.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 26 Μαΐου 2019

Το βέβαιο της ιατρικοποίησης κι εμπορευματοποίησης [του θανάτου] – Γιάννης Τζαβάρας



Νεώτερες κοινωνιολογικές έρευνες στρέφουν το βλέμμα τους όχι πια στη φιλοσοφική, παρά στην τεχνολογικά οργανωμένη διευθέτηση και κυριάρχηση του θανάτου. Ακόμα περισσότερο: κάνουν λόγο για ένα γιγάντιο πόλεμο, για μια ολοκληρωτική σταυροφορία κατά του θανάτου, κι όχι μόνο αρνούνται να δουν το θάνατο ως κοινωνικό ταμπού, παρά διαβλέπουν μια ομαδική συνειδητή κινητοποίηση κατά του πανάρχαιου αυτού εχθρού. Το ιδεώδες μιας καθολικής ιατρικής περίθαλψης, η οποία παρέχοντας σταθερή σωματική υγεία θα οδηγήσει ως τα βαθιά γεράματα κάθε μέλος της κοινωνίας, δεν είναι καινούριο. Κατά τους τελευταίους όμως αιώνες διαγράφεται όλο και πιο έντονα, παίρνει σαφέστερες μορφές πραγμάτωσης και κυριαρχεί ως απαράγραπτο στοιχείο της κοινωνικής πραγματικότητας. Η έννοια ενός «φυσικού θανάτου», δηλαδή αβίαστου και ανώδυνου, χωρίς εξωτερικές επιβολές και σωματικές κακώσεις, έννοια που εμφανίζεται με το ξέσπασμα της βιομηχανικής επανάστασης και της ολοένα αυξανόμενης ιατρικής προόδου, δίνει σήμερα τη θέση της στην έννοια του κλινικού θανάτου και της εντατικής παρακολούθησης (Intensivstation), που δεν είναι πια δυνατό να θεωρηθούν σε συνάφεια με οτιδήποτε «φυσικό». Η τεχνολογικά οργανωμένη προσπάθεια, να χρησιμοποιούνται όλα τα δυνατά μέσα για τη διατήρηση του έμψυχου σώματος όσο γίνεται περισσότερο χρόνο ακόμα και σε κωματώδη, ανέλπιδη, κλινικά νεκρή κατάσταση, φανερώνει σήμερα μορφές θανάτου όχι απλώς αφύσικες αλλά και απάνθρωπες. Αυτή η ιατρικοποίηση του θανάτου έχει όχι μόνο ευρύτατα καθιερωθεί, αλλά έχει αντικαταστήσει κι εξαφανίσει κάθε διαφορετικό ιδεώδες θανάτου εγκαθιστώντας ασυζήτητα την αναγκαιότητά της.
Ξεκινώντας ως καπιταλιστικό προνόμιο της οικονομικά κυρίαρχης μειονότητας και βρίσκοντας ευθύγραμμη επέκταση ως απαιτούμενο και τελικά αναφαίρετο δικαίωμα μιας ολοένα διευρυνόμενης μεσοαστικής τάξης η ισόβια ιατρική «ασφάλιση» και περίθαλψη, καταλήγει σε μια αυτονόητη πραγματικότητα. Από ιδεώδες και προνομιούχο δικαίωμα μεταβάλλεται σε καθολικό κανόνα, που καθιστά αδιανόητη οποιαδήποτε εναλλακτική περίπτωση. Η κοινωνία αναλαμβάνει μια ολική κυριάρχηση πάνω στις συνθήκες εξασθένισης και αποβίωσης ακόμα και του έσχατου μέλους της, αναλαμβάνει το καθήκον να εμποδίσει και να καθυστερήσει με κάθε διατιθέμενο μέσο την αποβίωση αφαιρώντας διακριτικά από το επιμέρους άτομο ολοένα περισσότερη πρωτοβουλία για έναν ιδιότυπο, με ατομική ευθύνη και απόφαση πραγματοποιούμενο θάνατο. Η αοριστία της θανατικής στιγμής μπαίνει μέσα σε τεχνολογικά δομημένο έλεγχο, η «επ’ αόριστο» καθυστέρηση του ξεψυχίσματος καθορίζεται από το εκάστοτε επιτευγμένο βεληνεκές της τεχνικής επάρκειας. Ο αγώνας κατά του θανάτου μεταβιβάζεται ολοκληρωτικά στις ικανότητες του γιατρού, στου οποίου τα χέρια ο ετοιμοθάνατος έχει μοναδικό καθήκον να συμπεριφέρεται σαν πειθήνιο κι άβουλο πειραματόζωο, δείχνοντας κατά προτίμηση όσο το δυνατό λιγότερο φόβο κι απαισιοδοξία προ του μοιραίου.
Η ιατρική επιστήμη, συγκεκριμενοποιούμενη στο πρόσωπο του γιατρού και των τεχνικών μέσων, παίρνει έτσι την πρωτοβουλία να σχετιστεί με το θάνατο κάθε ατόμου ως μοναδικά αρμόδια. Ο γιατρός αποκτά κανονιστικές αρμοδιότητες πάνω στην τελική έκβαση της ζωής, όπως έχει ήδη κανονίσει επί σειρά ετών την ποσότητα της διατροφής ή του ύπνου, την κατά καιρούς αποχή από τη δουλειά ή από την ανάπαυση, τον τρόπο και το βαθμό κάθε διασκέδασης κι έντασης. Η προσωπική ενασχόληση του ατόμου με τον επικείμενο θάνατο αποτελεί ενόχληση στο έργο του γιατρού, και κατά το πλείστο αποφεύγεται ακόμα και η ελάχιστη μνεία ενός τέτοιου θέματος. Ως επιθυμητή και συχνά επιβαλλόμενη θεωρείται η απαλλαγή από κάθε έγνοια σχετικά με το θάνατο, η ανάθεση αυτής της έγνοιας στην ιατρική αυθεντία και κατά συνέπεια η επανάπαυση από κάθε σχετική αβεβαιότητα. Κάθε επιστήμονας έχει αναλάβει την ευθύνη για μια ορισμένη περιοχή, στην οποία ισχύει ως αρμόδιος και απόλυτα εξουσιοδοτημένος. Αλλά ο γιατρός διεκδικεί μια περιοχή που εκτείνεται πολύ ευρύτερα από την προσωρινή αποκατάσταση της υγείας. «Εφόσον ήδη ο μηχανικός είχε μάθει να κυριαρχεί τη γη, όπως ο παιδαγωγός τη γνώση, γιατί δε θα μπορούσε ο βιολόγος ή ο γιατρός να κυριαρχεί το θάνατο;» Η ανησυχία του άρρωστου για το αβέβαιο τέλος γαληνεύει, εφόσον επαναπαύεται στη γνώση του ειδικού, ο οποίος παίρνει θεϊκές ή μαγικές διαστάσεις, κατά το μέτρο που αποφασίζει «για ζωή ή για θάνατο». Ακόμα και οι προοπτικές για μια προκαθορισμένη στιγμή αποβίωσης δείχνουν να εξασφαλίζονται από την επιστήμη: «Εφεξής δε θα υπάρχουν πια πρόωροι θάνατοι. Ο θάνατος θα φτάνει στο τέλος μιας μακριάς ζωής. Θα είναι μεν βέβαιος, αλλά η ώρα του δε θα είναι πια αβέβαιη. Αντίθετα η ώρα του θα είναι όχι μόνο βέβαιη αλλά και προγεγραμμένη»[Philippe Aries – 1973].
Ο ρόλος τον οποίο επωμίστηκε η ιατρική επιστήμη δε μοιάζει ωστόσο να αντιστοιχεί προς τις ικανότητές της. Παρ’ όλα τα λαμπρά της επιτεύγματα είναι ακόμα πολύ αμφίβολο το χρονικό σημείο που θα επιφέρει την ανακούφιση του ανθρώπου από την αρρώστια, τον πόνο και το θάνατο. Αφενός γιατί η παρατηρούμενη κατά τις τελευταίες δεκαετίες πληθυσμιακή έκρηξη, οι χαίνουσες πολιτικό-οικονομικές διαφορές ανάμεσα στα κράτη και οι αδιάκοπα εγειρόμενοι ή επαπειλούμενοι πόλεμοι καθιστούν όλο και πιο μακρινή την ελπίδα για μια κυριάρχηση πάνω στο βίαιο μαζικό θάνατο. Αφετέρου η επιχειρούμενη στα ιατρικά εργαστήρια εξαφάνιση καταστροφικών ιών και μικροβίων, ανανέωση καταπονημένων σωματικών οργάνων, υπερνίκηση κληρονομικών ή επίκτητων μειονεκτημάτων και χρόνιων νοσημάτων απέχει ακόμα πολύ από το να παρουσιάζει τελειωτικά επιτεύγματα. Αλλά η βελτίωση της υγιεινής κατάστασης των σύγχρονων και μελλοντικών ανθρώπινων γενεών δε δείχνει καν να εξαρτάται από την ιατρική επιστήμη τόσο, όσο από τη διεθνή πολιτική ή από την κοινωνική συμπεριφορά των λαών. Αυτή τούτη η προσπάθεια καταπολέμησης της αρρώστιας και καθυστέρησης του θανάτου αποδείχνεται ως θεσμοποιημένη μεθόδευση κοινωνικής κυριάρχησης. «Οι ιατρικοποιημένες κοινωνικές εθιμοτυπίες δεν είναι τίποτε άλλο από μια άποψη του κοινωνικού κοντρόλ, το οποίο εξασκείται μέσω του μάταιου αγώνα κατά του θανάτου» [Ivan Illich – 1979].
Στις βιομηχανικά και τεχνολογικά αναπτυγμένες κοινωνίες έχει παρατηρηθεί μια ριζική μεταβολή της παραδοσιακής αντίληψης περί θανάτου, κατά το μέτρο που ολοένα ευρύτερα λαϊκά στρώματα συμπιέζονται μέσα στις ίδιες κλινικές κι εμπορευματικές συνθήκες μαζικού θανάτου. Ο επεκταμένος σε κάθε εκδήλωση ζωής καταναλωτισμός πραγμάτων, συμβάντων, αξιών και συμπεριφορών δεν ήταν δυνατό να παραβλέψει την περιοχή του θανάτου. Ανακαλύπτονται τρόποι ασφάλισης, περίθαλψης, πρόβλεψης, προστασίας που όχι μόνο μεταβάλλουν τον ίδιο το θάνατο σε εμπορεύσιμο προϊόν αλλά και εντάσσουν τη συμπεριφορά απέναντί του μέσα σε ένα πλαίσιο ακριβόλογων υπολογισμών και ισοζυγίων. Όπως σε κάθε αναλαμβανόμενο επάγγελμα, σε κάθε συνομολογούμενο συμβόλαιο, σε κάθε προσχεδιαζόμενο ταξίδι, σε κάθε οικογενειακό προγραμματισμό κλπ., έτσι και σε κάθε θανατική αναμέτρηση αποφασιστικό ρόλο παίζει η έγκαιρη πρόβλεψη και η ακριβής καταμέτρηση χρηματικών οφειλών και κερδών. Ο «καλός» ή «ευπρεπής» θάνατος εξαρτάται από την επάρκεια των διατιθέμενων χρημάτων για «ικανοποιητική» περίθαλψη στο νοσοκομείο, στο γηροκομείο, στο νεκροταφείο και στο γραφείο κηδειών. Η ψυχική διάθεση έγκαιρης προετοιμασίας για το «τελευταίο ταξίδι» εξαντλείται στη διαμόρφωση των κατάλληλων κοινωνικών συνθηκών, δηλαδή στη χρηματική αποζημίωση όλων των εξειδικευμένων παραεπαγγελματιών του θανάτου. Εντυπώνεται έτσι και κυριαρχεί μια «κοινωνικοπολιτική εικόνα περί θανάτου» [Ivan Illich – 1979], που εντάσσει τους καταναλωτές στη διεθνή μάζα ομοιόμορφα θνησκόντων χωρίς περαιτέρω αξιώσεις εξατομικευμένων απολαβών. Το αρχαίο θρησκευτικό ιδεώδες μιας παραδείσιας μεταθανάτιας απόλαυσης μέσα σε αρμονική συνύπαρξη με την αγαθή μερίδα ανανεώνεται με αντίστοιχη θρησκευτική αφοσίωση, περιορισμένο αυτή τη φορά στην εξασφάλιση κοινωνικά ταιριαστής αποβίωσης. Από την αμφίβολη πίστη στη μεταθανάτια διαιώνιση ο «κοινωνικοποιημένος» πολίτης προτιμά την κατοχυρωμένη με συμβόλαια βεβαιότητα μιας τεχνολογικά καλοοργανωμένης απόσβεσης.
Αυτή η καινούρια βεβαιότητα που δε βασίζεται τόσο σε θρησκευτικές, ηθικές ή αισθητικές αποτιμήσεις όσο σε ρασιοναλιστική και μηχανιστική θεώρηση της ανθρώπινης ζωής, δεν πολυνοιάζεται για την ισόβια διατήρηση αυτοβεβαιότητας και αυτοκυριαρχίας. Θεωρώντας αναξιόπιστη κάθε θρησκευτική υπόσχεση για ανάσταση, η πλειονότητα διαβλέπει καταρχήν ρεαλιστικά τη θανατική κενότητα, δε στέκεται όμως με θαρραλέο πείσμα να αναμετρηθεί μαζί της ως το τέλος. Η αυτοεγκατάλειψη στην ιατρική τεχνολογία δηλώνει αυτομόληση. Το άτομο δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του για το θάνατό του, όπως άλλωστε νιώθει αμέτοχο στον καθημερινά φανερωνόμενο θάνατο αμέτρητων ανθρώπων. Την ευθύνη υποτίθεται ότι αναλαμβάνει η κοινωνία, που μέσα στο θεοποιημένο της ρόλο μπορεί, σα μια πληθωρική σκακιέρα, να μην πολυανησυχεί για το θάνατο που επιφυλάσσεται στο κάθε αριθμημένο της πιόνι. Μαζί με την παράδοση της ευθύνης μεταβιβάζεται ασφαλώς και κάθε δικαίωμα επέμβασης πάνω στο άρρωστο σώμα. «Ο άρρωστος είναι άριστα προφυλαγμένος ενάντια στο να καθορίζει ο ίδιος τις συνθήκες του θανάτου του. Η κοινωνία αντιπροσωπευόμενη από το ιατρικό σύστημα, αποφασίζει το πότε και μετά από ποιους εξευτελισμούς και ακρωτηριασμούς θα επιτραπεί στον άρρωστο να πεθάνει... Ο δυτικός άνθρωπος έχει χάσει το δικαίωμα να κάνει ο ίδιος τη σκηνοθεσία στην τελευταία πράξη» [Ivan Illich – 1979]. Αυτή η άνευ όρων αυτοπαράδοση δείχνει να είναι τόσο πεπεισμένη για το αλάθητο του συστήματος, ώστε δεν ανησυχεί για επαλήθευση. Ίσα-ίσα την ενδιαφέρει το καταλάγιασμα κάθε υποψίας, με τη διαβεβαίωση ότι η κοινωνία θα αναλάβει εξ ολοκλήρου τα επακόλουθα.


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΒΑΡΑΣ
ΤΟ ΒΕΒΑΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ 1982


Κυριακή 19 Μαΐου 2019

Οι τρεις απαραίτητοι όροι της πραγματικής μύησης σύμφωνα με τον Rene Guenon – Πέτρος Γράβιγγερ



Παρά τας φαινομενικότητας, όλαι αι παραδόσεις, και συνεπώς όλαι αι μυστηριακαί οργανώσεις, απορρέουν εξ ενός μοναδικού «πνευματικού Κέντρου»: Η Παράδοσις υφ’ όλας της τας μορφάς, έχει ως μοναδικόν σκοπόν να εξασφαλίση εις κάθε εκλεκτόν, αναλόγως της ιδίας αυτού φύσεως, την συμμετοχήν εις τας παραγματικότητας πρωταρχικής τάξεως. Η μύησις, τ.ε. η συμμετοχή εις εκείνο που κάθε παράδοσις κατέχει ως το πλέον ανεκτίμητον δώρον, αποκλείει προφανώς κάθε σύλληψιν ομοιομορφίας και ισοτιμίας προϋποθέτει ιεραρχίαν όντων, την οποίας το σύστημα των τάξεων (CASTES) είναι η εικών εις τον εξωτερικόν κόσμον. Κάθε άνθρωπος δεν είναι δεκτικός μυήσεως. Ο GUENON καθορίζει σαφώς τους τρεις απαραιτήτους όρους, ίνα μια μύησις θεωρηθή ως πραγματική:
1.- Πρέπει προ παντός άλλου το άτομον να είναι κατάλληλον. Αφού η μυητική επίδρασις δέον να εφαρμοσθή επί μιας πρώτης ύλης (MATERIA PRIMA) ικανής να την δεχθή: ελλείψει ποιας τινός ισορροπίας της ατομικότητος, η τελευταία αύτη δεν θα δυνηθή αποτελεσματικά να δεχθή ωρισμένας επηρείας πνευματικής υφής και ημπορεί ακόμη να εκτεθή εις σοβαρούς κινδύνους. Κατά βάθος, δεν δύναταί τις να δεχθή εκ των έξω παρά μόνον απλάς ευκαιρίας δια την πραγμάτωσιν κατ’ έκδηλον τρόπον δυνητικοτήτων ας κατ’ αρχήν έχει εν εαυτώ. Εις τας μυήσεις με υπόβαθρον επαγγελματικόν (όπως ο Τεκτονισμός) η φυσική παρακώλυσις εις την ενάσκησιν του εν λόγω επαγγέλματος, αποτελεί δείγμα και συγκεκριμένην περίπτωσιν ακαταλληλότητος.
2.- Το δεύτερον στοιχείον – που είναι απαραίτητον δια την μετάδοσιν της μυήσεως – είναι η μεταβίβασις μέσω υπαγωγής εις μιαν παραδοσιακήν κανονικήν οργάνωσιν, μιας πνευματικής επηρείας, παρεχούσης εις το ον τον Φωτισμόν ο οποίος θα του επιτρέψη να αναπτύξη τας εν αυτώ δυνητικότητας. Η πνευματική αύτη επήρεια μεταβιβάζεται μέσω ειδικών συμβολικών τύπων. Αι «δοκιμασίαι» είναι προκαταρκτικοί τύποι δια την κυρίως μύησιν αποτελούν τον αναγκαίον πρόλογον, εις τρόπον ώστε η καθ’ αυτό μύησις είναι η άμεσος συμπλήρωσις και κατάληξις τούτων.
Πρέπει να σημειωθή ότι η αποτελεσματικότητα των μυητικών τύπων εξασφαλίζεται μόνον εφ’ όσον η «μυητική άλυσσις» δεν έχει διακοπή: δυνάμεθα από τινος απόψεως να συγκρίνωμεν την μυητικήν μεταβίβασιν προς την αποστολικήν διαδοχήν της Εκκλησίας, ουδείς δύναται αποτελεσματικά να μυηθή παρά μόνον εκ μέρους ατόμου ή ατόμων κεκτημένων κανονικήν διαδοχήν. Η προϋπόθεσις αύτη είναι βασική. Εν τούτοις η αξία των τύπων δεν προσβάλλεται ελλείψει «πνευματικής πραγματώσεως» ουσιαστικής εκ μέρους εκείνων που τους τελούν.
3.- Χρειάζεται τέλος, μετά την τέλεσιν της μυήσεως, να ακολουθήση η εσωτερική εργασία (εκτελουμένη αναλόγως της μεθόδου της ιδίας εις εκάστην μυητικήν οργάνωσιν) δια της οποίας αι προσφερθείσαι εις το ον δυνητικότητες, θα μετουσιωθούν δια τινός ουσιαστικής πνευματικής πραγματώσεως, της οποίας το έσχατον άκρον θα έδει να είναι η Απολύτρωσις ή η Υπάτη Ταύτισις. Η μύησις κυριολεκτικώς είναι η Απαρχή, η είσοδος εις την Οδόν.


Πέτρος Γράβιγγερ
Τεκτονικαί Μελέται
Βιβλιοθήκη της Σφιγγός (091)
Εκδόσεις Διμελή

Κυριακή 12 Μαΐου 2019

Ο ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ / DER WANDERER – FRIEDRICH HOLDERLIN



Μόνος στεκόμουν και κοίταζα μακριά τις αφρικάνικες ξερές
πεδιάδες. Από τον Όλυμπο έβρεχε φωτιά
αρπακτική! Ελάχιστα ηπιότερη από τότε που τα βουνά
ξεσχίζοντας με ακτίνες ο Θεός ύψη και βάθη δημιουργούσε.
Όμως πάνω σ’ αυτές κανένα δροσερό πράσινο δάσος
δεν αναθάλλει πλούσιο και λαμπρό στον ένηχο αέρα.
Το μέτωπο του όρους παραμένει αστεφάνωτο και εύγλωττα ρυάκια
δεν γνωρίζει, σπανίως η πηγή φτάνει κάτω στην κοιλάδα.
Για κανένα κοπάδι το μεσημέρι δεν περνά πλάι στο κελάρυσμα της βρύσης,
και φιλικά μέσα απ’ τα δέντρα δεν προβάλλει κάποια στέγη φιλόξενη.
Κάτω απ’ το θάμνο ένα σοβαρό πουλί καθόταν και δεν τραγουδούσε,
όμως οι πελαργοί, οι ταξιδιώτες, έσπευδαν να φύγουν μακριά.
Νερό τότε εγώ δεν σου εζήτησα, ω φύση! Στην έρημο,
νερό μου φύλαγε πιστά η ευλαβική καμήλα.
Για τα τραγούδια των δασών, αχ! Και για τους κήπους του πατέρα
παρακάλεσα, που μου τα θύμισαν της πατρίδας τα ταξιδιάρικα πουλιά.
Όμως εσύ μου μίλησες και μου είπες: κι εδώ υπάρχουνε θεοί και διαφεντεύουν,
μέγα είναι το μέτρο τους, κι ωστόσο ο άνθρωπος μετράει με τον πήχη.

Κι ο λόγος αυτός με παρακίνησε, ν’ αναζητήσω και κάτι το Άλλο,
μακριά στο βόρειο πόλο με τα πλοία έφτασα.
Στο χιόνι τυλιγμένη ήσυχα εκεί κοιμόταν αλυσοδεμένη η ζωή,
κι ο σιδερένιος ύπνος από χρόνια περίμενε τη μέρα.
Γιατί επί πολύν καιρό εδώ ο Όλυμπος δεν αγκάλιαζε τη Γη,
όπως του Πυγμαλίωνα τα μπράτσα τύλιγαν την αγαπημένη.
Εδώ δεν της άγγιζε το στήθος με το βλέμμα του ήλιου,
κι ούτε με τη βροχή και τη δροσιά δεν της μιλούσε φιλικά.
Κι εγώ απόρησα γι’ αυτό και ασυλλόγιστα είπα: Μητέρα
Γη, χάνεις λοιπόν πάντοτε σαν χήρα τον καιρό σου;
Γιατί το να μη γεννάς τίποτε και τίποτε να μη φροντίζεις με αγάπη,
και καθώς περνούν τα χρόνια να μη βλέπεις τον εαυτό σου στο παιδί
σου είναι σαν θάνατος.
Όμως μια μέρα ίσως ζεσταθείς απ’ την ακτίνα τ’ ουρανού,
κι από τον στερημένο σου ύπνο ίσως η πνοή του σε ξυπνήσει,
έτσι που σαν σπόρος να διαρρήξεις το φλοιό που σε τυλίγει
κι ο κόσμος ελευθερωμένος απ’ τα δεσμά του αποσπαστεί και χαιρετίσει το φως,
και όλη η συσσωρευμένη δύναμη φουντώσει σε μια πλούσια άνοιξη,
και ρόδα λάμψουν πυρωμένα και κρασί αφρίσει στον άγονο Βορρά.

Έτσι εμίλησα και τώρα επιστρέφω στον Ρήνο και στην πατρίδα,
όπως και άλλοτε απαλά οι άνεμοι της νιότης με χαϊδεύουν
και την επίμονη καρδιά μου μαλακώνουν τ’ ανοιχτά
γνώριμα δέντρα, που άλλοτε με λίκνισαν μες στα κλαδιά τους,
και το ιερό πράσινο, μάρτυς της ευτυχούς βαθιάς
ζωής του κόσμου με ζωντανεύει, με κάνει νέο.
Εγέρασα στα χρόνια αυτά, με χλόμιασε ο βόρειος πόλος
και στη φωτιά του Νότου έχασα τα μαλλιά μου.
Όμως, όταν κανείς, έστω και την εσχάτη μέρα της θνητής ζωής του,
έρθει από μακριά και κουρασμένος μέχρι τα βάθη της ψυχής του
τούτη τη χώρα ξαναδεί, για μια φορά ακόμη τα μάγουλά του
θε ν’ ανθίσουν, και τα σβησμένα μάτια του θα ξαναλάμψουν.
Του Ρήνου εσύ κοιλάδα ευτυχισμένη! Ούτε ένας λόφος δεν είναι χωρίς αμπέλι,
και της σταφυλής τα φύλλα τοίχοι και κήπος στεφανώνονται,
και με το ιερό ποτό γεμάτα είναι τα πλοία στο ποτάμι,
νησιά και πόλεις πνίγονται σε οπώρες και κρασί.
Αλλά χαμογελώντας σοβαρός αναπαύεται ψηλά ο γέρων Ταΰνος,
και με βελανιδιές στεφανωμένος κλίνει ο ελεύθερος την κεφαλή.

Και τώρα έρχεται από το δάσος το ελάφι, από τα σύννεφα το φως της μέρας,
ψηλά στον εύθυμο αέρα πετάει το γεράκι και τα γύρω κατοπτεύει.
Ωστόσο κάτω στην κοιλάδα, όπου τα άνθη τρέφονται από πηγές,
το χωριουδάκι απλώνεται ανέμελα μες στα λιβάδια.
Ήσυχα είναι εδώ. Μακριά αντηχεί ο μύλος πολυάσχολος,
αλλά οι καμπάνες μου αναγγέλουνε το γέρμα της ημέρα.
Ευχάριστα ηχεί το σφυρήλατο δρεπάνι και η φωνή του χωρικού,
που επιστρέφοντας στο σπίτι, αρέσκεται τα βήματα του ταύρου να καθοδηγεί,
ευχάριστα και το τραγούδι της μητέρας που είναι καθισμένη στο χορτάρι με το μικρό της γιο
κι εκείνος ευτυχισμένος πια να βλέπει αποκοιμήθηκε. Όμως τα σύννεφα βάφονται κόκκινα,
και στην αστραφτερή λίμνη, όπου το άλσος την ανοιχτή αυλόπορτα
με πρασινάδες πλημμυρίζει και το φως χρυσό παίζει γύρω από τα παράθυρα,
εκεί με υποδέχεται το σπίτι και του κήπου μου το μυστικό σκοτάδι,
όπου μαζί με τα φυτά κάποτε στοργικά μ’ ανέθρεψε ο πατέρας.
Όπου εγώ ελεύθερος ωσάν τους φτερωτούς έπαιξα μέσα σε αέρινα κλαδιά,
ή ατένισα απ’ την κορυφή του άλσους το πιστό γαλάζιο.
Πιστός ήσουν κι εσύ ανέκαθεν, πιστός παρέμεινες στον πλάνητα,
πιστά, όπως και άλλοτε, με δέχεσαι, ουρανό της πατρίδας.

Ακόμη ωριμάζουν τα ροδάκινα για χάρη μου, με κάνει ν’ απορώ η ανθοφορία,
σχεδόν σαν δέντρο στέκεται γεμάτη άνθη η τριανταφυλλιά.
Βαριά και σκοτεινή απ’ τους καρπούς έγινε στο μεταξύ η κερασιά μου,
και τα κλαδιά απλώνονται από μόνα τους στο χέρι που τους δρέπει.
Και στο δάσος με οδηγεί, όπως και άλλοτε, σε πιο ελεύθερα φυλλώματα
το μονοπάτι από τον κήπο ή και πιο κάτω στο ρυάκι,
όπου ξαπλωμένος την ψυχή μου έτερπα με τη φήμη των ανδρών εκείνων,
των αισθαντικών ναυτίλων. Κι ήταν τέτοια η δύναμη των μύθων σας,
που έφυγα στις θάλασσες και στις ερήμους ω κραταιοί!
Αχ! και μάταια μ’ αναζητούσαν ο πατέρας κι η μητέρα μου.
Αλλά που είναι; Σιωπάς λοιπόν; Διστάζεις; Προστάτη του σπιτιού!
Λοιπόν κι εγώ εδίστασα και μέτρησα τα βήματά μου,
καθώς πλησίαζα, κι όμοια με τους προσκυνητές στάθηκα σιωπηλός.
Ωστόσο εισήλθε, ανάγγειλε τον ξένο, το γιό,
έτσι που οι αγκαλιές ν’ ανοίξουν και να με αναστήσει η ευλογία τους,
κι εγώ να καθαγιαστώ και να μου χαριστεί και πάλι το κατώφλι!
Ωστόσο το μαντεύω, σε ξενιτιά ιερή έχουν φύγει
και ποτέ δεν θα επιστρέψουν οι αγαπημένοι μου.

Πατέρα και μητέρα; Κι αν ακόμη ζούνε κάποιοι φίλοι, αυτοί
περί άλλα τυρβάζουν, δεν θα ‘ναι πια ποτέ δικοί μου.
Ωστόσο θα ‘ρθω, όπως και άλλοτε, και θα προφέρω τα παλιά της αγάπης ονόματα,
θα ικετεύσω τις καρδιές, αν ακόμα χτυπούν, σαν άλλοτε,
αλλά αυτές θα παραμείνουν σιωπηλές. Έτσι πολλά ενώνει και χωρίζει
ο χρόνος. Τους μοιάζω πεθαμένος, κι αυτοί σ’ εμένα.
Κι έτσι είμαι μόνος. Όμως εσύ, πάνω απ’ τα σύννεφα,
πατέρα της πατρίδας! Κραταιέ Αιθήρ! Κι εσύ
γη και φως! Εσείς οι τρεις που ομόθυμοι διαφεντεύετε και αγαπάτε,
αιώνιοι θεοί! Ποτέ δεν σπάζει αυτό που μας συνδέει.
Από σας ξεκίνησα, μ’ εσάς περπάτησα,
εσάς, ω ευτυχείς, φέρνω πιο έμπειρος και πάλι πίσω.
Για τούτο άπλωσε μου τώρα το κύπελλο γεμάτο μέχρι επάνω
με το κρασί που βγαίνει απ’ τα ολόθερμα βουνά του Ρήνου.
Έτσι που να πιω πρώτα στους θεούς κι ύστερα στη μνήμη των ηρώων,
των ναυτικών, κι ύστερα πάλι στη δική σας, ω αγαπημένοι μου,
γονείς και φίλοι! Και τους μόχθους και τα πάθη να ξεχάσω
σήμερα κι αύριο και γρήγορα να ξαναβρεθώ με τους οικείους.

***

Einsam stand ich und sah in die afrikanischen dürren
Ebnen hinaus; vom Olymp regnete Feuer herab,
Reißendes! milder kaum, wie damals, da das Gebirg hier
Spaltend mit Strahlen der Gott Höhen und Tiefen gebaut.
Aber auf denen springt kein frischaufgrünender Wald nicht
In die tönende Luft üppig und herrlich empor.
Unbekränzt ist die Stirne des Bergs und beredtsame Bäche
Kennet er kaum, es erreicht selten die Quelle das Tal.
Keiner Herde vergeht am plätschernden Brunnen der Mittag,
Freundlich aus Bäumen hervor blickte kein gastliches Dach.
Unter dem Strauche saß ein ernster Vogel gesanglos,
Aber die Wanderer flohn eilend, die Störche, vorbei.
Da bat ich um Wasser dich nicht, Natur! in der Wüste,
Wasser bewahrte mir treulich das fromme Kamel.
Um der Haine Gesang, ach! um die Gärten des Vaters
Bat ich vom wandernden Vogel der Heimat gemahnt.
Aber du sprachst zu mir: Auch hier sind Götter und walten,
Groß ist ihr Maß, doch es mißt gern mit der Spanne der Mensch.

Und es trieb die Rede mich an, noch Andres zu suchen,
Fern zum nördlichen Pol kam ich in Schiffen herauf.
Still in der Hülse von Schnee schlief da das gefesselte Leben,
Und der eiserne Schlaf harrte seit Jahren des Tags.
Denn zu lang nicht schlang um die Erde den Arm der Olymp hier,
Wie Pygmalions Arm um die Geliebte sich schlang.
Hier bewegt' er ihr nicht mit dem Sonnenblicke den Busen,
Und in Regen und Tau sprach er nicht freundlich zu ihr;[84]
Und mich wunderte des und törig sprach ich: O Mutter
Erde, verlierst du denn immer, als Witwe, die Zeit?
Nichts zu erzeugen ist ja und nichts zu pflegen in Liebe,
Alternd im Kinde sich nicht wieder zu sehn, wie der Tod.
Aber vielleicht erwarmst du dereinst am Strahle des Himmels,
Aus dem dürftigen Schlaf schmeichelt sein Othem dich auf;
Daß, wie ein Samkorn, du die eherne Schale zersprengest,
Los sich reißt und das Licht grüßt die entbundene Welt,
All die gesammelte Kraft aufflammt in üppigem Frühling,
Rosen glühen und Wein sprudelt im kärglichen Nord.

Also sagt ich und jetzt kehr ich an den Rhein, in die Heimat,
Zärtlich, wie vormals, wehn Lüfte der Jugend mich an;
Und das strebende Herz besänftigen mir die vertrauten
Offnen Bäume, die einst mich in den Armen gewiegt,
Und das heilige Grün, der Zeuge des seligen, tiefen
Lebens der Welt, es erfrischt, wandelt zum Jüngling mich um.
Alt bin ich geworden indes, mich bleichte der Eispol,
Und im Feuer des Süds fielen die Locken mir aus.
Aber wenn einer auch am letzten der sterblichen Tage,
Fernher kommend und müd bis in die Seele noch jetzt
Wiedersähe dies Land, noch Einmal müßte die Wang ihm
Blühn, und erloschen fast glänzte sein Auge noch auf.
Seliges Tal des Rheins! kein Hügel ist ohne den Weinstock,
Und mit der Traube Laub Mauer und Garten bekränzt,
Und des heiligen Tranks sind voll im Strome die Schiffe,
Städt und Inseln, sie sind trunken von Weinen und Obst.
Aber lächelnd und ernst ruht droben der Alte, der Taunus,
Und mit Eichen bekränzt neiget der Freie das Haupt.

Und jetzt kommt vom Walde der Hirsch, aus Wolken das Tagslicht,
Hoch in heiterer Luft siehet der Falke sich um.[85]
Aber unten im Tal, wo die Blume sich nähret von Quellen,
Streckt das Dörfchen bequem über die Wiese sich aus.
Still ists hier. Fern rauscht die immer geschäftige Mühle,
Aber das Neigen des Tags künden die Glocken mir an.
Lieblich tönt die gehämmerte Sens und die Stimme des Landmanns,
Der heimkehrend dem Stier gerne die Schritte gebeut,
Lieblich der Mutter Gesang, die im Grase sitzt mit dem Söhnlein;
Satt vom Sehen entschliefs; aber die Wolken sind rot,
Und am glänzenden See, wo der Hain das offene Hoftor
Übergrünt und das Licht golden die Fenster umspielt,
Dort empfängt mich das Haus und des Gartens heimliches Dunkel,
Wo mit den Pflanzen mich einst liebend der Vater erzog;
Wo ich frei, wie Geflügelte, spielt auf luftigen Ästen,
Oder ins treue Blau blickte vom Gipfel des Hains.
Treu auch bist du von je, treu auch dem Flüchtlinge blieben,
Freundlich nimmst du, wie einst, Himmel der Heimat, mich auf.

Noch gedeihn die Pfirsiche mir, mich wundern die Blüten,
Fast, wie die Bäume, steht herrlich mit Rosen der Strauch.
Schwer ist worden indes von Früchten dunkel mein Kirschbaum,
Und der pflückenden Hand reichen die Zweige sich selbst.
Auch zum Walde zieht mich, wie sonst, in die freiere Laube
Aus dem Garten der Pfad oder hinab an den Bach,
Wo ich lag, und den Mut erfreut am Ruhme der Männer,
Ahnender Schiffer; und das konnten die Sagen von euch,
Daß in die Meer ich fort, in die Wüsten mußt, ihr Gewaltgen!
Ach! indes mich umsonst Vater und Mutter gesucht.
Aber wo sind sie? du schweigst? du zögerst? Hüter des Hauses!
Hab ich gezögert doch auch! habe die Schritte gezählt,
Da ich nahet, und bin, gleich Pilgern, stille gestanden.
Aber gehe hinein, melde den Fremden, den Sohn,[86]
Daß sich öffnen die Arm und mir ihr Segen begegne,
Daß ich geweiht und gegönnt wieder die Schwelle mir sei!
Aber ich ahn es schon, in heilige Fremde dahin sind
Nun auch sie mir, und nie kehret ihr Lieben zurück.

Vater und Mutter? und wenn noch Freunde leben, sie haben
Andres gewonnen, sie sind nimmer die Meinigen mehr.
Kommen werd ich, wie sonst, und die alten, die Namen der Liebe
Nennen, beschwören das Herz, ob es noch schlage, wie sonst,
Aber stille werden sie sein. So bindet und scheidet
Manches die Zeit. Ich dünk ihnen gestorben, sie mir.
Und so bin ich allein. Du aber, über den Wolken,
Vater des Vaterlands! mächtiger Aether! und du
Erd und Licht! ihr einigen drei, die walten und lieben,
Ewige Götter! mit euch brechen die Bande mir nie.
Ausgegangen von euch, mit euch auch bin ich gewandert,
Euch, ihr Freudigen, euch bring ich erfahrner zurück.
Darum reiche mir nun, bis oben an von des Rheines
Warmen Bergen mit Wein reiche den Becher gefüllt!
Daß ich den Göttern zuerst und das Angedenken der Helden
Trinke, der Schiffer, und dann eures, ihr Trautesten! auch,
Eltern und Freund'! und der Mühn und aller Leiden vergesse
Heut und morgen und schnell unter den Heimischen sei.


FRIEDRICH HOLDERLIN
ΕΛΕΓΕΙΕΣ, ΥΜΝΟΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΤΕΛΛΑ Γ. ΝΙΚΟΛΟΥΔΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ 1996

Κυριακή 5 Μαΐου 2019

Ο Απ. Παύλος και οι γυναίκες – ROBERT AMBELAIN



Αν μ’ αγαπούσατε όσο σας αγαπώ, τότε κανείς θνητός δε θ’ αγαπιότανε όσο εγώ...
Πάπας Γρηγόριος ο Ζ': Γράμμα προς την MATHILDA, δούκισσα της Τοσκάνης κι ερωμένη του
(Αναφέρεται από τον GEORGES LAS VERGNAS στο βιβλίο του: η πολυγαμική αγαμία του κλήρου, σελ. 23. Βιβλιογραφικά ντοκουμέντα υπάρχουν στο ίδιο βιβλίο στη σελ. 199. No 26, 27, 28 και 29.)

Είναι ένα καινούργιο, και διαφορετικό, είδος ανθρώπων, μια καινούργια ράτσα, που δε μοιάζει με τίποτα με τους ανθρώπους, που γνωρίζαμε μέχρι χθες. Δεν έχουν πατρίδα ούτε ήθη ούτε παραδόσεις. Αντιμάχονται όλους τους θεσμούς, θρησκευτικούς και πολιτικούς. Παραβαίνουν όλους τους νόμους και καταδιώκονται από τη νόμιμη δικαιοσύνη. Με τη συμπεριφορά τους, σ’ όλα τα μέρη του κόσμου, έχουν αποκτήσει τη χειρότερη φήμη. Θεωρούν τιμή τους να χαρακτηρίζονται με το σιχαμένο τους όνομα: Οι Χριστιανοί... Τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι Χριστιανοί για τις θεωρίες τους, ο Σωκράτης τους αντιμετώπισε, για τις δικές του θεωρίες μ’ ένα ατρόμητο κουράγιο και μια καταπληκτική ηρεμία. Τα λίγα αξιόλογα μέρη της ηθικής διδασκαλίας τους, τα έχουν πει, πριν από αυτούς, οι μεγάλοι φιλόσοφοι. Κατηγορώντας την πατροπαράδοτη θρησκεία μας, που την ονομάζουν ειδωλολατρία, διακηρύσσουν πως τ’ αγάλματα των Θεών μας είναι άψυχες πέτρες, που, πλανημένοι εμείς, λατρεύουμε. Γνωρίζουμε όμως, πριν απ αυτούς, με τι υλικό κατασκεύασαν οι καλλιτέχνες τ’ αγάλματα των Θεών. Γνωρίζουμε, πριν από αυτούς, ότι τ’ αγάλματα είναι ο υλικός συμβολισμός των Θεών.
Γνωρίζουμε τα λόγια του Ηρόδοτου, που είπε: «Όποιος προσεύχεται στις εικόνες, χωρίς να γνωρίζει τους Θεούς και τους Ήρωες, που αντιπροσωπεύουν, είναι σα να προσεύχεται σε άψυχες πέτρες!»
Η δύναμη, που ισχυρίζονται πως έχουν, προέρχεται από μυστηριώδη ο ν ό μ α τ α κι επικλήσεις σε διάφορα δαιμόνια. Χάρις στη μαγεία, ο Κύριός τους πραγματοποίησε όλα τα καταπληκτικά έργα, που του αποδίδουν. Έπειτα, με δολιότητα, διέταξε τους οπαδούς του, να φυλάγονται από αυτούς, που γνωρίζουν τα ίδια μυστικά και την ίδια τέχνη μ’ εκείνον, και ν’ αποφεύγουν αυτούς, που φτάνουν, χάρις στην ίδια τεχνική, στα ίδια αποτελέσματα, γιατί υποτίθεται πως μόνον αυτός ενισχυόταν από τη Θεία Δύναμη. Αστεία και γελοία αντίφαση! Καταδικάζοντας τους μιμητές του, πως δεν καταδικάζει και τον ίδιο του τον εαυτό; Αν οι ταχυδακτυλουργίες του δεν είναι αποτέλεσμα άπατης και τσαρλατανισμού, τότε γιατί οι ταχυδακτυλουργίες των άλλων, που χρησιμοποιούν την ίδια, ακριβώς, τεχνική, είναι απατηλές και καταδικάσιμες;...» (Κέλσιος: Α λ η θ ή ς λ ό γ ο ς ε ν α ν τ ί ο ν τ ω ν Χ ρ ι σ τ ι α ν ώ ν 1 -3. Περισσότερες λεπτομέρειες για τον συγγραφέα αυτόν, υπάρχουν στο πρώτο μας βιβλίο, «Ο Ιησούς ή το θανάσιμο μυστικό των Ναϊτών». Εδώ, χρησιμοποιείται η θαυμάσια μετάφραση στα γαλλικά, του LOUIS ROUGIER, έκδοση J.J. PAUVERT, Παρίσι 1956.).
Σε μιαν άλλη παράγραφο, του ίδιου έργου, ο τρομερός αυτός συγγραφέας παρουσιάζει τον τρόπο, που χρησιμοποιούσαν οι Χριστιανοί, για ν’ αποκτήσουν οπαδούς μέσα στα σπίτια και στις οικογένειες:
«Παρατηρήστε τους νηματουργούς, τους σανδαλοποιούς, τους υφαντές, ανθρώπους τελείως αμόρφωτους, πως κρατούν το στόμα τους κλειστό, μπροστά στους κυρίους τους, που είναι άνθρωποι έμπειροι, με κρίση και με μόρφωση. Παρατηρήστε τους, πως διαδίδουν τις θεωρίες τους στα π α ι δ ι ά κ α ι σ τ ι ς γ υ ν α ί κ ε ς τ ω ν σπιτιών, που είναι στο ίδιο επίπεδο αγραμματοσύνης μ’ εκείνους. Παρατηρήστε τους, πως διηγούνται όλες τις θαυματουργικές ανοησίες της πίστης τους. Υποστηρίζουν πως μόνο αυτοί είναι άξιοι εμπιστοσύνης και μόνο αυτοί γνωρίζουν την αλήθεια. Ο πατέρας της οικογένειας, οι παιδαγωγοί, είναι, κατά τη γνώμη τους, τρελοί, που αγνοούν την αλήθεια και δεν είναι ικανοί να τη διδάξουν. Μόνο αυτοί γνωρίζουν τον αληθινό τρόπο ζωής. Τα παιδιά, με την απειρία τους, τους ακολουθούν εύκολα, κι έτσι, η ευτυχία διοχετεύεται σε ολόκληρο το σπίτι και την οικογένεια! Αν τη στιγμή που ρητορεύουν, παρουσιαστεί ένας παιδαγωγός ή ο πατέρας της οικογένειας ή ένα οποιοδήποτε άλλο σοβαρό πρόσωπο, σωπαίνουν ντροπαλοί. Κι εξηγούν τη στάση τους αυτή, με τη δικαιολογία, ότι ο λόγος της αλήθειας είναι φτιαγμένος μόνο για παιδιά κι αγράμματες γυναίκες, και πως, αν ακουστεί στ’ αυτιά των διεστραμμένων ατόμων σαν τον πατέρα και τους παιδαγωγούς, θα προκαλέσει τη σκληρή τιμωρία, αυτών που τον κηρύσσουν. Φεύγοντας, δεν ξεχνάνε να υπενθυμίζουν στ’ ανύποπτα θύματα τους, πως, αν θέλουν να μάθουν περισσότερα, δεν έχουν παρά να συγκεντρωθούν κρυφά στο γυναικωνίτη ή στο μαγαζί του σανδαλοποιού ή στο εργαστήρι του νηματουργού, για να διδαχτούν εκεί, τον αληθινό δρόμο της ζωής...».
Να λοιπόν, που μας δίνεται η ευκαιρία, να θαυμάσουμε μια ζωντανή εικόνα της εποχής. Δεν πρόκειται γι’ αναπαράσταση. Ο Κέλσιος, που τα γράφει αυτά, και που ήταν σύντροφος του Αυτοκράτορα Ιουλιανού, στις φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας, διορισμένος, αργότερα, από τον ίδιο ηγεμόνα, σαν διοικητής της Καππαδοκίας, της Κιλικίας και της Βιθυνίας, θα είχε σίγουρα άμεση εμπειρία της προπαγάνδας των χριστιανών.
Θα ξανασυναντήσουμε ανάλογες μαρτυρίες, σε χριστιανικά πλέον κείμενα, που αποδεικνύουν τον προπαγανδιστικό ρόλο, που έπαιζαν οι γυναίκες, κι ιδιαίτερα οι νέες κοπέλες. Πολύ συχνά, τις «έδιναν για γάμο» εξαπατημένοι από διάφορες αόριστες υποσχέσεις (πράγμα που απαγορευόταν αυστηρά στο Ισραήλ). Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργούνται στις κοπέλες αυτές, σοβαρά ηθικά προβλήματα, που οι κήρυκες της νέας θρησκείας τα δικαιολογούσαν με τις θεωρίες τους περί αγαμίας, εγκράτειας και παρθενίας.

Στη συνέχεια του κεφαλαίου μας, θα εξετάσουμε ένα απόκρυφο κείμενο, τις Π ρ ά ξ ε ι ς τ ο υ Π α ύ λ ο υ , π ο υ λέγονται και Π ρ ά ξ ε ι ς τ ο υ Π α ύ λ ο υ κ α ι τ η ς Θ έ κ λ α ς . Σήμερα, υπάρχουν σε σλαβική, συριακή και αραβική έκδοση, του 6ου αιώνα. Υπάρχουν, ακόμα, αποσπάσματα της ελληνικής έκδοσης, σ’ έναν πάπυρο του 5ου αιώνα. από το κείμενο αυτό, φαίνεται καθαρά η επιρροή του Παύλου στις γυναίκες, που, με τα κριτήρια της εποχής του, μόνο σα μαγεία θα μπορούσε να εξηγηθεί.
Ο Παύλος συστήνει στους νέους ν’ αποφεύγουν το γάμο. Ταυτόχρονα συστήνει το ίδιο πράγμα και στις νέες. Βλέπουμε, όμως, πως, αν η θεωρία αυτή, για τους πρώτους δε δημιουργεί και τόσο τραγικά αποτελέσματα, για τις δεύτερες γίνεται ένα είδος πραγματικής ηθικής δουλείας στους σκοπούς του κινήματος του.
Ας εξετάσουμε, τώρα, μερικά από τα χαρακτηριστικότερα αποσπάσματα του κειμένου:
Ευτυχισμένοι αυτοί, που έχουν τις γυναίκες τους, σα να μην τις είχανε, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν το Θεό...» (V).
«Κι ενώ ο Παύλος έλεγε αυτά, στη συγκέντρωση που είχε γίνει στο σπίτι του Ονησίφορου, η Θέκλα, μια νέα κοπέλλα, που τη μητέρα της την έλεγαν Θεοκλεία κι ήταν αρραβωνιασμένη με κάποιον Θάμυρι, καθισμένη κοντά στο παράθυρο, άκουγε, μέρα και νύχτα, τα λόγια του Παύλου... και δεν απομακρυνόταν ούτε στιγμή από το παράθυρο... ακόμα, ε π ε ι δ ή έ β λ ε π ε π ο λ λ έ ς γ υ ν α ί κ ε ς κ α ι π α ρ θ έ ν ο υ ς ν α π η γ α ί ν ο υ ν π ρ ο ς τ ο ν Π α ύ λ ο ... Δ ε ν είχε δει ποτέ της το πρόσωπο του Παύλου, είχε ακούσει μόνο τη φωνή και τα λόγια του...» (VII).
«...και είπε η Θεοκλεία: έχω άσχημα νέα να σου διηγηθώ Θάμυρι. Εδώ και τρεις μέρες και τρεις νύχτες, η Θέκλα κάθεται κοντά στο παράθυρο και δε σηκώνεται, ούτε για να φάει ούτε για να πιει, αλλά, βυθισμένη σαν σε μιάν απόλυτη ηδονή, ακούει τα λόγια ενός ξένου άντρα, που λέει πράγματα ψεύτικα κι απατηλά. Κι έγώ απορώ, και δεν ξέρω τι να κάνω, γιατί η ηθική της κοπέλας μου θίγεται μ’ αυτόν τον τρόπο, ανεπανόρθωτα...» (VIII).
«Θάμυρι, ο άνθρωπος αυτός είναι επικίνδυνος, αναστατώνει ολόκληρη την πόλη του Ικονίου, και μαζί και την κόρη μου τη Θέκλα. Όλες οι γυναίκες κι οι νέοι τον ακολουθούν και παρακολουθούν τις διδασκαλίες του... Κι η κόρη μου, δεμένη πάνω στο παράθυρο, σαν αράχνη, από τα λόγια του, υ π ο φ έ ρ ε ι α π ό έναν πόθο άγνωστο κι ένα φρικτό πάθος... Με τ α λ ό γ ι α τ ο υ , η κ ό ρ η μ ο υ έ χ ε ι χ α θ ε ί . . . » (IX).
«Κι όλοι τους έκλαιγαν και θρηνούσαν. Ο Θάμυρις, γιατί έχανε έτσι τη μνηστή του, η Θεόκλεια, γιατί έχανε την κόρη της, κι οι δούλες, γιατί έχαναν την κυρία τους. Μέσα στο σπίτι, βασίλευε ταραχή και πένθος. Ωστόσο, η Θέκλα δε συγκινήθηκε απ όλα αυτά και συνέχιζε να παρακολουθεί αδιάκοπα τα λόγια του Παύλου...» (Χ).
«Κι ο Θάμυρις, όταν άκουσε αυτά, γεμάτος μίσος και θυμό, σηκώθηκε και πήγε στο σπίτι του Ονησίφορου, με άρχοντες, διοικητικούς υπάλληλους και πλήθος κόσμου, οπλισμένους με ξύλα. και είπε στον Παύλο: Διέφθειρες την πόλη μας. Μαζί μ’ αυτήν, και την αρραβωνιαστικιά μου, ώστε να μη θέλει πλέον να με παντρευτεί. Έλα να σε πάμε στον ηγεμόνα Κεστίλιο. Κι όλος ο κόσμος έλεγε: οδηγείστε το μ ά γ ο σ τ ο ν ηγεμόνα. Διέ φ θ ε ι ρ ε ό λ ε ς τ ι ς γ υ ν α ί κ ε ς κ α ι τ ι ς κ ό ρ ε ς μ α ς . . . » (XV).
«Κι ο Θάμυρις στάθηκε πάνω στο βήμα κι είπε με δυνατή φωνή: Ανθύπατε, ο άνθρωπος αυτός, που δε γνωρίζουμε από που έρχεται, διδάσκει στις παρθένους, να πάψουν να παντρεύονται· ας μιλήσει λοιπόν, κι ας εξηγήσει σ’ εσένα, γιατί διδάσκει παρόμοια πράγματα...» (XVI).
Από την ανάκριση που ακολουθεί, ο Ανθύπατος καταλαβαίνει πως ο Παύλος είναι χριστιανός και διατάζει να τον φυλακίσουν αλυσοδεμένο, μέχρι ν’ αποφασίσει τί θα κάνει μ’ αυτόν.
Αλλά, τη νύχτα, η Θέκλα πήγε στην πύλη της πόλης, κι έδωσε τα βραχιόλια της στο φύλακα, για να την αφήσει να βγει έξω. Μόλις βγήκε από την πόλη, πήγε προς τη φυλακή. Κι εκεί, πρόσφερε έναν ασημένιο καθρέφτη στο δεσμοφύλακα, για να την αφήσει να δει τον Παύλο. Έπειτα, μπήκε στο κελί του, κάθισε στα πόδια του κι άκουσε από το στόμα του, για τα μεγαλεία του Θεού. Κι ο Παύλος δε στενοχωριόταν για την κατάστασή του, αλλά δίδασκε με την ε λ ε υ θ ε ρ ί α τ ο υ Θ ε ο ύ . Κι η πίστη μεγάλωνε μέσα στη Θέκλα, και φιλούσε τις αλυσίδες του Παύλου...» (XVIII).
Την ελευθερία του Θεού, ή την ελευθερία των παιδιών του Θεού; Η διφορούμενη αυτή φράση, υπονοεί πως οποιαδήποτε πράξη δικαιολογείται, με την άγνοια του καλού και του κακού!
Εδώ, θ’ ανοίξουμε μια παρένθεση. Η μετάφραση που χρησιμοποιούμε (η κοπτική του έκδοση χρονολογείται από τον 6ο αιώνα, αλλά το πρωτότυπο κείμενο, πρέπει να είναι πολύ παλαιότερο, γιατί αναφέρεται από τον Τερτυλλιανό, στις αρχές του 2ου αιώνα) είναι του Αββά VOUAUX, IMPRIMATUR 1912.
Στην τελευταία φράση που αναφέραμε, ο μεταφραστής σημειώνει:
Εδώ , θα έπρεπε να σημειώσουμε πως η κατά λέξη χρησιμοποίηση του κειμένου, δε θα πρέπει να προκαλέσει σκάνδαλο, θα ήταν κ α λ ύ τ ε ρ α ν α α π ο σ ι ω π ή σ ο υ μ ε τ ο γεγονός, και να μην παρεξηγήσουμε την απλοϊκότητα του συγγραφέα. Τελικά, πρόκειται για μια εκδήλωση της τέλειας χριστιανικής αγάπης, παρόμοιας με της αμαρτωλής, που έπλυνε τα πόδια του Ιησού. Αυτό, ακριβώς, είναι το συναίσθημα της Θέκλας...» (σελ. 181).
Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως ο Αββάς VOUAUX δεν α π ά λ υ ν ε , κατά κάποιο τρόπο, τις εκφράσεις του αρχικού κείμενου! Γνωρίζουμε την περίπτωση του έργου του Αββά ΑΜΙΟΤ, που, παρουσιάζοντας τα «Α π ό κ ρ υ φ α της Καινής Δ ι α θ ή κ η ς » διαλεγμένα από τον DANIEL ROPS (!), φρόντισε να τα συμμορφώσει, πριν τα παρουσιάσει στο κοινό. Φτάνει μια απλή σύγκριση, με το « Λ ε ξ ι κ ό τ ω ν Α π ό κ ρ υ φ ω ν » τ ο υ Αββά MIGNE, που απευθύνεται στους κληρικούς, για να καταλάβει κανείς τις σκόπιμες κι υστερόβουλες παραλλαγές.
Θα παρατηρήσουμε ακόμα, πως, αν οι Π ρ ά ξ ε ι ς του Π α ύ λ ο υ κ α ι τ η ς Θ έ κ λ α ς έχουν καταχωρηθεί στ’ απόκρυφα, κι αν ο Πάπας Λέων (γύρω στα 450), καταδίκασε όλα τ’ απόκρυφα, γιατί τα χρησιμοποιούσαν οι αιρετικοί, ωστόσο, δεν παρέλειψε να σημειώσει πως: «...τα θαύματα που περιγράφονται μέσα στ’ απόκρυφα, δεν πρέπει να χαρακτηριστούν σα φανταστικά, αλλά, είναι βέβαιο, πως, πράγματι, έγιναν από τους αποστόλους ή από άλλους, που επικαλέστηκαν τη δύναμη των αποστόλων». Κι έτσι, μας δίνει τη βεβαιότητα, πως η παραδοχή των απόκρυφων, επιτρέπεται κι αναγνωρίζεται, αρκεί να μη χρησιμοποιηθούν για αιρετικούς σκοπούς!

Αν ανοίξαμε αυτήν την παρένθεση, το κάναμε ειδικά, για να επισημάνουμε το γεγονός, πως η προσκόλληση των νέων προς τον Παύλο, άρχιζε μ’ έ ν α σ υ ν α ι σ θ η μ α τ ι κ ό τ ρ ό π ο , π ο υ στη συνέχεια δικαιωνόταν από την οριστική προσχώρηση στο κίνημα. Είδαμε όμως, πως η φυσιογνωμία κι η γενική εξωτερική μορφή του Παύλου, δε θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την επιρροή του στις γυναίκες. Πρόκειται λοιπόν, για κάτι άλλο. Κι αυτό, το κάτι άλλο, θα το εξετάσουμε αργότερα. Ας ξαναγυρίσουμε όμως, για λίγο, στις Π ρ ά ξ ε ι ς τ ο υ Π α ύ λ ο υ κ α ι τ η ς Θ έ κ λ α ς , γιατί παρουσιάζουν ενδιαφέροντα πράγματα:
«Και στο διάστημα αυτό, έψαχναν παντού για τη Θέκλα, οι συγγενείς της, μαζί με τον Θάμυρι. Νόμιζαν ότι είχε χαθεί, κι ερευνούσαν όλους τους δρόμους, για να τη βρουν. Κάποιος σκλάβος, που ήταν φίλος του φύλακα της πύλης, μαρτύρησε πως η Θέκλα είχε βγει έξω από την πόλη, τη νύχτα. Ρώτησαν το φύλακα, κι αυτός τους πληροφόρησε πως η κοπέλα, πράγματι, είχε βγει έξω και πήγε στη φυλακή, που κρατούσαν τον ξένο. Πήγαν λοιπόν, στη φυλακή και την β ρ ή κ α ν δ ε μ έ ν η μ α ζ ί τ ο υ μ’ ε ρ ω τ ι κ ά δ ε σ μ ά . Τ ό τ ε πήγαν και μαρτύρησαν το γεγονός στον ηγεμόνα.» (XIX).
«Ο ηγεμόνας διέταξε να οδηγήσουν εμπρός του, τον Παύλο. Μόλις τον πήραν, η Θ έ κ λ α ά ρ χ ι σ ε ν α κ υ λ ι έ τ α ι π ά ν ω σ τ ο χώμα, στον τόπο ακριβώς, που καθόταν, πριν , ο Π α ύ λ ο ς κ α ι δ ί δ α σ κ ε . Ο ηγεμόνας διέταξε να φέρουν και τη Θέκλα, κι εκείνη υπάκουσε στη διαταγή, όλο χαρά. Κι όταν ο Παύλος ξαναπαρουσιάστηκε, εμπρός στον ηγεμόνα, το πλήθος φώναζε δυνατά: Ε ί ν α ι μ ά γ ο ς , σ κ ο τ ώ σ τ ε τ ο ν ! Ωστόσο, ο ηγεμόνας άκουγε μ’ ευχαρίστηση τα λόγια του Παύλου. Κατόπιν, συγκέντρωσε το συμβούλιο, κάλεσε τη Θέκλα, λέγοντας της: Γιατί αρνείσαι να παντρευτείς με τον Θάμυρι, σύμφωνα με τα έθιμα του Ικόνιου; Εκείνη όμως, στεκόταν σιωπηλή και κοίταγε με πόθο τον Παύλο. Τότε, η μητέρα της, βλέποντας πως δ ε ν α π α ν τ ο ύ σ ε σ τ ο ν η γ ε μ ό ν α , φώναξε: Κάψτε την παράνομη, κάψτε την, αυτήν που αντιτίθεται στο γάμο, κάψτε την, στη μέση του θεάτρου, για να παραδειγματιστούν όλες οι άλλες γ υ ν α ί κ ε ς . » (XX).
«Κι ο ηγεμόνας δεν ήταν σύμφωνος με την καταδίκη, κι υπέφερε γι’ αυτό. Ωστόσο, μαστίγωσε τον Παύλο και τον έδιωξε από την πόλη. Κατόπιν, διέταξε να κάψουν τη Θέκλα. Όλος ο κόσμος, και μαζί κι ο ηγεμόνας, πήγε στο θέατρο, για να παρακολουθήσει την εκτέλεση της νέας. Κι η Θέκλα ήταν σαν ένα χαμένο στην έρημο πρόβατο, που αναζητά το Βοσκό του. Έ τ σ ι κ ι ε κ ε ί ν η , α ν α ζ η τ ο ύ σ ε τ ο ν Π α ύ λ ο ! Κι όπως γυρόφερνε το Βλέμμα της, μέσα στο πλήθος, είδε τον Κύριο με τη μορφή του Παύλου κι είπε: Ίσως να έχανα το κουράγιο μου, και γι’ αυτό ήρθε ο Παύλος, για να με ενισχύσει. και κ ά ρ φ ω ν ε π ά ν ω τ ο υ τ ο β λ έ μ μ α τ η ς , μ ε π ό θ ο . Αλλά, εκείνος ανέβηκε στον ουρανό.» (XXI).
Η συνέχεια της αφήγησης είναι ακόμα πιο καταπληκτική. Ξεσπάει μια ε ξ έ γ ε ρ σ η τ ω ν γ υ ν α ι κ ώ ν , π ο υ προσπαθούν ν’ απελευθερώσουν τη Θέκλα. Πράγματι, πετυχαίνουν το σκοπό τους, κι η Θέκλα σώζεται και φεύγει ντυμένη σαν άντρας, μαζί μ’ ένα πλήθος από νέους και νέες. Ξανασυναντάει τον Παύλο, στην Αντιόχεια της Πισιδίας.
Ας αφήσουμε κατά μέρος, όλα τα θαυματουργικά γεγονότα, όπου οργιάζει η φαντασία του συγγραφέα και των μεταγενέστερων αντιγραφέων. Παραμένει, η ιστορία της Θέκλας, σαν ιστορικό
γεγονός, που, όπως μας λέει ο Αββάς VOUAUX, «τιμήθηκε πάντοτε με ιδιαίτερο τρόπο από την εκκλησία».
Παρατηρούμε πως η «γοητεία» του Παύλου στις γυναίκες, με σκοπό τη μεταμόρφωση τους σε προπαγανδίστριες του κινήματός του, η «γοητεία» αυτή, είναι ένα αναμφισβήτητο γεγονός και μένει μόνο το πρόβλημα μιας ριζοσπαστικής ερμηνείας της. Βέβαια, υπάρχουν άπειροι κύριοι, που θα μας διαβεβαιώσουν πως η «γοητεία» αυτή, δεν είναι τίποτα άλλο, παρά το ίδιο το .«Άγιο Πνεύμα». Αλλά, ένα «Άγιο Πνεύμα», που κάνει μια κοπέλα να κυλιέται πάνω στο χώμα, που καθόταν προηγουμένως ο Παύλος, που την κάνει να μένει βουβή, αντικρίζοντας τον, που την υποχρεώνει να μοιράζει τα κοσμήματα της, για να μπορέσει να τον συναντήσει, ένα τέτοιο «Άγιο Πνεύμα», αφήνει σκεπτικό τον οποιοδήποτε λογικό αναγνώστη.
Η περίπτωση που διαβάσαμε, θυμίζει, καθαρά, την περίπτωση της Δρουσίλλας, που χάρις στην γοητεία του Σίμωνα του Μάγου, εγκατέλειψε το σύζυγο της, το βασιλιά της Εμεσού, Αζίζ, για να πάει να ζήσει μ’ έναν απελεύθερο, τον προκουράτορα της Ιουδαίας, Αντώνιο Φέλιξ. Κι επιβεβαιώνει, γι’ άλλη μία φορά, το συλλογισμό μας, πως ο Σίμωνας ο Μάγος δεν ήταν άλλος από τον Παύλο, τον πρώην Ιδουμαίο πρίγκιπα Σαύλο ή Σαούλ…
Και ξαναγυρίζουμε σ’ έναν άλλο συλλογισμό μας, που, σύμφωνα μ’ αυτόν, η κόρη του Γαμαλιήλ δέχτηκε, αρχικά, να παντρευτεί τον Σαύλο, όχι γιατί γοητεύτηκε από την ομορφιά του, αλλά, γιατί ο
τελευταίος χρησιμοποίησε κάποιο τέχνασμα μαγικό.
Άλλωστε, θα κάναμε λάθος, αν νομίζαμε πως, μόνο στην περίπτωση του Παύλου, συναντάμε αποδείξεις, για την πρακτική εφαρμογή της μαγείας. Όλοι οι χριστιανοί χρησιμοποιούσαν τη θεραπευτική μαγεία, κι υπάρχουν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις, στ’ αρχαία κείμενα, γι’ αυτό. Είναι πολύ πιθανό, πως, πάλι, κάποια μαγικά τεχνάσματα χρησιμοποιούσαν για ν’ αντιμετωπίσουν, μ’ εντυπωσιακό τρόπο, τα θηρία μέσα στα θέατρα και στις αρένες. Ωστόσο, τις γνώσεις αυτές, τις γνώριζαν λίγοι μόνο, ηγέτες του κινήματος και τις κρατούσαν μυστικές από το μεγάλο πλήθος των πιστών. Η φανατική αυτή μυστικότητα κι ο φόβος να μην αποκαλυφθούν τα επικίνδυνα κι ενοχοποιητικά μυστικά, είχε σαν αποτέλεσμα να χαθούν, σιγά - σιγά, οι γνώσεις αυτές, και ν’ απομείνει μόνο η τυπική εφαρμογή τους, χωρίς πλέον τα καταπληκτικά φαινόμενα, που διατηρήθηκαν με τη μορφή του εξορκισμού, των τελετουργιών κ.τ.λ.
Να τι μας λέει ο Ωριγένης στο « Κ α τ ά Κ ε λ σ ί ο υ » : Υπάρχουν μερικές γνώσεις, που τις κρύβουν από το πολύ πλήθος, κι αποκαλύπτονται, μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, και μετά την εσωτερική διδασκαλία. Οι γνώσεις αυτές, δεν αποτελούν καθαυτό χριστιανικές θεωρίες.»
Ας εξετάσουμε τώρα, μερικά ακόμη κείμενα που αποκαλύπτουν τις μυστικές μαγικές ενέργειες των χριστιανών προπαγανδιστών, εφαρμοσμένες πάνω στις γυναίκες των ειδωλολατρικών εθνών. Ο R.P. FESTUGIERE, Ο.Ρ., στον τέταρτο τόμο του έργου του η Αποκάλυψη του Ερμή του Τρισμέγιστου, του Ά γ ν ω σ τ ο υ Θ ε ο ύ τ η ς Γ ν ώ σ η ς , υπογραμμίζει το γεγονός, πως «επαναλαμβάνεται συνεχώς η ίδια ιστορία, που αποτελεί έναν από τους φ ι λ ο σ ο φ ι κ ο ύ ς τόπους της απόκρυφης φιλολογίας. Ένας ηγεμόνας, ένας βασιλιάς, ένας συγγενής του βασιλιά, ένας τοπικός άρχοντας, είναι παντρεμένος και ζει σε αρμονική σχέση μ ε τ η γ υ ν α ί κ α τ ο υ κ α ι τ α παιδιά του. Ο απόστολος παρουσιάζεται και προσηλυτίζει τη γυναίκα: η τελευταία αρνείται, πλέον, τα συζυγικά της καθήκοντα απέναντι στον άντρα της κι αποφασίζει να παραμείνει «αγνή» και «ανέραστη», (σελ. 227).
Αναφέρουμε χαρακτηριστικά:
- Ο ηγεμόνας Αγρίππας και οι τέσσερεις ερωμένες του, στις Π ρ ά ξ ε ι ς τ ο υ Π έ τ ρ ο υ (XXXIV - Μέσα στις Π ρ ά ξ ε ι ς τ ο υ Π έ τ ρ ο υ , μ α ς λένε πως ο απόστολος καταδιώχτηκε, επειδή δίδασκε στις γυναίκες της Ρωμαϊκής αριστοκρατίας ν’ αποφεύγουν τις σεξουαλικές σχέσεις με τον άντρα τους. - βλ. Σχετικά Π ρ ά ξ ε ι ς τ η ς V E R C E I L , 33- Eξ’ άλλου, ένας πάπυρος, που περιέχει αποσπάσματα από τις Π ρ ά ξ ε ι ς τ ο υ Π α ύ λ ο υ , μ α ς λέει πως, στην Έφεσο, η σύζυγος κάποιου Διόφαντου, μόλις έγινε μαθήτρια του Παύλου, έμεινε καθισμένη στα πόδια του, να τον ακούει μέρα και νύχτα. Ο σύζυγος, από θυμό και φθόνο, προσπάθησε να παραδώσει τον Παύλο στο τσίρκο, να τον φάνε τα θηρία, φυσικά, δεν πέτυχε το σκοπό του, γιατί δεν ήταν εύκολο να τιμωρήσει κανείς, με τέτοιο τρόπο, ένα Ρωμαίο πολίτη. Ωστόσο, το γεγονός αυτό, έδωσε την ευκαιρία στον Παύλο, να καυχιέται πως πάλεψε και νίκησε τα θηρία στο τσίρκο της Εφέσου – βλ. Α ' Π ρ ο ς Κ ο ρ ι ν θ ί ο υ ς , ΙΕ', 32-.).
- Ο Ανθύπατος της Ιεράπολης Νικάνωρας και η γυναίκα του, στις Π ρ ά ξ ε ι ς τ ο υ Φ ι λ ί π π ο υ (114).
- Ο Άρχοντας Αιγειάτης και η γυναίκα του Μαξιμίνα, στις Π ρ ά ξ ε ι ς τ ο υ Α ν δ ρ έ α . (3).
- Ο Στρατηγός της Εφέσου Ανδρόνικος, και η γυναίκα του Δρουσιάνα, στις Π ρ ά ξ ε ι ς τ ο υ Ι ω ά ν ν η . (63).
- Ο Χαρίσιος, συγγενής του Βασιλιά, κι η Μυγδωνία, στις Π ρ ά ξ ε ι ς τ ο υ Θ ω μ ά (82).
- Ο Βασιλιάς Μισδαίος κι η Τέρτια, πάλι στις Π ρ ά ξ ε ι ς τ ο υ Θ ω μ ά . (134).
Στις Π ρ ά ξ ε ι ς τ ο υ Α ν δ ρ έ α , η Μαξιμίνα, μετά την απώθηση του άντρα της, Αιγειάτη, τ ρ έ χ ε ι ν α σ υ ν α ν τ ή σ ε ι τον απόστολο Αντρέα, στην φυλακή που τον έ χ ο υ ν κ λ ε ί σ ε ι . Σ τ ο ν διάλογο του, μαζί της, βλέπουμε ν’ αποκαλύπτεται, ενός άλλου είδους σχέση, κι όχι η απλή μύηση στις θεωρίες της νέας θρησκείας. Φανερώνεται, δηλαδή, η προσπάθεια του απόστολου να κάνει τη γυναίκα να μισήσει το νόμιμο σύζυγο της και να υποδουλωθεί απόλυτα σ’ αυτόν:
«Απόδιωξε όλες τις προσπάθειες του άντρα σου, να σε κατακτήσει, κ ά ρ φ ω σ ε τ ο β λ έ μ μ α σ ο υ π ά ν ω μ ο υ , έστω κι αν είμαι μακρυά, κ α ι θ α δ ε ι ς π ο υ θ α ο τ ν π ι ά σ ε ι μ α ρ α σ μ ό ς κ α ι θ α σ β ή σ ε ι μ α κ ρ ι ά σ ο υ . Γιατί, κι αυτό είναι το σημαντικότερο σημείο, που ξέχασα ώς τώρα να σου πω, βλέπω σ’ εσένα να ξαναγιεννιέται η Εύα, και μ έ σ α μ ο υ ν α ξ α ν α ν ο ι ώ ν ε ι ο Α δ ά μ . Γιατί, αυτό που συνέβη στην Εύα από άγνοια, σ’ εσένα που προσφέρω την ψυχή μου, θα συμβεί με την πίστη σου. Και το πνεύμα, που με την πτώση της Εύας, έχασε τον έλεγχο της ουσίας του, το πνεύμα αυτό, εγώ το ξαναζωντανεύω μέσα σου, από τη στιγμή που θα πιστέψεις πως έχει αναστηθεί» ( Π ρ ά ξ ε ι ς τ ο υ Α ν τ ρ έ α XL).
Αν τα παραπάνω λόγια δε θυμίζουν στον αναγνώστη μαγική υποβολή, με βάση το συναισθηματικό αισθητήριο, τότε τα λόγια και οι λέξεις έχουν χάσει πια τη σημασία τους.
Στις Π ρ ά ξ ε ι ς τ ο υ Φ ι λ ί π π ο υ , συναντάμε, και πάλι, την κακή φήμη των αποστόλων σαν διαφθορέων των γυναικών. Θα ξαναχρησιμοποιήσουμε ένα κείμενο του R.P. FAS-IUCIERES:
«Μόλις ο απόστολος Φίλιππος πλησίασε μια ελληνική πόλη, οι κάτοικοι, και προπάντων οι Εβραίοι, ξεσηκώνονται. Ο Φίλιππος είχε την φήμη, πως χ ώ ρ ι ζ ε τις γυναίκες από τους ά ν τ ρ ε ς τ ο υ ς . Θ α πρέπει, λοιπόν, να τον εμποδίσουν να μπει στην πόλη και να τον διώξουν, πριν εγκατασταθεί κι α ρ χ ί σ ε ι ν α δ ι α φ θ ε ί ρ ε ι τ ι ς γ υ ν α ί κ ε ς » (βλ. 239).
Το ίδιο συμβαίνει με τον Χαρίσιο και τη Μυγδωνία, στις Π ρ ά ξ ε ι ς του Θ ω μ ά , όπως μας λέει ο ίδιος συγγραφέας:
Η Μυγδωνία, αφού απώθησε το σύζυγο της Χαρίσιο, ψ ά χ ν ενα βρεί τον απόστολο Φίλιππο, στη φυλακή τ ο υ » . (σελ. 240).
Βέβαια, μέσα στα ορθόδοξα χριστιανικά κείμενα, η προσκόλληση των γυναικών, προς τους διάφορους απόστολους, είναι πάντοτε πλατωνική. Αλλά δε βλέπουμε τότε, γιατί αυτή η προσκόλληση εκφράζεται με τόσο απόλυτο τρόπο και πως οι γυναίκες αυτές, εκδηλώνουν μ’ ένα φανατικό τρόπο τη συμπάθεια τους, για τη νέα θρησκεία. Δε βλέπουμε, γιατί αυτή η «πνευματική προσκόλληση» να έχει πάντοτε σαν αποτέλεσμα, την εγκατάλειψη του νόμιμου συζύγου και τον ασυγκράτητο πόθο, ν’ ακολουθούν τον απόστολο, παντού όπου πηγαίνει, προσφέροντας πρόθυμα, υπάρχοντα, οικογενειακή γαλήνη, σώμα και ζωή. Ίσως, θα πρέπει, και πάλι, να δικαιολογήσουμε τα φαινόμενα αυτά, σαν επεμβάσεις του Αγίου Πνεύματος; και τότε, τί γίνεται με την περίφημη ιερότητα του γάμου;

Αν έχουμε ακόμα αμφιβολίες, δεν έχουμε παρά να εξετάσουμε ανάλογα κείμενα, που τα έχουν γράψει οι ίδιοι, οι Πατέρες της Εκκλησίας, και που δε δίστασαν, στις περιπτώσεις αυτές, να χρησιμοποιήσουν τη σωστή φρασεολογία, γιατί επρόκειτο για κείμενα, που γράφτηκαν για να πολεμήσουν αιρετικούς, και, στην πραγματικότητα, πολιτικούς τους αντιπάλους: θα αναφέρουμε, χαρακτηριστικά, τον Άγιο Ειρηναίο, στο έργο του Κ α τ ά Αιρέσεων, που γράφτηκε με σκοπό να στιγματίσει το γνωστικιστή Μάρκο:
Ασχολείται προπάντων με τις γυναίκες, κι αυτές χρησιμοποιεί για τους σκοπούς του. Διαλέγει κατά προτίμηση μεγάλες κυρίες, με αρι σ τ ο κ ρ α τ ι κ ή κ α τ α γ ω γ ή κ α ι π λ ο ύ σ ι ε ς . Ο συνηθισμένος του τρόπος, για να τις διαφθείρει, είναι η χρησιμοποίηση της παρακάτω κολακευτικής φρασεολογίας: Θα σου προσφέρω, μέρος από τη χάρη μου, γιατί, κι οι άγγελοι αντικατοπτρίζουν καθημερινά, μέρος από τη χάρη του Παντοδύναμου". Η Μεγαλοσύνη κατοικεί σ’ εμάς και πρέπει οι υπάρξεις μας να λυώσουνε στην Ένωση. Δέξου εμένα, και μ’ εμένα τη Χάρη. Να είσαι πάντα έτοιμη, όπως η νεαρή σύζυγος περιμένει, κάθε στιγμή, το νεαρό της σύζυγο. Έτσι.να είσαι κι εσύ, για μένα. Σ τ ή σ ε , σ τ η ν υ φ ι κ ή σ ο υ κ ά μ α ρ α , τ ο σπέρμα του Φωτός. Πάρε απ ’ το χέρι μου το νεαρό σου σύζυγο, δώσ’ του μια θέση μέσα σου, κ α ι β ρ ε ς μ έ σ α σ ο υ μ ι α θ έ σ η γ ι ’ α υ τ ό ν . (Σ.Σ. Ο ενήλικος αναγνώστης δε χρειάζεται συμπληρωματικές πληροφορίες, για να καταλάβει...). Κοίτα, η Χάρη μπήκε μέσα σου, άνοιξε το στόμα σου και προφήτεψε... Κι αν η γυναίκα του απαντήσει: Ποτέ μου δεν προφήτεψα, δεν ξέρω να προφητεύω! εκείνος, αφού κάνει ορισμένες άλλες ενέργειες, που υποτάσσουν τελείως το πνεύμα της, σ’ αυτόν, της λέει: Άνοιξε το στόμα σου, πες οτιδήποτε, και θα προφητέψεις. Τότε, εκείνη, κολακευμένη και παγιδευμένη στα λόγια του, με την ψυχή της ηδονισμένη στη σκέψη μόνο πως θα προφητέψει, με τη καρδιά να καίει από τον πόθο, ανοίγει το στόμα της, λέει την οποιαδήποτε ανοησία, ανάλογη με την ψυχική και πνευματική της κατάσταση.... Κι από εκείνη τη στιγμή, θεωρεί τον εαυτό της προφήτη και νοιώθει μιαν απέραντη ευγνωμοσύνη για τον Μάρκο, που την έκανε να κοινωνήσει τη Θεία Χάρη. Προσπαθεί να του δείξει την ευγνωμοσύνη της, όχι μόνο προσφέροντας του, οτιδήποτε υλικό πράγμα κατέχει (ήδη έχει συγκεντρώσει ένα τεράστιο ποσό από πολύτιμα αντικείμενα), αλλά, ακόμα, προσφέροντας του και το σώμα της άπειρες φορές, γιατί νοιώθει τον ασυγκράτητο πόθο, να ενωθεί μαζί του, και, μαζί του να ενωθεί με την τελειότητα και να λιώσει την ύπαρξή της, μέσα στην απόλυτη Ένωση». (Ειρηναίος: Κ α τ ά Α ί ρ έ σ ε ω ν , I, XIII, 3),
Ο Μάρκος αυτός, ήταν μαθητής του Βαλέντιου και ιδρυτής της Μ ε γ ά λ η ς Γ ν ω σ τ ι κ ι σ τ ι κ ή ς Ε κ κ λ η σ ί α ς , γύρω στα τέλη του 2ου αιώνα. «Δεν πρόκειται για κάποια μικρή αιρετική ομάδα, ούτε ο αρχηγός της ήταν κάποιος ασήμαντος ειδωλολάτρης. Ο Μάρκος ήταν χριστιανός ηγέτης, κι ο Ειρηναίος, παρουσιάζοντας τον τρόπο που χρησιμοποιούσε, για να διαφθείρει τις γυναίκες στ’ όνομα της νέας θρησκείας, αφήνει έμμεσα να εννοηθεί πως κι άλλοι εφάρμοζαν, ακριβώς, το ίδιο σύστημα.
Σ’ ένα άλλο παλαιό κείμενο, τον Π ο ι μ έ ν α , π ο υ υποτίθεται ότι γράφτηκε περίπου στα 150, ο συγγραφέας του, κάποιος Ερμάς, επαναλαμβάνει την ίδια μαρτυρία, λέγοντας: «...αυτοί που είναι περισσότερο αμαρτωλοί, είναι οι διάκονοι που π ρ ο φ η τ ε ύ ο υ ν , αυτοί που αρπάζουν τα υπάρχοντα από τις χ ή ρ ε ς κ α ι τ α ο ρ φ α ν ά , κ α ι π ο υ πλουτίζουν χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτόν, τις γνώσεις που τους δόθηκαν...» (IX, 26).
Άλλωστε, ο Σαύλος - Παύλος συμβουλεύει: «χήρας τίμα τας όντως χήρας...»
(Α ́προς Τιμόθεον Ε', 3). Ο EUGENE SUE, στον Π ε ρ ι π λ α ν ώ μ ε ν ο Ι ο υ δ α ί ο του, δεν έβγαλε τίποτα από τη φαντασία του...
Θα κάναμε ένα μεγάλο λάθος, αν νομίζαμε πως η εφαρμογή της μαγικής τεχνικής στις γυναίκες, με σκοπό την εκμετάλλευση τους για τους σκοπούς του κινήματος, είναι μεταγενέστερη από το θάνατο του Ιησού το 34. Ο αναγνώστης δεν έχει, παρά να μελετήσει το κεφάλαιο «Ο Ιησούς κι οι γυναίκες», του προηγούμενου έργου μας, για να πειστεί πως κι ο ίδιος, ο Ιησούς, χρησιμοποιούσε μια παρόμοια μέθοδο.
Ας αναφέρουμε μερικά, χαρακτηριστικά:
«Ήσαν δε και γυναίκες από μακρόθεν θεωρούσαι, εν αις ην και Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου του μικρού και Ιωσή μήτηρ, και Σαλώμη, αι και ότε ην εν τη Γαλιλαία ηκολούθουν αυτώ και δ ι η κ ό ν ο υ ν αυτώ, και άλλαι πολλαί αι συναναβάσαι αυτώ εις Ιεροσόλυμα...» ( Μ ά ρ κ ο ς ΙΕ', 40).
Ο Λουκάς προσθέτει την πληροφορία, πως οι γυναίκες τον ενίσχυαν με τα υπάρχοντα τους, δηλαδή με χρήματα κι άλλες προσφορές, πράγμα που βγαίνει έξω από τα όρια της κλασσικής φιλοξενίας.
Ένα πολύ παλαιό απόκρυφο, που κατέχουμε ένα αντίγραφό του, του 4ου αιώνα, ενώ τ’ αρχικό γράφτηκε ανάμεσα στα 175 -180, μας δίνει μια σίγουρη μαρτυρία για το γεγονός:
«Κι η Σαλώμη είπε: Ποιος είσαι άνθρωπε; Ποιος σου επέτρεψε να φας στο τραπέζι μου και ν’ ανέβεις πάνω στο κρεββάτι μου; Κι ο Ιησούς της είπε: Είμαι εκείνος, που προέρχεται από εκείνον, που είναι ίσος του. Μου εδόθη, αυτό που ανήκει στον πατέρα μου... Κι η Σαλώμη απάντησε: Γίνομαι μαθήτρια σου και σε ακολουθώ. ( Ε υ α γ γ έ λ ι ο τ ο υ Θ ω μ ά , FOLIO 43, παρ. 65, μετ. JEAN DORESSE, Παρίσι 1959, PLON).
Άλλωστε, είναι γνωστό, πως οι διάφορες κακόφημες «φάρες», του καιρού εκείνου, ενίσχυαν το ταμείο των Ζηλωτών, με σοβαρά χρηματικά ποσά, γεγονός που επισημάναμε, στο προηγούμενο βιβλίο μας. Αυτός ήταν ο λόγος, που ο Ιησούς έβαλε σε πρώτη μοίρα τους τελώνες και τις πόρνες, μέσα στο «Βασίλειο τ ́ Ουρανού»... ( Μ α τ θ α ί ο ς ΚΑ', 31 - 32).
Είναι βέβαιο, πως μια αναφορά του Πόντιου Πιλάτου, που αφορούσε τους λόγους της καταδίκης του Ιησού, στάλθηκε στη Ρώμη. Ο Ιησούς είχε προσπαθήσει, μ’ επαναστατικά μέσα, να πετύχει την παλινόρθωση της Δαυϊδικής δυναστείας στο θρόνο του Ισραήλ, ενώ, ταυτόχρονα, είχε αρνηθεί την προσφορά, που του έκανε ο Τιβέριος Καίσαρ, να τον ανακηρύξει, δηλαδή Τετράρχη της Πανειάδας. Οι αναφορές διατηρήθηκαν στ’ αρχεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κι ο Αυτοκράτορας Ιουλιανός αναφέρεται σ’ αυτές, όταν εξαπολύει την πολεμική του, εναντίον των χριστιανών. Και να τώρα, μια άμεση και φανερή μαρτυρία, για τις σχέσεις που διατηρούσε το κίνημα των Ζηλωτών, με τη φάρα της πορνείας του καιρού του!
Η Χ λ ι δ ή , υποδέχτηκε τον Κωνσταντίνο τρυφερά, τον πήρε στην αγκαλιά της και τον έντυσε με ρούχα πλούσια κι αστραφτερά, ύστερα τον οδήγησε στη Δ ι α φ θ ο ρ ά . . . Έτσι, ο ηγεμόνας έκανε τη γνωριμία του με τον Ιησού, που σ ύ χ ν α ζ ε σ’ α υ τ ά τ α μ έ ρ η , φωνάζοντας στους διαβάτες: Ό λ ο ι ο ι δ ι α φ θ ο ρ ε ί ς , ό λ ο ι ο ι π ό ρ ν ο ι , όλοι οι κακόφημοι κι οι καταραμένοι, ας πλησιάσουνε εδώ, με πίστη και χωρίς φόβο! Βαπτίζοντάς σας, μέσα στο νερό αυτό, που βλέπετε μπροστά σας, θα γίνετε και πάλι αγνοί κι αναμάρτητοι! Κι αν κανείς από σας, μετά το βάπτισμα, ξανακάνει τα ίδια λάθη, αφού κτυπήσει το στήθος του και το κεφάλι του σ’ ένδειξη μετάνοιας, εγώ θα τον ξανακάνω αγνό!...» (Ιουλιανός Καίσαρ: Άπ α ν τ α , μετ. J. BIDEZ, Παρίσι 1932, LES BELLES - LETTRES).
Θα πρέπει ν’ αναφέρουμε πως ο Κωνσταντίνος «ο άνθρωπος γεμάτος εγκλήματα», όπως τον χαρακτηρίζουν οι ίδιοι, οι εκκλησιαστικοί πατέρες, (δολοφόνησε τη γυναίκα του, το γυιό του κι αμέτρητους συγγενείς και φίλους του), υπήρξε ένα άτομο γνωστό για τη διαφθορά του. Αυτό, βέβαια, δεν έμπόδισε τον Καρλομάγνο, να τον αγιοποιήσει τον 9ο αιώνα. Πράγματι, ο Καρλομάγνος έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την «αγιοποίηση» του συναδέλφου του, του Κωνσταντίνου. Άλλωστε, κι η ζωή του ίδιου, ήταν ανάλογη με την εγκληματική σταδιοδρομία του «αγίου» του. Το 782, έσφαξε τεσσεράμισυ χιλιάδες αιχμαλώτους στο Βερντέν. Παντρεύτηκε η απόκτησε εννιά συζύγους κι ερωμένες (είναι πολύ δύσκολο αυτήν την εποχή να προσδιορίσουμε τη διαφορά, ανάμεσα στις ερωμένες και τις συζύγους), κι ακόμα, ήταν αιμομίκτης. Ο μοναχός EGINHARD, χρονικογράφος και Βιογράφος του Βασιλιά, αφηγείται πως ο Καρλομάγνος απέφευγε να παντρέψει τις κόρες του, γιατί «τις χρησιμοποιούσε σαρκικά σα συζύγους του». Βέβαια, το γεγονός αυτό δεν εμπόδισε την Εκκλησία, με τη σειρά της, ν’ ανακηρύξει Άγιο, και τον Καρλομάγνο, και προστάτη των σχολείων! Ο Πάπας Ιωάννης ο ΚΓ ́ τον διέγραψε από τον κατάλογο των αγίων, μαζί με αρκετούς ακόμα, που υπήρχαν αμφιβολίες για την αγιοσύνη τους. Όσο για τον Κωνσταντίνο, είναι σίγουρο πως δεν είδε, ποτέ του, στον ουρανό το περίφημο λάβαρο με το σταυρό και τη φράση «εν τούτω νίκα»! Ο βιογράφος κι υμνητής του Ευσέβιος της Καισαρείας, αγνοεί το γεγονός, που αποτελεί προϊόν της φαντασίας του Λακτάντιου. Ο τελευταίος, χ ρ ι σ τ ι α ν ο π ο ί η σ ε μ ι α φήμη, που έλεγε πως ο Κωνσταντίνος μπαίνοντας σ’ ένα ναό του Απόλλωνα, είδε το θεό να του προσφέρει μια κορώνα. Ο Λακτάντιος δε δίστασε να τροποποιήσει τη φήμη... Έτσι, ενώ αιμοβόρα και διεφθαρμένα υποκείμενα, σαν τον Κωνσταντίνο και τον Καρλομάγνο, ανακηρύσσονται «άγιοι», ο πράος και καλοκάγαθος Ιουλιανός, ο προστάτης των γραμμάτων, ο ιδρυτής αμέτρητων σχολείων, νοσοκομείων, γηροκομείων κι ορφανοτροφείων, αυτός που ήξερε, πραγματικά, τι θα πει φιλοσοφική εγκράτεια, και που συγχωρούσε και τους χειρότερους εχθρούς του, εξευτελίστηκε, βρίστηκε, στιγματίστηκε στην Ιστορία, και δολοφονήθηκε ύπουλα.
Ένα γεγονός, που, σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής, προκάλεσε βίαιες αντιδράσεις του πληθυσμού εναντίον του Παύλου και των οργάνων του στη Ρώμη, ήταν η οργάνωση ενός γυναικείου οργίου, που, με χριστιανικούς όρους, ονομάστηκε «ευχαριστία» κι ήταν μέρος από τις τελετουργίες μιας «αγάπης». Το συμβολικό κρασί της «ευχαριστίας» αυτής, θα πρέπει να ξεπερνούσε, κατά πολύ, τη μυστικιστική του χρήση, αν παρατηρήσουμε, προσεκτικά, τις διαμαρτυρίες του Παύλου στην Α ́ π ρ ο ς Κορινθίους Ε π ι σ τ ο λ ή , ΙΑ', 2 0 - 2 1 .
Πράγματι, έπειτα από τ’ αμέτρητα γυναικεία όργια και τα σκάνδαλα, που προκαλούσαν στη Ρώμη οι Βακχίδες, η σύγκλητος, γύρω στο 186 π.Χ. και, πιθανόν, πολύ νωρίτερα από τη χρονολογία αυτήν, απαγόρεψε, σ’ ολόκληρη την Ιταλία, τις γυναικείες εορταστικές εκδηλώσεις, υπενθυμίζοντας πως, από την εποχή του Ρωμύλου, α π α γ ο ρ ε υ ό τ α ν α υ σ τ η ρ ά σ τ ι ς γ υ ν α ί κ ε ς ν α π ί ν ο υ ν κ ρ α σ ί . Απαγορευόταν, ακόμα, και να βαστούν στα χέρια τους τα κλειδιά από τα κελάρια και τις κρασαποθήκες. Η γυναικεία μέθη είχε χαρακτηριστεί από τον Ρωμύλο, σαν ισότιμη με την απιστία, γιατί, με τη μέθη, η γυναίκα απατούσε τον άντρα της, με τον οποιονδήποτε θεό. Έτσι, η μόνη ηδονή, που θεωρούσαν επιτρεπτή στη γυναίκα, ήταν η σεξουαλική ηδονή με το νόμιμο σύζυγό της.
Το κείμενο της απόφασης αυτής, της Ρωμαϊκής συγκλήτου, βρέθηκε χαραγμένο πάνω σ’ ένα μπρούτζινο φύλλο, στην TIRIOLA της Καλαβρίας, και βρίσκεται σήμερα, στο μουσείο της Βιέννης.
Βλέπουμε, λοιπόν, πως ενώ για τις Εβραίες και τις άλλες γυναίκες, που προέρχονται από τις διάφορες Ρωμαϊκές επαρχίες, η νέα θρησκεία δεν είχε να προσφέρει τίποτα το σημαντικό, στις Ρωμαίες πρόσφερε με τις «αγάπες» και τις «ευχαριστίες», την ευκαιρία να πιουν τ’ απαγορευμένο ποτό και, ταυτόχρονα, να νοιώσουν και, πολλές φορές, να υποστούν τους κινδύνους από την παραβίαση της απαγόρευσης. Κι αυτό, το τελευταίο, έδινε ακριβώς στο κρασί και στη νέα θρησκεία, τη «γεύση του απαγορευμένου».


Robert Ambelain
Απόστολος Παύλος και η μυστική ζωή του
Μετάφραση Μάριος Βερέττας
Εκδόσεις Δίβρης 1976