Ω μεσημέρι της ζωής! Ω γιορτή! Ω καλοκαιριάτικε κήπε! Περιμένω με ανήσυχη ευτυχία, στέκομαι και βλέπω και περιμένω - πού είστε, φίλοι; Εσάς περιμένω, έτοιμος μέρα νύχτα. Ελάτε τώρα! Είναι ώρα! Είναι ώρα!
Δεν άλλαξε σήμερα για σας το γκρίζο του ο παγετώνας με τριαντάφυλλα; Το ρυάκι σάς γυρεύει· κι ο άνεμος και τα σύννεφα στριμώχνονται στον ουρανό, λαχταρώντας να δουν από ψηλά τον ερχομό σας.
Για σας ετοίμασα το τραπέζι μου στο μεγαλύτερο ύψος - ποιος ζει τόσο κοντά στα άστρα όσο εγώ και ποιος τόσο κοντά στα βάθη της αβύσσου; Το βασίλειό μου - έφτασε ποτέ βασίλειο τόσο μακριά; Και το μέλι μου - ποιος το γεύτηκε;
Να σας, φίλοι! - Αλίμονο, δεν ήρθατε για μένα; Διατάζεστε, παραξενεύεστε - αχ, καλύτερα να αγανακτούσατε! Εγώ - δεν είμαι πια; Άλλαξα χέρι, βήμα, πρόσωπο; Και η είμαι, φίλοι - δεν είμαι;
Είμαι άλλος; Και ξένος προς τον εαυτό μου; Κάποιος που δραπέτευσε από τον εαυτό του; Ένας παλαιστής που κατέβαλε τον εαυτό του πάρα πολλές φορές; Που έστρεψε τη δύναμή του ενάντια στον εαυτό του πάρα πολλές φορές, που λαβώθηκε και ανακόπηκε από την ίδια του τη νίκη;
Έψαξα εκεί που ο αέρας είναι πιο τσουχτερός; Έμαθα να κατοικώ εκεί όπου δεν κατοικεί κανένας, στην ερημιά που ζει η πολική αρκούδα, ξέμαθα τον άνθρωπο και τον θεό, την κατάρα και την προσευχή; Έγινα φάντασμα που περιπλανιέται στους παγετώνες;
- Παλιοί φίλοι! Πόσο ωχροί φαίνεστε, πόσο γεμάτοι αγάπη και τρόμο! Όχι, φύγετε! Μην οργίζεστε! Εδώ για σας δεν είναι: εδώ, σ' αυτήν την μακρινή περιοχή των πάγων και των βράχων - εδώ πρέπει να 'ναι κανείς κυνηγός και αγριοκάτσικο.
Κακός κυνηγός έγινα! - Δείτε πόσο τεντωμένο είναι το τόξο μου! Εκείνος που τέντωσε αυτό το τόξο ήταν ο δυνατότερος: αλλά το βέλος, αχ, κανένα βέλος δεν είναι τόσο επικίνδυνο όσο αυτό - μακριά! Φύγετε! Για το καλό σας! . . .
Γυρίζετε πίσω; - Ω καρδιά, στάθηκες καλά, οι ελπίδες έμειναν δυνατές: τώρα κράτα τις πύλες σου ανοιχτές για καινούριους φίλους! Άσε τους παλιούς! Άσε τις αναμνήσεις! Αν ήσουν κάποτε νέα - τώρα είσαι νεότερη!
Εκείνο που μας ένωνε κάποτε, ο δεσμός μιας ελπίδας - ποιος μπορεί ακόμη να διαβάσει τα σημάδια που χάραξε η αγάπη κάποτε εκεί, σημάδια που τώρα ξεθώριασαν και σβήστηκαν; Είναι σαν περγαμηνή - ξεθωριασμένη, καψαλισμένη - που το χέρι φοβάται να την πιάσει.
Όχι πια φίλοι, αλλά - πώς να τους ονομάσω; - Μόνο φαντάσματα φίλων που χτυπούν τη νύχτα την καρδιά και το παράθυρό μου, που με κοιτούν και λένε: «Ήμασταν κάποτε φίλοι;» - τι μαραμένα λόγια, που κάποτε ευωδίαζαν σαν τριαντάφυλλο!
Ω λαχτάρα της νιότης, που παρανόησες τον εαυτό σου! Εκείνοι που εγώ λαχταρούσα, εκείνοι που νόμισαν πως άλλαξαν και έγιναν σαν κι εμένα - το ότι γέρασαν είναι αυτό που τους έδιωξε: μόνον εκείνος που αλλάζει παραμένει όμοιος μ' εμένα.
Ω μεσημέρι της ζωής! Ω δεύτερη νιότη! Ω καλοκαιριάτικε κήπε! Περιμένω με ανήσυχη ευτυχία, στέκομαι και βλέπω και περιμένω. Φίλους περιμένω, έτοιμος μέρα νύχτα, καινούριους φίλους! Ελάτε! Είναι ώρα! Είναι ώρα!
Τούτο το τραγούδι τέλειωσε - η γλυκιά κραυγή του πόθου πέθανε πάνω στα χείλη: ένας μάγος το έκανε, ο φίλος στην κατάλληλη στιγμή, ο μεσημεριάτικος φίλος - όχι! μη ρωτάτε ποιος είναι - το μεσημέρι έγινε, το μεσημέρι έγινε ο ένας δύο . . .
Τώρα, σίγουροι για τη νίκη, γιορτάζουμε τη γιορτή των γιορτών: ο φίλος Ζαρατούστρα ήρθε, ο φιλοξενούμενος των φιλοξενουμένων! Τώρα γελάει ο κόσμος, η μαύρη αυλαία σκίζεται, η μέρα του γάμου ήρθε για το φως και το σκοτάδι…
Friedrich Nietzsche
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΖΗΣΗΣ ΣΑΡΙΚΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΗΣΙΔΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου