Κάθε μέρα, πρωί και απόγευμα, πήγαινα
στη συνοικία με τους ήσυχους δρόμους,
όπου ήταν το γραφείο μου, και μερικές
φορές αναλογιζόμουν τη φθινοπωριάτικη
κείνη μέρα, όταν είχα έρθει εδώ για πρώτη
φορά, τότε που, στο κάθε πράγμα που έβλεπα
έψαχνα και κάποιο σημάδι της μοίρας,
και μου φαινόταν ότι τίποτα δεν ήταν
τόσο άθλιο και θλιβερό όσο η διάθεσή
μου. Τώρα το βλέμμα μου συνέχιζε να
ψάχνει να βρει σημάδια στο κάθε πράγμα.
Τι σημάδια; Σημάδια που τώρα απλά με
παρέπεμπαν το ένα στο άλλο, συνεχώς, ως
το άπειρο.
Μερικές φορές σ’ αυτή τη συνοικία,
τύχαινε να συναντήσω ένα κάρο που το
έσερνε ένα μουλάρι: ένα κάρο με δύο
ρόδες, που προχωρούσε στη μέση του
δρόμου, φορτωμένο με δεκάδες μπόγους.
Άλλοτε, πάλι, το συναντούσα σταματημένο
μπροστά σε μια πόρτα, το μουλαράκι να
σκύβει το κεφάλι του, και πάνω στις
άσπρες μεγάλες σακούλες να κάθεται ένα
κοριτσάκι.
Ύστερα συνειδητοποίησα ότι σ’ εκείνα
τα μέρη δε γύριζε μονάχα ένα κάρο αλλά
πολλά. Δε θα μπορούσα να πω πότε άρχισα
να το συνειδητοποιώ. Ο καθένας μας βλέπει
καθημερινά χιλιάδες πράγματα στα οποία
δε δίνει καμιά σημασία. Μερικές φορές,
μάλιστα, αυτά τα πράγματα μας επηρεάζουν
χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Μετά
αρχίζουμε, τυχαία, να συνδέουμε δυό
πράγματα μαζί και όλα τότε ξαφνικά
αποκτούν μαι σημασία. Η θέα αυτών των
κάρων, χωρίς να το καταλαβαίνω, με
ηρεμούσε, γιατί ένα τέτοιο ασυνήθιστο
θέαμα – ένα κάρο που σου θυμίζει χωριά
και λιβάδια στη μέση μιας πόλης γεμάτης
αυτοκίνητα – είναι αρκετό για να σου
θυμίσει ότι ο κόσμος δεν είναι ποτέ
μονοκόμματα φτιαγμένος.
Είχα, λοιπόν, αρχίσει να παρατηρώ αυτά
τα κάρα. Ένα κοριτσάκι, με τα μαλλιά του
πλεξούδες, καθόταν στην κορυφή του
βουνού από τους άσπρους μπόγους και
διάβαζε κάποιο παιδικό εικονογραφημένο
περιοδικό. Ύστερα, έβγαινε από την πόρτα
ένας χοντρός άντρας που κουβαλούσε
άλλους δυό μπόγους. Τους απίθωνε πάνω
στην άμαξα, ελευθέρωνε το μοχλό του
φρένου, φώναζε άν «μπρρρ...» στο μουλάρι
και έφευγαν, με το κοριτσάκι που συνέχιζε
να διαβάζει. Σταματούσαν σε μια άλλη
πόρτα. Ο άντρας ξεφόρτωνε μερικούς
σάκους και τους πήγαινε μέσα.
Πιο εκεί, σε ένα άλλο δρόμο εκεί κοντά,
προχωρούσε ένα ακόμα κάρο με επιβάτες
ένα γεροντάκι και μια γυναίκα, που
ανεβοκατέβαινε τις σκάλες των σπιτιών
μεταφέροντας τεράστιους μπόγους στο
κεφάλι της.
Άρχισα
να συνειδητοποιώ ότι τις ημέρες που
έβλεπα αυτά τα κάρα ήμουν πιο καλοδιάθετος
και αισιόδοξος, και ότι οι μέρες αυτές
ήταν πάντα Δευτέρες. Έτσι έμαθα ότι οι
άντρες και οι γυναίκες που πλένουν ρούχα
οργώνουν την πόλη κάθε Δευτέρα φέρνοντας
τους μπόγους με τα καθαρά ρούχα και
παίρνοντας τους μπόγους με τα βρόμικα.
Τώρα
που ήξερα όλα αυτά τα πράγματα, η θέα
των κάρων δεν περνούσε για μένα ποτέ
πια απαρατήρητη. Αρκούσε να δω ένα απ’
αυτά και αμέσως έλεγα στον εαυτό μου
«Μα βέβαια, είναι Δευτέρα σήμερα!» κι
αμέσως μετά έβλεπα ένα δεύτερο να προχωρά
σε κάποιον άλλο δρόμο, κι ένα σκύλο που
γαύγιζε να το ακολουθεί, κι ένα τρίτο
πιο εκεί να απομακρύνεται με τους άσπρους
και κίτρινους ριγέ μπόγους.
Όταν
γύριζα από το γραφείο και έπαιρνα το
τραμ που με πήγαινε σε άλλους, πιο
πολυσύχναστους δρόμους, έβλεπα την
κίνηση των αυτοκινήτων να καθυστερεί
σε κάποια διασταύρωση, γιατί αργά αργά
περνούσε η ακτινωτή ρόδα ενός κάρου. Το
μάτι μου, στη συνέχεια, έπεφτε τυχαία
σε κάποια πάροδο και έβλεπα ένα μουλάρι
σταματημένο κοντά στο πεζοδρόμιο, με
τους μπόγους της πλύσης που ένας άντρας
με ψάθινο καπέλο φόρτωνε και ξεφόρτωνε.
Εκείνη
την ημέρα πριν γυρίσω σπίτι μου, έκανα
μιά ασυνήθιστα μεγάλη βόλτα και σε κάθε
βήμα μου συναντούσα τα κάρα με τους
μπόγους της πλύσης. Καταλάβαινα ότι για
μια πόλη η παρουσία τους ήταν ένα είδος
γιορτής, γιατί όλοι έμοιαζαν ιδιαίτερα
χαρούμενοι αφού έδιναν τα βρομισμένα
από την καπνιά ρούχα τους και ένιωθαν
επιτέλους το καθαρό ρούχο πάνω τους,
έστω και για λίγο.
Την
επόμενη Δευτέρα θέλησα να ακολουθήσω
τα κάρα, να δω που πήγαιναν όταν τελείωναν
τη δουλειά τους. Περπατούσα λίγο στην
τύχη, γιατί πότε ακολουθούσα ένα κάρο,
πότε ένα άλλο, και κάποια στιγμή κατάλαβα
ότι όλα κατέληγαν να παίρνουν την ίδια
κατεύθυνση, τους ίδιους δρόμους. Σε
κάποιο σημείο συναντιόνταν και ο ένας
αμαξάς έμπαινε πίσω από τον άλλο και
χαιρετιόνταν και αλληλοπειράζονταν.
Συνέχισα να τους ακολουθώ μέχρι που
κουράστηκα. Πριν, όμως, τους αφήσω
κατάφερα να μάθω ότι υπήρχε ένα
συγκεκριμένο χωριό στο οποίο έμενε όλος
αυτός ο κόσμος που έπλενε ξένα ρούχα.
Ήταν ο οικισμός της Μπάρκα Μπέρτουλα.
Ένα
απόγευμα αποφάσισα να πάω μέχρι εκεί.
Πέρασα μια γέφυρα πάνω από το ποτάμι,
αφήνοντας πίσω μου την πόλη. Τώρα, μονάχα
μια σειρά από σπίτια συντρόφευαν το
γεμάτο καμιόνια δρόμο. Πίσω από αυτά
υπήρχαν μονάχα χωράφια. Δεν έβλεπα ακόμα
πουθενά το χωριό της πλύσης. Κοντά σε
μικρές ταβέρνες οι κληματαριές έριχναν
τη σκιά τους στους φράχτες που ήταν
κτισμένοι στις όχθες μικρών καναλιών.
Προχωρούσα ψάχνοντας κάθε αλώνι, κάθε
μονοπάτι. Τώρα, καθώς άφηνα πίσω μου τις
κατοικημένες περιοχές, τα σπίτια στο
δρόμο είχαν αντικατασταθεί από λεύκες.
Κάποτε, στο βάθος, πέρα από τις λεύκες,
είδα τα λιβάδια που αρμένιζαν στο λευκό
χρώμα: ήταν τα απλωμένα ρούχα.
Άφησα
το δρόμοι και πήρα ένα μονοπάτι. Μέσα
στα χωράφια σειρές σκοινιά ήταν τεντωμένα
στο ύψος του ανθρώπου, φορτωμένα με τα
ρούχα μιας ολόκληρης πόλης, βρεγμένα
ακόμα από το πλύσιμο, όλα απλωμένα με
τις ζάρες τους στον ήλιο. (Μερικά χωράφια
φάνταζαν γυμνά από ρούχα, αλλά ήταν κι
αυτά γεμάτα από σκοινιά, σαν κρεβατίνες
χωρίς κλήματα).
Συνέχιζα
να τριγυρίζω ανάμεσα στους λευκοντυμένους
αγρούς, όταν ξαφνικά άκουσα γέλια. Γύρισα
και κοίταξα. Στην όχθη ενός καναλιού,
πάνω από ένα φράχτη, ήταν το τοιχάκι
ενός πλυσταριού και εκεί έβλεπες τις
πλύστρες με χέρια γυμνά, με χρωματιστά
φορέματα, με αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα
να γελούν και να φλυαρούν, οι νέες με τα
στήθια τους να πηγαίνουν πέρα δώθε μέσα
από τις μπλούζες, οι χοντρές και γριές
με μαντήλια στο κεφάλι τους, όλες να
κουνούν μπρος πίσω τα στρουμπουλά χέρια
τους μέσα στη σαπουνάδα ή να στύβουν με
μια ανάποδη κίνηση των αγκώνων τους τα
ήδη πλυμένα ρούχα. Ανάμεσά τους οι άντρες
με τα ψάθινα καπέλα ξεφόρτωναν τα καλάθια
και τους μπόγους, καθέναν ξεχωριστά, ή
βοηθούσαν κι αυτοί, με ένα τετράγωνο
σαπούνι τύπου Μασσαλίας στα χέρια τους,
ή κοπανούσαν τα ρούχα με ξύλινα πασσαλάκια.
Τα
είχα δει πια όλα και δεν είχα τίποτα να
πω ή να κάνω. Γύρισα πίσω. Στην άκρη του
δρόμου φύτρωνε χλόη κι εγώ προσπαθούσα
να περπατώ εκεί για να μη σκονίσω τα
παπούτσια μου και για να προφυλαχτώ
κάπως από τα καμιόνια που περνούσαν.
Συνέχιζα να χαζεύω τα χωράφια, τους
φράχτες, τις λεύκες, τις δεξαμενές, τις
επιγραφές πάνω σε μερικά χαμόσπιτα –
ΣΤΕΓΝΟΚΑΘΑΡΙΣΤΗΡΙΟ, ΣΥΝΤΕΧΝΙΑ ΠΛΥΝΤΩΝ
Της ΜΠΑΡΚΑ ΜΠΕΡΤΟΥΛΑ – τις γυναίκες
που περνούσαν με τα καλάθια και μάζευαν
τα καθαρά ασπρόρουχα από τα σκοινιά λες
και τρύγιζαν, τον ήλιο που φώτιζε τους
πράσινους κάμπους, εκείνο το άσπρο
χρώμα, και το νερό που κυλούσε πρησμένο
από τις γαλαζωπές φουσκάλες. Όχι σπουδαία
πράγματα δηλαδή, αλλά για μένα, που δεν
ζητούσα τίποτα άλλο παρά να συγκρατήσω
μερικές μόνο εικόνες στα μάτια μου, ήταν
ίσως αρκετό.
Italo Calvino
ΟΙ
ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΕΡΩΤΕΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΑΝΤΑΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΑΣΤΑΡΤΗ 1985
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου