.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 31 Μαΐου 2020

Ηλιθιότητα και Εξουσία & Η Δύναμη της Ηλιθιότητας - Carlo M. Cipolla


Ηλιθιότητα και Εξουσία

Όπως όλα τα ανθρώπινα όντα, έτσι και οι ηλίθιοι άνθρωποι παρουσιάζουν τεράστιες διακυμάνσεις αναφορικά με τη δυνατότητά τους να επηρεάζουν τους συνανθρώπους τους. Ορισμένοι ηλίθιοι άνθρωποι υπό φυσιολογικές συνθήκες προκαλούν μόνο περιορισμένες ζημίες, ενώ άλλοι καταφανώς επιτυγχάνουν να προκαλούν ανείπωτες και εκτεταμένες καταστροφές όχι απλά σ’ ένα ή δυο άτομα αλλά σε ολόκληρες κοινότητες ή κοινωνίες. Το καταστρεπτικό δυναμικό του ηλίθιου ατόμου συναρτάται από δύο κύριους παράγοντες. Πρώτα από όλα, εξαρτάται από το γενετικό παράγοντα. Μερικά άτομα κληρονομούν εξαιρετικές δόσεις του γονιδίου της ηλιθιότητας και ελέω κληρονομικότητας ανήκουν εκ γενετής στην αριστοκρατία της ομάδας τους. Ο δεύτερος παράγοντας που καθορίζει το δυναμικό ενός ηλίθιου ατόμου σχετίζεται με την ισχύ και τις ευθύνες της θέσης που καταλαμβάνει στην κοινωνία. Μεταξύ των γραφειοκρατών, των στρατηγών, των πολιτικών και των αρχηγών κρατών είναι αρκετά εύκολο να εντοπιστούν εξαιρετικά παραδείγματα, ουσιαστικά, ηλιθίων ανθρώπων, των οποίων η καταστροφική δυνατότητα είχε (ή έχει) αυξηθεί τρομακτικά λόγω της θέσης εξουσίας που κατείχαν (ή κατέχουν). Δε θα πρέπει εδώ να παραβλέψουμε και τους θρησκευτικούς αξιωματούχους.
Το ερώτημα, που συχνά εγείρουν οι λογικοί άνθρωποι, είναι πώς και γιατί τα ηλίθια άτομα καταφέρνουν να καταλάβουν υπεύθυνες θέσεις εξουσίας.
Η τάξη και οι κάστες ήταν οι κοινωνικές ρυθμίσεις που σταθερά ευνοούσαν την προώθηση ηλίθιων ατόμων σε θέσεις εξουσίας, στις περισσότερες κοινωνίες πριν από τη βιομηχανική επανάσταση. Η θρησκεία ήταν ένας ακόμη παράγοντας που συνέτεινε στην επιδείνωση του φαινομένου. Στο σύγχρονο εκβιομηχανισμένο κόσμο, οι τάξεις και οι κάστες έχουν ξορκιστεί τόσο ως λέξεις αλλά και ως έννοιες, και η θρησκεία φθίνει. Αλλά αντί για τάξεις και κάστες έχουμε πολιτικά κόμματα και γραφειοκρατία, και αντί για θρησκεία έχουμε τη δημοκρατία. Σε ένα δημοκρατικό σύστημα, οι βουλευτικές εκλογές είναι ένα αποτελεσματικότατο εργαλείο για να διασφαλιστεί σταθερό το ποσοστό [η] μεταξύ των ισχυρών. Πρέπει να μην ξεχνάμε πως, σύμφωνα με το Δεύτερο Βασικό Νόμο, ένα ποσοστό [η] του εκλογικού σώματος είναι ηλίθιοι άνθρωποι και οι εκλογές παρέχουν σε όλους τους μία θαυμάσια ευκαιρία για να βλάψουν όλους τους υπόλοιπους χωρίς να κερδίσουν το παραμικρό από τις ενέργειές τους. Το επιτυγχάνουν συμβάλλοντας στη συντήρηση του ποσοστού [η] μεταξύ αυτών που κατέχουν την εξουσία.

Η Δύναμη της Ηλιθιότητας

Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πώς η κοινωνική, πολιτική και θεσμική ισχύς μεγεθύνει το καταστρεπτικό δυναμικό ενός ηλίθιου ανθρώπου. Αλλά πρέπει και να εξηγήσουμε και να αντιληφθούμε τι ακριβώς είναι αυτό που καθιστά ένα ηλίθιο άτομο τόσο επικίνδυνο για τους άλλους ανθρώπους – ή, με άλλα λόγια, σε τι συνίσταται η δύναμη της ηλιθιότητας.
Στην ουσία, οι ηλίθιοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι και επιβλαβείς επειδή οι λογικοί άνθρωποι δυσκολεύονται να συλλάβουν και να κατανοήσουν την παράλογη συμπεριφορά. Ένα ευφυές άτομο πιθανά να κατανοήσει τη λογική ενός κακοποιού. Οι πράξεις των κακοποιών ακολουθούν ένα σχέδιο με κάποια συλλογιστική – επίβουλη συλλογιστική μεν, αλλά παρ' όλα αυτά συλλογιστική. Ο κακοποιός επιθυμεί ενεργητικό στο λογαριασμό του. Εφόσον δεν είναι αρκετά έξυπνος ώστε να σχεδιάσει πρακτικές που θα του αποφέρουν όφελος και παράλληλα θα ωφελήσουν κι εσάς, θα παραγάγει το ενεργητικό του προκαλώντας παθητικό στο δικό σας λογαριασμό. Η συμπεριφορά του είναι κατακριτέα, αλλά διέπεται από μία λογική, και ένας λογικός άνθρωπος μπορεί να την προβλέψει. Μπορείς να μαντέψεις πώς θα ενεργήσει ένας κακοποιός, τους κακόβουλους χειρισμούς του και τις υστερόβουλες φιλοδοξίες του και συχνά είναι εφικτό να θωρακίσεις τις άμυνες σου.
Με ένα ηλίθιο άτομο, αυτό είναι παντελώς αδύνατο, όπως εξηγείται από τον Τρίτο Βασικό Νόμο. Ένα ηλίθιο πλάσμα σε κατατρέχει χωρίς λόγο, χωρίς να προσβλέπει σε κάποιο πλεονέκτημα, χωρίς σχέδιο ή μεθόδευση και στις πλέον ακατάλληλες στιγμές και μέρη. Όταν αντιμετωπίζεις ένα ηλίθιο άτομο, βρίσκεσαι ολοκληρωτικά στο έλεος του.
Επειδή οι ενέργειες του ηλίθιου ατόμου δε διέπονται από τους νόμους της λογικής, συνεπάγεται ότι:
α) η επίθεση, κατά κανόνα, σε βρίσκει απροετοίμαστο.
β) ακόμη και όταν κάποιος αντιληφθεί ότι δέχεται επίθεση, αδυνατεί να οργανώσει λογικά αντίμετρα, γιατί η ίδια η επίθεση στερείται λογικής δομής.
Το γεγονός πως οι δραστηριότητες και οι ενέργειες του ηλίθιου πλάσματος είναι απόλυτα αλλοπρόσαλλες και παράλογες δεν καθιστά μόνο την άμυνα προβληματική αλλά και την όποια αντεπίθεση εξαιρετικά δύσκολη – σαν να προσπαθείς να στοχεύσεις ένα αντικείμενο που μπορεί να κινηθεί με τις πιο απίθανες και απροσδόκητες κινήσεις. Αυτό είναι που και ο Ντίκενς και ο Σίλερ είχαν κατά νου, όταν ο πρώτος παρέθετε πως «με ηλιθιότητα και καλή πέψη ο άνθρωπος μπορεί να υπομείνει αρκετά» και ο τελευταίος έγραφε πως «ενάντια στην ηλιθιότητα ακόμη και οι Θεοί αγωνίζονται μάταια».
________________________ 

Σημείωση (από την Βικιπαίδεια)

Οι βασικοί νόμοι της ανθρώπινης ηλιθιότητας (συνοπτικά)
Πρώτος Θεμελιώδης Νόμος: Πάντοτε και αναπόφευκτα ο καθένας μας υποτιμά τον αριθμό των ηλίθιων ατόμων που κυκλοφορούν ανάμεσά μας.
Δεύτερος βασικός νόμος: Η πιθανότητα ότι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο είναι ηλίθιο, είναι ανεξάρτητη από οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό του.
Τρίτος (χρυσός κανόνας) Θεμελιώδης Νόμος: Ένα ηλίθιο άτομο είναι ένα πρόσωπο που προκαλεί ζημίες σε άλλο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων, ενώ ο ίδιος δεν απολαμβάνει κανένα κέρδος ή ακόμα υφίσταται κάποια απώλεια.
Τέταρτος βασικός νόμος: Μη ηλίθια άτομα υποτιμούν πάντα την επιζήμια δύναμη του ηλίθιου ανθρώπου. Συγκεκριμένα μη ηλίθια άτομα συνεχώς ξεχνούν, ότι πάντα, παντού και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, το να ασχολούνται ή/και να συνεργάζονται με ηλίθια άτομα, πάντα αποδεικνύεται δαπανηρό λάθος.
Πέμπτος βασικός νόμος: Το ηλίθιο άτομο είναι ο πιο επικίνδυνος τύπος ατόμου.
Συμπέρασμα: Ένα ηλίθιο άτομο είναι πιο επικίνδυνο από έναν κακοποιό.


Carlo M. Cipolla
Οι βασικοί νόμοι της ανθρώπινης ηλιθιότητας
Μετάφραση Γιάννος Πολυκανδριώτης
Εκδόσεις Κέδρος 2012

Κυριακή 24 Μαΐου 2020

ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ - G. I. Gurdjieff


(Γραμμένοι στη σκηνή του Study House στο Πριερέ).
1. Μάθε να σ' αρέσει αυτό που «δε σ' αρέσει».
2. Το μεγαλύτερο επίτευγμα για τον άνθρωπο είναι να μπορεί να πράττει.
3. Όσο χειρότερες είναι οι συνθήκες της ζωής, τόσο καλύτερα θα είναι τα αποτελέσματα της εργασίας - αρκεί κανείς να θυμάται την εργασία αδιάκοπα.
4. Να θυμάσαι τον εαυτό σου παντού και πάντα.
5. Να θυμάσαι ότι ήρθες εδώ γιατί κατάλαβες την ανάγκη να παλέψεις με τον εαυτό σου - και μόνο με τον εαυτό σου. Έτσι να ευχαριστείς οποιονδήποτε σου προσφέρει αυτήν την ευκαιρία.
6. Εδώ μπορούμε να δώσουμε μια κατεύθυνση και να δημιουργήσουμε συνθήκες - αλλά όχι να βοηθήσουμε.
7. Να ξέρεις ότι αυτός ο χώρος δεν έχει χρησιμότητα παρά μόνο γι' αυτούς που έχουν αναγνωρίσει τη μηδαμινότητά τους και που πιστεύουν ότι υπάρχει η δυνατότητα να αλλάξουν.
8. Αν ξέρεις πως κάτι είναι κακό και παρόλα αυτά το κάνεις, τότε διαπράττεις αμαρτία που δύσκολα εξαγοράζεται.
9. Ο καλύτερος τρόπος για να είναι κανείς ευτυχισμένος σ' αυτήν τη ζωή είναι να μπορεί πάντοτε να νοιάζεται εξωτερικά - ποτέ εσωτερικά.
10. Μην κρίνεις την τέχνη με τα αισθήματά σου.
11. Το σημάδι του καλού ανθρώπου, είναι όταν αγαπά τον πατέρα του και τη μητέρα του.
12. Να κρίνεις τους άλλους σύμφωνα με αυτό που εσύ είσαι - σπάνια θα κάνεις λάθος.
13. Να βοηθάς μόνο εκείνον που δεν είναι άχρηστος.
14. Να σέβεσαι όλες τις θρησκείες.
15. Αγαπώ αυτόν που αγαπά την εργασία.
16. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσπαθούμε να γίνουμε ικανοί να είμαστε Χριστιανοί.
17. Μην κρίνεις έναν άνθρωπο σύμφωνα με εκείνα που λέγονται γι αυτόν.
18. Να λαμβάνεις υπόψη σου εκείνα που οι άλλοι σκέφτονται για σένα – και όχι αυτά που λένε.
19. Πάρε αυτά που καταλαβαίνει η Ανατολή κι αυτά που γνωρίζει η Δύση – και άρχισε να ψάχνεις.
20. Μόνο εκείνος που μπορεί και επαγρυπνεί για το καλό των άλλων, είναι άξιος για το δικό του το καλό.
21. Μόνο το να υποφέρει κανείς συνειδητά έχει νόημα.
22. Καλύτερα να είσαι εγωιστής προσωρινά παρά να μην είσαι ποτέ δίκαιος.
23. Αν θέλεις να μάθεις να αγαπάς άρχισε με τα ζώα – είναι πιο ευαίσθητα.
24. Διδάσκοντας τους άλλους θα μάθεις ο ίδιος.
25. Να θυμάσαι ότι εδώ η εργασία δεν είναι αυτοσκοπός. Δεν είναι παρά ένα μέσο.
26. Δίκαιος μπορεί να είναι μόνο εκείνος που ξέρει να βάλει τον εαυτό του στη θέση του άλλου.
27. Αν δεν έχεις έμφυτο κριτικό πνεύμα, τότε δεν έχει νόημα η παρουσία σου εδώ.
28. Αυτός που θα ελευθερωθεί από την «αρρώστια του αύριο» θα έχει την πιθανότητα να αποκτήσει αυτό για το οποίο ήρθε εδώ να ψάξει.
29. Ευτυχής αυτός που έχει ψυχή. Ευτυχής αυτός που δεν έχει. Δυστυχία και πόνος γι αυτόν που δεν έχει παρά μόνο το σπέρμα της.
30. Η ανάπαυση δεν εξαρτάται από την ποσότητα αλλά από την ποιότητα του ύπνου.
31. Να κοιμάσαι λίγο χωρίς τύψεις.
32. Η ενέργεια που ξοδεύεται σε εσωτερική ενεργητική εργασία μετασχηματίζεται αμέσως σε καινούργιο απόθεμα. Αυτή όμως που ξοδεύεται σε μία παθητική εργασία χάνεται για πάντα.
33. Ένας από τους καλύτερους τρόπους για να ξυπνήσει κανείς την επιθυμία να εργαστεί στον εαυτό του, είναι το να συνειδητοποιήσει ότι μπορεί να πεθάνει από τη μια στιγμή στην άλλη. Κι αυτό πρέπει να μάθει να μην το ξεχνά.
34. Ο συνειδητός έρωτας προκαλεί την ίδια ανταπόκριση. Ο συναισθηματικός έρωτας προκαλεί το αντίθετο. Ο φυσικός έρωτας εξαρτάται από τον τύπο και την πολικότητα.
35. Η συνειδητή πίστη είναι ελευθερία. Η συναισθηματική πίστη είναι δουλεία. Η μηχανική πίστη είναι βλακεία.
36. Η ακλόνητη ελπίδα είναι δύναμη. Η ελπίδα γεμάτη αμφιβολία είναι δειλία. Η ελπίδα γεμάτη φόβο είναι αδυναμία.
37. Σε κάθε άνθρωπο έχει δοθεί ένας περιορισμένος αριθμός από εμπειρίες – αν κάνει μ' αυτές οικονομία παρατείνει τη ζωή του.
38. Εδώ δεν υπάρχουν ούτε Ρώσοι ούτε Άγγλοι ούτε Εβραίοι ούτε Χριστιανοί. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι που έχουν έναν κοινό σκοπό, να γίνουν ικανοί να είναι.


G. I. Gurdjieff
Ο ΓΚΟΥΡΤΖΙΕΦ ΜΙΛΑ ΣΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ
(Απόψεις από τον κόσμο του πραγματικού)
Μετάφραση Ίδρυμα Γκουρτζίεφ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 1985 

Κυριακή 17 Μαΐου 2020

Μία αξιομνημόνευτη φαντασίωση - William Blake


Καθώς περπατούσα ανάμεσα στις φλόγες της κόλασης, γοητευμένος από τις απολαύσεις του Πνεύματος, που οι Άγγελοι θεωρούν μαρτύριο και παραφροσύνη, συνέλεξα μερικές από τις Παροιμίες τους· με τη σκέψη ότι όπως τα γνωμικά ενός λαού φωτίζουν τον χαρακτήρα του, έτσι και οι Παροιμίες της Κόλασης φανερώνουν τη φύση της Δαιμονικής σοφίας καλύτερα από οποιαδήποτε περιγραφή κτηρίων ή ενδυμάτων.

Όταν επέστρεψα: στην άβυσσο των πέντε αισθήσεων, όπου ένα απόκρημνο βάραθρο στέκει απειλητικό πάνω από τον παρόντα κόσμο, είδα έναν παντοδύναμο Διάβολο τυλιγμένο σε μαύρα σύννεφα, να περιφέρεται στην άκρη του βράχου, και με διαβρωτικές φλόγες να γράφει τον ακόλουθο λόγο που συνέλαβε ο νους των ανθρώπων, και τώρα διαβάζεται απ’ αυτούς στη γη:

Πώς ξέρεις αν κάθε πουλί που σκίζει τους δρόμους τ’ ουρανού
Δεν είναι ένας απέραντος κόσμος ηδονής, περίκλειστος στις πέντε σου αισθήσεις;


William Blake
Οι Γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης
Μετάφραση Χάρης Βλαβιανός

Εκδόσεις Νεφέλη 2014

Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Ο ΕΡΩΤΑΣ, Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ – ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΛΚ. ΠΑΪΠΕΤΗΣ


Μ’ αγκαλιαστά τα μπράτσα τους και τις λευκές φτερούγες,
Τα χείλη τους δεν άγγιζαν, μα κι ούτ’ είχαν χωρίσει.
(John Keats – Ωδή στην ψυχή)

I.
Κι έτσι τραγουδώντας τον κόσμο, έφτασα πια να τραγουδώ αυτό που κλείνει μέσα του τη δημιουργία και τη διατήρηση, τη γέννηση, τη ζωή και την κατάλυση κι όλη μαζί τη σοφία του σύμπαντος κόσμου. Εδώ λίγα μπορείς να πεις με τα λόγια, όμως, αν δεν το καταλάβατε, τραγουδώ για τον Έρωτα, που μόνος αυτός μπορεί να σε πείσει πως ο κόσμος της έσχατης ευτυχίας που ονειρευόμαστε, υπάρχει στ’ αλήθεια. Ο ίδιος είναι ο μέγας κύριος της αλλαγής, και συνακόλουθα του πόνου και της δοκιμασίας, όμως μπορεί να σου δώσει τέτοια χαρά που δεν μοιάζει με τίποτε, μα και τόση οδύνη που δεν ξεπερνιέται από τίποτε.

ΙΙ.
Έρωτας είναι το κάθε τι που συμβαίνει στον κόσμο: το νερό που τρέχει, η φωτιά που καίει, ο άνεμος που πνέει, η γη που γκρεμίζεται, κι ακόμα η αστραπή κι ο κεραυνός, η πλημμύρα, ο σεισμός, η αρρώστια, ο πόλεμος. Η διαλεκτική διεργασία ανάμεσα στα κάθε λογής αντίθετα του κόσμου, δηλαδή στα πάντα. Έρωτας είναι. Το ίδιο Έρωτας όπως είναι κι η αγάπη, η φιλία, η εμπιστοσύνη, με δυο λόγια η επικοινωνία ανάμεσα σε όντα ζωντανά, λογικά ή μη. Μόνο που ο Έρωτας, όπως τον βιώνει ο άνθρωπος, όπως τον βιώνει ο καθένας μας μόνος του, μέσ’ από αισθήματα και εμπειρίες προσωπικές, υποκειμενικές και αμετάδοτες, δεν μας αφήνει να δούμε τη μεγάλη αυτή αλήθεια στη φύση: Τα πάντα είναι Έρωτας.

ΙΙΙ.
Το τέλος του Έρωτα είναι σαν το τέλος της ζωής. Ο χωρισμός από το λατρεμένο σου αντίθετο μοιάζει με θάνατο – δε μοιάζει, είναι θάνατος. Ο θάνατος του Έρωτα είναι θάνατος ακόμη χειρότερος. Είναι σαν θάνατος από γηρατειά βαθιά και βασανισμένα, όπου ο νους, η καρδιά και το σώμα έχουν ατονίσει, κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή έχει χαθεί, και μόνο οι αναμνήσεις κάνουν υποφερτή τη λίγη ή περισσότερη ζωή που έχει απομείνει. Με τον ίδιο όμως τρόπο, τη στιγμή που γεννιέται ο Έρωτας, ξαναγεννιέσαι. Ακόμη κι αν λίγη ζωή σου απομένει, καμιά δεν έχει σημασία: Ο Έρωτας σου ξαναδίνει τα νιάτα που έφυγαν εδώ και πολύ καιρό. Και μαζί τους τη σωματική ρώμη, τη δύναμη του νου και της καρδιάς, που μπορεί να ’ναι και πιο μεγάλη απ’ ότι στα νιάτα σου.

IV.
Όμως ανεξάρτητα από κάθε αναφορά σε χρόνο, σε νιάτα σε γηρατειά, στην κορύφωση του Έρωτα φτάνεις να βιώνεις την ανυπαρξία του χώρου και του χρόνου και λυτρώνεσαι απ’ τα δεσμά τους. Έτσι όπως τη στιγμή που δυο αντίθετα φορτισμένα νέφη έρχονται σε επαφή, κι η αστραπή κι η βροντή που ακολουθούν καταλύουν κάθε έννοια μεγέθους, θέσης, μορφής και διάρκειας. Σε κάνει μ’ άλλα λόγια να βιώνεις την ατελεύτητη γαλήνη της αιωνιότητας και την απέραντη αγαλλίαση που τούτη η ανυπαρξία συνεπάγεται.

V.
Αν λοιπόν δώσουν οι θεοί και γνωρίσεις τον αληθινό Έρωτα, τότε, τη στιγμή που ο κόσμος θα σου παίρνει και το στερνό απ’ όσα πρόσκαιρα σου ’δωσε – την ίδια τη ζωή – εσύ μπορείς να χαμογελάς με συγκατάβαση, αφού μέσ’ απ’ τον Έρωτα θα του ’χεις κλέψει το πιο μεγάλο του μυστικό, το πιο δυνατό του όπλο για να σε δυναστεύει: Θα ’χεις βιώσει την ανυπαρξία του.


ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΛΚ. ΠΑΪΠΕΤΗΣ
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΕΙ 
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΩΝ 2004

Κυριακή 3 Μαΐου 2020

O Eπικήδειος - Ιωάννης Κονδυλάκης


Ήμεθα τότε μια εύθυμη συντροφιά νέων εις τα Χανιά, που είχαμε κοινήν την αγάπην προς την ιππασίαν. Εις την είσοδον της πόλεως ένας Τούρκος, ο Τζανερίκος, έδιδεν άλογα με νοίκι. Επαίρναμε από ένα κι ετραβούσαμε στα περίχωρα. Τι υπέφεραν εκείνα τα άλογα από τη νεανική μας τρέλα δεν περιγράφεται. Ετρέχαμε σα δαιμονισμένοι και τ’ αναγκάζαμε να υπερπηδούν κάθε εμπόδιο που συναντούσαμε, είτε τοίχος ήτο, είτε χαντάκι. Μάλιστα άμα μεθούσαμε, δεν είχαμε πια κανένα οίκτον δι’ αυτά τα ζώα. Τα σπιρούνια εχώνοντο βαθιά στα πλευρά των και οι βίτσες αυλάκωναν το δέρμα των. Και εμεθούσαμε τακτικά εις τις εκδρομές εκείνες. Σε κάθε χωριό που περνούσαμε βρίσκαμε ταβέρνες ή φίλους που μας έπαιρναν στα σπίτια των· και το βράδυ-βράδυ όταν εφθάναμε στη Σούδα, είμεθα Ρούσοι μεθυσμένοι. Και καμιά φορά, όπως ήσαν αφρισμένα τ’ άλογα, τ’ αναγκάζαμε να προχωρήσουν στη θάλασσα κι εκάναμε τα λουτρά των Κενταύρων, όπως ελέγαμε το έφιππον εκείνο κολύμπημα. Έπειτα μουσκεμένοι, καθώς ήμεθα, εγυρίζαμε στα Χανιά και παραδίδαμε στο Καλέ-καπισί, ξεθεωμένα τα άλογα.
Όσες φορές στις εκδρομές εκείνες επερνούσαμε από ένα χωριό του κάμπου μάς έπαιρνε στο σπίτι του ο γέρο Καμαριανός. Μας ήτο αδύνατον ν’ αποφύγομε. Ήμεθα φίλοι και συνομήλικοι του γιου του Αλεξάνδρου, ο οποίος εσπούδαζεν ιατρικήν εις τας Αθήνας και ο γέρο Καμαριανός μας έλεγεν ότι δεν μπορούσαμε ν’ αρνηθούμε στον πατέρα του φίλου μας, ο οποίος κάθε που μας έβλεπε νόμιζε πως έβλεπε και το γιο του μαζί. Θα το θεωρούσε προσβολή και θα του ’κανε μεγάλη λύπη. Αλλ’ ήτο και καλός και εύθυμος άνθρωπος, μ’ όλα του τα εξήντα χρόνια, κι είχε κι εξαίρετο κρασί. Μπορούσαμε λοιπόν να του αρνηθούμε;
Αλλ’ ενώ ήτο ευχάριστος άνθρωπος, είχε και μια δυσάρεστη συνήθεια, την οποίαν εφοβούμεθα. Άμα έπινε κι έφθανε στον ενθουσιασμό της μέθης, εκατάφερνε γροθιές στα μαλλιαρά του στήθη, που τα ’χε ανοικτά, όπως τα ’χαν ακόμη τότε οι γεροντότεροι χωρικοί της Κρήτης. Και όταν παραενθουσιάζετο, δεν περιορίζετο να κτυπιέται αλλ’ αφού έδιδε μια στο στήθος του, έδινε και άλλη στο στήθος του διπλανού του κι εφώναζε: «Στήθος μάρμαρο!» Αλλά τα στήθια τα δικά μας δεν ήσαν από μάρμαρο κι επιανόταν η αναπνοή μας. Εκινδυνεύαμε να πάθουμε αιμοπτυσία.
Μια μέρα έρχεται είδησις ότι ο Καμαριανός απέθανε ξαφνικά. Μαζευόμεθα όλοι οι φίλοι του Κένταυροι και αποφασίζομε να πάμε στην κηδεία του. Το χωριό δεν ήταν μακριά κι εξεκινήσαμε πεζοί. Μαζί μας ήρθε κι ο φαρμακοποιός Ζαμαλής. Ο Ζαμαλής θα ήτον εξηντάρης, αλλ’ είχαμε μαζί του θάρρος, σαν να ’τονε της ηλικίας μας, γιατί από τα μαλλιά και τα μουστάκια του, που διετηρούντο κατάξανθα, τον επαίρναμε για νεότερο απ’ ό,τι ήτο.
Στο δρόμο δεν ξέρω σε ποιόν ήλθεν η ιδέα ότι ήτο απαραίτητον να βγάλομε λόγο του μακαρίτη του φίλου μας. Και όλοι εσυμφώνησαν ότι ο καταλληλότερος δια ν’ αυτοσχεδιάσω και εκφωνήσω τον επικήδειον ήμουν εγώ. Του κάκου επροσπάθησα ν’ αποφύγω αυτήν την προτίμησην.
- Μα πώς είμαι ο καταλληλότερος, έλεγα, αφού δεν εξεφώνησα ποτέ μου λόγο;
- Μήπως εμείς εξεφωνήσαμε;
- Μα τι να του πω; Ήταν ένας γεωργός αγράμματος, που δεν μπορείς να του πεις παρά μόνον πως ήτο καλός άνθρωπος.
- Αυτά να του πεις, είπεν ο Ζαμαλής.
- Μα αυτά δε φθάνουνε για να γεμίσουν ένα επικήδειο. Αν ήξερα τουλάχιστον πως επολέμησε…
- Θα ’χει πολεμήσει· αμφιβάλλεις; είπε ένας από τους φίλους μου. Λες πως επολέμησε στα 66 ή ότι ανδραγάθησε στην επανάστασι του Μαυρογένη.
- Δηλαδή τότε που δεν έγινε τίποτα, είπε κι εγέλα ο Ζαμαλής. Δεν το ξέρετε πως η επανάστασι του Μαυρογένη επέρασε χωρίς να ανοίξει μύτη;
- Τέλος πάντων ας πει πως επολέμησε στα 66 και φτάνει. Και θα ’χει πολεμήσει· δεν μπορεί. Εμείς στον Πειραιά εβγάλαμε αγωνιστή του 21 ένα γέρο, που δεν ήξερε πώς πιάνουν το τουφέκι.
Ο νέος εκείνος είχε κάμει το γυμνάσιον στον Πειραιά. Και μας διηγήθη ότι όταν απέθανε ο γέρος επιστάτης του γυμνασίου, το βρήκαν πρόφασι για να μη κάμουν μάθημα. Είπαν λοιπόν στους καθηγητάς ότι ήθελαν ν’ ακολουθήσουν την κηδεία του καημένου του μπάρμπα Τάσου. Ο γυμνασιάρχης έδωκε την άδειαν, ένας δε από τους μαθητάς ανέλαβε να εκφωνήσει ποίημα· και για να έχει τι να πει, εχειροτόνησε τον επιστάτην λείψανον του Ιερού Αγώνος. Και έλεγε το ποίημα:
Ιδού και άλλο λείψανο του Ιερού Αγώνα
Όπου εις Τούρκων καύκαλα το ξίφος του ακόνα.
- Και το μόνον όπλον που είχε ίσως πιάσει στα χέρια του ο καημένος ο μπάρμπα Τάσος, είπεν ο διηγούμενος, θα ήτο το σκουπόξυλο.
Η ομιλία εκείνη και το ανέκδοτο του γέρο Τάσου μας εκίνησε τόση ευθυμία και τόσα γέλια εκάμαμε, ώστε ο Ζαμαλής μας είπε:
- Μα σε κηδεία πάτε, μωρέ παιδιά, ή σε γάμο;
- Τί θέλεις, να κλαίμε από τώρα; του είπε ένας από τους φίλους μου. Έχομε καιρό να κλάψομε όταν θ’ ακούσομε τον ρήτορα να εξυμνεί τα πολεμικά ανδραγαθήματα του καπετάν Καμαριανού.
Εγέλασε τότε μαζί μας και ο Ζαμαλής δια τον τίτλον του καπετάνιου.
Όταν εφθάσαμε στο χωριό, έβγαζαν από το σπίτι τον νεκρόν. Ακολουθούσαν οι δικοί του με κλάματα και οι χωριανοί. Ακολουθήσαμε κι εμείς. Αλλά είχαμε κάνει τόσο κέφι στο δρόμο, που έπρεπε να βάλομε προσπάθεια για να πάρομε το σοβαρό και λυπητερό ήθος που ταίριαζε στην περίσταση. Εγώ είχα αρχίσει να σκέπτομαι το λόγο και να φοβούμαι ότι δεν θα τα κατάφερνα. Έστιβα το μυαλό μου, αναζητούσα στη μνήμη μου φράσεις έτοιμες από τους επικηδείους που είχα ακούσει, αλλά δεν εύρισκα παρά μικρά πράγματα, που δεν αρκούσαν για να γίνει ένας λόγος δέκα λεπτών. Αλλά εκείνο που φοβόμουνα περισσότερο ήτο άλλο. Αισθανόμουν ότι η εύθυμη διάθεσις που είχα πιέσει μέσα μου δεν είχε πνιγεί ολότελα. Και όσο ήθελα να φαίνομαι λυπημένος, τόσο μου φαινόνταν όλα αστεία, ακόμη και τα θρηνολογήματα της χήρας και των άλλων συγγενών του νεκρού. Δεν έφευγεν από το νού μου ο επιστάτης που ακονούσε το ξίφος του εις των Τούρκων τα καύκαλα και ο τίτλος του καπετάνιου που εδόθη εις τον Καμαριανόν. Και ως να μ’ εγαργαλούσαν, έπρεπε να σφίγγομαι και να προσέχω όλη την ώρα για να μη μου φύγει κανένα γέλιο.
- Δε θα βγάλω εγώ λόγο, είπα σιγά στους φίλους που πήγαιναν μαζί μου. Δεν μπορώ. Ας μιλήσει κανείς άλλος ή ας μη μιλήσει κανείς.
- Τώρα που το ’παμε στην οικογένεια;
- Είπατε στην οικογένεια πως θα βγάλω λόγο εγώ; είπα με απελπισίαν.
- Αφού είχε αποφασισθεί;… Ας το ’λεγες καθαρά πως δε θες αλλά τ’ αφήκες έτσι κι έτσι.
- Ας είναι, μ’ επήρατε στο λαιμό σας.
- Μα γιατί; Είσαι ανόητος. Μήπως πρόκειται να βγάλεις λόγο στα Χανιά; Σ’ ένα χωριό θα μιλήσεις και θα σ’ ακούσουν χωριάτες αγράμματοι. Δε λες ό,τι θες; Ποιος θα καταλάβει; Λόγια μόνο ν’ αραδιάσεις και σα βαρεθείς λες ένα «αιωνία του η μνήμη» και τελειώνεις.
- Καλά λοιπόν. Αλλ’ αφήστε με να συγκεντρώσω τις ιδέες μου.
Η εκκλησία όπου εψάλη η νεκρώσιμος ακολουθία, ήταν έξω από το χωριό. Δεν παρατήρησα, αλλ’ ίσως θα ήταν η εκκλησία του νεκροταφείου. Ήτο δε τόσο μικρή, ώστε εσφιχτήκαμε σαν σαρδέλες γύρω στον πεθαμένο. Με δυσκολία έκαμαν θέση στο ρήτορα να πλησιάσει. Οι χωρικοί είχαν μάθει ότι θα βγάλω λόγο και με παρατηρούσαν με περιέργεια και θαυμασμό. Πρώτη φορά θ’ ακουγότανε λόγος στο χωριό των. Ο δάσκαλος του χωριού, χωρικός και αυτός με βράκες, έψαλλε και μ’ εκοίταζε με φθόνο. Και η μεγάλη σημασία που εφαίνοντο ότι έδιδαν οι χωρικοί εις το πρωτάκουστον γεγονός που επεριμένετο μ’ έκαμε να αισθάνομαι βαρυτέραν την ευθύνην που ανέλαβα.
Ο νεκρός ήτο μπροστά μου και τον παρετήρουν. Ήτο σαν ζωντανός. Όπως του ’ρθε ξαφνικός ο θάνατος δεν τον είχε σχεδόν αλλάξει. Αλλ’ ενώ τον έβλεπα, άρχισε πάλι ο Σατανάς να με γαργαλά. Και μου εψιθύρισε:
- Γιά φαντάσου έτσι που ’χει τα χέρια σταυρωμένα αν έξαφνα αρχίσει να κτυπά γροθιές στο στήθος του και να φωνάζει: «Στήθος μάρμαρο!» Γιά φαντάσου!
Κύμα από γέλιο εσηκώθη μέσα μου και με δυσκολία το κράτησα.
Έστρεψα αλλού το βλέμμα μου κι εσυνάντησα τα πρόσωπα δύο φίλων μου και δεν ξέρω γιατί και αυτά έδωκαν άλλο ανατίναγμα εις το γέλιο που με δυσκολία τόση εσυγκρατούσα. Μου φάνηκε ότι τα μάτια των γελούσαν, ότι έκαναν την ίδια σκέψη για τον πεθαμένο και ότι, όπως εγώ, κρατούσαν με τα δόντια τη σοβαρότητά των. Εδάγκωσα τα χείλη μου. Ήθελα να τα ματώσω, να πονέσω για ν’ απομακρύνω την προσοχή μου από τον πειρασμό που γελούσε στη φαντασία μου.
Επάνω σ’ αυτά ήκουσα να μου λέγουν ορίστε. Ήτο καιρός ν’ αρχίσω. Είχα κάτι φράσεις συναθροίσει στο μυαλό μου, αλλ’ όταν μου ’παν ν’ αρχίσω, σκορπίσθηκαν διά μιας κι έμεινε αδειανό το κεφάλι μου. Δεν έμεινε παρά μόνο σκοτάδι. Ακόμη και τα μάτια μου είχαν θολώσει και δεν καλόβλεπα. Έμεινα άφωνος κάμποσα λεπτά, που μου φάνηκαν αιώνες. Και, ως μου ’παν έπειτα οι άλλοι, μια στιγμή άπλωσα τα χέρια μου, σαν άνθρωπος που πνίγεται και θέλει από κάπου να πιαστεί.
Επί τέλους κάτι βρήκα. Άρπαξα μια φράση έτοιμη κι επήρα κατήφορο. «Θλιβερόν καθήκον μας συνεκέντρωσεν εις τον οίκον τούτον του Θεού…»
- Αλλά είναι πολύ στενάχωρος και θα σκάσομε, εμουρμούρισε δίπλα μου ένας από τους συντρόφους μου.
Η διακοπή εκείνη όχι μόνον μου ’κοψε το νήμα, αλλά και έδωκε νέαν ευκαιρίαν εις τον πειρασμόν που ήθελε και καλά να με καταστρέψει. Εδάγκωσα και πάλιν τα χείλη μου. Έπειτα άρχισα να ξεροβήχω και ν’ αναζητώ συγχρόνως το νήμα που ’χασα. Και αφού πέρασα άλλην αγωνίαν, εξηκολούθησα:
«Ο προκείμενος νεκρός υπήρξεν ανδρείος δια την πατρίδα του, φιλόστορφος δια την οικογένειάν του, ευγενής και αγαθός δια τους φίλους του. Τα όρη τα οποία υψούνται υπέρ τας κεφαλάς μας, τα Λευκά όρη λέγω, διηγούνται τας ηρωικάς αυτού πράξεις κατά τον τριετή Κρητικόν αγώνα και κατά την τελευταίαν επανάστασιν, ήτις ηνάγκασε τον Σουλτάνον να συνθηκολογήσει με την μικράν αλλά μεγαλόψυχον Κρήτην. Ανήκεις εις γενεάν γιγάντων και ημιθέων. Το όνομά σου υπήρξε τόσον σεβαστόν και τιμημένον μεταξύ των ομοεθνών σου, όσον υπήρξε φοβερόν εις τους εχθρούς. Οι Τούρκοι σ’ έτρεμαν…»
Εδώ άλλη διακοπή.
- Τα παραφουσκώνεις, μου εψιθύρισεν η φωνή ενός από τους φίλους μου, ο οποίος εστέκετο δίπλα μου.
Παρά τρίχα να του φωνάξω «σκασμός!» ή κάτι τέτοιο. Επήγαινα τόσο ωραία. Είχα πάρει τον αέρα τού… ας πούμε του βήματος και οι ακροαταί μου, χωρίς να νοιώθουν μεγάλα πράγματα απ’ όσα έλεγα, εκρέμοντο από τα χείλη μου. Και ήμουν ικανός να τραβήξω μακριά στο δρόμο που ’χα πάρει, αλλά η κακόβουλη εκείνη διακοπή μου τα χάλασε πάλι. Πώς να ξαναγυρίσω εις το εγκώμιο των ηρωισμών του μακαρίτη; Έπρεπε να περάσω εις άλλα προτερήματά του. Αλλά με την ταραχή που μου ’φερεν η διακοπή η στροφή δεν ήτο εύκολη. Ξεροβήχοντος έλεγα κι εξανάλεγα: «Ο προκείμενος νεκρός…» Έπειτα μου ’ρθε μια ιδέα που να μη μου’ ρχότανε· να μιλήσω για το γιο του τον Αλέξανδρο. Και ήρχισα να πλέκω το εγκώμιο του φίλου μας. Έπειτα είπα:
«Ποία οδύνη θα διαπεράσει, ως φάσγανον, την καρδίαν του προσφιλεστάτου υιού σου Αλεξάνδρου, όταν μακράν σου ευρισκόμενος, θα μάθει τον θάνατόν σου! Διατί να μη ευρίσκεται πλησίον σου να γλυκάνει τας τελευταίας σου στιγμάς; Ίσως δε και η επιστήμη του ομού με την θερμότητα της υιικής του αγάπης θα κατόρθωναν να σε αποσπάσουν από τους όνυχας του αδυσωπήτου θανάτου…»
Τότε ένας χωρικός, συγγενής, φαίνεται, της οικογενείας, ο οποίος έστεκε πίσω μου, έριξε στο σβέρκο μου μια φράση:
- Πε πράμα και για τ’ άλλα παιδιά.
Πώς δεν τρελάθηκα, Θεέ μου, κείνη τη στιγμή! Αλλά κατάφερα να γυρίσω πίσω το γέλιο που μ’ ανέβηκε σα λόξυγκας στο λαιμό. Από την αγωνία και τη ζέστη έτρεχεν ο ιδρώτας ποτάμι από το μέτωπό μου. Εσώπασα πάλι κι εξεροκατάπινα. Να πω και για τ’ άλλα παιδιά; Αλλά τί να πω, δι’ όνομα Θεού! Μήπως τα ’ξερα καλά καλά; Στρέφομαι λιγάκι και λέγω χαμηλόφωνα στο χωρικό:
- Πώς τα λένε;
- Ο Αντρουλιός…
- Ο Αντρουλιός, εξηκολούθησα, ο φημισμένος σκοπευτής, ο οποίος ανυπομονεί να συνεχίσει τους ηρωικούς άθλους του γενναίου πατρός του…
- Η Μαρία, μου ψιθύρισε ο υποβολεύς.
- Η Μαρία, το κόσμημα του οίκου σου, η σεμνή και ενάρετος Μαρία…
Εις το άκουσμα του ονόματός της η Μαρία έβαλε φωνή μεγάλη:
- Μπαμπά μου και πώς θα μπαίνω στο έρμο το σπίτι να μη σε θωρώ μπλιο!
Αισθανόμουν ότι δεν άντεχα πια, ότι η δύναμη της αντιστάσεώς μου ήταν στο τέλος της. Τι μαρτύριο ήταν αυτό, να έχω μια τόσο ακράτητη ορμή να γελάσω, να ξεκαρδιστώ στα γέλια και να με πνίγει αγωνία! Και ο υποβολέας το σκοπό του:
- Ο Νικόλας… η Γαρουφαλιά…
Το βλέμμα μου έπεσε πάλι για μια στιγμή στον πεθαμένο· και μου φάνηκε πως ήμουν πιο αξιοθρήνητος και απ’ αυτόν.
- Και τί να είπω δια τον Νικόλαον…
Δεν είχα τίποτε να είπω δια τον Νικόλαον, αλλά ούτε και μ’ αφήκαν. Από το απέναντι μέρος, όπου εστέκοντο δύο φίλοι μου, ήλθε ένα φύσημα μύτης, ένα γέλιο που ξέφυγε από τη μυτη, γιατί το στόμα ήταν φραγμένο με μαντήλι. Το φύσημα εκείνο και το μαντήλι που είδα στο στόμα κάτω από ένα μέτωπο χαμηλωμένο, με αποτέλειωσε. Θύελλα από γέλια ξέσπασε από το στήθος μου. Και σαν άρχισα, ήταν αδύνατο πια να κρατηθώ. Ήθελα να πω: «Γαίαν έχοις ελαφράν»· αλλά μόνο η πρώτη συλλαβή έβγαινε από το στόμα μου κι ετελείωνε σε σπασμό γέλιου.
Στρέφομαι γύρω με απελπισία και ζητώ μία πρόφαση για να δικαιολογήσω την ασεβή παραφροσύνη μου. Άλλοι με κοιτάζουν με απορία και άλλοι με θυμό· και μόνον οι φίλοι μου δεν με κοιτάζουν γιατ’ είχαν κρυφτεί. Το βλέμμα μου φτάνει στο φαρμακοποιό και στα μούτρα του βρίσκω την πρόφαση που ζητούσα. Ο Ζαμαλής βαφότανε κι από τη ζέστη η βαφή είχεν αναλιγώσει και με τον ιδρώτα σχημάτιζε κιτρινωπά ρυάκια στο πρόσωπό του.
- Μωρέ, βάφεσαι; του λέω για να δείξω τάχα ότι γι’ αυτή την ανακάλυψη γελούσα.
- Δε μου λες πως είσαι για δέσιμο; αποκρίνεται ο Ζαμαλής και σκουπίζεται με μεγάλο χρωματιστό μαντήλι.
Δια να σκεπάσει το σκάνδαλο ο παπάς άρχισε να ψάλλει. Την ίδια στιγμή δύο χέρια μ’ έσπρωξαν προς τα έξω· ήταν ο χωρικός που μου’ λεγε τα ονόματα· και στην πόρτα της εκκλησιάς μού λέγει:
- Το καλό που σου θέλω, φύγε, φύγε γλήγορα!

Ιωάννης Κονδυλάκης
Όταν ήμουν δάσκαλος και άλλα διάφορα διηγήματα
Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Φέξη 1916