.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 5 Ιουνίου 2022

ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΤΑ ΛΥΚΟΦΩΤΑ ΚΛΕΙΘΡΑ - Dylan Thomas

 


Όταν κάποτε τα λυκόφωτα κλείθρα

Δεν σφάλισαν πια στο μακρύ

Του δακτύλου μου σκουλήκι

Μήτε τη θάλασσα που ορμούσε

Γύρω στο γρόνθο μου καταραστήκαν,

Του χρόνου το στόμα ρούφηξε, σαν το σφουγγάρι,

Από την κάθε στρόφιγγα οξύ γαλακτερό

Και στράγγιξε τα ύδατα του στήθους.


Όταν στράγγιξε η γαλακτική

Θάλασσα και ξεσφαλίσαν οι άνυδροι πυθμένες,

Απέστειλα την πλάση μου κατάσκοπο στη σφαίρα,

Κείνη τη σφαίρα: κόκκαλο μονάχη και μαλί

Που ταιριασμένη μου από νεύρο και μυαλό

Είχε τανύσει το υλικό φλασκί μου στο πλευρό της.


Οι Θρυαλίδες μου ορισμένες ν’ απαιτήσουν την καρδιά της,

Εκείνη έπνευσε στο φως σαν σκόνη

Και πέρασε ένα Σάββατο με τον ήλιο,

Όταν όμως τ’ αστέρια, σχήμα απαιτώντας,

Έφεραν μπρος στα μάτια της τ’ άχυρα του ύπνου

Βύθισε τις μαγείες του πατέρα της σ’ ένα όνειρο.


Θωρακισμένη η έξοδος του τάφου,

Ο κοκκινομάλλης καρκίνος ακόμη ζωντανός,

Των ματιών που φωτογράφησαν τα ρούχα τους.

Κάποιοι νεκροί ξεπάτωσαν τα θαμνερά σαγόνια τους,

Κι αίμα σακούλια αμμόλυσαν τα έντομά τους.

Εκείνη έχει στην καρδιά την Σταυρική Αίρεση του Θανάτου.


Ο ύπνος περιπλέει τις παλίρροιες του χρόνου.

Το ξερό φύκι του τάφου

Προσφέρει το κεφάλι του σε τέτοια θάλασσα δουλευταρού

Κι ο ύπνος γυρίζει βουβός τα κρεβάτια

Όπου τροφή ψαριών ταΐστηκαν οι σκιές

Που εποπτεύουν τον ουρανό μεσ’ απ’ άνθη.


Όταν κάποτε οι λυκόφωτες βίδες γυρίζαν

Και το γάλα της μάνας ήταν σαν άμμος σκληρό,

Έστειλα το δικό μου πρεσβευτή στο φως.

Από τέχνασμα ή τύχη απεκοιμήθη

Κι έλαβε ψοφιμιού μορφή

Να μου στερήσει τα υγρά μου στην καρδιά του.


Ξύπνα υπνωτή μου, με τον ήλιο,

Εργάτης σε πόλη αυγινή

Κι άσε τις εγκώμιες παπαρούνες όπου κι αν κείνται.

Πέσαν οι φράχτες του φωτός

Σκόρπισαν όλοι εκτός από του στήθους τους ιππείς

Και λέξεις κρέμονται στα δέντρα.



Dylan Thomas

ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕΝ ΘΑ 'ΧΕΙ ΕΞΟΥΣΙΑ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ 1988

Δεν υπάρχουν σχόλια: