Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός. Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν. Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος. Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του. Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Υπό τας δροσεράς σκιάς, παρά τας μινυριζούσας πηγάς και το παραρρέον ρεύμα, ο λευκός νάρκισσος ορθοί το λιγυρόν του στέλεχος και κατοπτρίζει ως άλλοτε την κομψήν κεφαλήν.
Κοσμήσατε με νάρκισσον τα στήθη σας. Είνε το σύμβολον της αιωνίας νεότητος.
Απέθανε νέος!
***
Αι αβραί στεφάναι του κλίνουσιν αύθισ επί των πρασίνων στελεχών, και ο χρυσούς του οφθαλμός ψάλλει το χαίρε εις τον κόσμον.
Ως άλλοτε εις τας όχθας του πατρώου Κηφισσού, εράται του ιδίου κάλλους και φθίνει επ’ αυτώ.
Ας ψάλλωμεν τον Νάρκισσον…
Απέθανε νέος!
***
Υπό την αντικρύ συστάδα, η Ηχώ περιαλγής τείνει το ους εναγώνιον, προσέχουσα εις τα ψιθυρίσματα του δάσους.
Πλην εκείνος πλέον δεν απαντά.
ο Κηφισσός εκοίμισε περίλυπος το τέκνον των ερώτων του, και τα σιωπηλά ύδατα φυλάττουσι ζηλότυπα το μυστικόν.
Ο Νάρκισσος ηράσθη και απέθανε.
Ευτυχείς όσοι, ως αυτός, φίλτατοι εις τας ωραίας και τους θεούς, θνήσκουσι νέοι.
***
Εκ των ιμέρων του αρμονικού κορμού ετράφησαν τα λευκά πέταλα, το άρωμα του σβεσθέντος έρωτος εχύθη επ’ αυτών, και η ωχρά του κεφαλή έκλινε πάλιν επί το ύδωρ.
***
Ας ψάλλωμεν τον Νάρκισσον.
Εις την παραίσθησιν του ονείρου του, αγαπά έτι και αναμένει… Δεν ημαύρωσαν τα ιδεώδη του ύλης απέχθεια, ούτε κόρου απόγνωσις και γήρατος ρυτίδες!
Εις την επάνθησιν της θεοειδούς ήβης του, έκλεισε τα λαμπρά βλέμματα, και εζήτησεν αλλαχού ιδανικά και ελπίδας.
Είνε το άσμα της αιωνίας παρθενίας και αγνότητος…
Ας ψάλλωμεν το άσμα του Ναρκίσσου!…
***
Οι χειμώνες εναλλάσσουσι τα φθινόπωρα, τα φθινόπωρα εναλλάσσουσι τα φρύγη του θέρους, κ’ εκείνος αιωνίως ερά και ποθεί…
Οι ανθήρες της καρδίας του προτείνονται πάντοτε ανυπόμονοι, και τα παρθενικά πέταλα υποστρώνουσι πάντοτε τας λευκάς αρμονίας των, ετοιμάζοντα μάτην νυμφικάς παστάδας.
Αλλ’ ο Υμεναίος δεν τονίζει επιθαλάμια δι’ αυτόν!
***
Παρά τας όχθας του πατρικού Κηφισσού ο περικαλλής έφηβος πλανάται περιώδυνος, κύπτων πάντοτε επί την ιδίαν μορφήν.
Δεν θα παύση ποτέ αγαπών και στενάζων!
Τα ωχρά άνθη ταλαντεύουσιν άνωθεν των σιωπηλών υδάτων τας στεφάνας των, και υπό τας μυστικάς συστάδας η Ηχώ καλεί γοερά…
Είναι αδύνατο στον άνθρωπο να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι φυσική απόληξη της εξατομικευμένης ζωής είναι ο οριστικός αφανισμός της, ο θάνατος. Από τότε που ξύπνησε ο νους του και έθεσε το πρόβλημα, δοκίμασε όλους τους τρόπους, για να εξαλείψει ή να μαλακώσει αυτή την καταθλιπτική σκέψη που ύστερα από ορισμένη ηλικία κάνει αφόρητα πικρή τη γεύση της ύπαρξης – του κάκου! Όσο και να προσπάθησαν μάγοι και προφήτες, ποιητές και παραμυθάδες, ονειροπόλοι και φιλόσοφοι να του δώσουν την ελπίδα ότι η ζωή, με τη μία μορφή ή με την άλλη, συνεχίζεται και πέρ’ από τον τάφο, ότι μπορεί μάλιστα (αν φανεί φρόνιμος) να είναι και καλύτερη από την επίγεια, αυτός εξακολουθεί (όπως ομολογεί και ο υμνωδός της Εκκλησίας) «να θρηνεί και να οδύρεται όταν εννοήσει τον θάνατο». Που σημαίνει όχι όταν «καταλάβει» το θάνατο, γιατί αυτός ήταν και μένει ακατάληπτος, αλλά όταν τον «βάλει στο νου του». Πως όμως μπορεί να μη τον «εννοήσει», αφού από τη στιγμή που αισθάνεται το τι γίνεται γύρω του, βλέπει να φεύγουν από τον κόσμο τα αγαπημένα του πρόσωπα, το ένα ύστερ’ από το άλλο, χωρίς ν’ αφήνουν πίσω τους τίποτ’ άλλο παρά αναμνήσεις και θλίψη που κι αυτή σιγά-σιγά σβήνει; Παραμυθία λοιπόν δεν υπάρχει, και μόνο θρήνος και οδυρμός μπροστά στο επικείμενο, στο αναπόδραστο τέρμα της πορείας. Λάθος, αποφαίνεται ένας αρχαίος σοφός. Δεν είναι – λέγει – καθαυτό ο θάνατος που μας φέρνει την απόγνωση, αλλά ο φόβος του θανάτου. Ο φόβος όμως αυτός είναι αστήριχτος, ανόητος. Τι φοβούμαστε ότι θα πάθουμε; τίποτα δεν παθαίνουμε από το θάνατο όσο ζούμε, και όταν πεθάνουμε, δεν θα αισθανόμαστε τίποτα. Ώστε… μόνο ο μωρός έχει τέτοιο φόβο! Το τέχνασμα είναι πονηρό και δεν πείθει κανένα. Τι τρέμουμε; Τη διακοπή της συνέχειας, το κενό, την ανυπαρξία. Τη στέρηση ενός αγαθού που γνωρίζουμε: της ζωής. Επομένως και αντικείμενο έχει ο φόβος μας, και εμείς υπάρχουμε για να τον αισθανόμαστε. Φυσικά, είμαστε (άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο) οπλισμένοι για την άμυνα. Σπάνια σκεπτόμαστε το θάνατο, και όταν ένα περιστατικό μας τον θυμίσει, μηχανευόμαστε διάφορους τρόπους – ένας είναι οι «ανειλημμένες υποχρεώσεις», άλλος οι «ανεξάντλητες φιλοδοξίες» μας – για να τον ξεχάσουμε. Και πάντοτε υπάρχει ένα «άλλοθι» για να καθησυχάζουμε την ψυχή μας: των άλλων το θάνατο συλλογιζόμαστε και υποφέρουμε (όσο επιτρέπει η ευαισθησία μας), όχι το δικό μας. Πάντοτε βρίσκει ευκαιρίες ο εγωισμός για να θριαμβεύει. Πολλοί ισχυρίζονται ότι φταίει η παιδεία μας (η ανατροφή, η εκπαίδευση, η παράδοση, οι θεσμοί μας κτλ.) που τρέμουμε το θάνατο. Έπρεπε – λέγουν – από την τρυφερή μας ηλικία να διδαχτούμε και να ασκηθούμε έτσι ώστε να εμποτιστούμε με την ιδέα ότι ο θάνατος είναι κάτι φυσικό και αυτονόητο, μια φάση της ίδιας της ζωής, και μάλιστα ευπρόσδεκτη όπως η ανάπαυση ύστερα από το μόχθο, ο ύπνος ύστερ’ από τον κάματο της ημέρας. Το πνεύμα όμως του πολιτισμού μας δεν μας αφήνει να παραδεχτούμε αυτή την απλή λύση. Επειδή η επιστήμη και η τεχνική μας κατάφεραν να δαμάσουν τόσες πανίσχυρες φυσικές δυνάμεις και να τις θέσουν στην υπηρεσία των αναγκών και της ματαιοδοξίας μας, θεωρούμε το θάνατο ατυχία ή συμφορά, ένα είδος αρρώστιας που δεν κατορθώσαμε ακόμα, αλλά οπωσδήποτε θα μπορέσουμε να τη γιατρέψουμε, και για τούτο τρέμουμε μήπως μας βρει το κακό και δεν προλάβουμε να σωθούμε. Όσο μάλιστα προχωρεί η ηλικία μας και διαβάζουμε στις στατιστικές ότι κάθε χρόνο ανεβαίνει στις αναπτυγμένες χώρες ο μέσος όρος της ζωής, τόσο περισσότερο αγωνιούμε – σαν εκείνους που βλέπουν ότι θα χάσουν ένα βέβαιο κέρδος, επειδή είναι αναγκασμένοι να αποχωρήσουν πριν από την κλήρωση του λαχείου… Δεν είμαι βέβαιος ότι είναι δικαιολογημένο το παράπονο τούτο κατά του πολιτισμού μας. Πρώτα, γιατί με την αρχή της «εντροπίας» η επιστήμη μας έχει αποδείξει ότι κάθε αποδεσμευόμενη ενέργεια, καθώς μετασχηματίζεται, υπόκειται αναπότρεπτα στη φθορά και τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει την ανάλωσή της. Επομένως ο θάνατος δεν είναι δυνατόν να νικηθεί με μέσα φυσικά. Και άδικα κατηγορούμε την παιδεία μας ότι μας τρέφει με φρούδες ελπίδες. Το αντίθετο μπορούμε να της προσάψουμε: ότι αρνιέται πεισματικά να μας παρηγορήσει. Έπειτα (όσο γνωρίζω) κανένας από τους μεγάλους πολιτισμούς της ιστορίας δεν κατάφερε να πείσει τον άνθρωπο να μη φοβάται το θάνατο, αλλά όταν τον βλέπει να πλησιάζει, ν’ ανοίγει την αγκαλιά του να τον υποδεχτεί. Ορισμένοι το επιδίωξαν, με σοφούς πραγματικά τρόπους. Οι Αιγύπτιοι λ.χ. πίστεψαν ότι, αν διατηρήσουν τα υλικά κατάλοιπα της προσωπικής ζωής, το αποσκελετωμένο σώμα, η συνέχεια εξασφαλίζεται. Και πέτυχαν αυτή τη δύσκολη συντήρηση. Έπαψαν άραγε με το κατόρθωμα τούτο να φοβούνται το θάνατο και να θρηνούν τους νεκρούς των; Οι Αρχαίοι Έλληνες για να παραμυθήσουν της ψυχές των πεθαμένων και να ενθαρρύνουν τους ζωντανούς, έστελναν στον Άδη και τους θεούς των. Γλύτωσαν με τούτο από την οδύνη του θανάτου; Οι επιτύμβιες στήλες του Κεραμεικού έχουν διαιωνίσει τη μελαγχολία τους. Εμείς οι Χριστιανοί επί αιώνες τώρα ανατρεφόμαστε με την επαγγελία της αιωνιότητας, με την προσδοκία μιας πέρ’ από τον τάφο ζωής. Γίναμε άραγε, με αυτή την υπόσχεση και την αναμονή, φίλοι με το θάνατο; Δεν τον τρέμουμε; Δεν οδυρόμαστε, όταν πλήξει ένα αγαπημένο μας πρόσωπο; (Πρακτικοί όπως σε όλα τους οι Εβραίοι δεν αναφέρουν πουθενά στις Γραφές τους την αθανασία της ψυχής. Τις αμοιβές και τις ποινές για τα έργα τους σε τούτο τον κόσμο τις περιμένουν και τις αποδέχονται, όχι στον άλλο). Πως αισθάνονται οι άλλοι λαοί, οι λεγόμενοι «πρωτόγονοι» δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω. Λέγεται ότι μερικοί απ’ αυτούς (στην Πολυνησία λ.χ.) πανηγυρίζουν με τραγούδι και χορούς όταν ένας δικός τους λύνεται από τα δεσμά της ζωής. Έχω ακούσει και αυτήν εδώ την ιστορία: Σε μια κλινική του Λονδίνου ο πατέρας και η μητέρα ενός βαριά άρρωστου νέου (ανήκαν στην κίτρινη φυλή) παρακολουθούσαν με θλίψη και αγωνία τους πόνους του. Μια μέρα φάνηκαν στο διάδρομο γελαστοί και χαρούμενοι. Οι σύνοικοι νόμισαν ότι ο άρρωστος πέρασε πια την κρίση και έτρεξαν να τους συγχαρούν. Εκείνοι εξήγησαν ότι πραγματικά είναι πολύ ευχαριστημένοι: ο γιος τους είχε πεθάνει και είναι τώρα ευτυχής… Ήταν μήπως οπαδοί του Βούδα και πίστευαν ότι θάνατος, ως βήμα προς την ανυπαρξία, είναι αληθινή λύτρωση; Ή είχαν απλώς ανακουφιστεί που τερματίστηκε επιτέλους το μαρτύριο του παιδιού τους; Και τα δύο είναι πιθανά. Αλλά θα δεχτώ ότι ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. η απόλυτη ηρεμία με την οποία οι ερημίτες και οι ασκητές του Χριστιανισμού αντιμετωπίζουν το θάνατο ως επιστροφή στους κόλπους του Θεού) αποτελούν αξιοθαύμαστα φαινόμενα. Είναι όμως εξαιρέσεις, και όχι ο κανόνας. Ο φόβος του θανάτου έχει βαθιές τις ρίζες του μέσα στην ψυχή του ανθρώπου. Οι απελπισμένες προσπάθειες, που έγιναν και γίνονται για να τον διαλύσουν ή να τον απαλύνουν, αποδείχνουν πόσο βασανιστικό και επίμονο είναι τούτο το άγχος. Δοκιμάστηκε πρώτα ο θρησκευτικός μύθος. (Έχω ήδη στους αναγνώστες μου διευκρινίσει με ποιο νόημα χρησιμοποιώ τούτο τον όρο). Κορυφαίες διάνοιες γοητεύτηκαν ή προβληματίστηκαν από τα σύμβολά του. Ένας ορθολογιστής σαν τον τραγικό ποιητή Ευριπίδη δεν διστάζει να διατυπώσει την απορία (σε ένα απόσπασμά του που μας διασώθηκε): «μήπως η ζωή είναι θάνατος, και ο θάνατος ζωή;» Μήπως πεθαίνουμε την ώρα που γεννιόμαστε, και αρχίζουμε να ζούμε πραγματικά όταν πεθαίνουμε; Ο διονυσιακός μύθος και η συνέχεια της επικοινωνίας, η εναλλαγή της επίγειας με την υποχθόνια ύπαρξη, όπως την αποκάλυπταν στους μυημένους οι Ελευσίνιες τελετουργίες, βρίσκονται φανερά πίσω από το εναγώνιο τούτο ερώτημα. Ο Πλάτων θα είναι σαφέστερος και πιο κατηγορηματικός. Η αληθινή σοφία, διακηρύττει με το στόμα του Σωκράτη των διαλόγων του, είναι «μελέτη θανάτου». Και μελέτη εδώ σημαίνει άσκηση, γύμνασμα. Με άλλους λόγους: σοφός είναι εκείνος που γυμνάζεται πως να νεκρώσει το σώμα του, να αχρηστέψει τα όργανα της πλάνης, τις αισθήσεις, για να αφήσει το πνεύμα του ελεύθερο να υψωθεί στον υπερουράνιο τόπο των απόλυτων όντων και των αυθεντικών αξιών. Με την έννοια αυτή ο φυσικός θάνατος είναι μια καλή τύχη: λύτρωση από τα δεσμά του ψεύδους και της απάτης. Ύστερ’ από το θρησκευτικό μύθο επιχείρησε και ο φιλοσοφικός λόγος να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με την ιδέα του θανάτου. Το πρόβλημα τώρα μεταφέρεται από τη μεταφυσική στην ψυχολογική σφαίρα. Όχι το «που» μας πηγαίνει ο θάνατος (σε μιαν άλλη ύπαρξη, ή στην ανυπαρξία;) αλλά το «πως» θα απαλλαγούμε από το άγχος του, είναι το πρόβλημα που έχει να λύσει ο φιλόσοφος. Και θα το λύσει άμα συνειδητοποιήσει ότι ο φόβος είναι μια αλλοίωση, ένα πάθος της ψυχής που γεννιέται και διατηρείται από την αμάθεια και τον παραλογισμό. Ο άνθρωπος με φρόνηση πρέπει να εξαλείψει τα πάθη από την ψυχή του, να φτάσει στην «απάθεια» που είναι η ευδαιμονία. Και τούτο θα το επιτύχει αν οξύνει το πνεύμα του για να το κάνει ικανό να διαλύει τις δεισιδαιμονίες. Στη ζωή ερχόμαστε (έλεγαν οι αρχαίοι στωικοί, ένας Επίκτητος λ.χ. ή ένας Σενέκας) χωρίς τη θέλησή μας. Στο χέρι μας όμως είναι να την εγκαταλείψουμε, εάν ζυγίζοντάς την, όπως όλα τα νομιζόμενα αγαθά, τη βρούμε λειψή: οδυνηρή ή ασυμβίβαστη με την αξιοπρέπειά μας. Τίποτα δεν έχουμε να χάσουμε απ’ αυτή την εκούσια έξοδο. Απεναντίας θα κερδίσουμε, αφού θα απαλλαγούμε από ένα ενοχλητικό ή προσβλητικό βάρος. Ο σοφός που θεωρεί την ανθρώπινη ύπαρξη απ’ αυτή τη σκοπιά, δεν μπορεί πλέον να φοβάται το θάνατο. Τον βλέπει σαν απλή μετάβαση από μιαν εφήμερη μορφή του είναι σε μιαν άλλη εξίσου εφήμερη. Από τις δύο αυτές παραδοσιακές (στο δυτικό πολιτισμό) λύσεις ποια άραγε να βρίσκεται σήμερα πλησιέστερα προς το αίσθημα και τη σκέψη μας; Στο ερώτημα τούτο ο καθένας ας δώσει την προσωπική του απάντηση. Εκείνο που κατά τη γνώμη μου χαρακτηρίζει περισσότερο τη στάση της εποχής μας απέναντι στο θέμα που συζητούμε, είναι η δραματική (και κωμική κάποτε) προσπάθεια του σύγχρονου ανθρώπου να απωθήσει στα παρασκήνια του συνειδητού την εικόνα του θανάτου, να σωθεί από τον εφιάλτη του με τη φυγή. Διώχνει από τη σκέψη του την ιδέα της μοιραίας φθοράς και νομίζει ότι θα πάψει να υπάρχει γι’ αυτόν το πρόβλημα της άμα επινοήσει και εφαρμόσει αποτελεσματικές μεθόδους για να εξασφαλίσει την ευθανασία, να κάνει ανώδυνη την έξοδο από τη ζωή. Διάβασα τελευταία, μεταφρασμένες στη γλώσσα μας, μερικές συγκλονιστικές σελίδες από ένα αφήγημα του A. Huxley («Θαυμαστός καινούργιος κόσμος», μεταφ. Βας. Λ. Καλαντζή, βλ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου «Νεοελληνικά» εκδ. Παπαζήση). Η σκηνή σε ένα πρωτότυπο ίδρυμα, οργανωμένο με επιστημονική τελειότητα για να κάνει ευχάριστο τον επικείμενο θάνατο υπερηλίκων και ανίατα αρρώστων: αναπαυτικά κρεβάτια, εγκαταστάσεις που προσφέρουν ευφρόσυνα οράματα και αρώματα, φάρμακα που εξασφαλίζουν την αναισθησία στους πόνους και βυθίζουν τους ετοιμοθάνατους σε τερπνά όνειρα, ατμόσφαιρα ευθυμίας – σα να μη συμβαίνει τίποτα. Αυτή την ώρα ένας θλιμμένος νέος επισκέπτεται την ψυχορραγούσα μητέρα του, ένα σμάρι ζωηρών παιδιών επισκέπτεται και αναστατώνει παίζοντας το θάλαμο, για να εξοικειωθεί με το φαινόμενο του θανάτου… Η διαφορά του πνευματικού μας κλίματος είναι ολοφάνερη: η έγνοια μας σήμερα είναι όχι τι θα απογίνουμε μετά το θάνατο, αλλά πως θα πεθάνουμε ανώδυνα και ευχάριστα, πως θα διαβούμε τα σύνορα της ζωής με όλες τις ανέσεις. Εκεί όπου άλλοτε η θρησκεία προσπαθούσε να μας βοηθήσει με την πίστη, και η φιλοσοφία με τη λογική, ο πολιτισμός μας προσφέρεται να μας καθησυχάσει με την υπόσχεση ενός «τεχνητού παράδεισου». Κάθε εποχή (θα συμφωνήσετε) έχει το δικό της ύφος, το ίδιο σε όλες τις περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών πρώτης ανάγκης – από το κομμωτήριο ως τον προθάλαμο του νεκροταφείου… Παραφράζοντας το σωκρατικό «γνώθι σαυτόν» ένας εστεμμένος φιλόσοφος, ο Μάρκος Αυρήλιος, δίνει στον πάντοτε διστακτικό (από οκνηρία; από δειλία;) άνθρωπο τη συμβουλή «ένδον σκάπτε». Ας τον ακούσουμε και ας σκάψουμε βαθιά μέσα μας για να ανακαλύψουμε τον «άνθρωπο», αυτό το παράδοξο και μοναδικό στον πλανήτη μας δίποδο που μόλις χάραξε στην κοιλότητα του κρανίου του η πρώτη ακτίνα της σκέψης, δεν έστερξε να συνθηκολογήσει με τη μοίρα του και να παραδεχτεί το κενό της ανυπαρξίας, αλλά έθεσε την απαίτησή του χώνοντας ένα όρθιο λιθάρι στο λάκκο όπου έθαψε τον αγαπημένο του νεκρό. Από την ώρα εκείνη, την τόσο μακρινή, τη χαμένη στον ορίζοντα της προϊστορίας, τέθηκε το πρόβλημα των ορίων της ύπαρξης. Και τέθηκε με ανθρώπινους όρους: ως φόβος θανάτου και ως ελπίδα της αθανασίας. Έχουμε άλλωστε και μια πρόσθετη απόδειξη, πολύ πλησιέστερη: από τη συμβολική γλώσσα όλων των μεγάλων θρησκειών δεν λείπουν δύο εικόνες, η θανή και η ανάσταση. Γίνεται να εξαφανίσει ο άνθρωπος αυτά τα αρχέτυπα από τα βάθη της συνείδησής του, χωρίς να θέσει σε δεινό κίνδυνο την ίδια την ανθρωπιά του; Εδώ καταλήγει σε τελευταίαν ανάλυση το πρόβλημά μας.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1982