρισε την ίδια σου την υπόσταση μέσα στην εσώτερη δύναμη τη μυστική, την ακατάπαυστη του δέντρου που μένει πάντα ίδια και μοναδική, μέσα στο αέναο πέρασμα τόσων και τόσων φύλλων απ’ αυτό το δέντρο και ποτέ δεν μεταβλήθηκε ούτε από γέννηση ούτε από θάνατο. Τάχα μη δεν συμβαίνει και με των ανθρώπων τις γενιές ό,τι και με τις γενιές των φύλλων;

οίηπερ φύλλων γενεή, τοιήδε και ανδρών(2) (qualis foliorum,talis et hominum)

_______________________
(1)Σ.τ.Μ. Γερμανικά γραμμένο Archaus (από το «αρχείος» = ο εξουσιαστικός, ο διοικητικός ή από το «αρχαίος» = αρχικός): Όρος που χρησιμοποιήθηκε απ’ τον Παράκελσο κ.α. και σημαίνει την άρχουσα ζωική δύναμη που υπάρχει κατά τη γνώμη του μέσα στο σώμα κι απ’ αυτήν εκπορεύονται όλες οι σωματικές και ψυχικές εκδηλώσεις του οργανισμού. Είναι κάτι ανάλογο με το εικαζόμενο «πνεύμα» του Γαληνού, τη «ζωική δύναμη» (Force vitale) μερικών νεότερων κλπ.
(2) Σ.τ.Μ. Από την Ιλιάδα (Ζ’ 146) του Ομήρου. Χαρακτηριστικό είναι πως ο Σοπενχάουερ στο κείμενό του παραθέτει λατινική μετάφραση αντί να δώσει την ερμηνεία απ’ ευθείας στη γερμανική γλώσσα.


ARTHUR SCHOPENHAUER
Σκέψεις και Αποσπάσματα
Μετάφραση Κώστας Σαρρόπουλος
Εκδόσεις Γκοβόστη 2002