Τον κυνηγούσαν δυο μέρες, χτενίζοντας την εξοχή, ώσπου τους έχασε στους πρόποδες των λόφων, και κρυμμένος τώρα μέσα σ' ένα χρυσό θάμνο, άκουγε τις φωνές τους χαμηλά στην κοιλάδα. Πίσω από ένα δέντρο, στην άκρη των λόφων, κρυφοκοίταξε κάτω στα χωράφια όπου εκείνοι λαχάνιαζαν σαν σκύλοι και σκάλιζαν τους φράχτες με τα μπαστούνια τους, ξεσηκώνοντας ένα σιγανό ουρλιαχτό, ενώ η καταχνιά πού άρχισε ξαφνικά να πέφτει απ' τον ανοιξιάτικο ουρανό τούς έκρυψε απ' τα μάτια του. Η καταχνιά ήταν γι' αυτόν μια μάνα. Ρίχνοντας το παλτό της στους ώμους του, σκέπασε το σχισμένο του πουκάμισο και το ξεραμένο αίμα στη λεπίδα του μαχαιριού. Η καταχνιά τον έκανε να νιώθει ζεστά. Είχε την τροφή και το ποτό της ομίχλης πάνω στα χείλη του και χαμογέλασε μέσα από την κάπα της σα γάτα. Απομακρύνθηκε από τούς διώκτες του και την κοιλάδα και κατευθύνθηκε στους λόφους, εκεί που τα δέντρα πύκνωναν και ίσως τον οδηγούσαν στο φως και τη φωτιά και σ' ένα πιάτο σούπα. Σκέφτηκε τα κάρβουνα πού θα σφύριζαν σιγανά πάνω στη σχάρα και τη νεαρή μάνα να στέκεται μονάχη. Σκέφτηκε τα μαλλιά της σα φωλιά για τα χέρια του. Έτρεξε ανάμεσα στα δέντρα και βρέθηκε σ' ένα στενό δρόμο. Ποια κατεύθυνση έπρεπε τώρα να διαλέξει; Προς ή μακριά απ' το φεγγάρι; Ή ομίχλη έκρυβε το φεγγάρι, αλλά σε μια μεριά τ' ουρανού πού είχε καθαρίσει, μπόρεσε να διακρίνει τις γωνίες των άστρων. Περπάτησε προς το βορρά όπου τ' αστέρια, μουρμουρίζοντας ένα τραγούδι χωρίς σκοπό, άκουγαν τα πόδια του να κολλάνε και να ξεκολλάνε στη σπογγώδη γη.
Τώρα είχε χρόνο να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. Αλλά μόλις άρχισε να συγκεντρώνεται μια κουκουβάγια έκρωξε μες στα δέντρα πού κρέμονταν πάνω στο δρόμο, και σταμάτησε για να την κοιτάξει, βρίσκοντας μια γνώριμη μελαγχολία στην κραυγή της. Γρήγορα θα ορμούσε ν' αρπάξει κάποιο ποντικό, σκέφτηκε. Την παρατήρησε για μια στιγμή καθώς έσκουζε πάνω στο κλαδί της. Έπειτα, τρομαγμένος από τη θέα της, απομακρύνθηκε βιαστικά μες στη σκοτεινιά, όταν την άκουσε, μ' ένα καινούριο κρώξιμο να φτεροκοπάει μακριά. Κρίμα το κουνέλι, συλλογίστηκε, ή νυφίτσα θα το ρουφήξει. Ο δρόμος ανηφόριζε στ' αστέρια και τα δέντρα κι ή κοιλάδα κι ή ανάμνηση των τουφεκιών έσβηναν πίσω του.
Άκουσε βήματα. Ένας γέρος ακτινοβολώντας από βροχή, πρόβαλε μέσ' από την ομίχλη.
«Καληνύχτα κύριε» , είπε ο γέρος.
«Δεν έχει νύχτα για το γιό τής γυναίκας», είπε ο τρελός. Ο γέρος σφύριξε και απομακρύνθηκε τρέχοντας σχεδόν, προς τη μεριά πού ήταν τα δέντρα του δρόμου.
«Άσε τα κυνηγόσκυλα να ξέρουν», κάγχασε ο τρελός καθώς σκαρφάλωνε στο λόφο, «άστους να ξέρουν». Και πανούργος σαν την αλεπού, γύρισε πίσω, εκεί πού δ δρόμος χωριζόταν μες στην καταχνιά σε τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις. «Κατάρα στ' αστέρια», είπε και προχώρησε προς το σκοτάδι.
Ο κόσμος ήταν μια μπάλα κάτω απ' τα πόδια του. Την κλωτσούσε καθώς έτρεχε κι αυτή κυλούσε. Τα δέντρα ανηφόριζαν. Κάπου στους βάλτους ούρλιαζε ένα κυνηγόσκυλο πού είχε πιαστεί σε παγίδα. Το άκουσε κι έτρεξε πιο γρήγορα νιώθοντας τον εχθρό πάνω στα τακούνια του. «Κάντε πέρα παιδιά, κάντε πέρα», φώναξε, με τη φωνή όμως κάποιου πού θα έδειχνε ένα πεφταστέρι στον ορίζοντα.
Θυμήθηκε ξαφνικά άτι από τότε πού δραπέτευσε δεν είχε κοιμηθεί καθόλου και σταμάτησε να τρέχει. Τώρα, το νερό τής βροχής κουρασμένο πια να χτυπάει τη γη, έσκαζε πέφτοντας και σκορπιζόταν στον αέρα σαν τούς κόκκους τής άμμου. Αν μπορούσε να βρει ύπνο, ο ύπνος θα ήταν ένα κορίτσι. Τις δύο τελευταίες νύχτες, πότε τρέχοντας και πότε περπατώντας στην έρημη εξοχή, ονειρευόταν τη συνάντηση τους. «Ξάπλωσε», θα του έλεγε και θα του έδινε το φόρεμα της να ξαπλώσει πάνω του, πλαγιάζοντας και η ίδια στο πλευρό του.
Όμως, κι αν ονειρευόταν και τα κλαδιά θρόιζαν κάτω από το τρέξιμο του σαν το φουστάνι της, ο εχθρός φώναζε στα χωράφια. Έτρεχε ασταμάτητα αφήνοντας τον ύπνο πίσω μακριά του. Κάποτε ήταν ένας ήλιος, κάποτε ένα φεγγάρι και κάποτε παλεύοντας πέταξε κάτω τον άνεμο, πριν μπορέσει να το σκάσει, όταν ο ουρανός ήταν μαύρος.
«Πού είναι δ Τζακ», ρωτούσαν στους κήπους τού ιδρύματος. «Πάνω στους λόφους μ' ένα χασαπομάχαιρο», έλεγαν χαμογελώντας. Αλλά το μαχαίρι είχε φύγει, πεταγμένο και μπηγμένο σ' ένα δέντρο έτρεμε ακόμη εκεί. Δεν ένιωθε ζέστη μες στό κεφάλι του. Έτρεχε ασταμάτητα, ουρλιάζοντας για ύπνο.
Και κείνη, μόνη στο σπίτι έραβε το καινούριο της φουστάνι. Ήταν ένα φανταχτερό χωριάτικο φουστάνι με λουλούδια στο μπούστο του. Λίγες βελονιές έμεναν ακόμη και θα ήταν έτοιμο να το φορέσει, θα έπεφτε κομψά στους ώμους της και δυο από τα λουλούδια θα πρόβαλλαν πάνω από τα στήθη της.
Όταν θα περπατούσε με τον άντρα της τα κυριακάτικα πρωινά στους δρόμους του χωριού, τ' αγόρια θα της κρυφό-χαμογελούσαν πίσω απ' την παλάμη τους και το σούρωμα του φορέματος γύρω στην κοιλιά της, θα έκανε όλες τις χήρες να κουτσομπολεύουν. Γλίστρησε μέσα στο καινούριο φουστάνι της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη πάνω από το τζάκι. Είδε άτι ήταν ωραιότερο απ' άσο φανταζόταν. Έδειχνε το πρόσωπο της πιο χλωμό και τα μαλλιά της σκοτεινά. Το άνοιγμα στο λαιμό ήταν χαμηλό.
Ένας σκύλος σήκωσε το κεφάλι του και ούρλιαξε μες στη νύχτα. Στράφηκε βιαστικά και τράβηξε τις κουρτίνες.
Έξω, έψαχναν στο σκοτάδι για έναν τρελό. Είχε πράσινα μάτια, έλεγαν, και ήταν παντρεμένος με μια κυρία. Έλεγαν άτι είχε κόψει τα χείλη της γιατί χαμογελούσε στους άντρες. Τον έκλεισαν κάπου, άλλ' αυτός έκλεψε ένα μαχαίρι τής κουζίνας, έσφαξε τον φύλακα του, και το 'σκάσε στις άγριες κοιλάδες.
Από μακριά εκείνος διέκρινε το φως μες στο σπίτι και παραπατώντας, έφτασε ως τον κήπο. Ένιωθε χωρίς να βλέπει το μικρό φράχτη ολόγυρα. Το σκουριασμένο σύρμα έγδερνε τα χέρια του και το ύπουλο χορτάρι σερνόταν στα γόνατα του. Μόλις διέσχισε το φράχτη, όρμησαν να τον προϋπαντήσουν οι οικοδεσπότες τού κήπου, τα κεφάλια των λουλουδιών και το σώμα της παγωνιάς. Είχε σχίσει τα δάχτυλα του, ενώ οι παλιές πληγές έσταζαν ακόμη. Γεμάτος αίματα περπάτησε έξω από το σκοτάδι του εχθρού πάνω στα σκαλοπάτια. Είπε μ' έναν ψίθυρο: «Μην τούς αφήσεις να με πυροβολήσουν». Και άνοιξε την πόρτα.
Εκείνη ήταν στη μέση τής κάμαρας. Τα μαλλιά της έπεφταν ακατάστατα και τρία από τα κουμπιά στο λαιμό της ήταν ξεκούμπωτα. Τι έκανε τον σκύλο να ουρλιάξει έτσι; Τρομαγμένη από το ουρλιαχτό, ενώ λικνιζόταν στην κουνιστή πολυθρόνα, έφερε ξανά στο μυαλό της τις ιστορίες πού είχε ακούσει. Τι απόγινε η γυναίκα, αναρωτήθηκε καθώς κουνιόταν. Δεν μπορούσε να φανταστεί μια γυναίκα χωρίς χείλη. Τί γίνονται οι γυναίκες χωρίς χείλη, αναρωτήθηκε.
Η πόρτα άνοιξε χωρίς θόρυβο. Περπάτησε μες στο δωμάτιο, προσπαθώντας να χαμογελάσει, κρατώντας τα χέρια του μακριά το ένα από τ' άλλο.
«Ω, ήρθες», είπε εκείνη.
Τότε γύρισε στην πολυθρόνα της και τον είδε. Είχε παντού αίματα και στα πράσινα μάτια του ακόμα. Έφερε τα χέρια της στο στόμα.
«Μην πυροβολείς», είπε αυτός.
Αλλά με την κίνηση του χεριού της, τράβηξε το άνοιγμα του φουστανιού της στο λαιμό και κείνος απόμεινε να κοιτάζει εκστατικός το πλατύ, λευκό μέτωπο της, τα πανικόβλητα μάτια και το στόμα της, και χαμηλότερα, τα λουλούδια στο φόρεμα της. Με την κίνηση του χεριού της το φόρεμα χόρευε τώρα στο φως. Καθόταν μπροστά του σκεπασμένη με λουλούδια. «Κοιμήσου», είπε ο τρελός. Και γονατίζοντας κάτω, ακούμπησε το ταραγμένο κεφάλι του στην ποδιά της.
[1936]
Dylan Thomas
ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΙΡΑΝΤΑ ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΛΕΘΡΟΝ 1983