Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός. Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν. Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος. Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του. Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Εκείνο τον καιρό τα παιδιά μου ’λεγαν πότε πότε ότι έπρεπε να παρακαλέσω κάποιον Τζιμ Μακ Μπλέην να μου διηγηθεί τη συναρπαστική ιστορία με το κριάρι του παππού του – αλλά πάντα πρόσθεταν ότι δεν έπρεπε ν’ αναφέρω το θέμα αν ο Τζιμ δεν ήταν μεθυσμένος εκείνη την ώρα -όχι πολύ δηλαδή, απλώς όσο χρειάζεται για να ’ρθει στο κέφι και να νιώθει άνετα. Μου το ’λεγαν συνέχεια, μέχρι που άρχισε να με τρώει η περιέργεια. Έγινα η σκιά του Μπλέην. Αλλά μάταια, γιατί τα παιδιά όλο και κάποια αντίρρηση είχαν για την κατάστασή του. Συχνά μέθαγε αρκετά, ποτέ όμως ικανοποιητικά. Ποτέ δεν είχα ξαναπαρακολουθήσει άνθρωπο με τόσο αμείωτο ενδιαφέρον, με τέτοια ανήσυχη αγωνία. Ποτέ δεν είχα λαχταρήσει τόσο να δω έναν άνθρωπο να γίνεται σκνίπα. Επιτέλους, ένα βράδι, έτρεξα βιαστικά στην καλύβα του, γιατί είχα μάθει ότι αυτή τη φορά η κατάστασή του ήταν τέτοια, που ακόμα κι οι πιο σχολαστικοί την έβρισκαν άψογη -ήταν ήρεμα, γαλήνια, συμμετρικά μεθυσμένος- ούτε ένας λόξιγκας δεν έσπαγε τη φωνή του, ούτε ένα σύννεφο στο μυαλό του δε σκοτείνιαζε τη μνήμη του. Μπαίνοντας τον είδα να κάθεται πάνω σ’ ένα άδειο βαρέλι από μπαρούτι, μ’ ένα πήλινο τσιμπούκι στο ένα χέρι και το άλλο σηκωμένο για να επιβάλει την ησυχία. Το πρόσωπό του ήταν κόκκινο, ολοστρόγγυλο και πολύ σοβαρό. Ο λαιμός του ήταν γυμνός και τα μαλλιά του ανάκατα. Στην εμφάνιση και την αμφίεση ήταν ένας αντιπροσωπευτικός τύπος χρυσοθήρα τής εποχής. Πάνω στο τραπέζι ήταν στημένο ένα κερί και στο θαμπό του φως ξεχώρισα «τα παιδιά» καθισμένα εδώ κι εκεί σε ράντζα, κιβώτια, βαρέλια από μπαρούτι κλπ.
«Σσσ!» είπαν. «Μη μιλάτε, αρχίζει».
Βρήκα αμέσως κάθισμα κι ο Μπλέην είπε:
«Δε φαντάζομαι να ξανάρθουν ποτέ κείνες οι μέρες. Εγώ πάντως τέτοιο βαρβάτο κριάρι δεν έχω ξαναδεί. Ο παππούς το ’φερε απ’ το Ιλινόις -τ’ αγόρασε από κάποιον Γέητς -Μπίλ Γέητς- μπορεί και να τον έχετε ακουστά. Ο πατέρας του ήταν ψάλτης -Βαπτιστής- κι ήταν και κομπιναδόρος, μεγάλη μάρκα. Έπρεπε να σηκωθείς πολύ νωρίς για να τον πιάσεις στον υπνο το γέρο Γέητς. Εκείνος ήταν που ’βαλε τους Γκρην να διπλαρώσουν τον παππούλη μου όταν ξεκίνησε για δυτικά. Ο Σεθ Γκρην ήταν ο καλύτερος του χωριού. Παντρεύτηκε μια Γουίλκερσον -τη Σάρα Γουίλκερσον- καλόβολο πλάσμα ήταν, και το καμάρι του Στόνταρντ, έτσι λέγαν όσοι την ξέρανε. Έπαιρνε το σακί με το αλεύρι κι έκανε μια και το φόρτωνε στον ώμο σα να ’ταν πούπουλο. Κι ήτανε και χρυσοχέρα! Κι ανεξάρτητη! Άκου να δεις: Ήρθε ο Σάιλ Χώκινς κι άρχισε να τη γυρνοβολάει, κι εκείνη του λέει ότι δε με νοιάζουν τα λεφτά σου, πάντως εγώ χωριό με σένα δεν κάνω. Βλέπεις, ο Σάιλ Χώκινς -έ, λοιπόν όχι, δεν ήταν ο Σάιλ Χώκινς- ήταν ένας αλητάμπουρας, ο Φίλκινς – μου διαφεύγει το μικρό του. Αλλά ήτανε μεγάλος μασκαράς. Ένα βράδυ, σουρωμένος, μπαίνει στον εσπερινό κι αρχίζει να φωνάζει «Ζήτω ο Νίξον» -νόμιζε πώς ήταν προεκλογική συγκέντρωση. Και σηκώνεται ο γέρο Φέργκιουσον, έξαλλος, και τον πετάει από το παράθυρο και πέφτει πάνω στη Μις Τζέφερσον, καρφωτός στο κεφάλι τής ήρθε, τής δύστυχης. Καλή ψυχή -είχε γυάλινο μάτι και το δάνειζε στη γριά Γουάγκνερ, όταν της έρχονταν επισκέψεις, γιατί εκείνη δεν είχε. Αλλά της έπεφτε μικρό, κι όταν ξεχνιόταν η Μις Γουάγκνερ, στριφογύριζε στην κόχη και κοίταζε προς τα πάνω ή στα πλάγια, κι από δω κι από κει. Και τ’ άλλο μάτι στυλωμένο να κοιτάζει ίσια μπροστά σαν κανοκιάλι. Τούς μεγάλους δεν τους ένοιαζε, αλλά τα παιδιά μπήγανε τα κλάματα μόλις την έβλεπαν, ήταν ανατριχιαστικό. Παιδευόταν να το στερεώσει με μπαμπάκι -αλλά δε γινόταν- έφευγε το μπαμπάκι και περίσσευε από τη μια μεριά και την έβλεπαν τα παιδιά και πάθαιναν σπασμούς. Της έπεφτε συνέχεια, και σε κοίταζε με κείνη την άδεια τρύπα και σ’ έφερνε σε δύσκολη θέση, γιατί εκείνη πού να καταλάβει πότε της έλειπε, τέτοια τύφλα που ’χε από κείνη τη μεριά. Κι έτσι κάποιος τη σκούνταγε και της έλεγε, «Το μάτι σας έχει χαλαρώσει κάπως, αγαπητή δεσποινίς Γουάγκνερ» -κι έπειτα όλοι κάθονταν και περίμεναν να το ξανασφηνώσει στη θέση του- το μπρος πίσω συνήθως, κι ήταν πράσινο σα βάτραχος, γιατ’ ήτανε και ντροπαλή και τα ’χανε εύκολα μπροστά σε κόσμο. ’Έτσι κι αλλιώς βέβαια δεν πείραζε που ήτανε το μπρος πίσω, γιατί το δικό της το μάτι ήτανε γαλανό και το γυάλινο ήτανε κίτρινο μπροστά, κι έτσι απ’ όπου και να το ’βαζε δεν ταίριαζε έτσι κι αλλιώς. Άσσος στην τράκα, η γριά Γουάγκνερ. Όποτε είχε κόσμο στο σπίτι, δανειζόταν το ξύλινο πόδι της Μις Χίγκινς για να μπορεί να περπατάει. Ήταν πολύ πιο κοντό απ’ τ’ άλλο της το ξερό, αλλά εκείνην δεν την ένοιαζε. ’Έλεγε ότι δεν τ’ άντεχε τα δεκανίκια όταν είχε κόσμο, γιατ’ ήταν χασομέρι. Όταν είχε κόσμο, λέει, κι έπρεπε να γίνουν ένα σωρό δουλειές, ήθελε να σηκώνεται και να τις ξεπετάει στα γρήγορα, μόνη της. Ήτανε και φαλακρή σα λαμπόγυαλο και δανειζόταν την περούκα της Μις Τζέηκοπς -η Μις Τζέηκοπς ήταν, η γυναίκα του νεκροθάφτη- μια παλιοβρώμα ήταν κι όταν κάποιος αρρώσταινε πήγαινε και θρονιαζόταν στο σπίτι του και τον περίμενε. Και το τομάρι ο άντρας της καθόταν όλη μέρα στη σκιά σ’ ένα φέρετρο που λογάριαζε ότι θα ταίριαζε στον υποψήφιο. Κι αν χασομέραγε ο πελάτης και δεν ήταν σίγουρος, έπαιρνε σάντουιτς και μια κουβέρτα και κοιμότανε μέσα στο φέρετρο τη νύχτα. Έτσι την πάτησε μια φορά, με παγωνιά, κάπου τρεις βδομάδες, να κάθεται να περιμένει μπροστά στο σπίτι του γέρο Ρόμπινς. Και μετά, δυο χρόνια ολόκληρα του ’χε κόψει την καλημέρα του γέρου, γιατί του την έσκασε. Έπαθε κρυοπαγήματα στο ένα πόδι κι έχασε κι ένα σκασμό λεφτά γιατί ο γέρο Ρόμπινς έγινε περδίκι. Λοιπόν, όταν ξαναρρώστησε ο Ρόμπινς, ο Τζέηκοπς σκέφτηκε να τα φτιάξει πάλι μαζί του και πέρασε ένα χέρι βερνίκι το ίδιο φέρετρο και το πήρε και πήγε να τόνε δει. Αλλά δεν ήταν και τόσο απλό να τόνε ρίξεις το γέρο Ρόμπινς. Του είπε να μπει μέσα και φαινόταν ετοιμοθάνατος κι αγόρασε το φέρετρο δέκα δολάρια κι ο Τζέηκοπς είπε ότι θα του τα ’δινε πίσω κι άλλα εικοσπέντε από πάνω αν ο Ρόμπινς το δοκίμαζε και δεν το ’βρίσκε του γούστου του. Κι έπειτα ο Ρόμπινς πέθανε, και στην κηδεία σπάει το καπάκι και πετάγεται πάνω τυλιγμένος στο σάβανο και λέει στον παπά τέρμα η παράσταση γιατί εγώ τέτοιο φέρετρο δεν το αντέχω. Βλέπετε είχε ξαναπάθει νεκροφάνεια μια φορά στα νιάτα του, κι έτσι σκέφτηκε να το παίξει μονά ζυγά. Έκανε το λογαριασμό του κι αν ξαναγύριζε, ήταν λεφτά στην τσέπη του, κι αν όχι, εκείνος δε θα ’χανε δεκάρα. Και, μα το Θεό, έκανε μήνυση στο Τζέηκοπς και κέρδισε και τη δίκη. Κι έστησε το φέρετρο στο σαλόνι κι έλεγε ότι τώρα δε βιαζόταν. Κι ο Τζέηκοπς έβγαζε αφρούς απ’ το κακό του. Ξανάφυγε για την Ιντιάνα, μετά από λίγο -πήγε στη Γουέλσβιλ- απ’ τη Γουέλσβιλ ήταν κι οι Χόγκαντορν. Εξαιρετική οικογένεια. Από το Μαίρηλαντ, γενιές ολόκληρες. Δεν έχω δει άνθρωπο ν’ ανακατεύει τα ποτά του και να βλαστημάει καλύτερα από το γέρο Χόγκαντορν. Η δεύτερη γυναίκα του ήταν η Χήρα Μπίλινγκς – πρώην Μπέκυ Μάρτιν. Η μάνα της ήταν η πρώτη γυναίκα του Ντάνλαπ. Η μεγαλύτερη κόρη, η Μαρία, παντρεύτηκε έναν ιεραπόστολο και πέθανε σα χριστιανή -τη φάγανε οι άγριοι. και κείνον τόνε φάγανε, το δύστυχο -τον κάνανε βραστό. Δεν ήταν έθιμο, έτσι λένε, αλλά εξήγησαν στους φίλους του που πήγανε να πάρουνε τα πράγματά του, ότι τούς είχαν δοκιμάσει μ’ ένα σωρό τρόπους τούς Ιεραπόστολους και ποτέ δεν τούς γίνονταν νόστιμοι -κι οι συγγενείς του συγχίστηκαν που χαράμισε τη ζωή του για ένα ηλίθιο πείραμα, τρόπος του λέγειν. Αλλά να ξέρετε, τίποτα δεν πάει ποτέ χαμένο. Όλα που δεν καταλαβαίνουνε οι άνθρωποι και δε βλέπουνε το λόγο, όλα φανερώνονται όταν επιμένεις και τα σκαλίσεις λιγάκι. Και το κρέας εκείνου του ιεραπόστολου, ούτε κι αυτός δεν το ’ξερε, προσηλύτισε μέχρι και τον τελευταίο κανίβαλο που δοκίμασε τη σούπα. Μόνο αυτό τούς έπεισε. Λοιπόν, μη μου λέτε εμένα ότι τον έβρασαν τυχαία. Τίποτα δε γίνεται τυχαία. Όταν ο μπάρμπας μου ο Λεμ είχε ανέβει σε μια σκαλωσιά μια φορά κι έσκυβε απέξω, θα ξέρναγε ή μεθυσμένος θα ’ταν, δεν ξέρω, ένας Ιρλανδέζος μ’ ένα τσουβάλι τούβλα έπεσε πάνω του από το τρίτο πάτωμα και τού ’σπάσε τη ραχοκοκαλιά σε δυο μεριές. Κι είπαν ότι ήταν ατύχημα. Σιγά το ατύχημα. Δεν ήξερε ούτε πώς βρέθηκε εκεί, αλλά βρέθηκε εκεί για έναν καλό λόγο. Αν δεν ήταν εκεί, ο Ιρλανδός θα ’χε γίνει κομματάκια. Και κανένας δε μου το βγάζει από το μυαλό. Ήταν κι ο σκύλος του εκεί, του μπάρμπα Λεμ. Γιατί δεν έπεσε πάνω στο σκύλο ο Ιρλανδός; Γιατί ο σκύλος θα τον είχε δει και θα ’χε φύγει. Γι’ αυτό δεν έπεσε πάνω στο σκύλο. Δε μπορείς να βασίζεσαι σ’ ένα σκύλο για να εκτελεί τις βουλές της Θείας Πρόνοιας. Ακούστε που σας λέω, ήταν στημένη υπόθεση. Ατυχήματα δεν υπάρχουν, παιδιά. Ο σκύλος του μπάρμπα Λεμ –θα ’πρεπε να τόνε βλέπατε εκείνο το σκύλο. Τσοπανόσκυλο ήταν -ή μάλλον μισό τσοπανόσκυλο, μισό μπουλντόγκ- θαυμάσιο ζώο. Ήταν του πάστορα Χάγκαρ πριν τον πάρει ο μπάρμπα Λεμ. Χάγκαρ απ’ τους Χάγκαρ της Ρηζέρβ. Μεγάλο σόι. Η μάνα του ήταν Γουώτσον. Μια από τίς αδερφές του παντρεύτηκε έναν Γουήλερ. Εγκαταστάθηκαν στο Μόργκαν και τον έφαγε η μηχανή σε μια ταπητουργία, και σε δεκαπέντε δευτερόλεπτα τον έβγαλε χαλί από την άλλη. Η χήρα του το αγόρασε εκείνο το κομμάτι κι οι άνθρωποι ήρθαν από εκατό μίλια μακριά για να πάνε στην κηδεία. Ήταν δεκατέσσερα μέτρα ολόκληρα το κομμάτι, κι εκείνη δεν τους άφηνε να τον τυλίξουν, αλλά τον φύτεψε έτσι όπως ήταν -σ’ όλο το μήκος. Η εκκλησία δεν ήταν και πολύ μεγάλη κι η μια άκρη του φέρετρου περίσσευε από το παράθυρο. Δεν τον έθαψαν, τον φύτεψαν στημένο έτσι -σά μνημείο- και κάρφωσαν και μια ταμπέλα που έγραφε – έγραφε – έγραφε – εις μ-ν-ή-μ-η-ν δεκατεσσάρων μ-έ-τ-ρ-ω-ν χα…λιού – με τα λ-εί-ψ-α-ν-α του Γ-ου-ί-λ-ι-α-μ Γου-ή-»
Εδώ και λίγη ώρα ο Τζιμ Μπλέην είχε αρχίσει να χασμουριέται ολοένα και πιο συχνά -το κεφάλι του έπεσε μπροστά, μια, δυο, τρεις φορές- μέχρι που ακούμπησε στο στήθος του και βυθίστηκε σ’ ένα γαλήνιο κι ατάραχο ύπνο. Δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλα των παιδιών -κόντευαν να πνιγούν προσπαθώντας να κρατήσουν τα γέλια τους. Από την αρχή γέλαγαν, μόλο που εγώ δεν το είχα προσέξει. Κατάλαβα ότι «μου την είχαν σκάσει». Έμαθα τότε πώς η ιδιομορφία του Τζιμ Μπλέην ήταν ότι όποτε έφτανε σ’ ένα ορισμένο στάδιο μέθης, καμιά ανθρώπινη δύναμη δε μπορούσε να τον εμποδίσει ν’ αρχίσει να διηγείται τη θαυμάσια περιπέτεια που τού είχε συμβεί κάποτε με το κριάρι του παππού του -κι η πρώτη φράση του σχετικά με το κριάρι ήταν κι η μοναδική που είχε ακούσει ποτέ άνθρωπος. Πάντα πήδαγε από το ένα θέμα στο άλλο, ασταμάτητα, μέχρι που δεν άντεχε άλλο στο ουίσκι και τον έπαιρνε ο ύπνος. Τί ήταν εκείνο που είχε συμβεί σ’ αυτόν και το κριάρι του παππού του, είναι ένα σκοτεινό μυστήριο, γιατί μέχρι σήμερα κανένας δεν το ’χει μάθει.
Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στο λιμάνι της μικρής πόλης La Ciotat στη νότια Γαλλία, είδαμε σ’ ένα πανηγύρι, με την ευκαιρία μιας λεμβοδρομίας, στο κέντρο της πλατείας, ένα μπρούτζινο άγαλμα του Γάλλου Στρατιώτη, γύρω απ’ το οποίο στριμωγνόταν κόσμος πολύς.
Ζυγώσαμε κι ανακαλύψαμε πως το άγαλμα ήταν αληθινός άνθρωπος, μέσα στην καστανόχρωμη χλαίνη του, με κράνος στο κεφάλι και μια μπαγιονέτα στο χέρι, να στέκεται ακίνητος πάνω σε μαρμαρένιο βάθρο και να τον τσουρουφλίζει ο καυτερός ήλιος του Ιουνίου. Το πρόσωπο και τα χέρια του τα ’χε βάψει με μπρούτζινο χρώμα. Δεν κουνούσε κανένα του μούσκλο ούτε και τα ματόκλαδά του πετάριζαν, τα κρατούσε στητά.
Μπροστά στα πόδια του, που ήταν κι η βάση του αγάλματος απλωνόταν ένα κομμάτι χαρτόνι και πάνω του διάβαζε ο περαστικός:
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΓΑΛΜΑ (L’HOMME STATUE)
«Εγώ, ο Σαρλ-Λουί Φρανσάρ, στρατιώτης του ...στού Συντάγματος, απόχτησαν την ιδιαίτερα εξαιρετική ικανότητα, από μια καταστροφή στα οχυρά του Βερνταίν, να στέκω ακίνητος και να παρασταίνω, όσην ώρα θέλω, το άγαλμα. Αυτή μου η ικανότητα εξετάστηκε από πολλούς καθηγητές και χαρακτηρίστηκε σαν ανεξήγητη αρρώστια. Δώστε, σας παρακαλώ, σ’ έναν άνεργο πατέρα, μια μικρή βοήθεια».
Ρίξαμε τον οβολό μας στο δισάκι που έστεκε κοντά στην παράκληση και προχωρήσαμε ελεεινολογώντας με το κεφάλι.
Εδώ λοιπόν βρίσκεται οπλισμένος μέχρι τα δόντια ο από χιλιάδες χρόνια ακατάβλητος στρατιώτης, αυτός που με τη βοήθειά του φτιάξανε ιστορία, που επραγματοποίησε όλα εκείνα τα μεγάλα επιτεύγματα του Αλέξανδρου, του Καίσαρα, του Ναπολέοντα, για τα οποία εμείς διαβάσαμε στα σχολικά μας βιβλία. Αυτός είναι. Δεν πεταρίζουν τα βλέφαρά του. Αυτός είναι ο τοξότης του Κύρου, ο ηνίοχος του δρεπανηφόρου άρματος του Καμβύση, που τελικά δεν μπόρεσε να τον σκεπάσει η άμμος της ερήμου, ο λεγεωνάριος του Καίσαρα, ο κονταροφόρος του Τσέγκις Χαν, ο Ελβετός του Λουδοβίκου 16ου και του
Ναπολέοντα ο γρεναδιέρος. Και κατέχει και την όχι και τόσο ασυνήθιστη ικανότητα να μην αφήνει τον εαυτό του να νιώθει, όταν δοκιμάζονται πάνω του τα κάθε λογής όργανα καταστροφής.
Σαν την πέτρα, αναίσθητα – λέει - αναμένει την καταδίκη του όταν τον στέλνουν στο θάνατο. Τρυπημένος πέρα ως πέρα απ’ τα δόρατα διάφορων εποχών, πέτρινα, μπρούτζινα, σιδερένια, πλακωμένος από οχήματα, απ’ του Αρταξέρξη ίσαμε και του στρατηγού Λούντερντορφ, τσαλαπατημένος απ’ τους ελέφαντες του Αννίβα και το ιππικό του Αττίλα, κομματιασμένος απ’ τα βλήματα όλο και πιο τελειοποιημένων φονικών όπλων, αλλά κι απ’ τους εναέριους ογκόλιθους ενός καταπέλτη, καταξεσκισμένος από χειροβομβίδες μεγάλες και μικρές, σαν τα’ αυγά της περιστέρας ή της μέλισσας, στέκεται όρθιος, ακατάβλητος, πάντα φτου και ’ξαρχής, να τον προστάζουν στις πολυποίκιλες γλώσσες, όμως πάντα, δίχως να ξέρει το γιατί και για ποιον σκοπό. Τις χώρες που εδάμαζε δεν τις κέρδιζε για τον εαυτό του, όπως ο χτίστης δεν κάθεται στο σπίτι που έχτισε. Ωστόσο η χώρα που αυτός υπερασπιζόταν κάπως του ανήκε. Πάνωθέ του η θανατερή βροχή απ’ τα αεροπλάνα κι η κοχλάζουσα πίσσα απ’ τα τείχη της πόλης και κάτω χαρακώματα και λάκκοι, γύρω του η πανούκλα και το θειάφι, σάρκινη φαρέτρα για ακόντια και βέλη, στόχος, πολτός για τανκς, βραστήρας αερίων. Μπροστά του ο εχθρός, πίσωθέ του ο στρατηγός!
Αμέτρητα τα χέρια που του πλέκαν τις φανέλες, πού σφυρηλατούσαν το σιδερένιο θώρακα και φκιάχνανε τις αρβύλες! Ανεξάντλητες κι οι τσέπες που γιόμιζαν απ’ αυτόν! Ατέλειωτος ο αλαλαγμός, σ’ όλες τις γλώσσες του Κόσμου που τον ξεσήκωνε! Αυτόν, που είναι οπλισμένος με την απαίσια κλήρα να υπομένει, μουλιασμένος απ’ την αγιάτρευτην αρρώστια της απάθειας. Τι κατάπτωση να ’ναι τούτη – σκεφτήκαμε - που αυτός να φτάνει στο σημείο να ευγνωμονεί, κι αυτή την τρομερή, τερατώδικη και τόσο μεταδοτικήν αρρώστια;
Κι αναρωτιόμασταν: Δεν θα γίνει πότες βολετό να μπορέσει να γιατρευτεί από τούτη την αρρώστια του;