Η Μπητ Γενιά, αυτό δηλαδή που
είχαμε ονειρευτεί, ο Τζον
Κλέλον κι εγώ, κι ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ πολύ πιο έντονα και παθιασμένα,
εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ‘40, μια
γενιά τρελών φωτισμένων χίπστερ που
ξεπροβάλλουν ξαφνικά κι αλωνίζουν
πάνω-κάτω την Αμερική, γεμάτοι σοβαρότητα
και περιέργεια, αλητεύοντας και κάνοντας
ωτοστόπ σε κάθε γωνιά της χώρας,
ρακένδυτοι, μακάριοι, όμορφοι με έναν
καινούριο απαίσιο χαρμόσυνο τρόπο –
ένα όραμα φτιαγμένο από τον απόηχο της
λέξης μπητ
όπως την είχαμε ακούσει να προφέρεται
στις γωνιές των δρόμων της Τάιμς Σκουαίρ
και του Βίλατζ, στις άλλες πόλεις της
νύχτας της μεταπολεμικής Αμερικής –
μπητ
–, μια λέξη που σημαίνει τσακισμένος,
βαρεμένος, γεμάτος όμως από μια έντονη
πεποίθηση. Ακόμη κι οι γερο-χίπστερς
του 1910 την έλεγαν μ’ αυτό τον τρόπο, με
έναν σαρκασμό γεμάτο μελαγχολία. Ποτέ
δεν είχε την έννοια του ανήλικου
εγκληματία. Είχε την έννοια μιας κάποιας
πνευματικότητας, άτομα που δεν φτιάχναν
συμμορίες αλλά που σαν μοναχικοί
Μπάρτλμπις κοιτούσαν από το παράθυρο
το νεκρό πολιτισμό μας. Οι υπόγειοι
ήρωες που κατάφεραν τελικά να ξεφύγουν
από τα δόντια της μηχανής «ελευθερίας»
που προβάλλει η Δύση και που τώρα την
ψάχνουν με χημικές ουσίες, γουστάρουν
τη μποπ, κοιτάζουν μέσα στη ψυχή τους,
ζουν τη «διαταραχή των αισθήσεων»,
μιλάνε μια γλώσσα περίεργη, είναι φτωχοί
και χαρούμενοι, προφητεύουν ένα καινούριο
στιλ Αμερικάνικης κουλτούρας, ένα
ολοκαίνουργιο στιλ (έτσι τουλάχιστον
πιστέψαμε) τελείως ελεύθερο από Ευρωπαϊκές
επιρροές (όχι όπως η Χαμένη Γενιά), ένα
νέο μαγικό κάλεσμα. Τα ίδια πάνω-κάτω
συμβαίνουν και στη μεταπολεμική Γαλλία,
εκείνη του Σάρτρ και του Ζενέ, και το
κυριώτερο, το ξέραμε. Για την ίδια όμως
την ύπαρξη της Μπητ Γενιάς, οι πιθανότητες
λένε ότι ήταν μια ιδέα μάλλον μέσα στο
μυαλό μας. Μέναμε ξύπνιοι εικοσιτέσσερις
ώρες
πίνοντας τον έναν καφέ μετά τον άλλον,
παίζοντας τον ένα δίσκο μετά τον άλλο,
Γουώρντελ Γκρέη, Λέστερ Γιανγκ, Ντεξτερ
Γκόρντον, Γουίλλις Τζάκσον, Λένι Τριστάνο
κι όλους τους άλλους, κάνοντας τρελές
συζητήσεις για όλη εκείνη τη θεία νέα
ατμόσφαιρα που πλανιόταν έξω στους
δρόμους. Γράφαμε ιστορίες για παράξενους
μακάριους Νέγρους, ατίθασους άγιους με
τραγίσιο γενάκι να κάνουν ωτοστόπ στην
Αϊόβα με ένα σαραβαλιασμένο σαξόφωνο
στην πλάτη, να κουβαλάνε το κρυφό μήνυμα
του φυσήματος
σε άλλες ακτές, άλλες πόλεις, σαν
πραγματικοί ιππότες Γκωτιέ «μηδέν
έχοντες» να οδηγούν κάποιαν αόρατη
Πρώτη Σταυροφορία. Είχαμε τους μυστικούς
μας ήρωες και γράφαμε ή καλύτερα
τραγουδούσαμε νουβέλες γι’ αυτούς,
υψώναμε ποιήματα για να υμνήσουμε τους
νέους «άγγελους» του Αμερικάνικου
αντεργκράουντ. Στην πραγματικότητα δεν
ήταν παρά μονάχα μια χούφτα οι αληθινοί
μάγκες, οι γάτες που ήταν χιπ, που τη
βρίσκαν με τη μουσική, που κι αυτοί όμως
εξαφανίστηκαν πολύ γρήγορα στη διάρκεια
του πολέμου της Κορέας τότε (αλλά κι
αργότερα) που ένα νέο ύπουλο είδος
αποδοτικότητας έκανε την εμφάνισή του
στην Αμερική. Ίσως και να ήταν το
αποτέλεσμα της παγκόσμιας καθιέρωσης
της τηλεόρασης και τίποτα άλλο (ο
Ευγενικός Ολοκληρωτικός Έλεγχος της
Αστυνομίας των αξιωματούχων της «ειρήνης»
του Ντράγκνετ), πάντως τα μπητ άτομα
μετά το 1950 εξαφανίστηκαν ένα-ένα στις
φυλακές και τα τρελοκομεία, ή περιπέσαν
σε έναν σιωπηλό κομφορμισμό. Η γενιά η
ίδια είχε μια σύντομη ζωή και τα μέλη
της ήταν ελάχιστα.
Δεν θα είχε
όμως κανένα νόημα να κάθομαι και να
γράφω αυτά που γράφω αν δεν ήταν εξίσου
αληθινό το γεγονός ότι, σαν από μια
θαυμαστή μεταμόρφωση, εντελώς ξαφνικά
η νεολαία αμέσως μετά τον πόλεμο της
Κορέας, ξεπρόβαλε πολύ κουλ και μπητ,
είχε ξεσηκώσει το στιλ και τις κινήσεις.
Σύντομα είχε απλωθεί παντού, το νέο
λουκ, το «λοξό» εκείνο στιλ με το αργόσυρτο
περπάτημα. Ώσπου στο τέλος πέρασε και
στον κινηματογράφο (Τζέημς Ντην) και
την τηλεόραση. Οι μποπ ενορχηστρόσεις
που κάποτε αποτελούσαν την κρυφή
εκστασιακή μουσική των αλλοπαρμένων
του μπητ άρχισαν να φιγουράρουν σε κάθε
τρύπα, σε κάθε ξενέρωτο βιβλίο ενορχήστρωσης
(δες για παράδειγμα τα έργα του Νηλ Χέφτι
και δεν εννοώ το βιβλίο του Μπέηζι), τα
οράματα της μποπ έγιναν ξαφνικά κτήμα
του εμπορικού λαϊκού κυκλώματος. Φράσεις
όπως “crazy”,
“hungup”, “hassle”, “make it”, “like” (“Like make
it over sometime, like”), “go”,
τις έμαθε και τις επαναλάμβανε όλος ο
κόσμος. Κάποιες
ουσίες απόκτησαν ξαφνικά εκατομμύρια
χρήστες (π.χ. τα ηρεμιστικά). Ακόμη και
το ντύσιμο των μπητ χίπστερς πέρασε
αυτούσιο στη γενιά του ροκ εντ ρολ μέσα
από τον Μοντγκόμερι Κλιφτ (δερμάτινο
τζάκετ0, τον Μάρλον Μπράντο (κοντομάνικο
μπλουζάκι) και τον Έλβις Πρίσλεϋ (οι
μεγάλες φαβορίτες) κι έτσι η Μπητ Γενιά,
παρότι είχε πεθάνει, αναστήθηκε και
δικαιώθηκε.
Ναι, έτσι
κατάληξαν τα πράγματα, και το λυπηρό
είναι ότι τη στιγμή που μου ζητάνε να
δώσω κάποιες εξηγήσεις για τη Γενιά των
Μπητ δεν έχει πια απομείνει τίποτα από
τη αρχική Μπητ Γενιά.
Κι όσο για
κάποια βαθιά ανάλυση του τι σημαίνει
κάτι τέτοιο... ποιος ξέρει; Ακόμη και σε
αυτό το τελευταίο στάδιο του πολιτισμού,
όπου το χρήμα είναι το μόνο πράγμα για
το οποίο νοιάζεται ο καθένας,
νομίζω ότι διανύουμε μάλλον τη Δεύτερη
Θρησκοληψία που προφήτευε ο Όζβαλντ
Σπένγκλερ για τη Δύση (την Αμερική, τον
τελευταίο σταθμό του Φάουστ), γιατί
υπάρχουν καθ’ οδό στοιχεία μιας κρυφής
θρησκευτικής σημασίας, για παράδειγμα,
άτομα σαν τον Σταν Γκετς, τη μεγαλύτερη
τζαζ ιδιοφυΐα της δικής του «τσακισμένης«
γενιάς, που όταν τον έβαλαν μέσα γιατί
είχε αποπειραθεί να ληστέψει ένα
ντραγκστορ, είδε ξαφνικά οράματα με το
Θεό και μεταμελήθηκε. Ανάλογες παράξενες
κουβέντες είχαμε ακούσει κι από τους
παλιούς χίπστερ, ότι «έρχεται η συντέλεια
του κόσμου» και η «δευτέρα παρουσία»,
«οράματα στο χάι της μαστούρας» ακόμη
και για επισκέψεις αγίων, κι όλοι τους
να τα πιστεύουν,
όλοι τους εμπνευσμένοι και φλογεροί κι
απαλλαγμένοι από Μπουρζουάδικους
Μποέμικους Υλισμούς.
Ένα αγόρι
είδε κάτι διεστραμένα οράματα για τον
Αρμαγεδώνα (όταν βρισκόταν στο
Σινγκ-Σινγκ). Κάποιο άλλο, οράματα ότι
μετεμψυχωνόταν σύμφωνα με τη θέληση
του
Θεού. Και κάποιο άλλο, περίεργα οράματα
για μια Αποκάλυψη στο Τέξας (πριν και
μετά την καταστροφή του Τέξας Σίτυ).
Λίγο μετά ένα παλαβό αγόρι προσπάθησε
να ζητήσει άσυλο σε μια εκκλησία (οι
μπάτσοι του έσπασαν το χέρι καθώς
προσπαθούσαν να τον βγάλουν έξω), κι ένα
αγόρι από την Τάιμς Σκουαίρ είδε το
όραμα της Δευτέρας Παρουσίας να
μεταδίδεται από την τηλεόραση (όλα αυτά
να συμβαίνουν, πέρα από κάθε αμφιβολία,
στην καθημερινή ζωή χαρακτηριστικών
ατόμων της γενιάς μου που τους γνωρίζω
προσωπικά). Επανεμφανίσεις του αισθήματος
μιας πρώιμης Γοτθικής άνοιξης της
Δυτικής ανθρωπότητας πριν αυτή μπει
στο Ορθολογιστικό Πνεύμα του «Πολιτισμού»
και προλάβει να αναπτύξει τη σχετικότητηα,
τα αεριωθούμενα και τις σούπερ-βόμβες,
τις υπέρ-κολοσσιαίες, γραφειοκρατικές,
ολοκληρωτικές αγαθοεργές, κατασκευές
του Μεγάλου Αδελφού. Κι έτσι, όταν έρθει,
όπως λέει ο Σπένγκλερ, η δύση του
πολιτισμού μας (κάπου εδώ κοντά, σύμφωνα
με τα μορφολογικά του σχεδιαγράμματα)
και κατακαθίσει η σκόνη του πολιτισμιακού
μόχθου, ιδού, η καθαρή, απογευματιάτικη
λάμψη θ’ αποκαλύψει ξανά τις αρχέγονες
έννοιές μας, θα φανερώσει τη μακάρια
αδιαφορία για τα πράγματα του Καίσαρα,
για παράδειγμα, μια κούραση για όλα αυτά
και μια δίψα, μια θλίψη για την υπερβατική
αξία, ή «Θεό», ξανά, τον «Παράδεισο» την
πνευματική θλίψη για την Ατέλειωτη
Αγάπη που η θεωρία μας για την
ηλεκτρομαγνητική παγκόσμια έλξη, η
κατάκτηση του διαστήματος από εμάς θα
αποδείξει, κι αντί μονάχα για τεχνικές
αποδοτικότητας,
θ’ απομείνουμε, σαν κάποιος πολιτισμός
που σείστηκε ολόκληρος από έναν βίαιο
σεισμό, μονάχα με τα Τελευταία Πράγματα...
ξανά.
Όλοι ξέρουμε
για τη Θρησκευτική Αναβίωση, τον Μπίλι
Γκράχαμ και τους άλλους, που η Μπητ
Γενιά, ακόμη και οι Υπαρξιστές με όλη
εκείνη τη διανοουμενίστικη επικάλυψη
και την προσποιητή αδιαφορία που τους
διακρίνει, αντιπροσωπεύουν με μια ακόμη
βαθύτερη θρησκευτικότητα, την επιθυμία
να χαθούν, μακριά από τούτο τον κόσμο
(που δεν είναι το βασίλειό μας), «ψηλά»,
εκστασιασμένοι, σωσμένοι, λες και
ξαναγυρίζουν και βρίσκονται κοντά μας
τα οράματα των μοναχών-αγίων της Σαρτρ
και του Κλαιρβώ, να ξεφυτρώνουν σαν
αγριόχορτα ανάμεσα στα πεζοδρόμια ενός
άκαμπτου πολιτισμού που πεθαίνει
αποκαμωμένος μέσα στους ύστατους
σπασμούς του.
Ή ίσως η
Μπητ Γενιά, ένα βλαστάρι που ξεπετάχτηκε
από τη Χαμένη Γενιά, να είναι ένα ακόμη
βήμα προς την τελευταία, χλωμή γενιά
που κι αυτή όμως δεν θα μάθει ποτέ τις
απαντήσεις.
Όπως και
να έχει πάντως, οι ενδείξεις μας λένε
ότι ο αντίκτυπος της ρίζωσε μέσα στην
Αμερικάνικη κουλτούρα.
Ίσως.
Αλλά και
πάλι, υπάρχει καμιά διαφορά;
(1958)
Jack
Kerouac - William Burroughs
Οι
Γυμνοί Άγγελοι
Μετάφραση
Γιώργος Γούτας
Εκδόσεις
Ελεύθερος Τύπος 1988
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου