Όταν κάποτε τα λυκόφωτα κλείθρα
Δεν σφάλισαν πια στο μακρύ
Του δακτύλου μου σκουλήκι
Μήτε τη θάλασσα που ορμούσε
Γύρω στο γρόνθο μου καταραστήκαν,
Του χρόνου το στόμα ρούφηξε, σαν το σφουγγάρι,
Από την κάθε στρόφιγγα οξύ γαλακτερό
Και στράγγιξε τα ύδατα του στήθους.
Όταν στράγγιξε η γαλακτική
Θάλασσα και ξεσφαλίσαν οι άνυδροι πυθμένες,
Απέστειλα την πλάση μου κατάσκοπο στη σφαίρα,
Κείνη τη σφαίρα: κόκκαλο μονάχη και μαλί
Που ταιριασμένη μου από νεύρο και μυαλό
Είχε τανύσει το υλικό φλασκί μου στο πλευρό της.
Οι Θρυαλίδες μου ορισμένες ν’ απαιτήσουν την καρδιά της,
Εκείνη έπνευσε στο φως σαν σκόνη
Και πέρασε ένα Σάββατο με τον ήλιο,
Όταν όμως τ’ αστέρια, σχήμα απαιτώντας,
Έφεραν μπρος στα μάτια της τ’ άχυρα του ύπνου
Βύθισε τις μαγείες του πατέρα της σ’ ένα όνειρο.
Θωρακισμένη η έξοδος του τάφου,
Ο κοκκινομάλλης καρκίνος ακόμη ζωντανός,
Των ματιών που φωτογράφησαν τα ρούχα τους.
Κάποιοι νεκροί ξεπάτωσαν τα θαμνερά σαγόνια τους,
Κι αίμα σακούλια αμμόλυσαν τα έντομά τους.
Εκείνη έχει στην καρδιά την Σταυρική Αίρεση του Θανάτου.
Ο ύπνος περιπλέει τις παλίρροιες του χρόνου.
Το ξερό φύκι του τάφου
Προσφέρει το κεφάλι του σε τέτοια θάλασσα δουλευταρού
Κι ο ύπνος γυρίζει βουβός τα κρεβάτια
Όπου τροφή ψαριών ταΐστηκαν οι σκιές
Που εποπτεύουν τον ουρανό μεσ’ απ’ άνθη.
Όταν κάποτε οι λυκόφωτες βίδες γυρίζαν
Και το γάλα της μάνας ήταν σαν άμμος σκληρό,
Έστειλα το δικό μου πρεσβευτή στο φως.
Από τέχνασμα ή τύχη απεκοιμήθη
Κι έλαβε ψοφιμιού μορφή
Να μου στερήσει τα υγρά μου στην καρδιά του.
Ξύπνα υπνωτή μου, με τον ήλιο,
Εργάτης σε πόλη αυγινή
Κι άσε τις εγκώμιες παπαρούνες όπου κι αν κείνται.
Πέσαν οι φράχτες του φωτός
Σκόρπισαν όλοι εκτός από του στήθους τους ιππείς
Και λέξεις κρέμονται στα δέντρα.
Dylan Thomas
ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕΝ ΘΑ 'ΧΕΙ ΕΞΟΥΣΙΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ 1988
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου