Η ιδέα του ενός Θεού φαίνεται πως αναπτύχθηκε συγχρόνως από πολλές κατευθύνσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν όχι μόνον τον Αχενατόν στην αρχαία Αίγυπτο και τους Εβραίους, αλλά και τη φιλοσοφία του ζωροαστρισμού στην Περσία. Από φιλοσοφική άποψη παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αρχική αντιμετώπιση που είχε ο ζωροαστρισμός όσον αφορά φιλοσοφικά ζητήματα που είχαν σχέση με την αντίληψη ενός μοναδικού Θεού Δημιουργού. Ενώ η εβραϊκή φιλοσοφία τόνισε την υπακοή στον Θεό και το νόμο του, ο ζωροαστρισμός υπήρξε ίσως η πρώτη φιλοσοφία που επικεντρώθηκε στην αντικειμενική φύση του καλού και του κακού.
Ο Ζαρατούστρα ήταν αντίθετος με τις πολυθεϊστικές αντιλήψεις των συγχρόνων του, αφιερώθηκε λοιπόν στη λατρεία του Αχούρα Μάζντα, στον οποίο απέδιδε τη δημιουργία του κόσμου. Συγχρόνως όμως αναγνώριζε την ύπαρξη κατώτερων θεοτήτων που είχαν δημιουργηθεί από τον Αχούρα Μάζντα και υπήρχαν σε αρμονία μαζί του. Αυτές οι κατώτερες θεότητες είχαν σχέση με επιμέρους πλευρές της φύσης, προς τις οποίες απευθύνονταν οι πιστοί λατρεύοντάς τες. Η λατρεία της φύσης βεβαίως αποτελεί μια από τις πιο αρχέγονες μορφές θρησκευτικότητας, ήταν έκδηλη την ίδια περίπου εποχή στην ελληνική και άλλες μεσανατολικές παραδόσεις, συνυπήρχε δε συχνά με ανθρωπομορφικές και περισσότερο πνευματικές θρησκείες. Το ίδιο ίσχυε και στην περίπτωση του ζωροαστρισμού. Οι ζωροάστρες, παρόλο που ήταν αφοσιωμένοι στον Αχούρα Μάζντα, τον υπέρτατο Θεό, θεωρούσαν καθήκον τους τη λατρεία της φωτιάς (και του ήλιου, ως όντος της φωτιάς), μέσω της οποίας πίστευαν πως εξαγνιζόταν η ψυχή. Αποτέλεσμα ήταν να αποκαλούνται ορισμένες φορές «λάτρεις της φωτιάς».
Είναι κυρίως από τον ζωροαστρισμό που έχουμε κληρονομήσει τ ο π ρ ό β λ η μ α τ ο υ κ α κ ο ύ , το ερώτημα δηλαδή του πώς είναι δυνατό να υπάρχει άσκοπη δυστυχία, πόνος και θάνατος, εάν ο κόσμος έχει πράγματι δημιουργηθεί και επιτηρείται από έναν αγαθό και παντοδύναμο Θεό. Στην περίπτωση που ο Θεός δεν ήταν αγαθός, αν με άλλα λόγια δεν ήταν κατά κανένα τρόπο οικτίρμων και φιλόστοργος, τότε η επικράτηση της δυστυχίας και το αναπόφευκτο του θανάτου δεν θα παρουσιάζονταν ως θεολογικό πρόβλημα. Πράγματι, τα βασανιστήρια και ο θάνατος που υπέφεραν οι άνθρωποι στα χέρια των Ολυμπίων θεών γίνονταν αποδεκτά ως κάτι το απολύτως φυσικό (αν και κατά περίπτωση μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος γιατί ο υπό συζήτηση θεός ή θεά είχε στραφεί ξαφνικά εναντίον του θύματος). Ο ινδικός θεός Σίβα ήταν εμφανώς ταυτισμένος με την καταστροφή. Όταν λοιπόν κατέστρεφε, δεν υπήρχε κανένα φιλοσοφικό παράδοξο, ούτε προέκυπτε κάποιο θεολογικό πρόβλημα. Απλώς, ο Σίβα ενεργούσε ως Σίβα. Ομοίως, όταν η κακή θεά Καβέ της ατόλης Νουκουόρο (στον Νότιο Ειρηνικό) προκαλούσε κάποια καταστροφή, δε χρειαζόταν να δοθεί καμία περαιτέρω εξήγηση.
Στην ιστορία των Εβραίων ωστόσο, τα ερωτήματα γύρω από τις αιτίες των πράξεων του Θεού είναι αναπόφευκτα. Όταν ο εβραϊκός Θεός επέτρεψε να πουληθούν ως σκλάβοι ο «εκλεκτός» λαός του κι άφησε να καταστραφεί ο Ναός (όχι μία αλλά πολλές φορές), οι Εβραίοι βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα σοβαρό και βαθύτατα ενοχλητικό δίλημμα. Μπορούσαν να συμπεράνουν είτε πως ο Θεός είχε αθετήσει τη διαθήκη και τους είχε εγκαταλείψει, είτε ότι οι ίδιοι είχαν αθετήσει τη διαθήκη κι είχαν προδώσει την εμπιστοσύνη του Θεού. Ή ταν αδύνατο να μην τεθεί το ερώτημα: Γιατί ο Θεός είχε πράξει με τον συγκεκριμένο τρόπο; Ακόμη κι ο Ιησούς επρόκειτο να ρωτήσει: «Γιατί με εγκατέλειψες;» Χιλιάδες χρόνια αργότερα, το ίδιο ακριβώς ερώτημα θα επαναλαμβανόταν μετά τη Σόα ή το Ολοκαύτωμα στη Γερμανία των μέσων του 20ον αιώνα. Η φιλοσοφία των Εβραίων (και η εν γένει δυτική σκέψη σε μεγάλο βαθμό) έχει θεμελιωθεί πάνω σ’ αυτό τον τονισμό του ψόγου και της ευθύνης. Ο τρόπος με τον οποίο απεικονίζεται στη Γένεση το πρώτο αμάρτημα, η «Πτώση», υπονοεί ότι το κακό εμφανίστηκε στον κόσμο ως συνέπεια ανθρώπινης επιλογής.
Αυτή η άμεση σύνδεση ευθύνης και συνεπειών μπορούσε βέβαια να αμφισβητηθεί. Κι είναι στα πλαίσια της ίδιας της ιουδαϊκής γραμματείας που ασκείται η πλέον δραματική κριτική στη σχέση της αμαρτίας με την καταστροφή. Το βιβλίο του Ιώβ (γραμμένο πιθανότατα κατά τη βαβυλωνιακή εξορία, γύρω στο 400 Π.Κ.Π.) αφηγείται την ιστορία ενός ενάρετου ανθρώπου ο οποίος υφίσταται τρομακτικές τιμωρίες, παρά την πιστή υπακοή του σε όλους τους νόμους του Θεού. Συγκεκριμένα, ο Σατανάς προκαλεί τον Θεό υπαινισσόμενος πως η ενάρετη συμπεριφορά του Ιώβ οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στην καλή μεταχείριση που είχε ο τελευταίος από την πλευρά του Θεού. Ο Θεός λοιπόν «δοκιμάζει» τον Ιώβ, επιτρέποντας στον Σατανά να προκαλέσει τις χειρότερες καταστροφές στον ίδιο και την οικογένειά του. Εντωμεταξύ, ο Ιώβ συνεχίζει να επιδεικνύει την ίδια ευσέβεια με την οποία ζούσε ανέκαθεν, αν και συχνά ικετεύει τον Θεό να τον βοηθήσει. Ο Θεός τελικά επαναφέρει τον Ιώβ στην προηγούμενη ευτυχισμένη κατάσταση, επιμένει ωστόσο πως οι τρόποι του δεν χρειάζεται να είναι πάντα κατανοητοί στους ανθρώπους. Με τον τρόπο αυτό, η πίστη παρουσιάζεται ως αναγκαία, παρά τη φαινομενική αδικία που επικρατεί στον κόσμο. Η κατάληξη της ιστορίας όμως αφήνει το πρόβλημα του κακού αποτρόπαια αναπάντητο. Γιατί ένας δίκαιος άνθρωπος πρέπει να υποφέρει αναίτια; Το βιβλίο του Ιώβ απεικονίζει την τρομοκρατική και απρόβλεπτη σχέση που είχαν οι Εβραίοι με τον Θεό τους.
Έ να ς άλλος τρόπος προσέγγισης του προβλήματος του κακού είναι η εισαγωγή ενός δεύτερου ισχυρού όντος, του Σατανά ή Διαβόλου. Ο Ζαρατούστρα ερμήνευσε τη δυστυχία ως το αποτέλεσμα ενός πολέμου που διεξάγεται ανάμεσα σε δύο δ ί δ υ μ α πνεύματα, τα πρώτα πνεύματα που δημιούργησε ο Αχούρα Μάζντα. Το ένα είναι καλό, το άλλο καταστροφικό. Ολόκληρος ο κόσμος αποτελεί εκδήλωση της μεταξύ τους μάχης, της μάχης ανάμεσα στο καλό και το κακό. Το μοτίβο αυτό το βρίσκουμε και στο βιβλίο του Ιώβ, οπότε μπορεί να υποστηρίξει κανείς πως εκείνος που επιβάλλει στον Ιώβ την άδικη τιμωρία του είναι ο Σατανάς κι όχι ο Θεός. Α ν όμως αυτό το κακόβουλο ον ήταν πράγματι τόσο ισχυρό ώστε να υψώνεται απέναντι στη θέληση του Θεού, τότε ο Θεός των τριών μεγάλων δυτικών θρησκειών δεν θα ήταν παντοδύναμος ούτε ο μοναδικός Θεός. Ακόμη και στην περίπτωση που ο Σατανάς δεν είναι τόσο ισχυρός ώστε να σταθεί αντιμέτωπος με τη θέληση του Θεού, και μόνο η ύπαρξή του μας γυρίζει στο αρχικό ερώτημα: Πώς είναι δυνατό ένας στοργικός Θεός να επιτρέπει την ύπαρξη του κακού; Άλλωστε ο Σατανάς είναι επίσης ένα από τα δημιουργήματα του Θεού, όπως ακριβώς το καταστροφικό πνεύμα είναι δημιούργημα του Αχούρα Μάζντα. Και το τελευταίο ερώτημα: Ποια είναι ο προσωπική μας ευθύνη απέναντι σ’ αυτές τις συντριπτικές κοσμικές δυνάμεις;
Ο Ζαρατούστρα απαντά στο πρόβλημα του κακού όχι μόνο θεωρώντας δεδομένη την ύπαρξη δύο εμπόλεμων ηθικών δυνάμεων, αλλά υποστηρίζοντας συγχρόνως την ελεύθερη ηθική κρίση των ανθρώπινων όντων. Τα τελευταία είναι σε θέση να συμμαχήσουν είτε με το ένα είτε με το άλλο πνεύμα, είτε με το καλό είτε με το κακό. Ως θρησκεία, ο ζωροαστρισμός δεσμεύει τον πιστό και τον παροτρύνει να στρατευθεί με το καλό πνεύμα, με κάθε σκέψη, λέξη ή πράξη του. Επιπλέον, ο Ζαρατούστρα υπόσχεται πως η συμμαχία αυτή θα ανταμείψει τον πιστό: όταν έρθει το τέλος του κόσμου, ο ίδιος ο Ζαρατούστρα θα οδηγήσει όσους στρατεύθηκαν με το καλό πνεύμα σε μια αιώνια ευλογημένη ύπαρξη. Η ελκυστική αυτή θέση επρόκειτο να βρει τον (υπερ)φυσικό της χώρο στη φιλοσοφία του χριστιανισμού.
Robert C. Solomon - Kathleen Μ. Higgins
Μια Σύντομη Ιστορία της Φιλοσοφίας
Το Πάθος του Στοχασμού
Μετάφραση Γιώργος Σ. Βλάχος
Εκδόσεις Φιλίστωρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου