Είχε σημάνει κιόλας μεσημέρι. Η πόρτα
του σχολείου άνοιξε και τα παιδιά όρμησαν
σπρώχνοντας για να βγουν πιο γρήγορα.
Αντί όμως να διαλυθούν αμέσως και να
πάνε για φαγητό, όπως κάθε μέρα, στάθηκαν
πιο πέρα, σχημάτισαν ομάδες και άρχισαν
να ψιθυρίζουν.
Και όλα αυτά γιατί εκείνο το πρωί ο
Σιμόν, ο γιός της Μπλανσότ, ήρθε στο
σχολείο για πρώτη φορά.
Όλα είχαν ακούσει να μιλούν για την
Μπλασότ στα σπίτια τους, και παρόλο που
όλοι δημόσια την υποδέχονταν καλά, οι
μητέρες τους ωστόσο της έδειχναν έναν
οίκτο κάπως περιφρονητικό που πέρασε
και στα παιδιά χωρίς να ξέρουν το γιατί.
Όσο για τον Σιμόν, δεν τον γνώριζαν,
επειδή δεν έβγαινε ποτέ και δεν αλήτευε
μαζί τους μες στους δρόμους του χωριού
ή στις όχθες του ποταμού. ∆εν τον
αγαπούσαν κιόλας, κι έτσι με κάποια χαρά
ανάμεικτη με αρκετή έκπληξη δέχτηκαν
και διέδωσαν ο ένας στον άλλο τα λόγια
που είπε ένα αγόρι δεκατεσσάρων με
δεκαπέντε χρονών, που φαινόταν να ξέρει
πολλά, επειδή έκλεινε με νόημα το μάτι.
«Ξέρετε, ο Σιμόν ... να, δεν έχει μπαμπά.»
Ο γιός της Μπλανσότ έκανε κι εκείνος με
τη σειρά του την εμφάνισή του στο κατώφλι
του σχολείου.
Ήταν εφτά ή οχτώ χρονών. Ήταν χλωμούτσικος,
πολύ καθαρός, φαινόταν συνεσταλμένος,
σχεδόν αδέξιος.
Επέστρεφε στη μητέρα του, όταν οι ομάδες
των συμμαθητών του, ψιθυρίζοντας πάντα
και κοιτάζοντάς τον με βλέμματα μοχθηρά
και σκληρά, παιδιών που σκέφτονται να
πράξουν το κακό, τον περικύκλωσαν σιγά
σιγά και κατέληξαν να τον εγκλωβίσουν.
Στεκόταν εκεί, ανάμεσά τους, έκπληκτος
και αμήχανος, χωρίς να καταλαβαίνει τι
ήθελαν να του κάνουν.
Το αγόρι όμως που τους έφερε το νέο,
κορδωμένο από τα όσα είχε πετύχει ήδη,
τον ρώτησε:
«Πώς σε λένε;»
Εκείνος απάντησε: «Σιμόν.»
«Σιμόν, τι;» ξαναρώτησε ο άλλος.
Το παιδί επανέλαβε σαστισμένο: «Σιμόν.»
Το αγόρι του φώναξε: «Ονομάζεται κανείς
Σιμόν και κάτι ακόμη ... δεν είναι όνομα
αυτό ... Σιμόν.»
Κι εκείνος, έτοιμος να κλάψει, επανέλαβε
για τρίτη φορά: «Με λένε Σιμόν.»
Οι αλήτες έβαλαν τα γέλια. Το αγόρι
θριάμβευε και ύψωσε τη φωνή: «Το βλέπετε
λοιπόν πως δεν έχει μπαμπά.»
Έπεσε μεγάλη σιωπή. Τα παιδιά μείνανε
έκπληκτα από αυτό το εξαιρετικό, το
απίθανο, το τερατώδες γεγονός – ένα
αγόρι που δεν έχει μπαμπά. Τον κοίταζαν
σαν να ήταν ένα φαινόμενο, μια αφύσικη
ύπαρξη, και ένοιωθαν να μεγαλώνει μέσα
τους η περιφρόνηση, ανεξήγητη μέχρι
τότε, των μανάδων τους προς την Μπλανσότ.
Όσο για τον Σιμόν, είχε ακουμπήσει σ’
ένα δέντρο για να μην πέσει και στεκόταν
εκεί σαν να τον είχε συγκλονίσει μια
ανεπανόρθωτη καταστροφή. Προσπάθησε
να εξηγηθεί. ∆εν μπορούσε όμως να βρει
τίποτα για να τους απαντήσει και να
διαψεύσει αυτό το φριχτό πράγμα, ότι
δεν είχε μπαμπά. Στο τέλος, πελιδνός,
τους φώναξε στην τύχη: «Ναι, έχω έναν.»
«Πού είναι;» ρώτησε το αγόρι.
Ο Σιμόν σώπασε· δεν ήξερε. Τα παιδιά
γελούσαν με έξαψη.
Αυτά τα χωριατόπαιδα, που έμοιαζαν
περισσότερο με ζώα, ένοιωθαν μια απάνθρωπη
ανάγκη, όμοια με εκείνη που σπρώχνει
τις κότες της αυλής να ξεκάνουν εκείνη
ανάμεσά τους που έχει λαβωθεί. Ο Σιμόν
διέκρινε ξαφνικά ένα γειτονόπουλο, το
γιο μιας χήρας, που τον έβλεπε να
κυκλοφορεί πάντα, όπως και ο ίδιος, μόνος
με τη μητέρα του,
«Ούτε εσύ», είπε, «έχεις μπαμπά.»
«Ναι», απάντησε το άλλο, «και βέβαια
έχω.»
«Πού είναι;» ρώτησε αμέσως ο Σιμόν.
«Πέθανε,» δήλωσε με αλαζονική έπαρση
το παιδί, «είναι στο νεκροταφείο ο
μπαμπάς μου.»
Ένας ψίθυρος επιδοκιμασίας διέτρεξε
την αλητοπαρέα, λες και το γεγονός ότι
ο νεκρός πατέρας που βρισκόταν στο
νεκροταφείο έκανε σπουδαίο το σύντροφό
τους και συνέτριβε τον άλλο που δεν είχε
πατέρα. Και τα αλητόπαιδα αυτά, που οι
πατεράδες τους ήταν οι περισσότεροι
κακοί, μέθυσοι, κλέφτες και κακομεταχειρίζονταν
τις γυναίκες τους, έσφιγγαν όλο και
περισσότερο τον κλοιό γύρω του, λες και
αυτοί, ο νόμιμοι, ήθελαν να πέσουν επάνω
του και να τον πνίξουν αυτόν που ήταν
παράνομος.
Ένα από αυτά, που βρισκόταν απέναντι
στο Σιμόν, του έβγαλε ξαφνικά τη γλώσσα
κοροϊδευτικά και του φώναξε: «∆εν έχεις
μπαμπά! ∆εν έχεις μπαμπά!»
Ο Σιμόν τον άρπαξε με τα δυο του χέρια
από τα μαλλιά και άρχισε να τον κλωτσάει
στα πόδια, ενώ του δάγκωνε με λύσσα το
μάγουλο. Έγινε ένα μεγάλο ανακάτεμα.
Χώρισαν τους δυο μαχητές και ο Σιμόν
βρέθηκε να είναι χτυπημένος, ξεσκισμένος,
μωλωπισμένος, πεσμένος στο έδαφος στη
μέση του κύκλου που σχημάτιζαν τα
αλητόπαιδα και που χειροκροτούσαν.
Καθώς ανασηκωνόταν, τινάζοντας μηχανικά
με το χέρι την μπλούζα του που είχε
λερωθεί από τη σκόνη, κάποιος του φώναξε:
«Πήγαινε να το πεις στον μπαμπά σου.»
Τότε ένοιωσε κάτι πολύ σημαντικό να
γκρεμίζεται μες στην καρδιά του. Εκείνοι
ήταν δυνατότεροι από αυτόν, τον νίκησαν
κι αυτός δεν μπορούσε να τους δώσει μιαν
απάντηση, επειδή το ένοιωθε καλά ότι
ήταν αλήθεια πως δεν είχε μπαμπά. Γεμάτος
περηφάνια προσπάθησε για λίγο να παλέψει
με τα δάκρυα που τον έπνιγαν. Ένοιωθε
να ασφυκτιά. Έπειτα, χωρίς να βγάλει
άχνα, άρχισε να κλαίει με μεγάλα αναφιλητά
που τον τράνταζαν.
Τότε μια άγρια χαρά ξέσπασε ανάμεσα
στους εχθρούς του και φυσικά, όπως
συμβαίνει με τους άγριους στα φοβερά
τους πανηγύρια, πιάστηκαν από το χέρι
και άρχισαν να χορεύουν γύρω του,
επαναλαμβάνοντας σαν επωδό: «∆εν έχεις
μπαμπά! ∆εν έχεις μπαμπά!»
Ο Σιμόν όμως έπαψε ξαφνικά τα αναφιλητά.
Τον τρέλανε η οργή. Υπήρχαν πέτρες κάτω
από τα πόδια του, τις μάζεψε και τις
εκσφενδόνισε με όλη του τη δύναμη επάνω
στους βασανιστές του. ∆ύο ή τρεις
χτυπήθηκαν και σώθηκαν φωνάζοντας, κι
εκείνος είχε πάρει ένα ύφος τόσο φοβερό
που τους άλλους τους κατέλαβε πανικός.
∆ειλοί, όπως συμβαίνει πάντα με το
πλήθος μπροστά σ’ έναν εξοργισμένο
άνθρωπο, διαλύθηκαν βάζοντάς το στα
πόδια.
Όταν έμεινε μόνο το παιδάκι που δεν είχε
πατέρα, άρχισε να τρέχει προς τα χωράφια,
επειδή μια ανάμνηση που του ήρθε στο
νου το έκανε να λάβει μια μεγάλη απόφαση.
Ήθελε να πνιγεί μες στο ποτάμι.
Θυμήθηκε, πράγματι, ότι οχτώ μέρες πριν
ένας φτωχοδιάβολος που ζητιάνευε έπεσε
μες στο νερό επειδή δεν είχε πια χρήματα.
Ο Σιμόν ήταν παρών όταν τον ψάρεψαν και
το καημένο ανθρωπάκι, που συνήθως του
φαινόταν αξιοθρήνητο, βρώμικο και
άσχημο, τον εντυπωσίασε με την ηρεμία
του, τα χλωμά του μάγουλα, το μακρύ,
βρεγμένο γένι του και τα ανοιχτά, ήρεμα
μάτια του. Τριγύρω έλεγαν: «Είναι νεκρός».
Κάποιος πρόσθεσε: «Είναι ευτυχισμένος
τώρα.» Ήθελε και ο Σιμόν να πνιγεί επειδή
δεν είχε πατέρα, όπως εκείνος ο φουκαράς
που δεν είχε χρήματα.
Πλησίασε πολύ κοντά στο νερό και το
κοίταζε που έτρεχε. Μερικά ψάρια έπαιζαν
κινούμενα γρήγορα μέσα στο καθαρό ρεύμα
του νερού και καμιά φορά έκαναν ένα
μικρό άλμα και έχαφταν μύγες που πετούσαν
στην επιφάνεια. Σταμάτησε να κλαίει για
να τα δει, επειδή τα κόλπα τους τον
ενδιέφεραν πολύ. Αλλά πότε πότε, όπως
συμβαίνει με τις σύντομες νηνεμίες μιας
καταιγίδας που τις διαδέχονται ξαφνικά
δυνατές ριπές ανέμου κάνοντας να τρίζουν
τα δέντρα και τελικά χάνονται στον
ορίζοντα, η σκέψη που τον βασάνιζε του
ξαναερχόταν στο νου και του προκαλούσε
έναν δυνατό πόνο: «Θα πνιγώ, γιατί δεν
έχω μπαμπά.»
Ο καιρός ήταν καλός και έκανε πολύ ζέστη.
Ένας γλυκός ήλιος ζέσταινε τη χλόη. Το
νερό έλαμπε σαν καθρέφτης. Και ο Σιμόν
ζούσε στιγμές μακαριότητας, χαύνωσης
τέτοιας που ακολουθεί τα δάκρυα και τον
κυρίευε μεγάλη επιθυμία να αποκοιμηθεί
εκεί, πάνω στη χλόη, μέσα στη ζέστη.
Ένας μικρός πράσινος βάτραχος πήδησε
κάτω από τα πόδια του. Προσπάθησε να τον
πιάσει. Του ξέφυγε. Τον ακολούθησε αλλά
απέτυχε τρεις συνεχόμενες φορές. Τελικά
τον έπιασε από τις άκρες των πίσω του
ποδιών και άρχισε να γελά βλέποντας τις
προσπάθειες που έκανε το ζώο για να το
σκάσει. Συσπειρωνόταν στα μεγάλα του
πόδια, έπειτα με μια απότομη διάταση τα
ξεδίπλωνε ξαφνικά, άκαμπτα σαν δυο ξύλα,
και ήταν το μάτι του ολοστρόγγυλο,
περιβαλλόμενο από έναν χρυσό κύκλο, ενώ
κουνούσε στον αέρα τα μπροστινά του
πόδια σαν να ήταν χέρια. Αυτό του θύμισε
ένα παιχνίδι φτιαγμένο από μικρά ίσια
σανίδια καρφωμένα σε σχήμα ζιγκ-ζαγκ,
που με μια παρόμοια κίνηση έκαναν τα
στρατιωτάκια, που ήταν ζωγραφισμένα
επάνω, να κινούνται. Τότε σκέφτηκε το
σπίτι του, έπειτα τη μητέρα του και
κυριευμένος από μεγάλη θλίψη ξανάρχισε
να κλαίει. Ρίγη διαπερνούσαν τα μέλη
του. Γονάτισε και προσευχήθηκε, όπως
έκανε πριν πάει για ύπνο. ∆εν μπόρεσε
όμως να αποτελειώσει την προσευχή του,
επειδή του ήρθαν πάλι αναφιλητά με
τέτοια πίεση και τέτοια ταραχή που τον
κυρίευσαν ολόκληρο. ∆εν σκεφτόταν πλέον
τίποτα, δεν έβλεπε πια τίποτε τριγύρω
του και δεν έκανε άλλο από το να κλαίει.
Ξαφνικά ένα βαρύ χέρι ακούμπησε στον
ώμο του και μια μπάσα φωνή τον ρώτησε:
«Τι σε στεναχωρεί, λοιπόν, τόσο, άνθρωπέ
μου;»
Ο Σιμόν έστρεψε. Ένας μεγαλόσωμος εργάτης
με γένια και μαύρα κατσαρά μαλλιά τον
κοίταζε με στοργή. Απάντησε με δάκρυα
στα μάτια κ’ έναν κόμπο στη φωνή: «Μ’
έδειραν ... επειδή ... δεν έχω ... δεν έχω
... μπαμπά...»
«Πώς κι έτσι;» είπε ο άντρας χαμογελώντας,
«Όλοι έχουμε έναν.»
Το παιδί ξαναείπε με πόνο μέσα από τους
σπασμούς που του προκαλούσε η θλίψη
του: «Εγώ ... εγώ δεν έχω.»
Τότε ο εργάτης πήρε ύφος σοβαρό. Είχε
αναγνωρίσει το παιδί της Μπλανσότ και,
παρ’ όλο που ήταν καινούργιος στο χωριό,
ήξερε μέσες άκρες την ιστορία του.
«Λοιπόν», είπε, «σκούπισε τα δάκρυά σου,
αγόρι μου, και πάμε μαζί στη μαμά σου.
Θα σου βρούμε ... έναν μπαμπά.»
Ξεκίνησαν και ο μεγάλος κρατούσε τον
μικρό από το χέρι. Ο άντρας χαμογελούσε
πάλι επειδή δεν θα τον πείραζε να δει
την Μπλανσότ, που ήταν, υπόψη, ένα από
τα ομορφότερα κορίτσια του χωριού κι
εκείνος μπορεί κατά βάθος να σκεφτόταν
ότι μια νέα που έσφαλε μια φορά θα
μπορούσε να το ξανακάνει.
Έφτασαν μπροστά σ’ ένα σπιτάκι άσπρο
και πεντακάθαρο.
«Εδώ είναι», είπε το παιδί και φώναξε:
«Μαμά!»
Μια γυναίκα ξεπρόβαλε και ο εργάτης
έπαψε ξαφνικά να χαμογελάει, επειδή
κατάλαβε αμέσως ότι δεν μπορούσε ν’
αστειευτεί μ’ αυτή τη χλωμή, ψηλή κοπέλα
που στεκόταν αυστηρή στην πόρτα της,
σαν να ήθελε ν’ απαγορεύσει σ’ έναν
άντρα να διαβεί το κατώφλι του σπιτιού,
όπου κάποιος άλλος την είχε προδώσει.
Φοβισμένος και κρατώντας στο χέρι το
κασκέτο του, ψέλλισε:
«Ορίστε, κυρία, σας φέρνω το αγοράκι
σας, που χάθηκε κοντά στο ποτάμι.»
Αλλά ο Σιμόν κρεμάστηκε από το λαιμό
της μητέρας του και της είπε ξαναβάζοντας
τα κλάματα:
«Όχι μαμά, ήθελα να πνιγώ, επειδή τα άλλα
παιδιά με έδειραν ... με έδειραν ... επειδή
δεν έχω μπαμπά.»
Μια έντονη κοκκινίλα σκέπασε τα μάγουλα
της νεαρής γυναίκας και βαθιά πληγωμένη
αγκάλιασε παράφορα το παιδί της, ενώ
φευγαλέα δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό
της. Ο άντρας, συγκινημένος, έστεκε εκεί
και δεν ήξερε πώς να φύγει.
Όμως ο Σιμόν έτρεξε ξαφνικά προς το
μέρος του και του είπε: «Θα θέλατε να
γίνετε ο μπαμπάς μου;»
Έγινε μεγάλη σιωπή. Η Μπλανσότ, σιωπηλή
και καταντροπιασμένη, ακουμπούσε στον
τοίχο και είχε τα δυο της χέρια επάνω
στην καρδιά της. Το παιδί, όταν είδε ότι
δεν του απαντούσαν, ξαναείπε: «Εάν δεν θέλετε, θα ξαναπάω να πνιγώ.»
Ο εργάτης το εξέλαβε για αστείο και
απάντησε γελώντας: «Ναι, και βέβαια το
θέλω.»
«Πώς σε λένε;», ρώτησε τότε το παιδί,
«για να ξέρω τι θα πω στους άλλους, όταν
θελήσουν να μάθουν το όνομά σου;»
«Φιλίπ» απάντησε ο άντρας.
Ο Σιμόν έμεινε για λίγο σιωπηλός για να
μπορέσει να απομνημονεύσει το όνομα,
έπειτα άπλωσε τα χέρια, παρηγορημένος
εντελώς, και είπε: «Εντάξει! Φιλίπ, είσαι
ο μπαμπάς μου.»
Ο εργάτης σηκώνοντάς τον τον φίλησε
αναπάντεχα και στα δύο μάγουλα και
έφυγε αμέσως με μεγάλα βήματα.
Όταν το παιδί μπήκε στο σχολείο την άλλη
μέρα ένα μοχθηρό γέλιο το υποδέχτηκε
και στο σχόλασμα, όταν τα άλλα παιδιά
θέλησαν να ξαναρχίσουν τα ίδια, ο Σιμόν
τους πέταξε καταπρόσωπο λόγια σαν να
τους πετροβολούσε: «Φιλίπ τον λένε τον
μπαμπά μου.»
Κραυγές φρενίτιδας σηκώθηκαν από παντού:
«Φιλίπ ποιος; ... Φιλίπ τι; ... Τι σημαίνει
Φιλίπ; ... Πού τον βρήκες αυτόν τον Φιλίπ;»
Ο Σιμόν δεν απαντούσε και, ακλόνητος
στην πίστη του, τους κοίταζε περιφρονητικά,
έτοιμος να υποστεί πάλι το μαρτύριο
παρά να το βάλει στα πόδια μπροστά τους.
Ο δάσκαλος τον απελευθέρωσε κι εκείνος
επέστρεψε στη μητέρα του.
Τρεις μήνες συνέχεια ο σωματώδης εργάτης
Φιλίπ περνούσε συχνά εμπρός από το σπίτι
της Μπλανσότ και μερικές φορές πήρε το
θάρρος να της μιλήσει όταν την έβλεπε
να ράβει κοντά στο παραθύρι της. Εκείνη
του απαντούσε ευγενικά, πάντα σοβαρή,
χωρίς να χαριεντίζεται μαζί του και
χωρίς να τον αφήνει να μπει στο σπίτι
της. Με κάποια έπαρση όμως, όπως όλοι οι
άντρες, νόμιζε πως εκείνη συχνά κοκκίνιζε
περισσότερο από το κανονικό όταν μιλούσε
μαζί του.
Όταν όμως η αξιοπρέπεια ξεπέσει είναι
επίπονο να ανακτηθεί και μένει πάντα
εύθραυστη· έτσι όλοι
κουτσομπόλευαν την Μπλασότ στο χωριό,
παρά τις επιφυλάξεις της.
Όσο για τον Σιμόν, εκείνος αγαπούσε πολύ
τον καινούργιο του μπαμπά και έκανε
περίπατο μαζί του σχεδόν κάθε απόγευμα,
όταν τέλειωνε η εργάσιμη μέρα. Πήγαινε
κανονικά στο σχολείο και περνούσε
ανάμεσα από τους συμμαθητές του όλος
αξιοπρέπεια, χωρίς να τους απαντάει
ποτέ.
Μια μέρα όμως το παιδί που πρώτο του
είχε επιτεθεί του είπε: «Είπες ψέματα,
δεν έχεις κανένα μπαμπά που να τον λένε
Φιλίπ.»
«Γιατί;» ρώτησε πολύ συγκινημένος ο
Σιμόν.
Τα παιδιά έτριβαν τα χέρια τους από
ικανοποίηση. Ο άλλος είπε πάλι: «Επειδή
αν είχες μπαμπά, αυτός θα ήταν ο άντρας
της μαμάς σου.»
Ο Σιμόν τα έχασε μπροστά στον σωστό
συλλογισμό, παρ’ όλα αυτά απάντησε:
«Είναι ο μπαμπάς μου, παρ’ όλα αυτά.»
«Μπορεί να είναι κι έτσι», είπε το αγόρι
γελώντας σαρκαστικά, «δεν είναι όμως
καθόλου ο μπαμπάς σου αυτός.»
Ο μικρός της Μπλανσότ έσκυψε το κεφάλι
και κίνησε σκεφτικός για το σιδηρουργείο
του μπάρμπα-Λουαζόν, όπου δούλευε ο
Φιλίπ. Το σιδηρουργείο ήταν θαμμένο,
λες, κάτω από τα δέντρα. Εκεί ήταν πυκνή
η σκιά. Μόνο η κόκκινη λάμψη μιας δυνατής
φωτιάς φώτιζε με μεγάλες ανταύγειες
πέντε σιδεράδες με γυμνά μπράτσα που
σφυροκοπούσαν επάνω στο αμόνι τους και
έκαναν έναν φοβερό θόρυβο. Στέκονταν
όρθιοι, αναψοκοκκινισμένοι σαν δαίμονες,
με τα μάτια καρφωμένα στο πυρακτωμένο
σίδερο που δούλευαν, και η βαριά τους
σκέψη ανεβοκατέβαινε μαζί με τα σφυριά
τους.
Ο Σιμόν μπήκε απαρατήρητος και πήγε να
τραβήξει απαλά το μανίκι του φίλου του.
Εκείνος γύρισε να δει. Ξαφνικά η δουλειά
σταμάτησε και όλοι οι άντρες κοίταξαν
προσεχτικά.
Τότε, μέσα στην ασυνήθιστη ησυχία,
ακούστηκε η εύθραυστη φωνούλα του Σιμόν.
«Φιλίπ, το παιδί της Μισόντ μου είπε
πριν από λίγο πως εσύ δεν είσαι ο μπαμπάς
μου.»
«Γιατί αυτό;» ρώτησε ο εργάτης.
Το παιδί απάντησε με όλη του την αφέλεια.
«Επειδή δεν είσαι ο άντρας της μαμάς
μου.»
Κανείς δεν γέλασε. Ο Φιλιπ έμενε όρθιος
ακουμπώντας το μέτωπό του στην ανάστροφη
των μεγάλων του χεριών που κρατούσαν
τη λαβή του σφυριού του, στερεωμένου
επάνω στο αμόνι. Σκεφτόταν. Οι τέσσερεις
σύντροφοί του τον κοιτούσαν και, μια
σταλιά ανάμεσα σ’ αυτούς τους γίγαντες,
ο Σιμόν ανήσυχος περίμενε. Ξαφνικά ένας
από τους σιδεράδες, εκφράζοντας τη σκέψη
και των άλλων, είπε στον Φιλίπ.
«Η Μπανσότ είναι μια καλή και τίμια
κοπέλα, γενναία και αξιοπρεπής, παρά τη
συμφορά που τη βρήκε. Θα μπορούσε να
είναι μια γυναίκα άξια για έναν τίμιο
άντρα.»
«Αυτό είναι αλήθεια», είπαν οι άλλοι
τρεις.
Ο εργάτης συνέχισε: «Εκείνη φταίει που
απέτυχε; Της υποσχέθηκε γάμο. Εγώ όμως
γνωρίζω περισσότερες από μια που ο
κόσμος τις σέβεται σήμερα κι ας έκαναν
τα ίδια.»
«Αλήθεια είναι», απάντησαν και οι τρεις
άντρες μαζί.
Ο άλλος ξαναείπε: «Ένας Θεός μόνο ξέρει
πόσο μόχθησε η κακομοίρα για ν’ αναθρέψει
μόνη το παιδί της, πόσο έκλαψε, πως δεν
βγαίνει από το σπίτι παρά για να πάει
στην εκκλησία.»
«Και αυτό είναι αλήθεια.» είπαν οι άλλοι.
∆εν ακουγόταν τίποτε άλλο παρά μόνο το
φυσερό που κόρωνε τη φωτιά. Ο Φιλίπ
στράφηκε απότομα προς τον Σιμόν: «Πήγαινε
να πεις στη μαμά σου ότι θα έρθω απόψε
να της μιλήσω.»
Έπειτα οδήγησε έξω το παιδί πιάνοντάς
το από τους ώμους.
Επέστρεψε στη δουλειά του και τα πέντε
σφυριά μαζί συνέχισαν με έναν ήχο το
σφυροκόπημα των αμονιών. Χτυπούσαν έτσι
το σίδερο μέχρι που νύχτωσε, ρωμαλέοι,
ισχυροί, χαρούμενοι σαν ικανοποιημένα
σφυριά. Όπως όμως η μεγάλη καμπάνα ενός
καθεδρικού ναού αντηχεί τις γιορτινές
ημέρες και καλύπτει τις κωδωνοκρουσίες
από τις άλλες καμπάνες, έτσι και το σφυρί
του Φιλίπ, κυριαρχώντας στο πανδαιμόνιο
των άλλων, έπεφτε από δευτερόλεπτο σε
δευτερόλεπτο, μ’ έναν εκκωφαντικό
θόρυβο. Κι εκείνος, με μάτια που έλαμπαν,
σφυροκοπούσε με πάθος, όρθιος ανάμεσα στις σπίθες.
Ο ουρανός ήταν γεμάτος άστρα όταν πήγε
να χτυπήσει την πόρτα της Μπλανσότ.
Φορούσε το καλό του σακάκι, ένα καθαρό
πουκάμισο και ήταν φρεσκοξυρισμένος.
Η νεαρή γυναίκα πρόβαλε στο κατώφλι και
του είπε με ύφος λυπημένο: «Κακώς ήρθατε
νυχτιάτικα, κύριε Φιλίπ.»
Εκείνος θέλησε να απαντήσει, κάτι ψέλλισε
και έμεινε αμήχανος μπροστά της.
Εκείνη συνέχισε: «Καταλαβαίνετε, νομίζω,
ότι δεν πρέπει να δίνω επιπλέον δικαιώματα
για να μιλούν για μένα.»
Κι εκείνος αμέσως: «Τι πειράζει», είπε,
«εάν θέλετε να γίνετε γυναίκα μου!»
Καμία φωνή δεν του απάντησε, αλλά εκείνος
νόμισε πως άκουσε μες στο σκοτάδι του
δωματίου τον θόρυβο που έκανε ένα σώμα
καθώς έπεφτε. Μπήκε αμέσως μέσα και ο
Σιμόν, που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι
του, διέκρινε τον ήχο ενός φιλιού και
κάποιες λέξεις που η μητέρα του ψιθύρισε
χαμηλόφωνα. Έπειτα, ξαφνικά, ένοιωσε να
τον ανασηκώνουν τα χέρια του φίλου του
και, κρατώντας τον μέσα στα ηράκλεια
μπράτσα του, του φώναξε: «Θα πεις στους
συμμαθητές σου ότι ο μπαμπάς σου είναι
ο Φιλίπ Ρεμί, ο σιδεράς, και ότι θα πάει
να τραβήξει τ’ αυτιά σε όλους όσους σου
κάνουν κακό.»
Την άλλη μέρα, την ώρα που το σχολείο
ήταν γεμάτο μαθητές και το μάθημα είχε
μόλις αρχίσει, ο μικρός Σιμόν σηκώθηκε,
κατάχλωμος και με τρεμάμενα χείλη, αλλά
με καθαρή φωνή, είπε: «Ο μπαμπάς μου
είναι ο Φιλίπ Ρεμί, ο σιδεράς, και
υποσχέθηκε ότι θα τραβήξει τ’ αυτιά σε
όσους θελήσουν να μου κάνουν κακό.»
Αυτή τη φορά κανείς δεν γέλασε, επειδή
όλοι γνώριζαν τον Φιλίπ Ρεμί, τον σιδερά,
και ήταν ένας μπαμπάς αυτός για τον
οποίο όλος ο κόσμος θα ήταν υπερήφανος.
1η Δεκεμβρίου 1879
Guy de Maupassant
ΕΞΙ ∆ΙΗΓΗΜΑΤΑ
Μετάφραση από τα γαλλικά
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝ∆ΡΙ∆ΗΣ