.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2020

Η ΕΚΣΤΑΣΗ – ΠΑΝΑΓΗΣ ΛΕΚΑΤΣΑΣ


είτα μικρόν εξαρθείς έδοξεν αναπνείν όλος και περιοράν πανταχόθεν, ώσπερ ενός όμματος ανοιχθείσης της ψυχής
Πλούταρχος, Ήθ. 563e 
Ο Αυστραλιανός μάγος αποσώνει τη μύησή του  μ’ ένα ταξίδι στον κόσμο των πνευμάτων μέσα από μιαν έκσταση πού βαστά δυο τρεις μέρες. Ο ιερέας των Κοντ δικαιώνει το αξίωμά του μένοντας δεκατέσσαρες μέρες βυθισμένος σ' αποκάρωμα, και στο διάστημα τούτο μια από τις ψυχές του ταξιδεύει πηγαίνοντας να παρουσιαστεί του θεού του. Τον καιρό της μύησης τους οι μάγοι Κάριμπ τής ολλανδικής Γουϊάνας (ύστερα από νηστεία, κατάχρηση καπνού και ξεθεωτικό χορό) έχουν τήν πρώτη τους έκσταση μ' ανέβασμα τους στα ουράνια. Τα μυητικά τούτα ταξίδια τής ψυχής είναι ένα γύμνασμα και προετοίμασμα του εκστασιακού μάγου. Μία από τις δουλειές του – κι όχι η πιο αλογάριαστη – είναι να ξαναφέρνει την ψυχή του αρρώστου από τον Κάτου Κόσμο. Το θέμα το ξαναγγίξαμε αλλού (=§24) και λιγοστά τώρα παραδείγματα φτάνουν.

Οι νεκρομάντες ανάμεσα στους βιρμανούς Κάρεν κατεβαίνουνε στον Άδη κι ανεβάζουν την αλήτισσα ψυχή του αρρώστου. Ο τρεμυουγκανός μάγος (Σιβηρία), πέφτοντας σ' έκσταση με το χτύπημα του ταμπούρλου του και το παίξιμο τής κιθάρας του, αφήνει την ψυχή του να διαβεί στον Άδη. Εκείθε παίρνει από τούς πεθαμένους τη φευγάτη ψυχή, είτε με το καλό και ξαγοράσματα, είτε με το στανιό και μ’ αγώνα. Όταν συνέρχεται, κρατεί στη χούφτα του την ψυχή πού την ξαναβάζει τ’ αρρώστου. Ανάμεσα στους Τογκούση τής Μαντζουρίας, ο μάγος, πίνοντας από το αίμα και τρώγοντας από τη σάρκα του ζώου πού θυσιάζεται, αβυσσώνεται σ' έκσταση και τραβά για τον Άδη. Πηγαίνοντας η ψυχή του φτάνει σ' ένα βουνό (ο μυθικός Άξων του Κόσμου) και κατεβαίνει στη χώρα των ήσκιων. Όσο σιμώνει τόσο και πληθαίνουν οι κίντυνοι, γιατί συναντά τις ψυχές αλλονώνε μάγων που κατεβαίνουν κι αυτές και πρέπει να φυλάγεται από τις σαγίττες τους με το ταμπούρλο. Κατεβαίνοντας στορίζει ο ίδιος τις περιπέτειες του ταξιδιού κι οι παραστεκάμενοι μπορούν να τον ακολουθούν βήμα το βήμα. Να, τώρα κατεβαίνει από μια τρύπα στενή και πρέπει να περάσει τρεις ακόμα ποταμούς, προτού να συναντήσει πνεύματα του Κάτου Κόσμου. Φτάνει, τέλος, στη χώρα του αιώνιου σκοταδιού και τότες οι παραστεκάμενοι σπιθοβολούνε με τις τσακμακόπετρες για να του φέξουν. Το μίζερο τούτο φως του φτάνει ωστόσο να ξαναβρεί τη φευγάτη ψυχή, πού την ξανανεβάζει, μέσ' από χίλιους κιντύνους, στο φως, για να την ξαναβάλει του αρρώστου. Είναι φορές πού το ταξίδι είναι πιο περίπλοκο, όπως ανάμεσα στους Βασιουγκανούς Οστυάκους. Ο μάγος κράζει, ένα-ένα, τα πνεύματα πού τον βοηθούν, άλλα από τα βάθη τής γης κι άλλα από τα ουράνια πλάτη. Όταν τα πνεύματα μαζωχτούν, η ψυχή του ξεκινά μαζί τους για το εκστασιακό ταξίδι της στους Ουρανούς, όπου ψάχνει να βρει τη χαμένη ψυχή, κ' ύστερα, με την ίδια τόλμη, κόβει για τον Κάτου Κόσμο. Οι παραστεκάμενοι γύρω του τον ακούνε να κουβεντιάζει με τα πνεύματα και να ιστορεί τις περιπέτειες του φοβερού ταξιδιού του. Είναι, πάλι, φορές που ο μάγος στέλνει την ψυχή του στους Ουρανούς για να συνοδέψει τις θυσιαστικές προσφορές ή τις ψυχές των πεθαμένων πού δεν εννοούν να το κουνήσουν από τον κόσμο. Είναι πάλι φορές, όπως ανάμεσα στους Γιουκαγκίρ, πού οι γυναίκες σταματούνε να γεννούν, γιατί οι ψυχές δε θέλουν ν' ανεβούν στον κόσμο και να ξανασαρκωθούνε. Τότες ο μάγος κατεβαίνει στον κόσμο των αποσαρκωμένων ψυχών και, αν δεν τις καταφέρει με το καλό ν' ανεβούν, κλέβει καμμιά τους κι ανεβάζοντας τη στο φως, τη βάζει με το στανιό στο κορμί μιας γυναίκας. (μονάχα πού τα τέτοια παιδιά δε ζούνε πολύ, γιατί ή ψυχή τους βιάζεται να γυρίσει στον κόσμο των ήσκιων). Είναι πάλι φορές πού ο μάγος ανεβοκατεβαίνει στον Άδη για να συμβουλεύεται τις ψυχές για το 'να και τ' άλλο. Το στάλσιμο τούτο τής ψυχής σε τόπους μακρινούς, είναι ένας τρόπος να κάνει σύντομα και σίγουρα κανείς ωφέλιμα ταξίδια. Μία σκανδιναβική παράδοση ξέρει πώς ό Νορβηγός αρχηγός Ίνγκιμουντ έκλεισε για τρία μερόνυχτα σε μια καλύβα τρεις Φινλανδούς για να πάνε στην Ισλανδία και να τον κατατοπίσουν στη γεωγραφία της χώρας. Τα κορμιά τους είχαν απομείνει ξερά, οι ψυχές όμως είταν παγαιμένες στη χώρα τη μακρινή, κι όταν οι κλεισμένοι συνήρθανε, του δώσαν τις περιγραφές πού χρειαζόνταν. Ο κρητικός θαυματουργός Έπιμενίδης μπορούσε να στέλνει την ψυχή του μακριά και να την κάνει να ξαναγυρίζει. Κοσμοβόητη στην αρχαιότητα είναι ή ιστορία του κλαζομενίου Έρμότιμου (ή Έρμόδωρου) που μπορούσε να στέλνει την ψυχή του σε ταξίδια αλαργινά, να μαθαίνει τα όσα λέγουνται ή γίνουνται σε τόπους μακρινούς, και να την ξαναφέρνει. Όσο του έλειπε ή ψυχή, το κορμί του απόμενε ξερό, κ' είτανε μια καλή ευκαιρία για τούς οχτρούς του. Η γυναίκα του τους παράδωσε το κορμί κ' εκείνοι το κάψανε σαν πεθαμένο. Ανάλογα ιστορούνε για τον Αριστέα τον Προκοννήσιο, που και τούτου φασίν την ψυχήν, όταν εβούλετο, εξιέναι, και πώς έβγαινε ή ψυχή του από το στόμα του σαν ένα κοράκι. Σε μια κινέζικη ιστορία, ένας καλόγηρος βουδιστικού μοναστηρίου συνείθιζε να στέλνει την ψυχή του σε περιπλανήματα αλαργινά, και το κορμί του, όσο περιπλανιόνταν η ψυχή, έμενε στο κελλί του σαν πεθαμένο. Ένας ξένος βρήκε στο κελλί του τ' άψυχο κορμί κ' έβαλε να το κάψουν. Όταν η ψυχή ξαναγύρισε, χτυπιόντανε στα παραθύρια του μοναστηριού, θρηνώντας πού δεν έβρισκε το κορμί κι αναρωτώντας η δόλια που να 'μπει.

Το πρόσκαιρο τούτο ξέκομμα της ψυχής από το κορμί είναι ή γνώριμη έκστασις, το όνειρο του ξύπνιου. Ή έκσταση τούτη ή παράκρουση (συχνή σε πρόσωπα απλοϊκά ή υστερικά) παραείναι συχνή κι ανάμεσα στους πρωτόγονους, πού ή φοβερή ενάργεια τής φαντασίας τους δεν χαλινώνεται από κανένα σταθερό ξεχώρισμα του φανταστικού από την αλήθεια. Συχνή ακόμη είναι σε κατάστασες ζωηρού θρησκευτικού μυστικισμού κ' ισχυρών ρευμάτων ομαδικής ψύχωσης, σε περίστασες κιόλας απελπισμένες. Ή πιο λογαριαστή, ωστόσο, για τη μαγική και τη θρησκευτική παραπέρα πράξη, μορφή τής Έκστασης είναι (κ' εδώ πέφτουν και τα παραδείγματα πού αναφέραμε) ή θελημένη και καλλιεργημένη. Τα μέσα πού τη φέρνουνε είναι ή ουσίες διεγερτικές, όπως πιοτά και τοξικά, ή μέσα ακουστικά, όπως τα ρυθμικά χτυπήματα κ' ή μονότονη ή οργιαστική μουσική· ή κινητικά, όπως οι χοροί, τα πηδήματα, οι στροβιλισμοί' ή κακοπάθειες, όπως ή νηστεία, ή αγρύπνια, οί μαστιγωμοί' ή ο αυτοϋπνωτισμός, είτε με τη μηχανική επανάληψη ορισμένων λέξεων (όπως τό 'om' των βουδιστών, το 'Hasan Husain' των μωαμεθανών Σιιτών, τό 'Paternoster ή 'Ave Maria' των καθολικών εκστασιαστών) είτε με το επίμονο κοίταγμα ορισμένου μέρους του κορμιού (όπως το αφάλι των Ησυχαστών του Άθω). Στην κατάσταση της Έκστασης πιστεύεται πώς 1) ή το πρόσωπο κατέχεται από κάποιο πνεύμα ή θεό πού θρονιάζεται μέσα του και βλέπει, μιλά, κ' ενεργεί με το σώμα του, ή 2) ή ψυχή του, ξεκομμένη από το σώμα του, τρέχει σε τόπους αλαργινούς ή στον κόσμο των πνευμάτων. Ο πρώτος τόπος είναι ή 'Ιερή Μανία των οργιαστικών λατρειών του μεσογειακού κόσμου· η δεύτερη χαραχτηρίζει τον κλάδο τής Εκστασιακής μαγείας (Shamanismus) που, έχοντας επιζήσει ίσαμε τα τελευταία χρόνια στη Σιβηρία, απλωνόντανε σ' ένα τεράστιο τόξο από τη Σκανδιναβία και μέσα από τους ευρασιατικούς χώρους ίσαμε την Ινδονησία. Από τούς σαμανιστικούς αυτούς κύκλους και οι Έλληνες (πού τούς πλησιάζουν μέσα από τη Θράκη, τη Σκυθία και τα παράλια τής Μαύρης θάλασσας) μαθαίνουν τη σαμανιστική πράξη, πού τα παραδείγματα του Αριστέα, του Ερμότιμου, του Επιμενίδη και του Πυθαγόρα μαρτυρούν ανάμεσά τους.  Έναν ανάκατο τύπο μαρτυρά η προφητική πράξη του 'Ισραήλ, όπου ο προφήτης πότε μιλά κατεχόμενος από το πνεύμα του θεού και πότε μεταφέρεται με τούς εκστασιακούς οραματισμούς του. Ο 'Ιεζεκιήλ, λογουχάρη, καθισμένος σ' ένα σπίτι της βαβυλωνιακής χώρας και τριγυρισμένος από τούς πρεσβύτερους της φυλής, μεταφέρεται απότομα εν δράσει θεού στην 'Ιερουσαλήμ, όπου θωρά των ομοφύλων του τις ανομίες.

Ή σαμανιστική έκσταση απολείπει στην Ελλάδα υστέρα από τον Πυθαγόρα (κ' ίσως και τον Εμπεδοκλή), μα το ξέκομμα της ψυχής από το κορμί γνωρίζεται και σ' άλλους εδώ τύπους. Η έκσταση, λογουχάρη, μπορεί να 'ναι μοναχά συμπτωματική, όπως από χτύπημα του κεφαλιού ή λιποθυμία. Ένας 'Αθηναίος, Κλεώνυμος, που λιποθύμησε κ' έμεινε για τρεις μέρες σαν πεθαμένος, είπε, όταν συνήρθε, πώς ένιωσε την ψυχή του οίον εκ δεσμών τινών αφειμένην μετέωρον αρθήναι και αρθείσαν υπέρ γης ιδείν τόπους εν αυτή παντοδαπούς και τοις σχήμασι και τοις χρώμασιν, και ρεύματα ποταμών απρόοπτα, κι άλλα πολλά από τα τα πρώτα πού βλέπει ή ψυχή σα λύνεται, με το θάνατο, από το κορμί της. Συναπάντησε κιόλας κ' έναν άλλον πού 'χε πάθει τα ίδια, από τη Συράκουσα, κ' είπανε να συναντηθούνε στη γη, σα γυρίσουνε, όπως και γίνηκε λέει ό Πρόκλος. Ανάλογη είναι η έκσταση του Θεσπέσιου, που γκρεμίστηκε κ’ έχασε για λίγο την αίσθηση του κόσμου. Ύστερα μικρόν εξαρθείς, έδοξεν άναπνείν όλος και περιοράν πανταχόθεν, ώσπερ ενός όμματος άνοιχθείσης της ψυχής' εώρα δε των πρότερον ουδέν αλλ' ή τα άστρα παμμεγέθη και απέχοντα πλήθος αλλήλων άπλετον, αυγήν τε τη χρόα θαυμαστήν αφιέντα και τόνον έχουσαν, ώστε την ψυχήν εποχουμένην λείως, πλοίον ώσπερ εν γαλήνη, τω φωτί ραδίως πάντη και ταχύ διαφέρεσθαι' κ' έβλεπε κι άλλα πολλά, και μάλιστα την κρίση των ψυχών και τις μετά θάνατο τύχες. Ανάμεσα, κιόλας, στις ψυχές που τις μετασαρκώνανε οι δαίμονες σε λογίς ζωντανά, είδε καί του Νέρωνα, με πύρινα καρφωμένη καρφιά, να τη μετασαρκώνουν οι δαίμονες στο κορμί μιας οχιάς –  εκεινής της οχιάς πού τρώει τη μάνα της σα γεννηθεί –  όταν άστραψε ξάφνου ένα φως και τους πρόσταξε, μέσαθέ του, κάποια φωνή να τη βάλουνε σ' ημερότερο ζωντανό, γιατί παιδεύτηκε αρκετά για τα όσα κακούργησε και γιατί της χρωστούνε και κάτι καλό οι θεοί, μια και ξανάδωσε την ελευθερία στο θεαγάπητο γένος των 'Ελλήνων. Η έκσταση πάλι μπορεί να 'ναι μια αυτόματη φρεναπάτη ή παράκρουση, όπως είδαμε κιόλας. Έξω, χωρίς εξωτερική ενέργεια, χάνει κανείς τη συνείδηση της πραγματικότητας και κατέχεται από τα οράματα μιας αυτόνομης φαντασίας. Μία ιστορία, για κάποιον Εμπεδότιμο, λέει πως, εκεί που ο ήρωας της κυνηγούσε μεσημέρι μ' άλλους μαζί και ξέμεινε κάπου μοναχός, της τε του Πλούτωνος επιφανείας τυχόντα και της Περσεφόνης, καταλαμφθήναι μεν υπό του φωτός του περιθέοντος κύκλω τους θεούς, ιδείν δε δι' αυτού πάσαν την περί ψυχής αλήθειαν εν αυτόπτοις θεάμασιν. Η ζωή των καθυστερημένων λαών κ' ή ιστορία του Μυστικισμού μπορούν να σωρεύουν εδώ παραδείγματα σ' άναπόσωστο μάκρος.

Οι μεγαλόπρεπες, έτσι, περιγραφές της ζωής, των θεάσεων και των τυχών της ψυχής, στον πλατωνικό 'Φαίδρο', στόν 'Φαίδωνα' και στην 'Πολιτεία', αναχωνεύουν σίγουρα παραδομένες περιγραφές εκστασιακών ταξιδιών, ανάλογες μ' εκείνες πού συναντήσαμε ανάμεσα στους καθυστερημένους λαούς και μ' εκείνες πού ο Πρόκλος κι ο Πλούταρχος κι ό ψευδοπλατωνικός 'Αξίοχος' σημειώνουν και στην Ελλάδα. Μα κ' ή μελέτη θανάτου που αναπτύσσεται στον 'Φαίδωνα' (80Ε), η πνευματική άσκηση του φιλόσοφου να μάθει την ψυχή του ν' αυτοσυγκεντρώνεται και να πασχίζει ν' αποκοπεί ολότελα από το κορμί, Έτσι που τη στιγμή του θανάτου να μη βαραίνει από τίποτα σαρκικό και, ολοκάθαρη, να πετάξει να ζήσει με τούς θεούς, από τη σαμανιστική έκσταση φαίνεται να ξεκινάει κ' ετούτη. Από την οικουμενική, πάλι, πίστη πώς ή ψυχή μπορεί να ξεκόβεται από το κορμί και να ταξιδεύει τ' άψήλου ή μακριά, απομένουνε – μοτίβα αμέτρητων ιστοριών – τρεις γνώριμες δοξασίες: είναι ο 'Διτοπισμός', τό παρουσίασμα Φαντάσματος του ζωντανού και το ολόσωμο Πέταγμα των μάγων. Ο 'διτοπισμός' είναι ή μπόρεση ενός προσώπου να παρουσιάζεται την ίδια ώρα σε δύο μακρυσμένα μεταξύ τους μέρη. Η αξιόλογη αυτή ικανότητα αποδίνεται από τούς μυθοβιογράφους του και στον Πυθαγόρα. Όχι λιγότερο του, οι ανώτερες ιέρειες των Τζένταλ και των Πίπιλ του Chiapa στο Μεξικό, είχαν το χάρισμα να βρίσκουνται σε δυο μέρη μαζί, μιάμιση λεύγα το 'να από τ' άλλο. Αλλά κι ο Άγιος Αλφόνσος de Liguori μπορούσε να κηρύχνει στην εκκλησιά και την ίδια ώρα να βρίσκεται σπίτι του και να ξομολογάει. Εδώ έχουμε ένα κατακάθι τής δοξασίας πως η ψυχή μπορεί να χωρίζεται από το κορμί και να παρουσιάζεται σαν είδωλο μακριά του.

Ανάλογη είναι ή δοξασία πώς μπορεί να παρουσιαστεί το φάντασμα ζωντανού (μηνώντας έτσι, κατά κανόνα, το θάνατό του). Το να παρουσιαστεί το φάντασμα ανθρώπου πού λείπει, είναι, στη Νέα Ζηλανδία, σημάδι θανάτου. Αν η όψη του δεν φαίνεται, ο θάνατος είναι κοντά, αν όμως φαίνεται, είναι κιόλας πεθαμένος. Σ' ένα Κάρεν μπορεί να παρουσιαστεί το φάντασμα ενός ζωντανού, για να μηνύσει το θάνατό του. Σ' ένα νησί της Σκωτίας οι άνθρωποι ειδοποιούνταν κανονικά για το θάνατό τους από το ίδιο τους το φάντασμα που τους παρουσιαζόνταν. Στή δοξασία τούτη έχουμε τον απλό συνδυασμό της ιδέας πώς η ψυχή μπορεί να φεύγει από το κορμί του ζωντανού και να παρουσιάζεται σαν είδωλο, με την πίστη πώς ο θάνατος δεν είναι παρά φυγή κ' ετούτος της ψυχής του ανθρώπου.

Ομόριζη είναι κ' ή δοξασία πώς οι μάγοι μπορούν να πετούν από τόπο σε τόπο μ' όλο τους το κορμί και ν' ανεβαίνουνε και στους ουράνιους χώρους. Η δοξασία συναντιέται σ' όλο τον πρωτόγονο κόσμο, είναι στη μεσαιωνική Ευρώπη με τις μάγισσες γνωστή και συνεχίζεται στη σφαίρα του Χριστιανισμού με τ' ανάλογα κατορθώματα χριστιανών Αγίων. Εδώ το πέταγμα τής ψυχής μέσα από την έκσταση χωνεύεται με την παράσταση της ψυχής-πουλιού (=§31) και προβάλλεται στο ολόκορμο πέταγμα εκεινών που μπορούν, απαλλιώς, να στέλνουν εδώ κ' εκεί την ψυχή τους.


ΠΑΝΑΓΗΣ ΛΕΚΑΤΣΑΣ
Η ΨΥΧΗ
Η ιδέα της ψυχής και της αθανασίας της
Και τα έθιμα του θανάτου
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ 2000

Δεν υπάρχουν σχόλια: