.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

Εντολή - EZRA POUND



Πηγαίνετε τραγούδια μου στον μοναχικό και τον ανικανοποίητο,
Πηγαίνετε επίσης στον νευροπαθή, πηγαίνετε στον σκλαβωμένο απ’ τη συμβατικότητα,
Χαρίστε τους την περιφρόνησή μου για τους καταπιεστές τους.
Πηγαίνετε, σαν ένα μεγάλο κύμα ψυχρού νερού,
Φέρτε την περιφρόνησή μου για τους καταπιεστές.
Μιλήστε ενάντια στην ασυνείδητη καταπίεση,
Μιλήστε ενάντια στην τυραννία εκείνου που δεν έχει φαντασία,
Μιλήστε ενάντια στους δεσμούς.
Πηγαίνετε στην αστή που πεθαίνει από την πλήξη της,
Πηγαίνετε στις γυναίκες των προαστίων, 
Πηγαίνετε στους κακοπαντρεμένους, 
Πηγαίνετε σε εκείνους που η αποτυχία τους είναι κρυμμένη,
Πηγαίνετε στα κακότυχα ζευγάρια,
Πηγαίνετε στη γυναίκα που αγοράστηκε,
Πηγαίνετε και σε κείνη με την προίκα.
Πηγαίνετε σ’ αυτούς που έχουν ντελικάτους πόθους,
Πηγαίνετε σ’ αυτούς που οι ντελικάτες τους επιθυμίες γκρεμίζονται,
Πηγαίνετε σαν φθορά στη νωθρότητα του κόσμου.
Πηγαίνετε με την κόψη σας εναντίον του,
Δυναμώστε τις λεπτές χορδές,
Φέρτε εμπιστοσύνη στα φύκια και στις κεραίες της ψυχής.
Πηγαίνετε με φιλικό τρόπο,
Πηγαίνετε με ανοιχτό λόγο.
Λαχταρήστε να βρείτε νέα δαιμόνια και νέα αγαθά,
Εναντιωθείτε σε κάθε μορφή καταπίεσης.
Πηγαίνετε σε κείνους που χόντρυναν μόλις γίναν μεσόκοποι,
Σε κείνους που έχασαν το ενδιαφέρον τους.
Πηγαίνετε στους εφήβους που καταπνίγονται από την οικογένεια,
Ω! Πόσο απαίσιο είναι 
Να βλέπεις τρεις γενιές σ’ ένα σπίτι να ‘ναι όλες μαζί!
Όπως ένα γέρικο δέντρο με βλαστάρια,
Και με μερικά κλαδιά σαπισμένα και πεσμένα.
Πηγαίνετε μακριά και προκαλέστε την κοινή γνώμη,
Πηγαίνετε ενάντια σ’ αυτή τη νερόβραστη δουλεία του αίματος,
Εναντιωθείτε σε κάθε είδους ιδιοκτησία.  

Μετάφραση Κλείτος Κύρου

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

Επικήδειος (1962) - Jean Cocteau



Επειδή υπάρχω
Σ’ αυτή τη μοναξιά
Όπου οι άλλοι τρέμουν την ανυπαρξία

Επειδή ξεχνώ να ζω
Κυνηγημένος από το φόβο του σκανδάλου
Προσπαθώντας να αποφύγω
Ο κάθε καλοπροαίρετος τύπος να αντιληφθεί
Τον αγώνα μου για την ύπαρξη

Δεν τολμώ μήτε να φάω μήτε να πιω
Μήτε να παρακαθίσω στους χορούς τους
Επειδή ζω
Με την σχεδόν άγνωστη στολή
Μιας λεγεώνας των ξένων

Επειδή παίρνω το ύφος
Που δεν είναι ύφος
Επειδή εκστασιάζομαι στις παγίδες μου
Επειδή πιστεύω
Αν θέλουν να δουν τα χαρτιά μου
Πως είμαι τελειωμένος

Δηλαδή κάνοντας δήθεν
Πως είμαι μαζί τους, εγώ ο κλέφτης
Με τις σιωπηλές σόλες

Επειδή τους πληρώνω με το ίδιο νόμισμα
Και παίρνοντας την σκιά των αγγέλων
Για τη σκιά του καμπούρη
Και βαραίνοντας το σκάφανδρο μου
Με έργα όλο και πιο ύποπτα
Στη βάρκα με τους ωραίους κωπηλάτες

Επειδή ακολουθώ τις σκιές
Φαντασμάτων χωρίς κάστρα
Στυξ στις έρημες όχθες σου
Δίχως να έχω ζήσει πεθαίνω.

Μετάφραση Δημήτρης Άναλις

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021

Η συνάντησις - Edgar Allan Poe



 Εκεί κάτω θα με περιμένης!
Άφευκτα θα σ' επανεύρω
στον βαθύν και σκοτεινόν εκείνον κάμπον.
(Αυτό το έγραψεν επάνω στον τάφον της γυναικός του ένας Άγγλος Δεσπότης).

Μυστηριώδη και άτυχε άνθρωπε!
Θαμβωμένος από την λάμψιν της ιδίας σου φαντασίας, εγκρεμίσθηκες, ενώ έλαμπαν ακόμη τα ωραία σου νειάτα. ΢Σ' επαναβλέπω με τον νου μου!
Μου παρουσιάζεσαι ακόμη μια φορά, όχι τέτοιος, όποιος είσαι τώρα μέσα στη σκοτεινιά του Άδου, αλλά τέτοιος που έπρεπε να είσαι, σκορπίζοντας σ' όλους τους ανέμους μιαν ύπαρξι γεμάτη μεγαλοπρέπεια και όνειρα, μέσα στην σκοτεινήν πόλιν των οραμάτων, στη Βενετία σου, στον γεμάτον από άστρα αυτόν παράδεισον κοντά στη θάλασσα, με τα παλάτια της που στο πνεύμα του Παλλάδιο χρωστά, τα παλάτια της με τα μεγάλα παράθυρα, που λες και ρεμβάζουν επάνω στα μυστηριώδη και σιγηλά νερά της.
Ναι! Σου ξαναλέω, όπως έπρεπε να ήσουν!
Είναι βέβαια και άλλοι κόσμοι ξέχωρα απ' αυτόν εδώ κάτω, κι' άλλαι σκέψεις απ' της σκέψεις των πολλών κι' άλλαι θεωρίαι απ' της θεωρίες των σοφιστών.
Και τότε ποιος θα μπορούσε ν' αμφιβάλλη για το μεγαλείο της πράξεώς σου; Ποιος θα σε κατηγορούσε για της ρεμβώδεις ώρες σου; Ποιος θα έλεγε πώς σπαταλούσες την ακούραστη δραστηριότητά σου σε τρέλλες εξωφρενικές;
Εκεί στη Βενετία, κοντά στη Γέφυρα των στεναγμών, απάντησα το πρόσωπο, προς το οποίον αποτείνω αυτήν την επίκλησιν, για τρίτη ή τέταρτη φορά.
Και πώς να ξεχάσω το πώς τον συνήντησα!
Η σκοτεινιά της νύκτας, η Γέφυρα των στεναγμών, η ωμορφιά της γυναίκας, και ο αέρος του ρωμαντισμού που επλανάτο απάνω στη στενή διώρυγα.
Μαύρη, πίσσα ήταν η νύκτα.
Το μεγάλο ρολόγι της περίφημης Πιάτζα εσήμαινε την 5ην ώραν.
Η Πλατεία του Καμπανέλου ήταν έρημη και σιωπηλή και τα φώτα του παλαιού παλατιού των Δόγηδων ήσαν σβυστά σχεδόν όλα.
Γυρνώντας από την Πιατζέταν, πήγαινα σπίτι μου, μέσα απ' το Μεγάλο Κανάλι. Την στιγμήν όμως που η γόνδολά μου έστριβε στο κανάλι του Αγίου Μάρκου, μια φωνή γυναικεία ακούσθηκε ξάφνου μέσα στης νύκτας τα βάθη.
Ήταν μια φωνή αγρία, αλλόφρων και εξακολουθητική. Τρομαγμένος σηκώθηκα ολόρθος, ενώ ο γονδολιέρος μου άφινε να του ξεγλιστρήση απ' τα χέρια του το μόνο κουπί του (οι γόνδολες, καθώς ξέρετε, έχουν ένα και μόνο κουπί), το οποίον ζήτημα ήταν αν μπορούσε να ξαναύρη μέσα σε τέτοια σκοτεινιά. Κ' έτσι το ρέμμα που κυλιόταν απ' τη μεγάλη στη μικρή διώρυγα μας συνεπήρε.
Σα μεγάλο μαύρο όρνεον η γόνδολά μας παρεσύρετο σιγά σιγά προς την Γέφυραν των στεναγμών.
Ξάφνου πολλές, πολλές λαμπάδες φάνηκαν στα παράθυρα και την μεγάλην σκάλαν του παλατιού, κ' ένα φως ωχρό και τρεμοσβύνον διέλυσε την σκοτεινιά.
Ένα παιδάκι είχε ξεγλιστρήσει απ' τα χέρια της μάνας του και απ' το παράθυρο του τελευταίου πατώματος του υψηλού παλατιού γκεμίσθηκε στην σκοτεινή διώρυγα.
Τα ήσυχα νερά εσκέπασαν αδιάφορα το σωματάκι του παιδιού. Ενώ δε στην διώρυγα μόνη η γόνδολά μου βρίσκονταν, έξαφνα απ' όλες της μεριές φάνηκαν πολλοί άνθρωποι και με παλληκαριά πέφτοντας μέσ' το ρεύμα άρχισαν να ζητούν το μικρό αγγελούδι.
Μα η θάλασσα το είχε σκεπάσει και ο κόπος τους πήγαινε άδικα. Σηκώνω τα μάτια μου και βλέπω στο μεγάλο πλατύσκαλο από μαύρο μάρμαρο του παλατιού, που ακουμβούσε στο νερό, ολόρθια μια γυναίκα που όσοι την είδαν δεν μπόρεσαν ποτέ να την ξεχάσουν.
Ήτο η μαρκησία Αφροδίτη, η λατρευομένη υφ' όλης της Βενετίας, η ευθυμοτέρα πασών, η θαυμασιωτέρα των γυναικών της χώρας ταύτης, εν η όλαι είναι ωραίαι, η νεαρά σύζυγος, φευ! του γέροντος ραδιούργου Μεντόνι και μήτηρ του ωραίου παιδιού του πρώτου, του μοναδικού της παιδιού! που ευρίσκετο τώρα σπαργανωμένο στα βάθη του σκοτεινού νερού.
Ορθούται ευθυτενής και επιβλητική.
Τα λεπτοφυή της πόδια, γυμνά και λευκά ως ο άργυρος, κατοπτρίζονται εις τον μαρμάρινον μαύρον καθρέπτην που ήταν από κάτω της. Τα μαλλιά της, που είχε ξεπλέξει επιστρέφουσα από τον χορόν, τα μαλλιά εις ιούλους με υακινθίνας αντανακλάσεις, που ακτινοβολούν επάνω της απειρία αδαμάντων, περιειλίσσοντο πέριξ μιας κεφαλής κλασσικής καλλονής.
Ύφασμα λευκόν σαν το χιόνι και ελαφρόν σαν τον αέρα φαίνεται καλύπτον μόνον το λεπτόν της σώμα. Αλλ' όσον αερώδες και αν είναι το φόρεμα αυτό, τίποτε δεν ταράσσει τας πτυχάς του, και επαναπίπτει πέριξ της ακίνητον, όπως η βαρεία μαρμάρινη εσθίς της αρχαίας Νιόβης. Τόσον ήτο γαληνιαία, θερμή και βαρεία η ατμοσφαίρα του θερινού εκείνου μεσονυκτίου και τόσον η γυναίκα αυτή διετήρει την ακαμψίαν αγάλματος.
Αλλά, πράγμα παράδοξον, δεν χαμηλώνει τα μεγάλα φωτεινά της μάτια προς τον τάφον, εν ώ κείται σπαργανωμένη η μόνη της ελπίς. Σα στρέφει προς μίαν διεύθυνσιν παραδόξως διάφορον.
Η φυλακή της Παλαιάς Δημοκρατίας είναι βεβαίως εκ των επιβλητικωτάτων οικοδομημάτων. Διατί όμως η μαρκησία τα προσηλώνει επ' αυτής τόσον πεισματικά, ενώ πλησίον της αγωνιά το μόνον της τέκνον; Ακριβώς απέναντι των παραθύρων του κοιτώνος της ανοίγεται εκεί κάτω ένας όρμος πλήρης σκότους. Τι μπορούσε να μένη ακόμη εις την σκοτεινήν αυτήν γωνίαν, εις την αρχιτεκτονικήν του μνημείου, εις τα θαυμαστά του αετώματα, τα με κισσούς περιτυλιγμένα, που να μη το είχεν ιδεί μυριάκις η μαρκησία του Μεντόνη; Αλλά τι λέγω; Ποίος δεν γνωρίζει, ότι εις παρομοίας περιστάσεις οι οφθαλμοί μας ως καθρέπτης με πολλά πρίσματα πολλαπλασιάζουν τας εικόνας του πόνου μας και στρέφονται μακράν προς τα πλέον απίθανα μέρη, αναζητούντες την αιτίαν της θλίψεώς μας, αιτίαν συχνά εγγύτατα προς ημάς κειμένην;
Ολίγα σκαλοπάτια υψηλότερα από εκείνο εφ' ου εστέκετο η μαρκησία, και κάτω από την θολωτήν πύλην που βλέπει προς την διώρυγα, ίσταται φέρων εισέτι την ενδυμασίαν του χορού ο ακόλαστος αυτός Μεντόνι. Από καιρού εις καιρόν γρατσουνίζει μηχανικώς την κιθάραν του και μ' έναν αέρα υπερτάτης βαρεσιάς αποτείνει  μερικάς συμβουλάς εις τους ανθρώπους που ασχολούνται να σώσουν το παιδί του.
Εγώ αυτός, υπό την επίδρασιν της καταπλήξεώς μου, έμεινα ανίκανος διά πάσαν κίνησιν και εις τα μάτια των καταταραγμένων ομίλων, οίτινες εθεώντο, θα εφαινόμην ως κανέν φάντασμα φέρον ατυχίαν, όταν επέρασα ανάμεσόν των, όρθιος και ωχρός εις την μαύρην μου γόνδολαν.
Πάσαι αι προσπάθειαι απέβησαν μάταιαι. Ήδη πολλοί κολυμβηταί  εκ των αρίστων υπεχώρουν με βαθείαν αποθάρρυνσιν. Η τύχη του παιδιού εφαίνετο πολύ απελπιστική — αλλά μήπως και η τύχη της μητρός ήτο ολιγώτερον;
Όταν από τα βάθη της σκοτεινής γωνίας, περί της οποίας σας ωμίλησα και η οποία συνέπιπτε με τας σκιάς της φυλακής της Παλαιάς Δημοκρατίας ακριβώς προ των δικτυωτών της μαρκησίας, εξήλθεν ένας άνθρωπος περιτυλιγμένος με μανδύαν. Επεφάνη εν τη φωτισμένη ζώνη, εσταμάτησε μίαν στιγμήν παρά την απόκρημνον όχθην, και εβύθισε την κεφαλήν του εις την διώρυγα.
Μετά μίαν στιγμήν επεφαίνετο εις την μαρμαρίνην κλίμακα πλησίον της μαρκησίας κρατών εις τα χέρια του το παιδί ζωντανόν και αναπνέον ακόμη. Σότε ο μανδύας του από το βάρος του διαβρέξαντος αυτόν ύδατος υπεχώρησε και κατέπεσε προ των ποδών του. Οι θεαταί δ' εμβρόντητοι είδαν το χαριτωμένον πρόσωπον νέου, του οποίου το όνομα τότε ήτο ένδοξον καθ' όλην σχεδόν την Ευρώπην.
Ο σωτήρ δεν επρόφερεν ούτε λέξιν. Αλλ' η μαρκησία θα αρπάξη αφεύκτως το παιδί της, θα το θλίψη στην καρδιά της, θα περισφίξη το τόσον λεπτόν αυτό σώμα και θα το πνίξη με φιλιά.
Αλλοίμονον, όχι!
Άλλη το επήρε από τα χέρια του ξένου, άλλη το μεταφέρει εκεί κάτω, εις το μέγαρον.
Η δε μαρκησία! Τα χείλη της, τα ωραία της χείλη, τρέμουν. Τα μάτια της είναι φουσκωμένα από δάκρυα, τα μάτια εκείνα, τα οποία όμοια προς την άκανθον του Πλινίου είναι και γλυκά και υγρά. Ναι! τα μάτια της είναι φουσκωμένα από δάκρυα.
Η γυναίκα όλη εσκίρτησεν εις τα βάθη της ψυχής της, το άγαλμα έδωσε σημείον ζωής! Η ωχρότης του μαρμαρίνου προσώπου της, η καμπύλη του μαρμαρίνου κόλπου της, και αυτή η λευκότης των μαρμαρίνων ποδιών της, όλον το σώμα της εκαλύφθη αυθωρεί από τα κύματα ενός ακουσίου ερυθήματος και ελαφρά φρικίασις σείει το λεπτόν σώμα της, όπως ακριβώς η αύρα της Νεαπόλεως ταράσσει ελαφρά τους ωραίους λευκούς κρίνους τους σκορπισμένους επάνω εις την χλόην. Διατί η κυρία ηρυθρίασεν;
Εις την ερώτησιν αυτήν δεν υπάρχει απάντησις.
Μήπως από την μεγάλην της ταραχήν, από τον τρόμον της μητρικής της καρδίας, ελησμόνησεν αφίνουσα το εσωτερικόν του θαλάμου της να φορέση εις τα λεπτά της πόδια της παντούφλες, και μήπως διότι τελείως ελησμόνησε να καλύψη τους ωραίους βενετσιάνικους ώμους της ο πέπλος που της ήρμοζεν;
Εις ποίον άλλον λόγον ν' αποδώση κανείς αυτό το ερύθημα, την παράδοξον λάμψιν του συμπαθητικού βλέμματός της, το εξαιρετικόν ταραχώδες ανεβοκατέβασμα του κόλπου τούτου, το δυνατόν σφίξιμον του τρέμοντος χεριού της, το οποίον, ενώ ο Μεντόνι επιστρέφει εις το ανάκτορον, συναντά κατά τύχην το χέρι του ξένου;
Αλλά τότε πώς να εξηγήσωμεν την χαμηλήν φωνήν, τον εξαιρετικώς χαμηλόν τόνον των μυστηριωδών λόγων τους οποίους η κυρία αύτη επανελάμβανεν εν βία, όταν τον απεχαιρέτα;
— Ενίκησες! είπεν (εκτός εάν δεν με ηπάτησεν ο ψίθυρος του νερού). — Ενίκησες!.. Μίαν ώραν μετά την ανατολήν του ηλίου… θα ενωθώμεν!.. Έστω! Ο θόρυβος είχε καταπαύσει. Τα φώτα απεμακρύνθησαν και εξηφανίσθησαν εις το εσωτερικόν των ανακτόρων. Ο ξένος όμως, τον οποίον ανεγνώρισα, ίστατο ακόμη όρθιος επάνω εις την σκάλαν. Εφαίνετο κατειλημμένος από απερίγραπτον ταραχήν, και τα αστραφτερά μάτια του αναζητούσαν εις τα πέριξ μίαν γόνδολαν.
Σο απλούστερον ήτο να του προσφέρω την γόνδολάν μου. Η δε προσφορά μου αύτη εγένετο δεκτή.
Επρομηθεύθημεν αμέσως ένα κουπί από τον σταθμόν των πλοιαρίων και διηυθύνθημεν αμέσως προς την κατοικίαν του νέου.
Ταχέως συνήλθε και με όλα τα εξωτερικά δείγματα φιλίας ωμίλησε διά την μικράν σχέσιν που είχαμεν άλλοτε μαζί.
Υπάρχουν μερικά πράγματα που λαμβάνω την ευχαρίστησιν να τα εξηγώ λεπτομερώς. Και αυτός ο ξένος — ας μου επιτραπή να τον αποκαλώ ούτω, αφού ήτο πάντοτε και δι' όλους ένας ξένος — υπάγεται εις την κατηγορίαν τούτων. Το ανάστημά του ήτο ολίγον μικρότερον του μετρίου• αλλ' υπήρχον στιγμαί ισχυρού πάθους, καθ' ας εφαίνετο ότι εμεγεθύνετο παρά πάσαν προσδοκίαν. Η ελαστική συμμετρία η ολίγον λεπτοφυής του κορμιού του ήτο καμωμένη κατά τέτοιον τρόπον, ώστε να προβλέπη τις την δράσιν και την αποφασιστικότητα, της οποίας δείγματα έδωσεν εις την γέφυραν των στεναγμών.
Πολύ πλέον από τα πραγματικά κατορθώματα τα πλήρη ηρακλείου δυνάμεως, τα οποία εξετέλεσεν εις στιγμάς μάλλον επικινδύνους, είχε το στόμα και τον πώγωνα θεού, παράδοξα μάτια, άγρια, βαθειά και γλυκύτατα συνάμα, μάτια μαύρα που εκυμαίνοντο μεταξύ του βαθέος φαιού και του στιλπνοτάτου μαύρου. Η πλουσία κόμη του ήτο μαύρη και βοστρυχώδης και το μέτωπον, ασυνήθους ευρύτητος, είχε κατά διαστήματα την ακτινοβόλον λάμψιν του ελεφαντόδοντος• το σύνολον των χαρακτηριστικών του ήτο μιας τοιαύτης κανονικότητας, ώστε ν' αποτελή την τελευταίαν λέξιν του κλασσικού, παρόμοιον προς το της προτομής του Αυτοκράτορος Κομμόδου.
Ουχ' ήττον, η φυσιογνωμία του ήτο μία από εκείνας που τας συναντά κανείς εφ' άπαξ ίσως εις την ζωήν, και δεν τας επαναβλέπει πλέον. Η φυσιογνωμία αυτή δεν παρουσίαζεν ιδιαίτερον χαρακτήρα, χαρακτήρα κυριαρχούντα, όστις να την αποτυπώνη εις την μνήμην. Ήτο μία από τας φυσιογνωμίας εκείνας που τας λησμονεί κανείς μόλις τας παρατηρήση, αλλ' αι οποίαι εμπνέουν μίαν αόριστον και συνεχή επιθυμίαν να τας επαναφέρης εις την μνήμην σου.
Αναμφιβόλως αι συγκινήσεις, με την ταχείαν των πτήσιν, κατωπτρίζοντο επί του προσώπου του, αλλά το κάτοπτρον τούτο, όπως όλα τα κάτοπτρα, δεν διετήρει κανέν ίχνος της συγκινήσεως την οποίαν είχε κατοπτρίσει.
Όταν απεχωρίσθην από αυτόν, την νύκτα του επεισοδίου τούτου, με παρεκάλεσε μετ' επιμονής, η οποία μ' εξέπληξε, να μεταβώ προς επίσκεψίν του την επαύριον λίαν πρωί.
Ολίγον μετά την ανατολήν του ηλίου μετέβην εις το μέγαρόν του. Το μέγαρον τούτο ήτο έν από τα μεγαλοπρεπή οικοδομήματα, επιβλητικού και φανταστικού συνάμα ρυθμού, τα οποία ορθούνται παρά τας όχθας της Μεγάλης Διώρυγος πλησίον του Ριάλτο.
Εισήχθην διά μιας πλατείας και γυριστής κλίμακος με δάπεδον εκ μωσαϊκών εις διαμέρισμα, του  οποίου ο απροσπέλαστος πλούτος με εθάμβωσε μόλις ευρέθην εν αυτώ.
Είχα αποτυφλωθή κυριολεκτικώς και αποσβολωθή από την μεγαλοπρέπειάν του. Ήξευρα ότι ο νέος μου φίλος ήτο πλούσιος. Η κοινή φήμη ωμιλούσε περί της περιουσίας του τόσον πομπωδώς, που και εγώ αυτός με ελαφρότητα διεμαρτυρόμην διά την υπερβολήν. Αλλά από το πρώτον βλέμμα που έρριψα γύρω μου εθαύμασα, πώς ήτο δυνατόν εν Ευρώπη να υπάρχη περιουσία ικανή διά να πραγματοποιήση την πριγκηπικήν μεγαλοπρέπειαν, η οποία ανεπήδα και ήστραπτε πέριξ μου.
Αν και (όπως το είπα) ο ήλιος είχεν ήδη ανατείλει, η αίθουσα εξηκολούθει λαμπρώς φωτιζομένη με τα εσπερινά της φώτα.
Από το γεγονός αυτό και από την κόπωσιν, η οποία ήτο ζωγραφισμένη εις τα χαρακτηριστικά του φίλου μου, συνεπέρανα ότι ούτος δεν ήγγισε την κλίνην του την προηγουμένην νύκτα.
Η αρχιτεκτονική και ο διάκοσμος της αιθούσης διετράνουν την επιθυμίαν της προκλήσεως θάμβους. Οι αρχιτέκτονες πολύ ολίγον απησχολήθησαν με ό,τι καλείται εις την τεχνικήν διάλεκτον διακοσμητική ενότης, η οποία δεν είχεν εδώ τον ακριβή χαρακτήρα ουδεμιάς εθνικότητος. Το βλέμμα μετέπιπτεν από αντικειμένου εις αντικείμενον και δεν προσηλούτο ιδιαιτέρως επί ουδενός, ούτε επί των γελοιογραφιών των ελλήνων ζωγράφων, ούτε επάνω εις τα ιταλικά ανάγλυφα της καλής εποχής, ούτε εις τους αιγυπτιακούς κολοσσούς, μιας ατέχνου ακόμη τεχνοτροπίας. Από όλας τας πλευράς του δωματίου, πλούσια παραπετάσματα ερρίγουν υπό την πνοήν μιας σοβαράς και μελαγχολικής μουσικής, της οποίας δεν ανευρίσκετο η προέλευσις. Αι αισθήσεις είχον αποχαυνωθή
υπό την επίδρασιν μίγματος αρωμάτων, κατά το φαινόμενον αντιθέτων και τα οποία ανεδίδοντο από θυμιατά παραδόξων σχημάτων, οπόθεν ανέβρυον συγχρόνως γλώσσαι από φλόγας πρασίνους ή ιόχρους με ανταυγείας φωτεινάς και ποικιλοχρώμους. Αι ακτίνες του ανατέλλοντος ηλίου διεχύνοντο εις όλην την αίθουσαν διά μέσου παραθύρων, αποτελουμένων από μονοκόμματον ερυθράν ύαλον. Απαστράπτον πανταχόθεν και αντανακλώμενον απειράκις από τα παραπετάσματα χρώματος αργυρού, τα οποία κατέπιπτον από το ύψος των κορνιζών, το φυσικόν φως της ημέρας ανεμιγνύετο με τεχνικόν φως και κατεπλημμύρει με τους συγκερασμένους τόνους του ένα τάπητα από πλουσίαν χρυσήν τσόχαν της Χιλής, προσομοιάζοντα προς υγράν κοίτην.
— Α! α! α! — Α! α! α!
Είπε γελών ο ιδιοκτήτης του μεγάρου υποδεικνύων μοι και κάθισμα, ενώ ταυτοχρόνως ο ίδιος εξηπλούτο επί ενός σοφά. Αντιλαμβανόμενος δε ότι ο παράδοξος τρόπος, μεθ' ου με υπεδέχθη, δεν ηδύνατο ή να με εκπλήξη ολίγον: — Βλέπω, είπεν, ότι εκπλήττεσθε από τον διάκοσμον του μεγάρου μου, από τα αγάλματά μου, τας εικόνας μου, από την εκκεντρικότητα των ιδεών μου εις τα ζητήματα της αρχιτεκτονικής και των υφαντών εικόνων μου. Αυτή δα σας εκπλήττει κάπως, αυτή όλη η έκθεσις αντικειμένων. Αλλά συγγνώμην, αγαπητέ μου κύριε, — και εδώ η φωνή του προσέλαβε τον τόνον πραγματικής οικειότητος — συγγνώμην διά το ανευλαβές αυτό γέλοιο μου. Το γεγονός είναι, ότι εφαίνεσθε ολίγον σαν σαστισμένος! Πράγματά τινα είναι τόσον κωμικά, ώστε πρέπει κανείς ή να καταλαμβάνεται από γέλοια ή να πεθαίνη!... Το να πεθαίνη κανείς από γέλοιο θ' αποτελή μεταξύ των δοξασμένων θανάτων τον ενδοξότατον θάνατον. Ο σιρ Θωμάς Μουρ — δεν ήτο ο πρώτος τυχών ο σιρ Θωμάς Μουρ — λοιπόν και αυτός απέθανε γελώντας, ως θα ενθυμείσθε. Εις τα «Παράδοξα» επίσης του Ραβίζιους Τέξτωρ ευρίσκεται μακρός κατάλογος προσώπων, τα οποία έσχον τον αυτόν λαμπρόν θάνατον!... Θα το γνωρίζετε άλλως, ότι εις την Σπάρτην ανεκαλύφθη προς μεσημβρίαν της ακροπόλεως, εν μέσω χάους δυσδιακρίτων ερειπίων, βάθρον, επάνω εις το οποίον εδιάβαζε κανείς αυτά τα γράμματα: ΛΑΣΜ. Τι να εσήμαιναν αυτά τα γράμματα; Είναι εκτός αμφιβολίας ότι θα ήτανε μέρος της λέξεως: ΓΕΛΑΣΜΑ.
— Εις την ΢πάρτην υπήρχαν πολλοί ναοί και βωμοί αφιερωμένοι σ' ένα σωρό θεούς. Κανένας δεν εσώθηκε. Δεν είναι παράδοξον να σωθή ένας και μόνος, ο βωμός εις τον Θεόν του γέλοιου;
— Για σταθήτε όμως μια στιγμή, εξηκολούθησεν ο ίδιος με ένα άλλαγμα εις την φωνήν και στο στάσιμο, είχα άδικο ν' αστειευθώ εις βάρος σας; Σο ξάφνισμά σας για ό,τι βλέπετε είναι πολύ δικαιολογημένο. Η Ευρώπη όλη δεν έχει να δείξη το ταίρι αυτού του σαλονιού, που είναι αληθινά βασιλικό. Αι άλλαι αίθουσαι του παλατιού μου δεν μπορούν να παραβληθούν προς αυτήν εδώ. Οι άλλες είναι απλούστατα η τελευταία λέξι του συρμού, του μωρού συρμού, ενώ αυτό εδώ το παλάτι είναι κάτι καλύτερον παρά ο συρμός. Αλλά, βλέπεις, ο κόσμος είναι ζηλιάρης και επειδή ημπορούσε κανείς απ' αυτούς, που τους περισσεύουν τα λεπτά, να θελήση να το μιμηθή, έλαβα τα μέτρα μου διά να προλάβω κάθε τέτοιον κίνδυνον. Εσείς, ένα άλλο πρόσωπο, ο θαλαμηπόλος μου και εγώ, φυσικά, είμεθα οι μόνοι που το θαυμάσαμε αυτό το βασιλικό πράγμα.
Ακούοντας τα λόγια αυτά, εχαιρέτησα για να δείξω την ευγνωμοσύνην μου, διότι η καταθλιπτική εντύπωσις του μεγαλείου αυτού, των αρωμάτων, της μουσικής, του εκκεντρικού τρόπου με τον οποίον μου μιλούσε, με έκαμναν ανίκανον να εκφράσω με λόγια την σημασίαν που απέδιδα σε μια τόσο κολακευτική για μένα εξαίρεσι.
Στον χαιρετισμόν μου επάνω σηκώθηκε αυτός, μ' έπιασε μπράτσο και κάμνοντάς μου τον γύρον του σαλονιού εξηκολούθησε:
Εδώ, καθώς βλέπετε, υπάρχουν εικόνες όλων των εποχών, από τα παλαιά Ελληνικά χρόνια μέχρι του Σιμαμπουέ και από του Σιμαμπουέ πάλιν ως τα σήμερα. Και η συλλογή αυτή έρχεται εις πλήρη αρμονίαν με την σάλαν αυτήν. Ιδού μερικά αριστουργήματα ενός μεγάλου ζωγράφου, τα ατελείωτα σκίτσα καλλιτεχνών που ήσαν άλλοτε ένδοξοι, οι όποιοι όμως παρεγνωρίσθησαν και έτσι ημπόρεσα και επήρα φθηνά τα έργα των.
Έπειτα εστράφη αιφνιδίως και ηρώτησε:
— Πώς βρίσκετε αυτήν την Παναγίαν τον Ελέους;
— Μα αυτό είναι γνήσιο έργο του Γουίδο! Πώς κατωρθώσατε να τ' αποκτήσετε; Η εικόνα αυτή εις την Ζωγραφικήν είναι το ίδιο ό,τι και η Αφροδίτη εις την Γλυπτικήν, ανέκραξα με μεγάλον θαυμασμόν, γιατί από πολλήν ώραν είχε προσηλωθή το μάτι μου εις το έκτακτον αυτό καλλιτέχνημα.
— Α! είπε σκεπτόμενος. Η Αφροδίτη, η ωραία Αφροδίτη των Μεδίκων, εννοείτε. Η Αφροδίτη με το λεπτό κεφαλάκι και με τα χρυσά μαλλιά. Ένα μέρος του αριστερού βραχίονος (εδώ ο τόνος της φωνής του εχαμήλωσε τόσον, ώστε με δυσκολίαν τον ήκουα) και όλος ο δεξιός είναι νεωτέρας προσκολλήσεως. Και αυτή η χειρονομία του δεξιού χεριού μου φαίνεται προσποιημένη.
Και ύστερα απ' ολίγο επρόσθεσε :
— Μιλήστε μου για τον Κανόβα! Αμ' αυτός ο Απόλλων! Μου φαίνεται απλή αντιγραφή άνευ αμφιβολίας! Πιθανόν να είμαι τρελλός και ανόητος, αλλά δεν κατορθώνω να διακρίνω εις αυτόν τον Απόλλωνα την έμπνευσιν που τόσον εξεθείασαν. Δεν ημπορώ να μη προτιμήσω απ' αυτόν τον Αντίνοον. Δεν ήταν ο Σωκράτης που έλεγεν, ότι ο αγαλματοποιός βρίσκει το άγαλμά του μέσα στο παρθένο κομμάτι του μαρμάρου; Το ίδιο δεν λέγει και ο Μιχαήλ Άγγελος στο θαυμάσιο δίστιχό του;
Non la l' ottimo artista alcun concetto
Che un marmo solo in se non circonscriva.
(Ο καλύτερος τεχνίτης καμμιά ιδέα δεν συλλαμβάνει που να μη βρίσκεται από πριν μέσα στ’ άψυχο μάρμαρο).
Ο καθένας έχει παρατηρήσει την διαφοράν που υπάρχει στο φέρσιμο ενός καλογεννημένου ανθρώπου από εκείνο ενός χωριάτη. Σην διαφοράν όμως αυτήν δεν είναι εύκολο να την ορίσωμεν. Την παρατήρησιν αυτήν την έκαμα επάνω στον άνθρωπον αυτόν, που βρισκόμουνα στο παλάτι του. Και την έκαμα μάλλον επάνω στην ηθική του υπόστασιν, στον χαρακτήρα του. Μέσα στο πνεύμα του υπήρχε πράγματι κάτι τι το εξαιρετικόν, που τον έβαζε χωρίς αμφιβολίαν στην πρώτη θέσι μεταξύ των άλλων θνητών. Δεν ημπορώ να καθορίσω αλλοιώτικα αυτό το πράγμα παρά σαν ένα ξεχείλισμα της εντεταμένης και συνεχούς σκέψεως, που είχε μέσα του και η οποία επλημμύριζε και τας πλέον ασημάντους πράξεις του και εις αυτά τα αστεία του.
Και έπειτα είχεν ένα τέτοιον ιδιαίτερον τρόπον να ομιλή! Μέσα στην ομιλία του την πλέον ήσυχη διέκρινα κάτι που έτρεμε, που εκινείτο αλλοιώτικα μέσα του και το οποίον πολλάκις μου έδιδε κάποιαν ανησυχίαν. Συχνά σταματούσε σε μια φράσι, σαν να είχε λησμονήσει τι ήθελε να ειπή και ετέντωνε ταυτιά και επρόσεχε σαν να ήκουε κάποιον να ομιλή, σαν να περίμενε κανένα.
Σε μια στιγμή τέτοιας αφηρημάδας του το βλέμμα μου έπεσε σε μια σελίδα του Ορφέως, την ωραίαν τραγωδίαν του ποιητού και σοφού Πολιτιανού, την πρώτην κατά χρονολογικήν σειράν των ιταλικών τραγωδιών.
Ήταν ριγμένο το βιβλίο αυτό επάνω σ' έναν καναπέ κοντά μου και η προσοχή μου εστράφηκε σε μια σελίδα — που ήταν σημειωμένη με το μολύβι και βρίσκονταν προς το τέλος της τελευταίας πράξεως — μια σελίδα του ισχυροτέρου πάθους, μια σελίδα η οποία, με όλον τον ανήθικον χαρακτήρα της, ξυπνά μίαν άγνωστον συγκίνησιν σε κάθε άνδρα που την διαβάζει και κάμνει όλες τις γυναίκες ν' αναστενάζουν. Ολόκληρη η σελίδα αύτη ήτο υγρά από φρέσκα δάκρυα και εύρον γραμμένους επάνω στο περιθώριο της τους εξής αγγλικούς στίχους:

Για μένα στάθηκες, αγάπη μου,
Ό,τι η ψυχή μου επόθησε...
Ένα καταπράσινο νησί στην αγκαλιά της θάλασσας,
Μια πηγή και ένας βωμός,
Πλημμυρισμένα από άνθη και μαγευμένους καρπούς,
Και όλα αυτά ήσαν δικά μου.
Όνειρο τόσο μαγικό που δεν μπορούσε να βαστάξη!
Γεμάτο άστρα ελπίδες που ανέτειλε
Για να σκεπασθή αμέσως με σύννεφα.
Από το μέλλον μου φωνάζει μια φωνή :
— Εμπρός! — Αλλά προς το Παρελθόν
— ερεβώδη άβυσσον — το πνεύμα μου πτερυγίζει,
σιωπηλόν, ακίνητον, λυπημένον.
Γιατί, ωιμέ! ωιμέ! για μένα
Το φως της ζωής έσβυσε.
«Ποτέ πια, ποτέ πια, ποτέ πια,
— Λέει η θάλασσα με επίσημο τόνο στην αμμουδιά —
Το κεραυνοβολημένο δένδρο δεν θ' ανθίση.
Ο πληγωμένος αητός δεν θα ξαναπετάξη!»
Ένα συνεχές ούρλισμα είν' η ζωή μου
Και όλα των νυκτών μου τα όνειρα
Πηγαίνουν εκεί, προς την βαθειά λάμψι των ματιών σου,
Εκεί που τα πόδια σου αντανακλώνται,
Μέσα σ' ένα αιθέριο χορό
Σ' ένα Ιταλικό ποτάμι.
Ωιμέ! Καταραμένη νάν' η νύκτα
Που σε συνεπήρεν απάνω στα κύματα
Μακράν απ' τον έρωτα, κοντά σ' ένα αριστοκρατικό σύζυγο,
Γέρο και αρρωστημένο, σ' ένα κρεββάτι ανίερο.
Μακράν από με, απ' τον συννεφιασμένο ουρανό μας,
Όπου κλείει η ιτιά, η ασημένια.

Είχα πάντοτε πιστεύσει ότι ο νέος μου φίλος ηγνόει τα αγγλικά. Εν τούτοις ουδόλως εξεπλάγην αποκαλύπτων ότι είχε γράψει αγγλικούς στίχους, διότι εγνώριζα την έκτασιν των γνώσεών του και την ιδιαιτέραν ηδονήν που ησθάνετο ν' αποκρύπτη αυτάς.
Εν τούτοις ο τόπος από τον οποίον εχρονολογείτο το ποίημα αυτό με έκαμε να σκεφθώ. Αρχικώς είχε σημειώσει την λέξιν Λονδίνον, έπειτα όμως την έσβυσεν, αλλ' όχι τόσον, ώστε να μη διακρίνεται. Είπα ότι η λέξις αύτη με έκαμε να σκεφθώ, διότι ενθυμούμην ότι τον είχα ερωτήσει, αν συνήντησεν εν Λονδίνω την Μαρκησίαν Μεντόνι, ήτις είχε διαμείνει επί πολλά έτη εκεί προ του γάμου της, αυτός δε μ' απήντησεν ότι ουδέποτε επεσκέφθη την πρωτεύουσαν της Μεγάλης Βρεττανίας. Επί πλέον, προσθέτω ότι ήκουσα να λέγεται πολλάκις (χωρίς να το πιστεύσω, τόσον το
πράγμα μου εφαίνετο απίθανον), ότι ο ήρως της ιστορίας μου όχι μόνον εκ καταγωγής, αλλά και εξ ανατροφής ήτο Άγγλος
— Ιδού μία εικών, την οποίαν δεν είδατε ακόμη, μου λέγει, χωρίς να παρατηρήση ότι εγώ εφυλλολόγησα την τραγωδίαν. Υπεγείρων δε ένα παραπέτασμα μου επέδειξε μίαν εικόνα της Μαρκησίας Αφροδίτης.
Ουδέποτε η ανθρωπίνη τέχνη, προκειμένου ν' αναπαραστήση μίαν υπεράνθρωπον καλλονήν, παρήγαγε ποτε τελειότερον καλλιτέχνημα.
Το αιθέριον πλάσμα, το οποίον μου ενεφανίσθη την προηγουμένην νύκτα επί της κλίμακος του Δουκικού ανακτόρου, το επανέβλεπον μπροστά μου. Αλλ' εν τη εκφράσει της φυσιογνωμίας της, της φωτισμένης διά μειδιαμάτων, επανεύρισκέ τις (ακατανόητον μυστήριον) την σκιάν εκείνην της μελαγχολίας, η οποία είναι αχώριστος από το τέλειον κάλλος. Η μαρκησία είχε το δεξί της χέρι ακουμβημένο στο στήθος της. Με το αριστερό της έδειχνεν ένα αγγείον περίεργα ειργασμένον. Από τα μικροσκοπικά της ποδαράκια το ένα μόνον εφαίνετο, μόλις ακουμβών επάνω στο πάτωμα.
Το βλέμμα μου εστράφη από την εικόνα αυτήν προς το πρόσωπον του φίλου μου και οι στίχοι του Μπουσσύ Δ' Αμπράζ, από Σάπμαν, μου ήλθαν στο νου μου:

Στηλώνεται εκεί
Σαν αρχαίο ρωμαϊκό άγαλμα.
Θα μείνη εκεί
Έως ότου ο θάνατος
τον μεταβάλλει σε μάρμαρο.

— Εμπρός! είπε τέλος, στρεφόμενος προς ένα ατόφιο ασημένιο τραπέζι, επί του οποίου ήσαν τοποθετημένα ποτήρια παραδόξου χρώματος, καθώς και δύο μεγάλα ετρουσκικά αγγεία ειργασμένα επί του αυτού εκτρόπου υποδείγματος, το οποίον είδαμεν επί της εικόνος της Μαρκησίας.
Τα αγγεία αυτά ήσαν πεπληρωμένα, ως μοι εφάνη, με κρασίΓιοχάνισμπεργ.
— Εμπρός! είπεν αποτόμως. Ας πιούμε. Είναι ενωρίς ακόμη!
Αδιάφορον! Ας πιούμε!
Και έπειτα επρόσθεσε ρεμβώς, ενώ ένα χερουβείμ ωπλισμένον με ένα βαρύ χρυσούν ρόπαλον εκτυπούσε, στο διπλανόν δωμάτιον, την πρώτην μετά την Ανατολήν ώραν.
— Είναι πολύ ενωρίς, αλήθεια!... Μα τι μας νοιάζει; Ας πιούμε, ας χύσωμεν μίαν σπονδήν προς τιμήν του μεγαλοπρεπούς ηλίου που επεφάνη και του οποίου την λάμψιν ζητούν να σμικρύνουν αυτοί οι λαμπτήρες.
Μου εγέμισε το ποτήρι μου και ενώ έπινα στην υγείαν του, αυτός κατέβασε πολλά ποτήρια.
— Ο ρεμβασμός, είπε, επαναλαμβάνων την άνευ ειρμού ομιλίαν του και διευθύνων το ισχυρόν φως μιας λάμπας προς έν των βαρυτίμων ετρουσκικών αγγείων, ο ρεμβασμός, ιδού ο κύριος σκοπός του βίου μου. Καθώς βλέπετε δε, επίτηδες διεσκεύασα έν αναχωρητήριον κατάλληλον διά τον ρεμβασμόν μου. Μέσα στην καρδιά της Βενετίας ημπορούσα να διασκευάσω ένα πλέον χαριτωμένον από αυτό; Είναι αληθές, ότι αποτελεί τούτο έν ανακάτωμα όλων των αρχιτεκτονικών ρυθμών και κοσμημάτων. Η αγνότης του Ιωνικού ρυθμού συγκρούεται προς τα πανάρχαια ταύτα έργα και αι αιγυπτιακαί αύται σφίγγες φαίνονται ως ξένοι κόσμοι μέσα σ' αυτούς τους χρυσούς τάπητας. Μόνον όμως οι άκροι σχολαστικοί θα κακίσουν το ανακατωμένον αυτό της επιπλώσεως. Η ενότης της προελεύσεως και προ παντός η ενότης του χρόνου τρομάζουν τον άνθρωπον και τον αποτρέπουν από της πραγματικής μεγαλοπρεπείας. Άλλοτε και εγώ είχα αυτάς τας ιδέας, αλλά τας απέβαλα ταχέως, διότι αποτελούσιν αύται το άκρον άωτον της τρέλλας. Ό,τι ευρίσκεται ενταύθα είναι προσηρμοσμένον τελείως προς τας ιδικάς μου περί τέχνης ιδέας. Το πνεύμα, παρόμοιον προς τα μαυριτανικά ταύτα θυμιατήρια, συστρέφεται εν μέσω των φλογών και το παράδοξον της διακοσμήσεως ταύτης συντελεί εις το να μου παρασκευάση τελειότερον την πλήρη ατμοσφαίραν των ονειροπολήσεων, των ονείρων, προς τα οποία θα ταξιδεύσω πολύ ταχέως».
Αλλ' ενώ έλεγε ταύτα εσταμάτησεν αιφνιδίως, αφήκε την κεφαλήν του να καταπέση και εφάνη ως να ήθελε ν' ακούση ένα κρότον τον οποίον δεν ηδυνάμην εγώ ν' ακούσω.
Είτα  ανετινάχθη, παρετήρησε δεξιά και αριστερά και εψιθύρισε τους στίχους του Επισκόπου του Τσιστέστερ:
«Εκεί κάτω θα με περιμένης! Θα σπεύσω να σε ανεύρω εις την βαθείαν αυτήν κοιλάδα».
Μετά μίαν στιγμήν, ως να είχε ζαλισθή από το κρασί, επανέπεσε βαρύς επί του ανακλίντρου.
Βήματα γοργά ηκολούθησαν εις την κλίμακα, συνοδευθέντα από ένα κτύπημα εις την θύραν. Αμέσως δ' ηνοίχθη αύτη και υπηρέτης του μεγάρου Μεντόνι ωρμήσας εψέλλισε με φωνήν πνιγομένην από την συγκίνησιν τας ασυναρτήτους ταύτας λέξεις:
— Η κυρία μου! η κυρία μου!
 Δηλητηριασμένη, φαρμακωμένη! Ω! ωραία, ωραία Αφροδίτη!
Έκφρων, έτρεξα προς τον καναπέν και προσεπάθησα να εξυπνήσω τον κοιμώμενόν διά να του ανακοινώσω την τρομεράν είδησιν. Τα μέλη του όμως ήσαν ξυλιασμένα, τα χείλη του πελιδνά… τα λαμποκοπούντα άλλοτε μάτια ήσαν σβυσμένα από τον Θάνατον.
Ωπισθοχώρησα, κλονιζόμενος, προς την τράπεζαν. Η χειρ μου τότε σκούντησε ένα σπασμένο και μαυρισμένο ποτήρι και αιφνιδίως ολόκληρος η τρομερά αλήθεια έλαμψε προ των οφθαλμών μου.


ΤΟ ΕΡΓΟ Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ ΤΟΥ EDGAR ALLAN POE ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΕ  ΨΗΦΙΑΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΝ  ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2018 ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΠΑΝΔΩΝΗ ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΦΑΡΣΑΡΗ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ  ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΔΙΑΝΟΜΗ ΢ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΟΙΚΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ


Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2021

H μαγευτική πόλη - H. P. Lovecraft


Τρεις φορές ο Ράντολφ Κάρτερ ονειρεύτηκε τη μαγευτική πόλη, και τρεις φορές τον άρπαξαν και τον πήραν μακριά της τη στιγμή ακριβώς που κοντοστεκόταν για να τη θαυμάσει από το ψηλό περβάζι που δέσποζε πάνω απ' αυτή.
Φάνταζε χρυσαφένια και πανέμορφη, έτσι όπως ήταν λουσμένη στο φως του δειλινού, με τείχη, ναούς, κιονοστοιχίες και τοξωτές γέφυρες από φλεβωτό μάρμαρο, ασημένιες γούρνες σιντριβανιών με πίδακες όλο ουράνια τόξα κι ευωδιαστούς κήπους, με πλατιές λεωφόρους που ξανοίγονταν ανάμεσα σε αλέες από ντελικάτα δέντρα και ανθισμένες υδρίες και λαμπερές σειρές από φιλντισένια αγάλματα. Πέρα στις βορινές πλαγιές σκαρφάλωναν σε αλλεπάλληλες σειρές κόκκινες στέγες και παλιά μυτερά αετώματα που έκρυβαν ανάμεσά τους μικρά σοκάκια με χορταριασμένα λιθόστρωτα.
Ήταν σαν ένα μεθύσι των θεών, σαν ένα πανηγυρικό σάλπισμα από ουράνιες τρομπέτες και μια κλαγγή από αθάνατα κύμβαλα. Μια μυστηριακή ατμόσφαιρα πλανιόταν πάνω απ' όλα, σαν τα σύννεφα που σκεπάζουν κάποια μυθικά κι απάτητα βουνά. Κι εκεί που ο Κάρτερ στεκόταν με κομμένη την ανάσα και όλο προσδοκία σ' εκείνο το σκαλιστό παραπέτο, ένιωσε να τον πλημμυρίζει μια σχεδόν οδυνηρή λαχτάρα και μια αίσθηση αγωνιώδους προσμονής από σχεδόν ξεχασμένες αναμνήσεις, εκείνος ο πόνος των χαμένων πραγμάτων και η αβάσταχτη λαχτάρα να θυμηθείς ξανά κάτι που κάποτε έπαιζε φοβερό και σπουδαίο ρόλο για σένα.
Ήξερε ότι η πόλη πρέπει να είχε κάποτε υπέρτατη σημασία γι' αυτόν, αν και δε θα μπορούσε να πει σε ποιο κύκλο ή ενσάρκωση, στον ύπνο ή την ξύπνια ζωή, την είχε γνωρίσει. Θυμόταν αόριστα φευγαλέες εικόνες από κάποια μακρινή πρώτη του νιότη, τότε που τα θαύματα και η χαρά αποτελούσαν τα συστατικά του καθημερινού μυστήριου, τότε που οι αυγές και τα δειλινά εναλλάσσονταν προφητικά στο ρυθμό μιας ενθουσιώδους μουσικής από λαγούτα και τραγούδια, αποκαλύπτοντας πέρα μπροστά φλογερές πύλες που ξανοίγονταν προς ολοένα και πιο εκπληκτικά θαύματα παραπέρα. Αλλά την κάθε νύχτα που ο Κάρτερ στεκόταν σ' εκείνο το μαρμαρένιο περβάζι με τις παράξενες υδρίες και το λαξευτό παραπέτο κι αγνάντευε πέρα στη σιωπηλή πόλη του δειλινού και της ομορφιάς και του απόκοσμου μεγαλείου ένιωθε τα δεσμά των τυραννικών θεών του ονείρου. Γιατί με κανένα τρόπο δεν μπορούσε να σαλέψει από εκείνο το ψηλό σημείο ή να κατέβει τις πλατιές μαρμάρινες σκάλες που κατηφόριζαν ατέλειωτες προς εκείνους τους δρόμους της παλιάς μαγείας που απλώνονταν πέρα, και τον καλούσαν...

H. P. Lovecraft 
Η Ονειρική Αναζήτηση του Άγνωστου Καντάθ
[ΟΙ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟΙ ΚΟΣΜΟΙ ΤΟΥ H.P. LOVECRAFT 6]
Μετάφραση Γιώργος Μπαλάνος
Εκδόσεις Locus 7 2002

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021

Περί της Eλενάρας της Κουκλάρας - Nίκος Τσιφόρος



Mεγάλη υπόθεση νάσαι ωραία κοπέλλα! E, ρε! Περνάνε οι σερνικοί με φλογοματιές, τους πέφτουνε τα σάλια, αναστενάζουνε βορεινά και πετάνε την κουβέντα τους την καυτή:
- Aμάν μπαρμπουνάρα μου!
Kάτι αναιδείς έρχουνται έτσι ν' ακουμπήσουνε το ξερό τους απάνω σε σωματικές σφαιρικότητες, λες, αδερφέ μου, και ικανοποιηθήκανε απολύτως με τούτη τη βρωμιά, κάτι άλλοι το προχωρούνε και λένε προστυχιές σιχαμένες και κατακαμαρώνουνε με τούτη την εκδήλωσι του "σελφ – σέρβις"..., στα τρόλεϋ πάνε να κολλήσουνε χωρίς λόγο κι' αφορμή, και δεν τους μαγκώνει η αστυνομία να τους ρίξη ένα μπερντάχι να συνέλθουνε, παρά τους αφήνει να λένε, κλείνει τα φλιμπεράκια -πολύ ορθώς- κι' αφήνει τους σιχαμερούς, πολύ λάθος...
Kι' η ωραία το καμαρώνει. Όλες οι ωραίες της γης. Kάτου στα Mπουένος Άυρες είναι ένας δρόμος, που τον λένε Aβεντίττα Nτε Φλόρες. Λοιπόν εκεί πέρα, κάθε βράδυ, άμα σκολάνε τα μαγαζιά, γίνεται κάτι περίεργο (δεν ξέρω αν εξακολουθεί το έθιμο).
Oι άντρες μαζεύουνται στα πεζοδρόμια της Aβεντίττα, που είναι πολύ μεγάλη, και τα κορίτσια περπατάνε στο κατάστρωμα της λεωφόρου. Xιλιάδες κορίτσια, όχι πρόστυχα. Aπ' αυτά που δουλεύουνε, απ' αυτά που βγήκανε να σεργιανίσουνε, από τις αστικές τάξεις. Kι' οι άντρες τα πειράζουνε. Xωρίς βρωμιές, ιπποτικά και χαριτωμένα, γιατί οι Σπανιόλοι τόχουνε να λένε χαριτωμένα πράματα στις γυναίκες. Kι' όποια κοπέλλα δεν την πειράξουνε, είτε από τύχη, είτε γιατί
είναι ασήμαντη, είτε γι' άλλο λόγο, πέφτει σε μαύρη δυστυχία και πάει σπίτι της να κλάψη απαρηγόρητη...
Που θα πη ότι κάθε γυναίκα, θέλει να την λένε ωραία και να την θαυμάζουνε και να την πειράζουνε χαριτωμένα, όχι βρώμικα... Kαι της αρέσει να ποζάρη για όμορφη, αλλιώς δεν θάβαφε τα μάτια, ούτε θα κατέβαζε τα μαλλιά μέσα στα γκαβά της σα σκυλί πεκινουά. Tο όπλο της γυναίκας είναι η φιλαρέσκεια...
Tούτος δω ο λαός των Λελέγων, την είχε την ομορφιά σαν αρετή... Kι' εκτός από την Aφροδίτη, τις Xάριτες, τα ένα σωρό αντιπροσωπευτικά υποκείμενα, δημιούργησε και την Eλένη, ένα είδος θεάς και γυναίκας. Mε όλα τα προσόντα και με όλα της τα ελαττώματα...
Tο Λενάκι, από μικρούλι, το έκλεψε ο Θησέας. Kι' όταν την πήρανε πίσω τ' αδέρφια της, οι Διόσκουροι, "ήξερε πολλά" για να μην πούμε ότι "ήξερε περισσότερα".
Έτσι και γύρισε, λοιπόν, στον μπαμπά της, τον Tυνδάρεω, άρχισε να μεγαλώνη η φήμη της...
- Έχει έναν κόμματο ο Tυνδάρεω...
- Mάλιστα, αλλά ξέρετε; O Θησεύς...
- Ωχ, αδερφέ. Tέτοια θα κυττάμε τώρα;
Kι' αρχίσανε να μαζεύωνται οι γαμπροί μελίσσι.
Eικοσιεννιά, λέει, τη ζητάγανε όλοι μαζί. Δώσε μου και μένα μπάρμπα. O μπαμπάς Tυνδάρεω τάχασε.
- Σιγά - σιγά, ρε παιδιά. Δεν μπορείτε να την πάρετε όλοι.
Ήτανε, λέει, ο Aσκάλαφος κι' ο Iάλμενος, αγόρια του θεού του Άρη. Ήτανε ο Aίας, ήτανε ο Ποδαλείριος και ο Mαχάων, παιδιά του Aσκληπιού, ήτανε ο Oδυσσέας, ήτανε ο Πάτροκλος, ήτανε ο Φιλοκτήτης, ήτανε κι' ο Mενέλαος.
Άμα λέμε Mενέλαος μας αρέσει να το γελάμε. Λάθος και ασυγχώρητον, παρακαλώ. Γιατί ο Aτρείδης ήτανε πολύ ωραίο παιδί. Ψηλός, μελαχροινός, γεροδεμένος και λεβένταρος.
Έρριξε, λοιπόν, τα μάτια της το Λενάκι στο Mενέλαο.
- Aυτόν θέλω.
- Tο σκέφτηκες καλά;
- Nαι, καλέ μπαμπά.
O Tυνδάρεω είπε να δώση την ευχούλα του να τελειώνουνε, αλλά τον έτρωγε και μια έννοια...
- Άμα τη δώσω σε ένανε θα ξεσηκωθούνε οι άλλοι και θα μου σπάσουνε την κεφάλα.
Πάνω σ' αυτά νάσου και μπαίνει στη μέση ο Oδυσσέας.
- Kύριε Tυνδάρεω, του κάνει, να σας πω εγώ μια λύση;
- Mα καλά, εσύ είσαι υποψήφιος.
- Mάλιστα, αλλά όχι φανατικός.
- Γιατί; Δεν την θες την Eλένη;
- Άλλη θέλω γω. Tην Πηνελόπη.
- Eμ τότε, τι ήρθες για γαμπρός;
- Διότι, τέλος πάντων, κοσμική συγκέντρωση είναι. Mπορούσα να λείπω; Ήρθα όπως πάνε άλλοι να δώσουνε το παρών και να λένε ότι δεν τους καλέσανε. Bοηθάς περί το Πηνελοπάκι και να στα κανονίσω;
- Bοήθησα.
- Eν τάξει κι' άσε με.
Φωνάζει, λοιπόν, ο Oδυσσέας τους γαμπρούς και τους κάνει μια καλή εξήγηση:
- Παιδιά, το κορίτσι δε διαλέγει, γιατί πέσαμε λεφούσι και το αγριέψαμε. Λοιπόν, για να πάρη τέλος η υπόθεση, θα ορκιστούμε ότι όποιον διαλέξη, οι άλλοι θα τον σεβαστούνε και θα τον υπερασπίσουνε σαν λεβέντες που είμαστε. Θέλετε;
- Θέλουμε.
Tους έβαλε λοιπόν όλους και ορκιστήκανε και μετά είπε στην Eλένη:
- Kάνε παιγνίδι.
Kαι ούτω πως πήρε η Λενιώ τον Mενέλαο.
Kαλά περνάγανε, του μαγείρευε ιμάμ, τούπλενε κανά σκουτί, τον γαλιφοχάιδευε και κάνανε κι' ένα κορίτσι, την Eρμιόνη (μερικοί λένε ότι και υιός εγένετο αυτοίς Nικόστρατος ονόματι). Kι' άμα τα κακάρωσε ο Tυνδάρεω, ο Mενέλαος μαυρόκλαψε δήθεν και έγινε βασιλιάς της Λακωνίας και μάλιστα πήρε κι' ένα κομμάτι από τη Mεσσηνία.
Όπου νάσου μια μέρα και φτάνει ένα καράβι, που να μην έφτανε. Tρέξανε στο παλάτι οι λιμενικοί και φέρανε το μαντάτο στους ηγεμόνες τους:
- Πάρις γκελντίν.
- Tι λέτε, μωρέ;
- Ήρθ' ο Πάρις.
- Kαι γιατί το λέτε τούρκικα;
- Άμ' από κει που ήρθε;
O Πάρις ήτανε βασιλόπουλο κι' έβαλε τα καλά, σκιστό χιτώνα και τέτοια μοντέρνα και αμέσως ανέβηκε στ' ανάκτορα να επιδώση τα διαπιστευτήριά του.
Tον δεχτήκανε καλά, του βάλανε κι' έφαγε κουρκουμπίνες με τυρί, του δώσανε κ' ήπιε υδρόμελι, ό,τι μπορέσανε οι άνθρωποι. Tούτο δω το παιδί ήτανε πολύ τζαναμπέτικο πλάσμα. Πριν γεννηθή, η μάνα του, μαντάμ Eκάβη, αν έχετε ακουστά, ονειρεύτηκε ότι γέννησε ένα δαυλί αναμμένο που ξέρναγε φίδια. Έτρεξε, λοιπόν, στις χαρτούδες -παρντόν στους μάντεις- και φρίξαν οι μάντεις.
- Eίδατε τοιούτον όναρ;
- Γιες, μα το θεό.
- Έτσι και το βγάλεις, σκότωστο.
- Tο πιδί;
- Mωρέ σκότωστο που σου λέμε μεις.
Kαι το δώσανε λέει στους βοσκούς να το σκοτώσουνε. Δεν το σκοτώσαν όμως οι βοσκοί, το μεγαλώσανε μαζί με τα γίδια τους. Tο παιδί μεγάλωσε και έγινε ένας κούκλος (τότε είναι που το βρήκανε οι τρεις θεές και του δώσανε το μήλο να τους κάνη κομπόστα). Kαι μια μέρα έστειλε ο μπαμπάς του ο Πρίαμος στο κοπάδι, να του φέρουνε ένα βόιδι.
- Tο θέλουμε καλό. Γι' αγώνες.
- Tι θα κάνη το βόιδι; Θα βαράη κουτουλιές;
- Όχι αδερφέ. Θα το πάρη ο νικητής των αγώνων που γίνονται στη μνήμη του Πάρι.
Διαλέξανε ένα βόιδι δεκατεσσάρων ίππων, μεγαλείο κατασκεύασμα. Aλλά ο Πάρις τ' αγαπούσε το βόιδι αυτό και δεν ήθελε να το χωριστή. Πήγε, λοιπόν, μαζί του κάτου στην πόλη.
Λέει τώρα:
- Nα λάβω κι' εγώ μέρος, κύριοι, στους αγώνες;
- Pώτα τον ΣEΓAΣ.
O ΣEΓAΣ τούδωσε την άδεια, και ο Πάρις έλαβε και νίκησε. Mάλιστα ο αδερφός του ο Δηίφοβος, όταν κι' είδε ότι τους νίκησε ένα βοσκόπουλο, έγινε εκτός εαυτού. Έβγαλε, λοιπόν, το σπαθί και ώρμησε να σκοτώση τον νικητή.
Πέσανε να τον σταματήσουνε οι άλλοι.
- Γιατί ρε Δηίφοβε; Σ' αδίκησε ο διαιτητής;
- Όχι, αλλά ήτανε οφ - σάιντ.
O Πάρις είδε ότι δεν την βγάζει καθαρή και πήδηξε πάνω στο βωμό του Eρκείου Διός. Kαι τότε η αδερφή του η Kασσάνδρα που ήτανε και μάντις τον γνώρισε:
- Kαλέ, αυτός είναι τ' αδερφάκι μας, ο Πάρις.
Πέσανε οι γονιοί του, τον αγκαλιάσανε, κλάψανε όλοι και μόνο που δεν έγινε ταινία με τον τίτλο "Mητέρα είμαι ένα βοσκόπουλο". Kαι μετά πια έμεινε στ' ανάκτορα και πέρναγε ζάχαρη. Για τον ταύρο δεν μάθαμε, δυστυχώς, τι απόγινε.
Kάποτε, λοιπόν, του αναθέσανε μια αποστολή στη Σπάρτη να πάη να φέρη λάδια μαύρη αγορά.
Kαι νάσου τον εδώ που τον αφήσαμε.
Kαλά πέρναγε στο παλάτι και δεν την είχε δη την Eλένη. Kαι ξαφνικά ο Mενέλαος πήρε ένα μπουγιουρντί.
- Mεγαλειότατε, πρέπει να πάτε στην Kρήτη.
- Tι να κάνω;
- N' αγοράσετε μια παρτίδα ξυλοκέρατα.
Έφυγε ο Mενέλαος με ξυλοκεραταποστολή και έμεινε ο Πάρις στο παλάτι. Kαι, μεσημεράκι ήτανε, φυσάγανε κάτι αεράκια μυρωμένα με λεμονανθό, έκανε να ξαπλώση και ξαφνικά μέσα από τις κουρτίνες νάσου να τον κρυφομπανίζη η Λένα.
H Λένα είχε ακούσει ότι είναι κούκλος ο ξένος, αλλά όσο ήτανε ο άντρας της δεν παρουσιαζότανε, καθόσον κακόν και πονηρόν. Mόλις κ' έστριψε την πλάτη ο σύζυγος, νάσου την να τον δη σώνει και καλά.
Aυτό ήτανε και το κου ντε φουντρ, που λένε. Mόλις και τον είδε τρελλάθηκε.
Mπήκε, λοιπόν, και την είδε και ο Πάρις και μουρλάθηκε κι' ελόγου του.
Nα κάτι κουβεντούλες, να κάτι γελάκια, να κάτι γαργαλητά, να κάτι αστεία... φαίνεται ότι το πράμα προχώρησε μέχρι το... απροχώρητο. Kι' όταν φτάσανε στο "τέρμα τα δίδραχμα", η Λένα την είχε ψωνίσει αγρίως.
- Δεν συγκρίνεσθε με τον Mενέλαόν μου.
- Kαλύτερος εγώ;
- Kαλέ, ξερολούκουμο.
Ύστερα στέναξε.
- Aχ, που έφαγα τα νιάτα μου μ' αυτόν. Aχ, που δεν με καταλαβαίνει. Aχ που αδικούμαι.
Όλες οι γυναίκες άμα την κάνουνε τη βρωμιά, ρίχνουνε το άδικο στον σύζυγο που δεν τις καταλαβαίνει. Kαι το Λενιώ τα ίδια. Kι' άμα είδε ότι ο μικρός το δαγκώνει το τουρσάκι, τούπεσε στο γεμάτο.
- Πάμε να φύγουμε.
- Πού να πάμε;
- Στον τόπο σου.
Tο άλλο πρωί μαγκώνει η Λένα ό,τι καλό πράμα είχε το μαγαζί, το μπογαλιάζει, παίρνει και τον Πάρι της και το άλλο πρωί, από το νησάκι την Kραναή πούναι έξω από το Γύθειο, το σκάσανε για την Tροία.
Φτάσανε καμμιά φορά και λέει ο πατέρας του Πάρι, ο Πρίαμος.
- Xαλάλι σου ρε, μόνο μη μας ανάψει καμμιά φωτιά.
- Mη φοβάσθε, πάτερ.
Γύρισε ο Mενέλαος με τα ξυλοκέρατα τα Kρητικά, αλλά μόλις και πάτησε του είπανε:
- Πήγατε για ξυλοκέρατα;
- Mάλιστα.
- Tι τα θέλατε που έχουμε τα δικά σας;
Έξαλλος ο Mενέλαος φώναξε τους πρίγκηπες όλους.
- Δεν ορκιστήκατε ρε ότι θα με υποστηρίξετε;
- Nαι.
- Mου φάγανε τη Λένα.
Mαζευτήκανε, λοιπόν, όλοι να πάνε να πλύνουνε την προσβολή. O Oδυσσέας που είχε και μυαλό, έκανε μια πρόταση:
- Nα πάω εγώ με τον Mενέλαο, μπας και μας την δώσουνε χωρίς καυγά;
- Nα πάτε.
Πήγανε, λένε "θέλουμε την Eλένη", γελάγανε στην Tροία.
- Pε άντε από δω, κερχελέδες.
Kαι τότε είναι που σηκώθηκε ο στόλος και πήγε από την Aυλίδα (Iφιγένεια) στην Tροία.
Άμα κι' είδανε οι Tρώες ότι το πράμα παίρνει σοβαρή μορφή, κιοτέψανε.
Λέει, λοιπόν, ο Mενέλαος:
- Nάρθη αυτός ο κερατάς ο Πάρις να μονομαχήσουμε.
- Παρντόν, του αποκριθήκανε, αλλά ο κερατάς είσθε σεις.
- Θάρθη;
Πήγε ο Πάρις, αλλά ο Πάρις δεν ήτανε γενναίος. Γενναίος και ωραίος δεν γίνεται. Λοιπόν, πάνω που θα τον έκανε τ' αλατιού ο Mενέλαος, μπήκε στη μέση η Aφροδίτη και τον γλύτωσε.
Tότε είναι που άναψε ο Tρωικός πόλεμος και η Eλένη τράβαγε τα μαλλιά της, διότι της άρεσε πάντα ο Πάρις, αλλά τον ήθελε και τον Mενέλαο.
Tέλος πάντων, ξέρουμε για τον Tρωικό πόλεμο, να μην τα ξαναλέμε και να μην κάνουμε και χαλάστρα του Όμηρου γέρου ανθρώπου λίαν αξιοσεβάστου και πολλάκις παρεξηγηθέντος παρά των ερμηνευτών του...
Kαλοπέρναγε πάντα ο Πάρις και δεν μάλωνε και πολύ και η Eλένη άρχισε να τον σιχαίνεται.
- Άντρας είσαι συ;
Mέχρι που βρέθηκε εκείνο το παλληκαράκι ο Φιλοκτήτης και τον στρίμωξε τον Πάρι και τον καθάρισε.
H Eλένη έκλαψε για τα μάτια, αλλά τάφτιαξε με τον κουνιάδο της τον Δηίφοβο να μη μένη κι' απότιστη. Δια πυρός και σιδήρου, που λένε, η Λενιώ.
Όταν οι Έλληνες πήρανε την Tροία, ο Mενέλαος βγήκε έξω θηρίο.
- Πού είναι ο Δηίφοβος;
- Kάπου έχει πάει, έρχεται.
Tον περίμενε, λοιπόν, και μόλις ήρθε τον έβαλε στο κοντό με τον κοντό του.
- Άτιμο ον...
- Στάσου.
- Nα με διπλοκερατώσης, ρε;
- Mα...
- Mαξ, είπε ο Mενέλαος και εφόνευσεν αυτόν πάραυτα. Και μετά πήγε στην Eλένη.
- Παλιοπ...
Kι' όπως ήτανε να την σκοτώση κι' αυτήν, την είδε και τ' ανάψανε τα μεράκια.
- Άντε στη χαρίζω.
Διότι υπάρχουνε πολλοί σύζυγοι που τρώνε το κέρατο και μετά τη χαρίζουνε.
Tην πήρε λοιπόν, ελαφρώς μεταχειρισμένη, και φύγανε. Mάλιστα, λέει, πριν γυρίσουνε στη Σπάρτη, κάνανε και μια κρουαζιέρα Aίγυπτο, Συρία, Kρήτη και άλλα μέρη. Oχτώ χρόνια βάσταξε αυτό το ταξιδάκι, και, επί τέλους, γυρίσανε στη Σπάρτη.
H Eλένη έμεινε με τον κύριό της.
Πιστή. Δηλαδή δεν το ξέρουμε, διότι άμα και κάνεις πεντέξη απιστίες, τι σημασία έχει; Tι έξη, τι εξήντα; Tώρα όμως που είχε πείρα ό,τι και νάκανε τόκανε με ωραίο τρόπο και δεν την μυρίστηκε άνθρωπος και λένε "πάει ησύχασε". Θα μου πης τώρα ήτανε και δεκαοχτώ χρόνια μεγαλύτερη, ποιος γύριζε να την κυττάξη; E! Άμα "ήσουνε όμορφη" όλο και βρίσκονται κάτι θερινά υπόλοιπα...
Λέει τώρα μια παροιμία: "Άμα θα νοιώση ο κερατάς τη γλύκα του κεράτου, μέλι και γάλα γίνεται με τη νοικοκυρά του".
Όλα καλά και η Eλένη πέθανε στη Pόδο. Kαι να, δηλαδή, ακριβώς με ποιον τρόπο:
Oι γυιοι του Mενελάου, ο Nικόστρατος και ο Mεγαπέμθης, το φέρανε βαριά που ο μπαμπάς τους κ.λ.π., κ.λ.π. Kι' άμα πέθανε ο Mενέλαος, την πιάνουνε την Eλένη και την αγριεύουνε.
- Nα φύγης, μωρή, που μας έχεις κάνει ρεζίλι εις τους αιώνας, αμήν...
Έφυγε, λοιπόν, η Λένα και πήγε στη Pόδο που είχε μια φιλενάδα, την Πολυξώ.
O άντρας της όμως της Πολυξώς είχε σκοτωθεί στην Tροία εξ αιτίας της Eλενάρας και τούτη η Πολυξώ δεν την χώνευε.
- H βρώμα, για να γλεντήση αυτή, χήρεψα εγώ...
Έκανε όμως ότι την δέχτηκε μετά χαράς μεγάλης και στ' αλήθεια της το φύλαγε μανιάτικο.
Mια μέρα μπαίνει η Λενιώ στο μπάνιο να καθαριστή, διότι όσο νάναι είχε σκόνες πολλές και η Πολυξώ πιάνει δυο δούλες της, άσχημες σαν την νύχτα, και τις μασκαρεύει σε Eρινύες. Mε το που σαπουνιζότανε, λοιπόν, το Eλενάκι στο μπάνιο, μπουκάρουνε οι Eρινύες και την κατατρομάξανε.
- Mαμά!
Kι' ύστερα τρελλάθηκε που δήθεν την κυνηγάνε οι Eρινύες να την τιμωρήσουνε και νόμιζε ότι είναι αχλάδι και πήγε και κρεμάστηκε από ένα δέντρο. Πάει η Έλεν. Tέρμα.
Για την μακαρίτισσα λένε πολλά· ότι την είχε περιποιηθή και ο Kινύρας, ότι με τον Aχιλλέα κάτι είχε κάνει, ότι και άλλοι πολλοί την δροσίσανε, αλλά αυτά είναι λόγια του κόσμου και ο κόσμος είναι κακός. Bέβαια, να πούμε και μιαν αλήθεια. Άμα ο κόσμος λέη κάτι, "κάτι είναι". Άμα σου λέη ο Tάδε είναι απατεώνας, είναι απατεώνας. Γιατί δεν λένε και για όσους δεν είναι; Kαι άμα σου λένε "αυτή είναι παλουκοπηδήχτρα", είναι παλουκοπηδήχτρα οπωσδήποτε... Kαι άμα ψάξης τα βρίσκεις και έξω δεν πέφτεις.
Aυτή είναι η ιστορία της Eλενάρας της κουκλάρας. Όμορφη ήτανε, δεν μπορούσε να γλυτώση.
Eδώ δεν γλυτώνουνε οι άσχημες. Kαι καμμιά φορά και... οι άσχημοι.



Νίκος Τσιφόρος
Eλληνική Mυθολογία 
Εκδόσεις Eρμής 1993

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη – Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης



Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τά βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίει ένα ρώμι να ζεσταθεί ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρα-Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και γονείς ακόμη πράττουν εις τα «κατώτερα στρώματα», πώς να μουντζώνει, να βρίζει, να βλασφημεί και να κατεβάζει κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα!
Ο προβλεπτικός ο κάπηλος, διά να έρχονται ασκανδαλίστως να ψωνίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον διά να κόπτει καφέν. Αλλ᾽ έβλεπες πρωί και βράδυ να εξέρχονται, ατημέλητοι και μισοκτενισμέναι, γυναίκες φέρουσαι την μίαν χείρα υπό την πτυχήν τής εσθήτος, παρά το ισχίον, και τούτο εσήμαινεν, ότι το οψώνιον δεν ήτο σάπων, ούτε ορύζιον ή ζάχαρις.
Ήρχετο πολλάκις τής ημέρας η γρια-Βασίλω, πτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, ήτις δεν είχε προλήψεις, κ᾽ έπινε φανερά το ρούμι της. Ήρχετο και η κυρα-Κώσταινα η Κλησιάρισσα, ήτις εβοηθούσε το κατά δύναμιν εις την εκκλησίαν, ισταμένη πλησίον του μανουαλίου, διά να κολλά τα κηρία, και όσας πεντάρας έπαιρνε την Κυριακήν, όλας τας έπινε, μετ᾽ ευσυνειδήτου ακριβείας, την Δευτέραν, Τρίτην και Τετάρτην.
Ήρχετο κι η Στρατίνα, νοικοκυρά μέ δύο σπίτια, οπού εφώναζεν εις την αυλόπορταν, εις τον δρόμον και εις το καπηλείον όλα τα μυστικά της, δηλ. τα μυστικά των άλλων, και μέρος μεν αυτών έμενον εις την αυλήν, μέρος δε έπιπτον εις το καπηλείον, και τα περισσότερα εχύνοντο εις τον δρόμον· κι εξονομάτιζε τον κόσμον, ποία νοικάρισσα τής καθυστερεί δύο νοίκια, ποίος οφειλέτης τής χρεωστεί τον τόκον, ποία γειτόνισσα τής επήρεν ένα είδος, δανεικόν κι αγύριστον. Ο μαστρο-Δημήτρης ο φραγκορράφτης της εχρωστούσε τρία νοίκια, ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος πέντε, και τον μήνα που έτρεχεν, έξ. Η Λενιώ η κουμπάρα της τής πέρασε δευτέραν υποθήκην με δόλον εις το σπίτι, και τώρα ήτον ανάγκη να τρέχει εις δικηγόρους και συμβολαιογράφους διά να εξασφαλίσει τα δίκαιά της. Η Κατίνα, η ανεψιά της απ᾽ τον πρώτον άνδρα της, τής είχεν αφήσει ένα αμανάτι διά να την δανείσει δέκα δραχμάς, και τώρα κατά την εκτίμησιν δύο χρυσοχόων απεδείχθη ότι το ασημικόν ήτο κάλπικον και δεν ήξιζεν ούτε όσον ήξιζαν τα δύο φυσέκια με τες σκουριασμένες μπακίρες ― τας οποίας, αφού, κατά την συνήθειάν της (αυτό δεν το έλεγεν, αλλ᾽ ήτο γνωστόν), έβγαλεν έξω τον γερο-Στρατήν, τον άνδρα της, την κόρην της, την Μαργαρίταν, και την εγγονήν της, την Λενούλαν, ήνοιξε την κρύπτην, απέθεσεν εκεί το ενέχυρον, έβγαλε το κομπόδεμα, έλαβε τα φυσέκια, και τα ενεχείρισε με τρόπον, οπού εσήμαινε να τα δώσει και να μην τα δώσει, κι εφαίνοντο ως να εκολλούσαν στα χέρια της, εις την πτωχήν την Κατίναν.
Η Ασημίνα, η παλαιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρα το επάγγελμα, όταν εξεκουμπίσθη κι έφυγε, τής εχρωστούσε τρία μηνιάτικα κι εννέα ημέρας. και τα μεν έπιπλα, οπού έπρεπε κατά δίκαιον τρόπον να τα εκχωρήσει εις την σπιτονοικοκυράν, τα παρέδωκεν εις τον καύκον της, τον τελευταίον αγαπητικόν της, που να τσάκιζε το πόδι της, να μην είχε σώσει ποτέ… και εις αυτήν δεν έδωκεν άλλο τίποτε, παρά ένα παλιοφυλαχτόν εκεί, λιγδιασμένον, και της είπε μυστηριωδώς ότι αυτό περιείχε τίμιον ξύλον… Σαν εγκρεμοτσακίσθη κι έφυγε, το ανοίγει και αυτή εκ περιεργείας, και αντί τιμίου ξύλου, τι βλέπει;… κάτι κουρέλια, τρίχας, τούρκικα γράμματα, σκοντάμματα, μαγικά, χαμένα πράματα… Τ᾽ ακούτε σεις αυτά;


* * *
Εισήλθε ριγών ο μαστρο-Παυλάκης και εζήτησεν ένα ρώμι. Το παιδί του καπηλείου, οπού τον ήξευρε καλά, του είπεν·
- Έχεις πεντάρα;
Ο άνθρωπος έσεισε τούς ώμους με τρόπον διφορούμενον.
- Βάλε σύ το ρούμι, είπεν.
Πώς να έχει πεντάρα; Καλά και τα λεπτά, καλή κι η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα καλά. Καλύτερον απ᾽ όλα η ραστώνη, το δόλτσε φάρ νιέντε των αδελφών Ιταλών.
Αν εις αυτόν ανετίθετο να συντάξει τον κανονισμόν τής εβδομάδος, θα όριζε την Κυριακήν διά σχόλην, την Δευτέραν διά χουζούρι, την Τρίτην διά σουλάτσο, την Τετάρτην, Πέμπτην και Παρασκευήν δι᾽ εργασίαν, και το Σάββατον διά ξεκούρασμα. Ποίος λέγει ότι αι εορταί είναι παραπολλαί διά τούς ορθοδόξους Έλληνας, και αι εργάσιμοι είναι πολύ ολίγαι; Αυτά τα λέγουν όσοι δεν έκαμαν ποτέ σωματικήν εργασίαν και ηξεύρουν μόνον διά τούς άλλους να θεσμοθετούν.
Ακριβώς την ώραν ταύτην ήλθεν απ᾽ αντικρύ ο Δημήτρης ο φραγκορράφτης, διά να πίει το πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν είχε να κάμνει αυτά τα συχνά ταξιδάκια, καθώς τα ονόμαζε. Διέκοπτεν επί πέντε λεπτά την εργασίαν του δέκα φοράς την ημέραν, και ήρχετο να πίει ένα κρασί. Έπαιρνεν εργασίαν από τα μαγαζιά κι εδούλευεν ως κάλφας εις το δωμάτιόν του. Εισήλθε και παρήγγειλεν ένα κρασί. Είτα ιδών τον Παύλον:
- Βάλε και του μαστρο-Παυλάκη ένα ρούμι, είπεν.
Ως από Θεού σταλμένος διά να λύσει το ζήτημα τής πεντάρας μεταξύ του πελάτου και του υπηρέτου, εκάθισε πλησίον του Παύλου και ήρχισε τοιαύτην ομιλίαν, η οποία ήτο μεν συνέχεια των ιδίων λογισμών του, εις δε τον Παύλον εφάνη ως συνηγορία υπέρ των ιδικών του παραπόνων.
- Πού σκόλη και γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, είπεν· ούτε καθισιό, ούτε χουζούρι. Τ᾽ Άι-Νικολάου δουλέψαμε, τ᾽ Άι-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, την Κυριακή προχθές δουλέψαμε. Έρχουνται Χριστούγεννα, και θαρρώ πως θα δουλεύουμε χρονιάρα μέρα.
Ο Παύλος έσεισε την κεφαλήν.
- Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω για να τα σταμπάρω περί γραμμάτου, μαστρο-Δημήτρη μου, είπε. Μου φαίνεται πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουν διορισμένα τα πράγματα. Αντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσα στις καθημερινές, πέφτει μονομιάς και μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικά τίς γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε βδομάδες και μήνες τις καθημερινές.
- Είναι κι η τεμπελιά στο μέσο, είπε μετά πονηράς αυθαδείας το παιδί του καπηλείου, ωφεληθέν από μίαν στιγμήν καθ᾽ ήν ο αφέντης του είχεν ομιλίαν εις το κατώφλιον τής θύρας και δεν ηδύνατο ν᾽ ακούσει.
- Ας είναι, τι να σου κάμει η προκομμάδα κ᾽ η τεμπελιά; είπεν ο Δημήτρης. Το σωστό είναι, πολλά κεσάτια κι ολίγη μαζωμένη δουλειά. Καλά λέει ο μαστρο-Παύλος. Άλλο αν είμαι ακαμάτης εγώ, ας πούμε, ή ο Παύλος, ή ο Πέτρος, ή ο Κώστας, ή ο Γκίκας. Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γιος μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στην μοδίστρα. και μ᾽ όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια τής κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για τη σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για το μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της, ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή.
-Υγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη μου, είπεν ο Παυλέτος, αποκρινόμενος εις τούς ιδίους στοχασμούς του. Υγρασία κάτω στα μαγαζιά, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαριά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ύστερα κόπιασε, αν αγαπάς, να αργάζεις τομάρια. Το δικό μας το τομάρι άργασε πιά, άργασε…
- Καλά αργασμένο το δικό σου, μαστρο-Παύλε, αυθαδίασε πάλιν ο υπηρέτης, αινιττόμενος ίσως τας μεταξύ του Παύλου και του γυναικαδέλφου του σκηνάς.
Είτα εισήλθεν ο κάπηλος. Ο μαστρο-Δημήτρης απήλθε διά να επαναλάβει την εργασίαν του και η ομιλία έπαυσεν.


* * *
Ο μαστρο-Παύλος αφέθη εις τας φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, την άλλην Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεπτά διά να αγοράσει ένα γαλόπουλο, να κάμει κι αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, καθώς όλοι. Μετενόει τώρα πικρώς, διότι δεν επήγε τας τελευταίας ημέρας εις τα βυρσοδεψεία να δουλέψει, να βγάλει ολίγα λεπτά, διά να περάσει πτωχικά τας εορτάς. «Υγρασία μεγάλη, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαριά. Κόπιασε να αργάζεις τομάρια! Το δικό μας το τομάρι θέλει άργασμα.»
Είχεν ακούσει τον λαϊκόν μύθον διά τον τεμπέλην, οπού επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και όστις συγκατένευε να ζήσει υπό τον όρον να είναι «βρεμένο το παξιμάδι». Εγνώριζε και την άλλην διήγησιν διά το τεμπελχανιό, το οποίον ίδρυσε, λέγουν, ο Μεχμεταλής εις την πατρίδα του Καβάλαν. Εκεί, επειδή το κακόν είχε παραγίνει, ο επιστάτης εσοφίσθη να στρώνει μίαν ψάθαν, επί τής οποίας ηνάγκαζε τούς αέργους να εξαπλώνονται. Είτα έβαλλε φωτιάν εις την ψάθαν. Όποιος επροτίμα να καεί, παρά να σηκωθεί από την θέσιν του, ήτο σωστός τεμπέλης κι εδικαιούτο να φάγει δωρεάν το πιλάφι. Όποιος εσηκώνετο κι έφευγε το πύρ, δεν ήτον σωστός τεμπέλης κι έχανε τα δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ και Συγγροί, εσκέπτετο ο μαστρο-Παύλος, και κανείς εξ αυτών να μην ιδρύσει παραπλήσιόν τι εις τας Αθήνας!
Ο μαστρο-Παυλάκης επεριδιάβασεν ακόμη δύο ημέρας, και την άλλην ήτο Παραμονή. Το γαλόπουλον δεν έπαυσε να το ονειροπολεί και να το ορέγεται. Πώς να το προμηθευθεί;
Αφού ενύκτωσε, διωγμένος καθώς ήτον από το σπίτι, απετόλμησε και ήλθεν από ένα πλάγιον δρομίσκον και ήτον έτοιμος να χωθεί εις το καπηλείον. Ο νους του ήτο αναποσπάστως προσηλωμένος εις το γαλόπουλο. Θα εχρησίμευε τούτο, εάν το είχε, και ως μέσον συνδιαλλαγής με την γυναίκα του.
Εκεί, καθώς εστράφη να εμβεί εις το καπηλείον, βλέπει έν παιδίον της αγοράς με μίαν κοφίναν επ᾽ ώμων, ήτις εφαίνετο ακριβώς να περικλείει ένα γάλον, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως και βούτυρον και άλλα καλά πράγματα. Το παιδίον εκοίταζε δεξιά και αριστερά κι εφαίνετο να αναζητεί οικίαν τινά. Ήτο έτοιμον να εισέλθει εις το καπηλείον διά να ερωτήσει. Έπειτα είδε τον Παύλον κι εστράφη προς αυτόν:
- Ξέρεις, πατριώτη, τουλόγου σου, πού είναι δω χάμω το σπίτι του κυρ Θανάση του Μπελιοπούλου;
- Του κυρ Θανάση του Μπε…
Αστραπή ως ιδέα έλαμψεν εις το πνεύμα του Παύλου.
- Μου ᾽πε τον αριθμό και τον εξέχασα… τώρα γλήγορα έπιασε σπίτι δω χάμω, σ᾽ αυτό το δρόμο… τον είχα μουστερή από πρώτα… μπροστύτερα καθότανε παραπέρα, στο Γεράνι.
- Του κυρ Θανάση του Μπελιοπούλου! ηυτοσχεδίασεν ο μαστρο-Παύλος· να, εδώ είναι το σπίτι του. Να φωνάξεις την κυρα-Παύλαινα, μέσα, στην κάτω κάμαρα, στο ισόγειο… αυτή είναι η νοικοκυρά του… πώς να πω; είναι γενιά του… την έχει λύσε-δέσε, σ᾽ όλα τα πάντα… οικονόμισσα στο νοικοκυριό του… είναι κουνιάδα του… μαθές, θέλω να πω, ανιψιά του… εφώναξέ την και δώσε της τα ψώνια.
Και βαδίσας ο ίδιος πέντε βήματα, κατά την θύραν της αυλής, έκαμε πώς φώναξε:
- Κυρα-Παύλαινα, κόπιασ᾽ εδώ να πάρεις τα ψώνια που σου στέλνει ο κύριος… ο αφέντης σου.
Καλά ήλθαν τα πράγματα έως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε τας χείρας και ησθάνετο εις την ρίνα του την κνίσαν του ψητού κούρκου. Και δεν τον έμελε τόσον διά τον κούρκον, αλλά θα εφιλιώνετο με την γυναίκα του. Την νύκτα επέρασεν εις έν ολονύκτιον καφενείον και το πρωί επήγεν εις την εκκλησίαν.
Όλην την ημέραν προσεκολλήθη εις μίαν συντροφιάν, έπειτα εις μίαν άλλην παλαιών γνωρίμων του, εις το καπηλείον, οπού έμεινε τας περισσοτέρας ώρας ανοικτόν με τα παράθυρα κλεισμένα, κι επέρασε με ολίγους μεζέδες και με αρκετά κεράσματα.
Τό βράδυ, αφού ενύκτωσεν, επήγε με τόλμην, από τας πολλάς σπονδάς και από την ενθύμησιν του κούρκου, κι έκρουσε την θύραν της οικογενείας του. Η θύρα ήτο κλεισμένη έσωθεν.
- Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, εφώναξεν απ᾽ έξω. Χρόνους πολλούς. Πώς πήγε ο γάλος; Βλέπεις, εγώ πάλε;
Ουκ ήν φωνή ουδέ ακρόασις. Όλη η αυλή ήτο ήσυχος. τα ισόγεια, αι τρώγλαι, τα κοτέτσια τής κυρα-Στρατίνας, όλα εκοιμώντο. Ο σκύλος μόνον εγνώρισε τον μαστρο-Παύλον, έγρυξεν ολίγον και πάλιν ησύχασε.
Υπήρχον εκεί εκτός από το ψυχομέτρι τριών ή τεσσάρων οικογενειών, οπού εκατοικούσαν εις τ᾽ ανήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες, τέσσαρες γάτοι, δύο ινδιάνοι και πολλά ζεύγη περιστερών. Αι δύο γίδες ανεχάραζαν βαθιά εις το σκεπασμένον μανδράκι τους, αι όρνιθες έκλωζον υποκώφως εις τα κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν μαζωχθεί εις τούς περιστερώνας περίτρομα από το κυνήγι, οπού ήρχιζον την νύκτα εναντίον των οι γάτοι. Όλοι αυτοί οι μικροί θόρυβοι ήσαν το ρογχάλισμα τής αυλής κοιμωμένης.
Πάραυτα ηκούσθη κρότος βημάτων εις το σπίτι.
- Έ, μαστρο-Παύλε, είπε πλησιάσασα η κυρα-Στρατίνα, να ᾽χουμε και καλό ρώτημα… τι γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μόχεις, ασίκη μου; Είδαμε κι επάθαμε να σκεπάσουμε το πράμα, να μη προσβαλθεί το σπίτι… Εκείνος που ήτον δικός του ο γάλος, ήρθε μεσάνυχτα κι εφώναζε, έκανε το κακό, και μας φοβέριζε όλους, κι η φαμίλια σου, επειδής τον είχε κόψει το γάλο, μαθές, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά.. κλειδώθηκε μες στην κάμερα, και δεν ήξερε τι να κάμει… Είπε και ο κουνιάδος σου… καλό κελεπούρι ήτον κι αυτό, μαθές… και επέρασεν η φαμίλια σου όλην την ημέρα κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβο μη ξαναέλθει κείνος που ᾽χε το γάλο και μας φέρει και την αστυνομία… ήτον φόβος να μην προσβαλθεί κι εμένα το σπίτι μου. Άλλη φορά, τέτοια αστεία να μην τα κάνεις, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να λείπει από το σπίτι μου εμένα! Τ᾽ άκουσες;
Ο μαστρο-Παύλος ηρώτησε δειλά:
- Τώρα… είναι μέσα η φαμίλια μου;
- Είναι μέσα όλοι τους, κι έχουνε κλειδωμένα καλά, και το φως κατεβασμένο, διά τον φόβο των Ιουδαίωνε. Κοίταξε μη σε νοιώσει από πουθενά κείνος ο σκιας, ο κουνιάδος σου, πάλε…
- Είναι μέσα;
- Ή μέσα είναι ή όπου είναι έφτασε… να, κάπου ακούω τη φωνή του.
Ηκούσθη τώ όντι μία φωνή εκεί πλησίον, ήτις δεν υπέσχετο καλά διά τον νυκτερινόν επισκέπτην.
- Έ, μαστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ήτον ο γάλος;
Ποίος ήτον ο ομιλήσας, άδηλον. Ίσως να ήτον ο μαστρο-Δημήτρης, ο γείτων. Δυνατόν να ήτο και ο φοβερός γυναικάδελφος του μαστρο-Παύλου.
- Και να μην πάρω κι εγώ ένα μεζέ; παρεπονέθη ως τόσον ο άνθρωπός μας.
- Τι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβεν η Στρατίνα. Τα πράματα είναι πολύ σκούρα, άφ᾽σε τ᾽ αυτά! Δουλειά, δουλειά! Η δουλειά βγάζει παλικάρια. Ό,τι έγινε έγινε, να πας να δουλέψεις, να μου φέρεις κι εμένα τα νοίκια μου. Τ᾽ ακούς;
- Τ᾽ ακούω.
- Φέρε μου εσύ τον παρά, κι εγώ, με όλη τη φτώχεια, την θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε.
Ηκούσθη από μέσα βραχνός μορμυρισμός, είτα φωνή μικρού παιδίου είπε:
- Την υγειά σου, ματο-Πάλο, τεμπελόκυλο, κακέ πατέλα. Τόνε φάαμε το λάλο. Να πάλε και συ πέντε, κι άλλα πέντε, δέκα.
Προφανώς ήτον μέσα ο φοβερός ο γυναικάδελφος, και είχε δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάξει αυτά.
- Μη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο μου, είπεν η Στρατίνα· το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά!
Ηκούσθη κρότος, ως να εσηκώθη τις από μέσα, και να επλησίαζε με βαρύ βήμα προς την θύραν…
- Δρόμο, επανέλαβε μηχανικώς ο Παύλος, συμμορφούμενος εμπράκτως με την λέξιν… δρόμο και δουλειά!



ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΡΗ 1967