Η μάχη, σκληρή και μεγάλη, έλαβε τέλος με τη νίκη … των επιδρομέων. Ηρεμία, ως και κάποια πλήξη έπεσε πάνω στους εισβολείς. Ο επιζών λοχίας του πέμπτου λόχου τεντώθηκε στη σκιά του δέντρου.
Είπαν στον λοχία, που ήξερε από φιλοτελισμό, ότι στο σπίτι στην πλαγιά, που είχε μισογκρεμιστεί από τους βομβαρδισμούς, αλλά δεν είχε καεί, έπρεπε να υπήρχε μια συλλογή γραμματοσήμων. Η ευκολία του πράγματος ήταν τέτοια ώστε ξύπνησε στην καρδιά του λοχία το κατάλοιπο του κλέφτη που υπάρχει σε όλους μας και που απλώς κοιμάται γιατί η αστυνομία δεν κοιμάται. Ήταν κουρασμένος, αλλά, κουβαλώντας στον ώμο το τουφέκι του, πήγε μόνος του μέχρι το σπίτι που του έδειξαν. Ήταν όλα έρημα. Οι άνθρωποι είχαν φύγει εκτός απ’ αυτούς που είχαν πεθάνει.
Ένιωσε να τον κυριεύει η τρομακτική τρέλα του να βλέπεις καθαρά.
Η ανθρώπινη πραγματικότητα των οικιακών αντικειμένων τον έπιασε από τον λαιμό. Η ραπτομηχανή που, στη γωνιά της, είχε γλυτώσει απ’ όλα, σαν να τον κοίταζε πότε προσεχτικά και πότε απρόσεχτα.
Είδε με κάθε λεπτομέρεια, στις σπασμένες καρέκλες, τα αδιόρατα, πολύ επιμελημένα, διαφορετικά μπαλωματάκια, στην ψάθα του καθίσματος και της πλάτης και πίσω από αυτά είδε την αγάπη στα οικιακά αντικείμενα που με δυό-τρία χτυπήματα είχαν γίνει άχρηστα για ένα απροσδιόριστο μέλλον.
Ένα παιδικό ζακετάκι, πολύ μικρό, ήταν πεσμένο στο πάτωμα. Θα πρέπει να ήταν κρεμασμένο στην πλάτη της καρέκλας που κειτόταν δίπλα. Το παιδί ήταν αυτό το παιδάκι των δυό-τριών χρόνων που κειτόταν, σαν την καρέκλα κι αυτό, πάνω στο ξεραμένο αίμα, ανάμεσα στις ακαταστασίες του κήπου. Σήκωσε το ζακετάκι και το εξέτασε με το βλέμμα και την αφή. Είδε την κεντημένη με προσοχή γατούλα στην αριστερή μεριά, το περίγραμμα με κόκκινο μεταξωτό σιρίτι, με μαύρο τα μάτια. Πέρασε το χέρι πάνω στη φόδρα, έμοιαζε σαν από μετάξι, μισοδιάφανη, και οι επιμελημένες βελονιές, με τις οποίες η φόδρα ήταν ραμμένη στο ζακετάκι, τράβηξαν το προσεχτικό και υποταγμένο βλέμμα του.
Ξαφνικά του ήρθε η ιδέα ενός είδους εξαγοράς – μιας εξαγοράς έστω …
Σαν ένα είδος ανθρώπινης θυσίας στην ίδια του τη συγκίνηση.
Έπαψε να χαμογελά, γιατί δεν ήταν δυνατόν με την κάννη του όπλου στο στόμα να αγγίζει τα δόντια του και το στόμιό της να πιέζει τον ουρανίσκο του.
Χαμογέλασε μόνο με τα μάτια, από την ανάγκη του αποχαιρετισμού. Το χέρι του πίεζε τη σκανδάλη, πιάστηκε στην ασφάλεια. Πέρασε μια άπειρη στιγμή.
Κοίταξε προσεχτικά το όπλο. Έκλεισε τα μάτια σαν κάποιος που βλέπει ένα ωραίο όνειρο. Ύστερα, με παγερό αντίχειρα, πίεσε αδιάφορος τη σκανδάλη.
Πότε άραγε ήταν τρελός – στην αποστασιοποιημένη διαύγεια της μάχης ή στην ταραγμένη διαύγεια αυτών των σκέψεων.
Fernando Pessoa
Περί Θανάτου και Άλλων Μυστηρίων
Μετάφραση Μαρία Παπαδήμα
Εκδόσεις Gutenberg 2020
Είπαν στον λοχία, που ήξερε από φιλοτελισμό, ότι στο σπίτι στην πλαγιά, που είχε μισογκρεμιστεί από τους βομβαρδισμούς, αλλά δεν είχε καεί, έπρεπε να υπήρχε μια συλλογή γραμματοσήμων. Η ευκολία του πράγματος ήταν τέτοια ώστε ξύπνησε στην καρδιά του λοχία το κατάλοιπο του κλέφτη που υπάρχει σε όλους μας και που απλώς κοιμάται γιατί η αστυνομία δεν κοιμάται. Ήταν κουρασμένος, αλλά, κουβαλώντας στον ώμο το τουφέκι του, πήγε μόνος του μέχρι το σπίτι που του έδειξαν. Ήταν όλα έρημα. Οι άνθρωποι είχαν φύγει εκτός απ’ αυτούς που είχαν πεθάνει.
Ένιωσε να τον κυριεύει η τρομακτική τρέλα του να βλέπεις καθαρά.
Η ανθρώπινη πραγματικότητα των οικιακών αντικειμένων τον έπιασε από τον λαιμό. Η ραπτομηχανή που, στη γωνιά της, είχε γλυτώσει απ’ όλα, σαν να τον κοίταζε πότε προσεχτικά και πότε απρόσεχτα.
Είδε με κάθε λεπτομέρεια, στις σπασμένες καρέκλες, τα αδιόρατα, πολύ επιμελημένα, διαφορετικά μπαλωματάκια, στην ψάθα του καθίσματος και της πλάτης και πίσω από αυτά είδε την αγάπη στα οικιακά αντικείμενα που με δυό-τρία χτυπήματα είχαν γίνει άχρηστα για ένα απροσδιόριστο μέλλον.
Ένα παιδικό ζακετάκι, πολύ μικρό, ήταν πεσμένο στο πάτωμα. Θα πρέπει να ήταν κρεμασμένο στην πλάτη της καρέκλας που κειτόταν δίπλα. Το παιδί ήταν αυτό το παιδάκι των δυό-τριών χρόνων που κειτόταν, σαν την καρέκλα κι αυτό, πάνω στο ξεραμένο αίμα, ανάμεσα στις ακαταστασίες του κήπου. Σήκωσε το ζακετάκι και το εξέτασε με το βλέμμα και την αφή. Είδε την κεντημένη με προσοχή γατούλα στην αριστερή μεριά, το περίγραμμα με κόκκινο μεταξωτό σιρίτι, με μαύρο τα μάτια. Πέρασε το χέρι πάνω στη φόδρα, έμοιαζε σαν από μετάξι, μισοδιάφανη, και οι επιμελημένες βελονιές, με τις οποίες η φόδρα ήταν ραμμένη στο ζακετάκι, τράβηξαν το προσεχτικό και υποταγμένο βλέμμα του.
Ξαφνικά του ήρθε η ιδέα ενός είδους εξαγοράς – μιας εξαγοράς έστω …
Σαν ένα είδος ανθρώπινης θυσίας στην ίδια του τη συγκίνηση.
Έπαψε να χαμογελά, γιατί δεν ήταν δυνατόν με την κάννη του όπλου στο στόμα να αγγίζει τα δόντια του και το στόμιό της να πιέζει τον ουρανίσκο του.
Χαμογέλασε μόνο με τα μάτια, από την ανάγκη του αποχαιρετισμού. Το χέρι του πίεζε τη σκανδάλη, πιάστηκε στην ασφάλεια. Πέρασε μια άπειρη στιγμή.
Κοίταξε προσεχτικά το όπλο. Έκλεισε τα μάτια σαν κάποιος που βλέπει ένα ωραίο όνειρο. Ύστερα, με παγερό αντίχειρα, πίεσε αδιάφορος τη σκανδάλη.
Πότε άραγε ήταν τρελός – στην αποστασιοποιημένη διαύγεια της μάχης ή στην ταραγμένη διαύγεια αυτών των σκέψεων.
Fernando Pessoa
Περί Θανάτου και Άλλων Μυστηρίων
Μετάφραση Μαρία Παπαδήμα
Εκδόσεις Gutenberg 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου