...Η προφητική μανία είναι τουλάχιστον τόσο παλαιά στην Ελλάδα όσο και η θρησκεία του Απόλλωνα. Ίσως ακόμη να είναι και αρχαιότερη. Αν οι Έλληνες είχαν δίκιο να συσχετίζουν τις λέξεις μάντις και μαίνομαι – και πολλοί φιλόλογοι πιστεύουν στο δίκιο τους – τότε η σύνδεση της προφητείας και της μανίας ανήκει στην ινδοευρωπαϊκή παρακαταθήκη ιδεών. Η σιωπή του Ομήρου δεν παρέχει κανένα ισχυρό επιχείρημα για το αντίθετο. Έχουμε δει προηγουμένως πως ο Όμηρος όταν το προτιμούσε, μπορούσε να κρατά το στόμα του κλειστό. Επιπλέον ας σημειώσουμε πως για το ζήτημα αυτό, όπως και για άλλα, η Οδύσσεια έχει ένα κάπως λιγότερο απαιτητικό πρότυπο κοσμιότητας, δηλ. επικής αξιοπρέπειας, από όσο έχει η Ιλιάδα. Η Ιλιάδα δέχεται μόνο επαγωγική μάντευση από οιωνούς, αλλά ο ποιητής της Οδύσσειας δεν μπορεί να αντισταθεί στο να εισαγάγει κάτι πιο εντυπωσιακό – ένα παράδειγμα αυτού που οι Σκωτσέζοι λένε δεύτερη όραση. Το συμβολικό όραμα του Θεοκλύμενου, κληρονομικού μάντη του Απόλλωνα, στο υ της Οδύσσειας, ανήκει στην ίδια ψυχολογική κατηγορία όπως και τα συμβολικά οράματα της Κασσάνδρας στον Αγαμέμνονα, όπως επίσης και το όραμα εκείνης της Αργείας προφήτισσας του Απόλλωνα που, καθώς μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, όρμησε μια μέρα στους δρόμους κραυγάζοντας πως είδε την πόλη πνιγμένη στα πτώματα και στο αίμα. Αυτός είναι ένας τύπος προφητικής μανίας. Όμως δεν αποτελεί τον συνηθισμένο τύπο μαντείας. Επειδή εμφανίζεται αυθόρμητα και εκεί που κανένας δεν την περιμένει.
Στους Δελφούς, και προφανώς στα περισσότερα μαντεία του, ο Απόλλωνας βασιζόταν όχι σε οράματα, όπως εκείνο του Θεοκλύμενου, αλλά στον «ενθουσιασμό» με την πρωταρχική και κυριολεκτική έννοια του όρου. Η Πυθία γινόταν ένθεος, πλήρης θεού: ο θεός έμπαινε μέσα της και χρησιμοποιούσε τα φωνητικά της όργανα σαν να ήταν δικά του, ακριβώς όπως κάνει το λεγόμενο «κοντρόλ» στη σύγχρονη πνευματιστική μεσολάβηση. Αυτός είναι ο λόγος που οι χρησμοδοτήσεις του Απόλλωνα ανακοινώνονταν πάντοτε στο πρώτο πρόσωπο και ουδέποτε στο τρίτο. Υπήρξαν βέβαια σε μεταγενέστερους χρόνους, εκείνοι που υποστήριξαν πως δεν ταίριαζε στην αξιοπρέπεια του θείου όντος να εισέλθει σε ένα θνητό κορμί, και προτιμούσαν να πιστεύουν – όπως πολλοί ψυχολόγοι ερευνητές στις μέρες μας – πως κάθε προφητική μανία οφειλόταν σε έμφυτη ικανότητα της ίδιας της ψυχής, την οποία μπορούσε να ασκήσει κάτω από ορισμένες συνθήκες, όταν δηλ. απελευθερωνόταν, με τη βοήθεια του ύπνου, της καταληψίας ή μιας θρησκευτικής τελετουργίας, και από την παραβολή του κορμιού και από τον έλεγχο του λογικού. Η γνώμη αυτή ανήκει στον Αριστοτέλη, τον Κικέρωνα και τον Πλούταρχο και όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, χρησιμοποιούσαν την άποψη αυτή για να ερμηνεύουν τα προφητικά όνειρα. Όπως συμβαίνει και αλλού, η άποψη αυτή έχει πάρα πολλά αντίστοιχα δείγματα μεταξύ των αγρίων. Μπορούμε να την αποκαλέσουμε «σαμανιστική» άποψη, σε αντίθεση με την αρχή της κατοχής. Πάντως ως εξήγηση των δυνάμεων της Πυθίας, αποτελεί μόνο θεωρία σχολαστική, αποτέλεσμα φιλοσοφικής και θεολογικής σκέψης. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως οι άνθρωποι απέδιδαν τα χαρίσματα της Πυθίας σε δαιμονική κατοχή, και πως η αντίληψη αυτή παρέμεινε η πιο συνηθισμένη στην αρχαιότητα – ακόμη και αυτοί οι ίδιοι οι χριστιανοί Πατέρες, δεν την αμφισβήτησαν ποτέ.
Η προφητική κατοχή δεν περιορίστηκε στα επίσημα μαντεία. Όχι μόνο υπήρξαν μυθολογικές μορφές, όπως η Κασσάνδρα, η Βακίδα και η Σίβυλλα, για τις οποίες πίστευαν πως προφήτευαν σε κατάσταση κατοχής, αλλά και ο Πλάτωνας αναφέρει συχνά τους θεόπνευστους προφήτες ως συνηθισμένους τύπους της εποχής του. Συγκεκριμένα, ορισμένα πρόσωπα γνωστά ως «εγγαστρίμυθοι» και αργότερα ως «Πύθωνες» άσκησαν ένα είδος πνευματιστικής μεσολάβησης κατά την κλασική εποχή, και για μεγάλο διάστημα κατόπιν. Θα επιθυμούσα να γνώριζα περισσότερα γι’ αυτούς τους «εγγαστρίμυθους» , ένας από τους οποίους, κάποιος Ευρυκλής, ήταν αρκετά φημισμένος, ώστε να τον αναφέρουν και ο Αριστοφάνης και ο Πλάτωνας. Όμως οι δικές μας άμεσες πληροφορίες συμποσούνται σε αυτό μόνο: πως οι εγγαστρίμυθοι είχαν μέσα τους μια δεύτερη φωνή που έστηνε διάλογο μαζί τους, προέλεγε το μέλλον και ο κόσμος πίστευε πως η φωνή αυτή ανήκε σε κάποιον δαίμονα. Σίγουρα δεν ήσαν εγγαστρίμυθοι με τη σύγχρονη έννοια του όρου, όπως συχνά υποστηρίζεται. Μια αναφορά του Πλούταρχου φαίνεται να υπονοεί πως η φωνή του δαίμονα – πιθανώς μια βραχνή «φωνή κοιλιάς» – ακουγόταν να περνά ανάμεσα στα χείλη τους. Αντίθετα, κάποιος σχολιαστής του Πλάτωνα περιγράφει τη φωνή σαν να ήταν απλώς μια εσωτερική παρόρμηση. Εντούτοις οι φιλόλογοι έχουν παραβλέψει μια μαρτυρία που όχι μόνο αποκλείει τον εγγαστριμυθισμό αλλά δηλώνει έντονα καταληψία: ένα παλαιό Ιπποκράτειο ιατρικό βιβλίο, οι Επιδημίες συγκρίνει το θόρυβο που κάνει η αναπνοή ενός καρδιακού με την αναπνοή «των γυναικών, που λέγονται εγγαστρίμυθοι». Οι εγγαστρίμυθοι δεν έχουν ρογχώδη αναπνοή, τα σημερινά όμως «καταληπτικά μέντιουμς» συχνά αναπνέουν έτσι.
Στους Δελφούς, και προφανώς στα περισσότερα μαντεία του, ο Απόλλωνας βασιζόταν όχι σε οράματα, όπως εκείνο του Θεοκλύμενου, αλλά στον «ενθουσιασμό» με την πρωταρχική και κυριολεκτική έννοια του όρου. Η Πυθία γινόταν ένθεος, πλήρης θεού: ο θεός έμπαινε μέσα της και χρησιμοποιούσε τα φωνητικά της όργανα σαν να ήταν δικά του, ακριβώς όπως κάνει το λεγόμενο «κοντρόλ» στη σύγχρονη πνευματιστική μεσολάβηση. Αυτός είναι ο λόγος που οι χρησμοδοτήσεις του Απόλλωνα ανακοινώνονταν πάντοτε στο πρώτο πρόσωπο και ουδέποτε στο τρίτο. Υπήρξαν βέβαια σε μεταγενέστερους χρόνους, εκείνοι που υποστήριξαν πως δεν ταίριαζε στην αξιοπρέπεια του θείου όντος να εισέλθει σε ένα θνητό κορμί, και προτιμούσαν να πιστεύουν – όπως πολλοί ψυχολόγοι ερευνητές στις μέρες μας – πως κάθε προφητική μανία οφειλόταν σε έμφυτη ικανότητα της ίδιας της ψυχής, την οποία μπορούσε να ασκήσει κάτω από ορισμένες συνθήκες, όταν δηλ. απελευθερωνόταν, με τη βοήθεια του ύπνου, της καταληψίας ή μιας θρησκευτικής τελετουργίας, και από την παραβολή του κορμιού και από τον έλεγχο του λογικού. Η γνώμη αυτή ανήκει στον Αριστοτέλη, τον Κικέρωνα και τον Πλούταρχο και όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, χρησιμοποιούσαν την άποψη αυτή για να ερμηνεύουν τα προφητικά όνειρα. Όπως συμβαίνει και αλλού, η άποψη αυτή έχει πάρα πολλά αντίστοιχα δείγματα μεταξύ των αγρίων. Μπορούμε να την αποκαλέσουμε «σαμανιστική» άποψη, σε αντίθεση με την αρχή της κατοχής. Πάντως ως εξήγηση των δυνάμεων της Πυθίας, αποτελεί μόνο θεωρία σχολαστική, αποτέλεσμα φιλοσοφικής και θεολογικής σκέψης. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως οι άνθρωποι απέδιδαν τα χαρίσματα της Πυθίας σε δαιμονική κατοχή, και πως η αντίληψη αυτή παρέμεινε η πιο συνηθισμένη στην αρχαιότητα – ακόμη και αυτοί οι ίδιοι οι χριστιανοί Πατέρες, δεν την αμφισβήτησαν ποτέ.
Η προφητική κατοχή δεν περιορίστηκε στα επίσημα μαντεία. Όχι μόνο υπήρξαν μυθολογικές μορφές, όπως η Κασσάνδρα, η Βακίδα και η Σίβυλλα, για τις οποίες πίστευαν πως προφήτευαν σε κατάσταση κατοχής, αλλά και ο Πλάτωνας αναφέρει συχνά τους θεόπνευστους προφήτες ως συνηθισμένους τύπους της εποχής του. Συγκεκριμένα, ορισμένα πρόσωπα γνωστά ως «εγγαστρίμυθοι» και αργότερα ως «Πύθωνες» άσκησαν ένα είδος πνευματιστικής μεσολάβησης κατά την κλασική εποχή, και για μεγάλο διάστημα κατόπιν. Θα επιθυμούσα να γνώριζα περισσότερα γι’ αυτούς τους «εγγαστρίμυθους» , ένας από τους οποίους, κάποιος Ευρυκλής, ήταν αρκετά φημισμένος, ώστε να τον αναφέρουν και ο Αριστοφάνης και ο Πλάτωνας. Όμως οι δικές μας άμεσες πληροφορίες συμποσούνται σε αυτό μόνο: πως οι εγγαστρίμυθοι είχαν μέσα τους μια δεύτερη φωνή που έστηνε διάλογο μαζί τους, προέλεγε το μέλλον και ο κόσμος πίστευε πως η φωνή αυτή ανήκε σε κάποιον δαίμονα. Σίγουρα δεν ήσαν εγγαστρίμυθοι με τη σύγχρονη έννοια του όρου, όπως συχνά υποστηρίζεται. Μια αναφορά του Πλούταρχου φαίνεται να υπονοεί πως η φωνή του δαίμονα – πιθανώς μια βραχνή «φωνή κοιλιάς» – ακουγόταν να περνά ανάμεσα στα χείλη τους. Αντίθετα, κάποιος σχολιαστής του Πλάτωνα περιγράφει τη φωνή σαν να ήταν απλώς μια εσωτερική παρόρμηση. Εντούτοις οι φιλόλογοι έχουν παραβλέψει μια μαρτυρία που όχι μόνο αποκλείει τον εγγαστριμυθισμό αλλά δηλώνει έντονα καταληψία: ένα παλαιό Ιπποκράτειο ιατρικό βιβλίο, οι Επιδημίες συγκρίνει το θόρυβο που κάνει η αναπνοή ενός καρδιακού με την αναπνοή «των γυναικών, που λέγονται εγγαστρίμυθοι». Οι εγγαστρίμυθοι δεν έχουν ρογχώδη αναπνοή, τα σημερινά όμως «καταληπτικά μέντιουμς» συχνά αναπνέουν έτσι.
ERIC ROBERTSON DODDS
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΛΟΓΟ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ – Α. ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ 1996
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΛΟΓΟ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ – Α. ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ 1996