- «Για φαντάσου» αναστέναξε βγαίνοντας
ο επιθεωρητής, «σαν να μη μας έφταναν
οι μπελάδες από τότε που γίνεται λόγος
γι’ αυτόν τον πυρετό...» Ρώτησε το γιατρό
αν τα πράγματα είναι σοβαρά, κι ο Ριέ
απάντησε πως δεν είχε ιδέα.
«Ο καιρός τα φταίει όλα» είπε συμπερασματικά
ο επιθεωρητής.
Και σίγουρα έφταιγε ο καιρός. Καθώς η
μέρα προχωρούσε, ο Ριέ ένιωθε τα χέρια
του να κολλάνε, και με κάθε επίσκεψη, η
ανησυχία του φούντωνε. Το βράδυ της
ίδιας ημέρας, στη μακρινή γειτονιά του
γερο-Ισπανού, ένας γείτονας άρχισε να
ξερνάει και να παραληρεί κρατώντας τα
πλευρά του. Τα γάγγλιά του είχαν πρηστεί
περισσότερο κι από του θυρωρού. Ένα απ’
αυτά άρχισε να τρέχει πύον, και σε λίγο
έσκασε σαν σάπιο φρούτο. Μόλις γύρισε
σπίτι του, ο Ριέ τηλεφώνησε στην αποθήκη
φαρμακευτικών προϊόντων της περιοχής.
Οι επαγγελματικές του σημειώσεις
σχολιάζουν εκείνη τη μέρα μόνο με μια
φράση: «Απάντηση αρνητική». Τον καλούσαν
ήδη κι από αλλού για παρόμοιες περιπτώσεις.
Έπρεπε να ανοίγει τα αποστήματα, ήταν
προφανές. Δυο σταυρωτές νυστεριές, και
τα γάγγλια άδειαζαν έναν πολτό ανάκατο
με αίμα. Οι ασθενείς, κομματιασμένοι,
ξεμάτωναν. Κηλίδες όμως εμφανίζονταν
στην κοιλιά και στις γάμπες, κάποιο
γάγγλιο έπαυε να τρέχει πύον, και σε
λίγο ξαναπρηζόταν. Τις περισσότερες
φορές, ο άρρωστος πέθαινε μέσα σε φριχτή
αποφορά.
Ο Τύπος, τόσο φλύαρος άλλοτε με την
υπόθεση των ποντικών, δεν έλεγε πια
τίποτα, γιατί τα ποντίκια πεθαίνουν
στους δρόμους και οι άνθρωποι κλεισμένοι
στην κάμαρά τους. Κι οι εφημερίδες
ασχολούνται μόνο μ’ αυτά που συμβαίνουν
στο δρόμο. Οι δημοτικές αρχές όμως, μαζί
με τη νομαρχία, είχαν αρχίσει τις έρευνες.
Κανείς δεν είχε διανοηθεί να κινητοποιηθεί,
όσο οι γιατροί αντιμετώπιζαν μεμονωμένα
κρούσματα. Στο τέλος όμως, κάποιος έκανε
την πρόσθεση. Και το άθροισμα ήταν
συγκλονιστικό. Μέσα σε λίγες μέρες οι
θάνατοι πολλαπλασιάστηκαν τόσο, που
όσοι ασχολούνταν με τη μυστηριώδη
αρρώστια, κατάλαβαν πως είχαν να κάνουν
με σωστή επιδημία. Εκείνη τη στιγμή
διάλεξε ο Καστέλ, ένας συνάδελφος του
Ριέ, πολύ μεγαλύτερος του στα χρόνια,
για να τον επισκεφθεί.
«Φυσικά, ξέρετε περί τίνος πρόκειται»
του είπε.
«Περιμένω τα αποτελέσματα των αναλύσεων».
«Εγώ όμως ξέρω, και δε χρειάζομαι
αναλύσεις. Ένα μέρος της σταδιοδρομίας
μου, το έκανα στην Κίνα, και έχω δει
παρόμοιες περιπτώσεις και στο Παρίσι,
είκοσι χρόνια πριν. Προς το παρόν, κανένας
δεν τολμά να δώσει ένα όνομα. Η κοινή
γνώμη είναι ιερή: όχι ακρότητες, προπαντός
όχι ακρότητες. Κι έπειτα, όπως λέει
κάποιος συνάδελφος, αποκλείεται, όλος
ο κόσμος το ξέρει πως έχει εκλείψει πια
από τη Δύση. Ναι, όλος ο κόσμος το ξέρει,
εκτός από τους νεκρούς. Ελάτε, Ριέ, ξέρετε
καλά τι είναι, όπως το ξέρω κι εγώ».
Ο Ριέ το σκέφτηκε. Από το παράθυρο του
γραφείου του έβλεπε τα βράχια που
έκλειναν την πρόσβαση στον κόλπο. Ο
ουρανός ήταν γαλανός, αλλά είχε μια
μουντή λάμψη που γλύκαινε καθώς έπεφτε
το δειλινό.
«Ναι» είπε, «και δεν μπορώ να το πιστέψω.
Απ' ό,τι φαίνεται όμως, είναι πανούκλα».
Ο Καστέλ σηκώθηκε και προχώρησε προς
την πόρτα.
«Ξέρετε τι θα μας απαντήσουν;» είπε ο
ηλικιωμένος γιατρός. «Πως έχει εκλείψει
εδώ και χρόνια από τις εύκρατες χώρες».
«Τι θα πει “έχει εκλείψει;”» απάντησε
ο Ριέ ανασηκώνοντας τους ώμους του.
«Μην ξεχνάτε; ακόμα και στο Παρίσι, εδώ
και είκοσι χρόνια».
«Σωστά. Ας ελπίσουμε πως τα πράγματα δε
θα ’ναι πιο σοβαρά σήμερα. Πάντως, είναι
απίστευτο»
Η λέξη «πανούκλα» είχε προφερθεί για
πρώτη φορά. Στο σημείο αυτό, έχοντας
αφήσει τον Μπερνάρ Ριέ μπροστά στο
παράθυρό του, ας επιτρέψουμε στον αφηγητή
να δικαιολογήσει την αβεβαιότητα και
την έκπληξη του γιατρού, γιατί οι
αντίδρασή του, αν εξαιρέσουμε κάποιες
μικρές αποκλίσεις, υπήρξε πανομοιότυπη
με των περισσότερων συμπολιτών μας. Οι
συμφορές δεν είναι βέβαια ασυνήθιστες,
όμως κανείς δεν τις πιστεύει, ώσπου να
του πέσουν στο κεφάλι. Και στον κόσμο
υπάρχουν και επιδημίες και πόλεμοι, που
βρίσκουν πάντα απροετοίμαστους τους
ανθρώπους. Ο δόκτωρ Ριέ ήταν απροετοίμαστος,
όπως και οι συμπολίτες μας, γι' αυτό
πρέπει να καταλάβουμε το δισταγμό του.
Με τον ίδιο τρόπο πρέπει να νοηθεί και
η αμφιταλάντευση των ανθρώπων ανάμεσα
στην ανησυχία και στη σιγουριά. Όταν
ξεσπά κάποιος πόλεμος, ο κόσμος λέει:
«Δεν πρόκειται να κρατήσει πολύ, είναι
μεγάλη βλακεία». Και αναμφίβολα, κάθε
πόλεμος είναι μεγάλη βλακεία. αυτό όμως
δεν τον εμποδίζει να διαρκεί. Η βλακεία
είναι ανθεκτική, κι αυτό μπορεί να το
καταλάβει όποιος δε σκέφτεται πάντα
και μόνο τον εαυτό του. Και ως προς τούτο,
οι συμπολίτες μας ήταν σαν όλο τον κόσμο,
σκέφτονταν μόνο τον εαυτό τους, μ’ άλλα
λόγια, ήταν ανθρωπιστές: δεν πίστευαν
στις συμφορές. Η συμφορά δεν έχει ποτέ
ανθρώπινα μέτρα, γι' αυτό λέμε πάντα πως
η συμφορά είναι εξωπραγματική, ένα κακό
όνειρο που θα περάσει.
Δεν περνά όμως πάντοτε, και μόνο οι
άνθρωποι περνούν, από εφιάλτη σε εφιάλτη,
και πρώτοι απ' όλους οι ανθρωπιστές,
επειδή δεν είχαν λάβει προληπτικά μέτρα.
Οι συμπολίτες μας δεν έφταιγαν περισσότερο
απ' όλους τους άλλους, απλώς ξεχνούσαν
τι θα πει μετριοφροσύνη, νόμιζαν ότι
έχουν την κατάσταση στα χέρια τους,' και
πως οι συμφορές είναι απίθανες. Έτσι,
εξακολούθησαν να κυνηγούν τις «υποθέσεις»
τους, να ετοιμάζονται για ταξίδια, να
έχουν απόψεις. Πώς να σκεφτούν μια
πανούκλα που καταργεί το μέλλον, τις
μετακινήσεις, τις συζητήσεις; Πίστευαν
πως ήταν ελεύθεροι, όμως ποτέ κανείς δε
θα ’ναι ποτέ ελεύθερος, όσο υπάρχουν
συμφορές.
Παρόλο που, λίγο πριν, ο δόκτωρ Ριέ είχε
παραδεχτεί μπροστά στο φίλο του πως
μερικοί ασθενείς, διάσπαρτοι στην πόλη,
είχαν πεθάνει ξαφνικά από πανούκλα, ο
κίνδυνος εξακολουθούσε να του φαίνεται
εξωπραγματικός. Γιατί απλούστατα, όταν
είσαι γιατρός, έχεις μια ιδέα για τον
πόνο, και λίγο περισσότερη φαντασία.
Κοιτώντας τώρα απ’ το παράθυρο την πόλη
του, που δεν είχε αλλάξει, ο γιατρός δεν
ένιωσε να γεννιέται μέσα του εκείνο το
ελαφρά αποκαρδιωτικό συναίσθημα απέναντι
στο μέλλον, που λέγεται ανησυχία.
Προσπαθούσε μόνο να συμμαζέψει μέσα
στο νου του όσα γνώριζε γι’ αυτή την
ασθένεια. Αριθμοί αιωρούνταν στη μνήμη
του, και οι αριθμοί έλεγαν πως οι τριάντα
μεγάλες επιδημίες πανούκλας στην ιστορία
είχαν ξεκάνει σχεδόν εκατό εκατομμύρια
ανθρώπους. Αλλά τι θα πει εκατό εκατομμύρια
νεκροί; Όταν κάνεις πόλεμο, είναι ζήτημα
αν ξέρεις τι θα πει έστω κι ένας νεκρός.
Και καθώς ένας νεκρός άνθρωπος δε
βαραίνει καθόλου, εκτός κι αν τον έχεις
δει νεκρό, εκατό εκατομμύρια νεκροί,
σπαρμένοι στο διάβα της ιστορίας, δεν
είναι παρά ένας καπνός μέσα στη φαντασία.
Ο γιατρός θυμήθηκε την πανούκλα στην
Κωνσταντινούπολη· σύμφωνα με τον
Προκόπιο, μέσα σε μια μέρα μόνο είχε
δέκα χιλιάδες θύματα. Δέκα χιλιάδες
νεκροί είναι το κοινό ενός μεγάλου
κινηματογράφου επί πέντε. Λοιπόν, έπρεπε
να μαζέψουν κόσμο από την είσοδο πέντε
κινηματογράφων, να τον συγκεντρώσουν
σε μια πλατεία της πόλης και να τον
δολοφονήσουν, για να φανεί καθαρά.
Τουλάχιστον θα μπορούσαν να βάλουν και
γνωστά πρόσωπα πάνω σ’ αυτό τον ανώνυμο
σωρό. Βέβαια, αυτά τα πράγματα δε γίνονται,
κι έπειτα, ποιος γνωρίζει δέκα χιλιάδες
πρόσωπα; Χώρια που άνθρωποι σαν τον
Προκόπιο δεν ήξεραν καλά καλά να μετρούν,
είναι γνωστό. Στην Καντόνα, πριν από
εβδομήντα χρόνια, σαράντα εκατομμύρια
ποντικοί πέθαναν απ' την πανούκλα πριν
αρχίσουν να μολύνονται οι κάτοικοι.
Όμως το 1871 δεν είχαν τρόπο να μετρούν
τα ποντίκια. Οι λογαριασμοί γίνονταν
κατά προσέγγιση, χοντρικά, με προφανείς
πιθανότητες λάθους. Και πάλι όμως, αν
κάθε ποντικός έχει μήκος τριάντα πόντους,
σαράντα εκατομμύρια ποντικοί βαλμένοι
στη σειρά, Θα έκαναν...
Ο γιατρός άρχισε να εκνευρίζεται. Οι
σκέψεις του τον πήγαιναν μακριά, κι αυτό
δεν του άρεσε καθόλου. Μερικά μεμονωμένα
κρούσματα δεν αποτελούν επιδημία, φτάνει
να ληφθούν προληπτικά μέτρα. Έπρεπε να
αρκεστούν στα όσα γνώριζαν, το λήθαργο,
την κατάπτωση, τα κόκκινα μάτια, τα
σκασμένα χείλη, τους πονοκεφάλους, τους
βουβώνες, την τρομερή δίψα, το παραλήρημα,
τις κηλίδες στο σώμα, την εσωτερική
κατάρρευση, και τέλος... Και τέλος, έπειτα
απ' όλα αυτά, μια φράση ξανάρθε στο νου
του, μια φράση που έκλεινε στο εγχειρίδιο
την απαρίθμηση των συμπτωμάτων: «Ο
σφυγμός καθίσταται νηματοειδής και ο
θάνατος επέρχεται έστω και με μιαν
ασήμαντη κίνηση». Ναι, έπειτα απ’ όλα
αυτά, η ζωή σου κρεμόταν από μια κλωστή,
και τα τρία τέταρτα των ανθρώπων, σωστά,
τα τρία τέταρτα, θα 'ταν αρκετά ανυπόμονα
για να μην κάνουν την ανεπαίσθητη κίνηση
που θα τα αποτελείωνε.
Ο γιατρός κοιτούσε ακόμη απ’ το παράθυρο.
Απ’ τη μια πλευρά του γυαλιού ήταν ο
καθαρός ανοιξιάτικος ουρανός, κι απ’
την άλλη πλευρά η λέξη που αντηχούσε
ακόμη στο δωμάτιο: πανούκλα. Η λέξη δεν
περιείχε μόνο όσα της είχε φορτώσει η
επιστήμη, μα κι ένα σωρό απίστευτες
εικόνες, που δεν ταίριαζαν καθόλου με
τούτη την κιτρινόγκριζη πόλη, που η
ζωντάνια της κατάπεφτε αυτή την ώρα,
πολύβουη μάλλον παρά πολυθόρυβη,
ευτυχισμένη σε γενικές γραμμές, αν η
ευτυχία μπορεί να συμβαδίζει με το
πένθος. Και μια τόσο ειρηνική ησυχία,
τόσο αδιάφορη, διέλυσε μεμιάς, χωρίς
προσπάθεια, τις παλιές εικόνες της
συμφοράς, την πανουκλιασμένη Αθήνα που
την εγκατέλειψαν τα πουλιά, τις κινέζικες
πόλεις πλημμυρισμένες σιωπηλούς
ετοιμοθάνατους, τους βαρυποινίτες της
Μασσαλίας να στοιβάζουν αποσυντεθειμένα
πτώματα μέσα σε λάκκους, την κατασκευή
του πελώριου τείχους στην Προβηγγία,
για να κόψει το μανιασμένο άνεμο της
πανούκλας, τη Γιάφα με τους απαίσιους
ζητιάνους, τα υγρά και λερά κρεβάτια
κολλημένα στο πατημένο χώμα μέσα στο
σπιτάλι της Κωνσταντινούπολης, τους
άρρωστους που τους έπιαναν με τις μασιές,
το καρναβάλι με τους μασκαράδες γιατρούς
την εποχή του Μαύρου Θανάτου, τα
ζευγαρώματα των ζωντανών μέσα στα
κοιμητήρια του Μιλάνου, τα κάρα με τους
νεκρούς μέσα στο πανικόβλητο Λονδίνο,
μέρες και νύχτες παντού και πάντοτε
γεμάτες απ’ την ατέλειωτη κραυγή αυτών
των ανθρώπων. Όχι, όλα τούτα δεν ήταν
ακόμη αρκετά ισχυρά για να συντρίψουν
τη γαλήνη αυτής της μέρας. Από την άλλη
μεριά του παραθύρου αντήχησε ξάφνου το
καμπανάκι ενός αόρατου τραμ, διαψεύδοντας
την ίδια στιγμή την αγριότητα και τον
πόνο. Και μοναχά η θάλασσα, στο βάθος,
πίσω απ’ το θολό μωσαϊκό των σπιτιών,
μαρτυρούσε το αιώνια ανήσυχο, που δε
βρίσκει ποτέ ησυχία μέσα στον κόσμο. Κι
ο δόκτωρ Ριέ, κοιτάζοντας τον κόλπο,
σκεφτόταν τις πυρές του Λουκρήτιου, τις
φωτιές που άναβαν μπροστά στη θάλασσα
οι Αθηναίοι όταν τους βρήκε το κακό.
Εκεί κουβαλούσαν τους νεκρούς τη νύχτα,
όμως ο χώρος ήταν λιγοστός, κι οι ζωντανοί
δέρνονταν με αναμμένους δαυλούς για να
βρουν θέση για τους αγαπημένους τους,
αποφασισμένοι για μάχη και αίμα, παρά
να εγκαταλείψουν τα πτώματα των δικών
τους. Φανταζόταν τις πυρές που κοκκίνιζαν
μπροστά στα ήρεμα, σκοτεινά νερά, τις
μάχες με τους αναμμένους δαυλούς μέσα
σε μια νύχτα που πυρπολούνταν από σπίθες,
τους πυκνούς, φαρμακερούς καπνούς που
ανέβαιναν σ’ έναν ουρανό γεμάτο αναμονή.
Και θα μπορούσε να φοβηθεί...
Όμως αυτός ο ίλιγγος δεν μπορούσε να
σταθεί μπροστά στη λογική. Είναι αλήθεια
πως είχε προφερθεί η λέξη «πανούκλα»,
είναι αλήθεια πως εκείνη τη στιγμή η
συμφορά βασάνιζε κι έριχνε κάτω ένα δυο
θύματα. Μπορεί όμως και να σταματούσε
εκεί. Το μόνο που χρειαζόταν, ήταν να
παραδεχτούν καθαρά αυτό που έπρεπε να
γίνει αποδεκτό, να διώξουν επιτέλους
τις άχρηστες σκιές, να πάρουν τα
απαιτούμενα μέτρα. Κι έπειτα η πανούκλα
θα σταματούσε, γιατί η πανούκλα είναι
αδιανόητη, ή πλάσμα της φαντασίας. Κι
αν σταματούσε, όπως ήταν το πιθανότερο,
όλα θα πήγαιναν καλά. Στην αντίθετη
περίπτωση, θα ήξεραν περί τίνος πρόκειται,
κι αν δεν πρόφταιναν να την αντιμετωπίσουν
προκαταβολικά, θα την αντιμετώπιζαν εκ
των υστέρων.
Ο γιατρός άνοιξε το παράθυρο κι ο θόρυβος
της πόλης μεμιάς δυνάμωσε. Από κάποιο
γειτονικό μαραγκούδικο ανέβαινε ο
κοφτός, επαναληπτικός ήχος ενός μηχανικού
πριονιού. Ο Ριέ ανατρίχιασε. Εκεί
βρισκόταν η βεβαιότητα, μέσα στη δουλειά
της κάθε μέρας. Όλα τ’ άλλα κρέμονταν
από νήματα, από ασήμαντες κινήσεις, δεν
μπορούσες να τα σταματήσεις. Το ουσιώδες
ήταν να κάνεις καλά τη δουλειά σου.
Albert Camus
Η Πανούκλα
Μετάφραση Αγγελική Τατάνη
Εκδόσεις Γράμματα 1990
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου