.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

Η Δευτέρα Παρουσία [απόσπασμα] - Rainer Maria Rilke


Όπως λουόμενοι απ' το λουτρό, έτσι όλοι
απ' το σαθρό τους μνήμα θα εγερθούν,
πιστεύουν βλέπεις σε μια δεύτερη ζωή
κι είναι η πίστη τους ανήλεη, και φρικτή.
Μίλα σιγά, Θεέ ! Να μη νομίσουν
ότι η σάλπιγγα της Βασιλείας σου καλεί·
τρυπάει ο ήχος της κατάβαθα τη γη:
κι όλοι οι καιροί απ' την πέτρα θα ξυπνήσουν,
όλοι οι χαμένοι θα φανερωθούν,
μ' ένα κουρέλι από το σάβανο ντυμένοι,
κάτω απ' το βάρος της ταφόπλακας σκυφτοί.
Θα είναι αλλόκοτος αυτός ο γυρισμός
σε μια τόσο αλλόκοτη πατρίδα·
κι αυτοί που δεν σε πρόλαβαν ακόμη, με κραυγή
από τη δόξα σου μερίδιο θ' απαιτήσουν·
από τον Άρτο και τον Οίνο μια μερίδα.
Ω παντεπόπτη, τη γνωρίζεις την εικόνα
που μες στον ζόφο μου ριγώντας πλάθω.
Όλα από σε πηγάζουν, για Όλα εσύ 'σαι η θύρα —
το Παν μες στη μορφή σου υπήρχε ήδη
προτού να γίνει η δική μας μοίρα.

Ξέρεις της έσχατης της Κρίσης την εικόνα:
Είναι πρωί, όμως μ' ένα φως
που ουδέποτε έπλασε η μεστή σου αγάπη,
είναι ένας ψίθυρος, ένας αχός
που όμως δεν βγαίνει απ' τη δική σου τη φωνή,
είναι ένα ρίγος, μα όχι εμπρός στη θεία σου Δίκη,
έξω απ' τη θεία ισορροπία ένας σεισμός,
μια χλαλοή υπόκωφη, ένας γδούπος
ένας στα δώματα τα πέτρινα τριγμός,
είναι των άπληστων, των άσωτων η νίκη,
των χαύνων η αδειανή ματιά, των στείρων ο σπασμός,
είναι ένα ξύπνημα σβησμένων ηδονών,
ξεθυμασμένων τέρψεων η νέα η γέννα.
Και από ναούς επάνω σαν πληγή ανοιχτούς
μαύρα πουλιά πετούν δαιμονισμένα,
πλάσματα όχι των δικών σου των χεριών.
Οι προ αιώνων κοιμηθέντες πολεμούν,
και αγωνίζονται με τα γυμνά τους δόντια
κι ανατριχιάζουνε που δεν αιμορραγούν,
κι εκεί, στις κόχες των ματιών, ζητούν να βρουν
τα δάκρυά τους που ο καιρός έχει σκοτώσει.
Και αποκάνουν. Τους χαμογελά λίγο η αυγή
κι αμέσως δύση ζοφερή τους έχει ζώσει.
Και ωχριούν, και δεν μιλούν, και καρτερούν
με νέα ορμή να αναστηθούν ξανά,
όταν η οργή σου σαν σταγόνα σκοτεινή
τον διάφανο οίνο της αγάπης σου θολώσει,
εμπρός σε σένα, τον Κριτή τους, να βρεθούν.
Κι εκεί μπροστά, μετά την κοσμοχαλασιά,
μια τρομερή σιωπή πελώρια ξεκινά.

Rainer Maria Rilke
Η Δευτέρα Παρουσία 
Από το Σημειωματάριο ενός μοναχού
Μετάφραση Κώστας Κουτσουρέλης
Εκδόσεις Κίχλη 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια: