.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 29 Αυγούστου 2021

Το φόρεμα - Dylan Thomas



Τον  κυνηγούσαν δυο μέρες, χτενίζοντας την εξοχή, ώσπου τους έχασε στους πρόποδες των λόφων, και κρυμμένος τώρα μέσα σ' ένα χρυσό θάμνο, άκουγε τις φωνές τους χαμηλά στην κοιλάδα. Πίσω από ένα δέντρο, στην άκρη των λόφων, κρυφοκοίταξε κάτω στα χωράφια όπου εκείνοι λαχάνιαζαν σαν σκύλοι και σκάλιζαν τους φράχτες με τα μπαστούνια τους, ξεσηκώνοντας ένα σιγανό ουρλιαχτό, ενώ η καταχνιά πού άρχισε ξαφνικά να πέφτει απ' τον ανοιξιάτικο ουρανό τούς έκρυψε απ' τα μάτια του. Η καταχνιά ήταν γι' αυτόν μια μάνα. Ρίχνοντας το παλτό της στους ώμους του, σκέπασε το σχισμένο του πουκάμισο και το ξεραμένο αίμα στη λεπίδα του μαχαιριού. Η καταχνιά τον έκανε να νιώθει ζεστά. Είχε την τροφή και το ποτό της ομίχλης πάνω στα χείλη του και χαμογέλασε μέσα από την κάπα της σα γάτα. Απομακρύνθηκε από τούς διώκτες του και την κοιλάδα και κατευθύνθηκε στους λόφους, εκεί που τα δέντρα πύκνωναν και ίσως τον οδηγούσαν στο φως και τη φωτιά και σ' ένα πιάτο σούπα. Σκέφτηκε τα κάρβουνα πού θα σφύριζαν σιγανά πάνω στη σχάρα και τη νεαρή μάνα να στέκεται μονάχη. Σκέφτηκε τα μαλλιά της σα φωλιά για τα χέρια του. Έτρεξε ανάμεσα στα δέντρα και βρέθηκε σ' ένα στενό δρόμο. Ποια κατεύθυνση έπρεπε τώρα να διαλέξει; Προς ή μακριά απ' το φεγγάρι; Ή ομίχλη έκρυβε το φεγγάρι, αλλά σε μια μεριά τ' ουρανού πού είχε καθαρίσει, μπόρεσε να διακρίνει τις γωνίες των άστρων. Περπάτησε προς το βορρά όπου τ' αστέρια, μουρμουρίζοντας ένα τραγούδι χωρίς σκοπό, άκουγαν τα πόδια του να κολλάνε και να ξεκολλάνε στη σπογγώδη γη.
Τώρα είχε χρόνο να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. Αλλά μόλις άρχισε να συγκεντρώνεται μια κουκουβάγια έκρωξε μες στα δέντρα πού κρέμονταν πάνω στο δρόμο, και σταμάτησε για να την κοιτάξει, βρίσκοντας μια γνώριμη μελαγχολία στην κραυγή της. Γρήγορα θα ορμούσε ν' αρπάξει κάποιο ποντικό, σκέφτηκε. Την παρατήρησε για μια στιγμή καθώς έσκουζε πάνω στο κλαδί της. Έπειτα, τρομαγμένος από τη θέα της, απομακρύνθηκε βιαστικά μες στη σκοτεινιά, όταν την άκουσε, μ' ένα καινούριο κρώξιμο να φτεροκοπάει μακριά. Κρίμα το κουνέλι, συλλογίστηκε, ή νυφίτσα θα το ρουφήξει. Ο δρόμος ανηφόριζε στ' αστέρια και τα δέντρα κι ή κοιλάδα κι ή ανάμνηση των τουφεκιών έσβηναν πίσω του.
Άκουσε βήματα. Ένας γέρος ακτινοβολώντας από βροχή, πρόβαλε μέσ' από την ομίχλη.
«Καληνύχτα κύριε» , είπε ο γέρος.
«Δεν έχει νύχτα για το γιό τής γυναίκας», είπε ο τρελός. Ο γέρος σφύριξε και απομακρύνθηκε τρέχοντας σχεδόν, προς τη μεριά πού ήταν τα δέντρα του δρόμου.
«Άσε τα κυνηγόσκυλα να ξέρουν», κάγχασε ο τρελός καθώς σκαρφάλωνε στο λόφο, «άστους να ξέρουν». Και πανούργος σαν την αλεπού, γύρισε πίσω, εκεί πού δ δρόμος χωριζόταν μες στην καταχνιά σε τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις. «Κατάρα στ' αστέρια», είπε και προχώρησε προς το σκοτάδι.
Ο κόσμος ήταν  μια μπάλα κάτω απ' τα πόδια του. Την κλωτσούσε καθώς έτρεχε κι αυτή κυλούσε. Τα δέντρα ανηφόριζαν. Κάπου στους βάλτους ούρλιαζε ένα κυνηγόσκυλο πού είχε πιαστεί σε παγίδα. Το άκουσε κι έτρεξε πιο γρήγορα νιώθοντας τον εχθρό πάνω στα τακούνια του. «Κάντε πέρα παιδιά, κάντε πέρα», φώναξε, με τη φωνή όμως κάποιου πού θα έδειχνε ένα πεφταστέρι στον ορίζοντα.
Θυμήθηκε ξαφνικά άτι από τότε πού δραπέτευσε δεν είχε κοιμηθεί καθόλου και σταμάτησε να τρέχει. Τώρα, το νερό τής βροχής κουρασμένο πια να χτυπάει τη γη, έσκαζε πέφτοντας και σκορπιζόταν στον αέρα σαν τούς κόκκους τής άμμου. Αν μπορούσε να βρει ύπνο, ο ύπνος θα ήταν ένα κορίτσι. Τις δύο τελευταίες νύχτες, πότε τρέχοντας και πότε περπατώντας στην έρημη εξοχή, ονειρευόταν τη συνάντηση τους. «Ξάπλωσε», θα του έλεγε και θα του έδινε το φόρεμα της να ξαπλώσει πάνω του, πλαγιάζοντας και η ίδια στο πλευρό του.
Όμως, κι αν ονειρευόταν και τα κλαδιά θρόιζαν κάτω από το τρέξιμο του σαν το φουστάνι της, ο εχθρός φώναζε στα χωράφια. Έτρεχε ασταμάτητα αφήνοντας τον ύπνο πίσω μακριά του. Κάποτε ήταν ένας ήλιος, κάποτε ένα φεγγάρι και κάποτε παλεύοντας πέταξε κάτω τον άνεμο, πριν μπορέσει να το σκάσει, όταν ο ουρανός ήταν μαύρος.
«Πού είναι δ Τζακ», ρωτούσαν στους κήπους τού ιδρύματος. «Πάνω στους λόφους μ' ένα χασαπομάχαιρο», έλεγαν χαμογελώντας. Αλλά το μαχαίρι είχε φύγει, πεταγμένο και μπηγμένο σ' ένα δέντρο έτρεμε ακόμη εκεί. Δεν ένιωθε ζέστη μες στό κεφάλι του. Έτρεχε ασταμάτητα, ουρλιάζοντας για ύπνο.
Και κείνη, μόνη στο σπίτι έραβε το καινούριο της φουστάνι. Ήταν ένα φανταχτερό χωριάτικο φουστάνι με λουλούδια στο μπούστο του. Λίγες βελονιές έμεναν ακόμη και θα ήταν έτοιμο να το φορέσει, θα έπεφτε κομψά στους ώμους της και δυο από τα λουλούδια θα πρόβαλλαν πάνω από τα στήθη της.
Όταν θα περπατούσε με τον άντρα της τα κυριακάτικα πρωινά στους δρόμους του χωριού, τ' αγόρια θα της κρυφό-χαμογελούσαν πίσω απ' την παλάμη τους και το σούρωμα του φορέματος γύρω στην κοιλιά της, θα έκανε όλες τις χήρες να κουτσομπολεύουν. Γλίστρησε μέσα στο καινούριο φουστάνι της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη πάνω από το τζάκι. Είδε άτι ήταν ωραιότερο απ' άσο φανταζόταν. Έδειχνε το πρόσωπο της πιο χλωμό και τα μαλλιά της σκοτεινά. Το άνοιγμα στο λαιμό ήταν χαμηλό.
Ένας σκύλος σήκωσε το κεφάλι του και ούρλιαξε μες στη νύχτα. Στράφηκε βιαστικά και τράβηξε τις κουρτίνες.
Έξω, έψαχναν στο σκοτάδι για έναν τρελό. Είχε πράσινα μάτια, έλεγαν, και ήταν παντρεμένος με μια κυρία. Έλεγαν άτι είχε κόψει τα χείλη της γιατί χαμογελούσε στους άντρες. Τον έκλεισαν κάπου, άλλ' αυτός έκλεψε ένα μαχαίρι τής κουζίνας, έσφαξε τον φύλακα του, και το 'σκάσε στις άγριες κοιλάδες.
Από μακριά εκείνος διέκρινε το φως μες στο σπίτι και παραπατώντας, έφτασε ως τον κήπο. Ένιωθε χωρίς να βλέπει το μικρό φράχτη ολόγυρα. Το σκουριασμένο σύρμα έγδερνε τα χέρια του και το ύπουλο χορτάρι σερνόταν στα γόνατα του. Μόλις διέσχισε το φράχτη, όρμησαν να τον προϋπαντήσουν οι οικοδεσπότες τού κήπου, τα κεφάλια των λουλουδιών και το σώμα της παγωνιάς. Είχε σχίσει τα δάχτυλα του, ενώ οι παλιές πληγές έσταζαν ακόμη. Γεμάτος αίματα περπάτησε έξω από το σκοτάδι του εχθρού πάνω στα σκαλοπάτια. Είπε μ' έναν ψίθυρο: «Μην τούς αφήσεις να με πυροβολήσουν». Και άνοιξε την πόρτα.
Εκείνη ήταν στη μέση τής κάμαρας. Τα μαλλιά της έπεφταν ακατάστατα και τρία από τα κουμπιά στο λαιμό της ήταν ξεκούμπωτα. Τι έκανε τον σκύλο να ουρλιάξει έτσι; Τρομαγμένη από το ουρλιαχτό, ενώ λικνιζόταν στην κουνιστή πολυθρόνα, έφερε ξανά στο μυαλό της τις ιστορίες πού είχε ακούσει. Τι απόγινε η γυναίκα, αναρωτήθηκε καθώς κουνιόταν. Δεν μπορούσε να φανταστεί μια γυναίκα χωρίς χείλη. Τί γίνονται οι γυναίκες χωρίς χείλη, αναρωτήθηκε.
Η πόρτα άνοιξε χωρίς θόρυβο. Περπάτησε μες στο δωμάτιο, προσπαθώντας να χαμογελάσει, κρατώντας τα χέρια του μακριά το ένα από τ' άλλο.
«Ω, ήρθες», είπε εκείνη.
Τότε γύρισε στην πολυθρόνα της και τον είδε. Είχε παντού αίματα και στα πράσινα μάτια του ακόμα. Έφερε τα χέρια της στο στόμα.
«Μην πυροβολείς», είπε αυτός.
Αλλά με την κίνηση του χεριού της, τράβηξε το άνοιγμα του φουστανιού της στο λαιμό και κείνος απόμεινε να κοιτάζει εκστατικός το πλατύ, λευκό μέτωπο της, τα πανικόβλητα μάτια και το στόμα της, και χαμηλότερα, τα λουλούδια στο φόρεμα της. Με την κίνηση του χεριού της το φόρεμα χόρευε τώρα στο φως. Καθόταν μπροστά του σκεπασμένη με λουλούδια. «Κοιμήσου», είπε ο τρελός. Και γονατίζοντας κάτω, ακούμπησε το ταραγμένο κεφάλι του στην ποδιά της.
[1936]


Dylan Thomas
ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΙΡΑΝΤΑ ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΛΕΘΡΟΝ 1983

Κυριακή 22 Αυγούστου 2021

Σονέτο 146 - William Shakespeare



Poor soul, the centre of my sinful earth,
... ... ... these rebel powers that thee array
Why dost thou pine within and suffer dearth,
Painting thy outward walls so costly gay?
Why so large cost, having so short a lease,
Dost thou upon thy fading mansion spend?
Shall worms, inheritors of this excess,
Eat up thy charge? Is this thy body's end?
Then soul, live thou upon thy servant's loss,
And let that pine to aggravate thy store;
Buy terms divine in selling hours of dross;
Within be fed, without be rich no more:
So shall thou feed on Death, that feeds on men,
And Death once dead, there's no more dying then.
                                _._

Κέντρο του αμαρτωλού πηλού μου εσύ, φτωχή ψυχή,
Κατάστικτη απ’ τις άγριες δυνάμεις που σε ντύνουν,
Γιατί κλεισμένη εδώ υποφέρεις και λιμοκτονείς,
Ενώ έξω ζωγραφιές λαμπρές τα τείχη σου φαιδρύνουν;
Αφού έχεις διορία μικρή, γιατί τόση χλιδή
Γι' αυτή τη φθίνουσα έπαυλη που κατοικείς ξοδεύεις;
Σκουλήκια θα κληρονομήσουν τέτοια υπερβολή;
Αυτά θα φάν’ τα πλούτη σου; Εκεί το σώμα οδεύει;
Άσε το δούλο να χαθεί ψυχή μου για ν' ακμάσεις·
Φτιάξε απ' την πείνα σου σοδειά: Τις ώρες αν πωλήσεις
Τις μάταιες, ουράνια συμβόλαια θ' αγοράσεις·
Έτσι εσύ μέσα θα τραφείς κι ο πλούτος έξω ας σβήσει.
Μάρανε εσύ το Θάνατο που τους θνητούς μαραίνει,
 Κι έτσι αν πεθάνει ο Θάνατος, κανείς δεν θα πεθαίνει.

William Shakespeare 
Τα σονέτα 
Μετάφραση Λένια Ζαφειροπούλου
Εκδόσεις Gutenberg 2016

Κυριακή 15 Αυγούστου 2021

Ο γκρεμιστής – Κωστής Παλαμάς



  Στον Ίωνα Δραγούμη 

Ακούστε. Εγώ ειμαι ο γκρεμιστής, γιατ’ είμ’ εγώ κι ο χτίστης, 
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης. 
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι. 
Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι. 
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας, 
πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας. 
Εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης· 
του μακρεμένου αγναντευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης· 
και με το καριοφίλι μου και με το απελατίκι 
την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι. 
Κάλλιο φυτρώστε, αγριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι, 
κάλλιο φουσκώστε, πόταμοι, και κάλλιο ανοίχτε, τάφοι, 
και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε, αίμα, 
παρά σε πύργους άρχοντας και σε ναούς το Ψέμα. 
Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ’ αγρίμια 
ξανάρχεται. Καλώς να ’ρθεί. Γκρεμίζω την ασκήμια. 

Είμ’ ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το ’χει 
το δείλιασμα, κι όλο ρωτά και μήτε ναι, μήτε όχι 
δεν του αποκρίνεται κανείς και πάει κι όλο προσμένει 
το λόγο που δεν έρχεται, και μια ντροπή το δένει. 
Μα το τσεκούρι μοναχά στο χέρι σαν κρατήσω, 
και το τσεκούρι μου ψυχή μ’ ένα θυμό περίσσο. 
Τάχα ποιός μάγος, ποιό στοιχειό τού δούλεψε τ’ ατσάλι 
και νιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι, 
και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν’ ανοίξω, 
και μ’ ένα Ναι να τιναχτώ, μ’ ένα Όχι να βροντήξω; 
Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας, όποιοι είστε· 
γρικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε!

Κυριακή 8 Αυγούστου 2021

Η τραγωδία των φύλλων – Charles Bukowski


Δίψασα κι οι φτέρες είχαν ξεραθεί.
Κίτρινα τα φυτά στις γλάστρες, σαν καλαμποκιές,
και τ’ αδειανά μπουκάλια: πτώματα κουτσουρεμένα
με κύκλωναν ανήμπορα.
Μονάχα ο ήλιος μου έμεινε. Και τότε
να ο λογαριασμός για το νοίκι:
άψογα, επηρμένα κίτρινος. Αν χρειαζόταν κάτι 
κείνη την ώρα, ήτανε ένας ωραίος κωμικός, απ’ τους παλιούς,
κάνας καραγκιόζης, να σπάει πλάκα με τον παραλογισμό
του  πόνου: ο πόνος είναι παράλογος μόνο και μόνο
επειδή υπάρχει.
Ξυρίστηκα προσεκτικά μ’ ένα παλιό ξυράφι.
Ανήκε σε κάποιον που κάποτε υπήρξε νέος
και τον πέρασαν για ιδιοφυΐα. Όμως εδώ
έγκειται η  τραγωδία των φύλλων:
οι ξεραμένες φτέρες, τα ξεραμένα φυτά.
Τελικά βγήκα στο σκοτεινό  διάδρομο.
Η σπιτονοικοκυρά μου στεκόταν ορθή,
αγριεμένη, αποφασισμένη.
Με διαολόστειλε
κουνώντας τα παχιά κάθιδρα μπράτσα της.
«Το νοίκι!» ούρλιαξε.
Ούρλιαξε ,
γιατί η ζωή μας είχε
πια τσακίσει.
η γυναίκα μου είχε φύγει


Charles Bukowski
Τρόμου και Αγωνίας Γωνία
Μετάφραση Γιώργος  Μπλάνας
Εκδόσεις Απόπειρα 1994

Κυριακή 1 Αυγούστου 2021

Φυγή - Κώστας Καρυωτάκης



Ι

Αισθάνομαι την πραγματικότητα με σωματικό πόνο. Γύρω δεν υπάρχει ατμόσφαιρα, αλλά τείχη που στενεύουν διαρκώς περισσότερο, τέλματα στα οποία βυθίζομαι ολοένα. Αναρχούμαι από τις αισθήσεις μου.
Η παραμικρότερη υπόθεση γίνεται τώρα σωστή περιπέτεια. Για να πω μια κοινή φράση, πρέπει να τη διανοηθώ σ' όλη της την έκταση, στην ιστορική της θέση, στις αιτίες και τα αποτελέσματά της. Αλγεβρικές εξισώσεις τα βήματά μου.

ΙΙ

Είμαι ο Φαίδων ριγμένος στη λάσπη. Θαυμαστό βιβλίο, που οι έννοιές του δε θα το σώσουν από τον άνεμο και τη βροχή, από τα στοιχεία και τους ανθρώπους.

ΙΙΙ

Στο χυδαίο αυτό καρναβάλι, εφόρεσα αληθινή πορφύρα, στέμμα από καθαρό, ατόφιο χρυσάφι, ύψωσα ένα σκήπτρο πάνω από τα πλήθη, κ' επήγαινα ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Έχανα τη συνείδηση του περιβάλλοντος, αλλά επήγαινα σαν υπνοβάτης, ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Οι παλιάτσοι έτρεχαν μπροστά μου ή εχόρευαν γύρω δαιμονισμένα. Εφώναζαν, εχτυπούσαν. Αλλά εγώ επήγαινα βλέποντας τα σύννεφα και ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Δυσκολότατα επροχωρούσα. Με τους αγκώνες άνοιγα τόπο, αφήνοντας πίσω μου ράκη. Αποσταμένος, ματωμένος, στάθηκα κάπου. Στον ήλιο έσπαζαν οι καγχασμοί των άλλων. Κ' ήμουν γυμνός. Γέρνοντας βαθιά, σαν τσακισμένο δέντρο, άκουσα για τελευταία φορά την εσωτερική μου φωνή.

ΙV

Και τώρα έχασα την ήρεμο ενατένιση. Πού ν' αφήσω το βάρος του εαυτού μου; Δεν μπορώ να συμφιλιωθώ με τους κήπους. Τα βουνά με ταπεινώνουν. Για να δώσω τροφή στους λογισμούς μου, παίρνω το μεγάλο, δημόσιο δρόμο. Δύο φορές δε θα ιδώ το ίδιο πράγμα. Οι χωρικοί που στέκονται απορημένοι, έχουν την άγνοια και την υγεία. Τα σπίτια τους είναι παλάτια παραμυθιού. Οι κατσίκες τους δε μηρυκάζουν σκέψεις. Χτυπώ το πόδι και φεύγω. Περπατώ ολόκληρες μέρες. Πού πηγαίνω; Όταν γυρίσω το κεφάλι, ξέρω πως θ' αντικρίσω το φάσμα του εαυτού μου.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Νέα Εστία", Γ', 62, 15 Ιουλίου 1929. Το χειρόγραφο σώζεται ακόμη. Με τον ίδιο τίτλο είχε δημοσιεύσει στη Νέα Ζωή (Αλεξάνδρειας) ανάλογο ποίημα.