Θάθελα κάτι για την ποίηση νάλεγα – μα δεν μπορώ, δε φτάνει τούτη η χουμάτινη και παράχορδη φωνή μου. Θα τόλεγα σαν κάλεσμα της αινιγματικής ερημιάς μας, κάτι σαν διαμαρτυρία μας, στη στυγερή διαταράχτριά μας – τη Ζωή.
Ήμαν ήσυχος και κανείν εγώ δεν πείραζα.
Ήμαν προύμυτος, και γω βύζαινα χάος…
……………………………………………………………
……………………………………………………………
Και νάρθει άξαφνα να μου γαργαλήσει τη μύτη μου
- η ζωή - μ’ ένα λιανό ριγανόξυλο;
ω, τι φάρσα!
…………………………………………………………….
…………………………………………………………….
Έκτοτες κάθομαι και νυστάζω – ζητώντας το!
Έκτοτες (για να το ξαναπώ) κλειω τα μάτια…
Κάτι το «παραμικρό» έχει συμβεί:
Αυτή η απάτητη και τρομερή περιοχή, ο εαυτός μας – είναι μια terra incognita, όπου δεν ξέρεις πούθε θα σούρθει ένα μήνυμα (ο παρθένος αριθμός, το σημείο ή το σύνθημα) από που θα σ’ έβρει αυτηνής το κάλεσμά της… Το σουρρεαλιστικά – πως – νοούμενο και «τρίτο μάτι» λεγόμενο (το ένστιχτο), αναστραφέν απ’ την ανθρώπινη σύμβαση, δεν θωρει πια στα όξω. Κλειστό (ξυπνοί όντας μας) ανοίγει – κοιμιστοί – προς τα εντός μας. Και βλέπει… Είναι καταπληκτική – εν τοις μπερδέμασι – η βλεψική φωτοχυσία του, αυτοί, οι σαν τεράστιου φακού, συμπαντικοί «κατοπτρισμοί» του. Οποία παμμέγιστη και φοβερή αυλαία που εσύρθη! Οι «συνειρμικές» σκηνοθεσίες του (απ’ τον… ουραίο έως τον «τετράνθρωπο» και απ’ αυτόν μέχρι το πνεύμα) αντί – όπως θα λέγαμε – επί πτερύγων ανέμου, αυτές μετριούνται μόνον με έτη – του φωτός! Κι εμείς το λέμε τούτο ό ν ε ι ρ α. Τώρα αν πράγματι αυτό είναι «όνειρο» και όχι η μόνη αληθινή ζωή και πεπρωμένη (που τη ζούμε μεις στα προύμυτα…) ενώ η ξύπνια είναι τ’ ονείρου, ου της παρούσης συντομίας μου, και ου των ικανοτήτων των δικών μου. Το αυτοματικό (δια την πολλήν αυτού αληθινότητα). Το παρανοϊκό (δια την συνέπειάν του την άκραν) είναι στις πράξεις, στα λόγια και στις σκέψεις μας, σαν μια «δαχτυλοδειξία» μας (των ψεύτικων…), σαν μια επαυτοφώρω σύλληψή μας (της σύμβασης…) κρύβεται στο πιο μας μικρότερο τσεπάκι. Και οι όροι αντιστρέφονται: κυρίαρχος, ο τρομερός νοικοκύρης μας (το ένστιχτο) – αυτός διατάσσει πια και γίνεται, αυτός ποιεί τον οίκον αυτού τρέμειν… Αυτά. Και επειδή η ζωή είναι ωραία, ο άνθρωπος θάκανε πολλές τούμπες στη χλόη, αν, το αναμεταξύ μας άνομο συμφέρον δεν τον έκανε από κωμωδό – «κορυφαίον» και από Ντάντε – Θεόκριτο…
Το δυστύχημα είναι ότι και τα όνειρα ποτέ δεν είναι «σαν όνειρα» ωραία. Το σχήμα είναι ψεύτικο. Διότι κανέναν δεν έχει λόγο ο άνθρωπος να είναι ωραία τα όνειρά του. Η επί Γης ιστορία του, από το λυκαυγές των πρωτόζωων έως τα ζωγραφιστά Χερουβείμ του, από τον ποτέ του «τετράνθρωπο» μέχρι της ύψωσής του «στα δυο του», ο ανελέητος αγώνας του (της επιβίωσής του) στη φύση, τίποτα δεν του κληροδότησε ευχάριστο, ώστε να ξεχνάει – πόθεν ήρθε…
Γι’ αυτό κοιμάται και πετάγεται (το «ριγανόξυλο» που είπαμε). Γι’ αυτό παραμιλάει στα όνειρά του – ενώ στα «ξύπνα» του όλο ψεύδεται… Και γι’ αυτό όλο εκπέμπει εκείνο το SOS προς το ΤΙΠΟΤΑ…
Έκτοτες (για να – το ξαναπιώ) κλειω τα μάτια…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ
Άπαντες στίχοι 1936-1970
Φιλολογική επιμέλεια ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΩΣΤΙΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου