Ο άγγελος ως λέγουν, της υστάτης
Πορείας ξεναγός, επαναφέρει
Την φεύγουσαν ψυχήν εις τα γνωστά της
Και εις τα προσφιλή της μνήμης μέρη...
Απηύδησα να κυλινδώ μοιραίως
Του βίου μου το άχθος προς το μνήμα,
Κατάδικος ως η ψυχή φονέως
Η σύρουσ’ από του λαιμού το θύμα.
Ποια σκληρά την θύρα μου χειρ κρούει;
Οστών ως θραυομένων ειν’ ο κρότος
Τοιούτον κρότον πως το ους ακούει;
Τοιούτο πως το όμμα πλήττει σκότος;
Τα έτη μου ησώτευσα εις μάτην.
Παρείδον την στιγμήν μου την υστάτην.
Εις μάτην τας φαιδράς, τας γλυκυτέρας
Ηρίθμησα του βίου μου ημέρας...
«Και αν μαζί σου υπερβώ τα νέφη,
Κ’ εις του Θεού η χειρ σου αν με φέρη,
Το πνεύμα μου οπίσω επιστρέφει
Και θεατής της γης να μείνει χαίρει.
Ως ξένος εν τω μέσω της ερήμου
Ζητεί τον προ πολλού ταφέντα οίκον,
Της προσφιλούς ζητεί και η ψυχή μου
Αλύσεώς της τον κοπέντα κρίκον».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου