Γυρίζοντας
πίσω, γνωρίζεις τα σύνορα της πόλης
ώσπου φτάνει η ματιά.
Ακόμα
και το καλοκαίρι φοράς μακρυμάνικα
πουκάμισα και βαριά καπέλα, χωμένα
χαμηλά.
Ο
άνεμος θυμώνει πάντα εδώ.
Η
γυναίκα που αγαπούσες κάποτε, κάθεται
χλωμή σαν ξεπλυμένη πέτρα,
ο
άντρας της τρελός, το σπίτι τους ένας
σωρός σπασμένα κόκαλα.
Ο
ουρανός απλώνεται σαν ξέθωρο βαμβακερό,
πάνω
από
του ξαδέρφου σου το μαγαζί. Η παλιά
πρόσοψη
αλλοτινού
καιρού απομεινάρι, καθρεφτίζει
το
παρελθόν σου στα ρυτιδιασμένα μάτια
του.
Θέλεις
να κλάψεις, μα ξέρεις πως ο ήλιος κάνει
τα δάκρυα αλάτι
πριν
κατεβούν απ’ τα ματόκλαδα σου σε τούτη
την απελπισμένη πόλη,
όπου
η μόνη ελπίδα είναι μια θαμπή καμπάνα
στην Εκκλησία των Βαπτιστών
που
σημαίνει κάποτε-κάποτε τις Κυριακές.
Αγγίζεις
τη γυναίκα στο πλευρό σου και θέλεις
να
εξηγήσεις γιατί λείπει
το
χρώμα, το στολίδι, μα δεν το κάνεις. Κι
εκείνη ξέρει
πως
κλείνεσαι πάλι στον εαυτό σου.
ΑΥΤΟΙ
ΠΟΥ ΦΕΡΝΟΥΝ ΤΟΝ ΤΡΟΧΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
13
ινδιάνοι ποιητές
Μετάφραση
Κ. Ασημακόπουλος – Ντίνα Σιδέρη
Εκδόσεις
Δωρικός 1985
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου