Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός. Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν. Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος. Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του. Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Εγώ είμαι η Λίληθ, η θεά της διπλής νύχτας, που επιστρέφει από την εξορία.
Εγώ είμαι η Λίληθ, η γυναίκα μοίρα. Κανένα αρσενικό δεν διαφεύγει από την τύχη μου και κανένα αρσενικό δεν θέλει να δραπετεύσει.
Εγώ είμαι η Λίληθ, τα δυο φεγγάρια. Το μαύρο συμπληρώνει το άσπρο, γιατί η αγνότητά μου είναι ο σπινθήρας της κραιπάλης, και η εγκράτειά μου, η απαρχή για ότι δυνατό. Είμαι η γυναίκα-παράδεισος, που διώχτηκε από τον παράδεισο, η πτώση-παράδεισος.
............................................................................. Εγώ είμαι η Λίληθ με τα άσπρα στήθη. Ακαταμάχητα είναι τα θέλγητρά μου γιατί τα μαλλιά μου μακριά και μαύρα και βουτηγμένα στο μέλι τα μάτια μου. Ο θρύλος λέει, ότι φτιάχτηκα από το χώμα για να γίνω η πρώτη γυναίκα του Αδάμ, αλλά δεν υποτάχτηκα.
Εγώ είμαι η Λίληθ, που γύρισα από τη φυλακή της άσπρης λησμονιάς, λιονταρίνα του αφέντη και θεά των δυο φεγγαριών. Μαζεύω σ’ ένα κύπελλο – αγγείο, ότι δεν μπορεί να μαζευτεί και το πίνω καθώς είμαι και η ιέρεια και ο ναός. Δεν αφήνω σταγόνα για κανέναν, από φόβο, μη νομίσουν πως χόρτασα. Συνουσιάζομαι και αναπαράγομαι για να φτιαχτεί η γενιά μου, σάρκα από τη σάρκα μου, και τότε σκοτώνω τους εραστές μου, για να ανοίξει ο δρόμος γι’ αυτούς που δεν με γνώρισαν ακόμη.
Εγώ είμαι η Λίληθ, η γυναίκα – δάσος. Δεν γνώρισα την ελπιδοφόρα αναμονή αλλά συνάντησα λιοντάρια και αληθινά κτήνη. Γονιμοποιώ όλα τα εξαρτήματα του σώματός μου για να υφανθεί το παραμύθι. Τρώω το σώμα μου για να αποφύγω την πείνα, πίνω το νερό μου για να μη διψάσω. Οι μπούκλες μου είναι μακριές για το χειμώνα και οι βαλίτσες μου χωρίς πάτο. Τίποτα δεν σβήνει τις επιθυμίες και τίποτα δεν τις ικανοποιεί, και επιστρέφω να γίνω η λιονταρίνα της χαμένης γης.
........................................................................ Εγώ είμαι η Λίληθ, η ξελογιάστρα λεονταρίνα. Το χέρι κάθε ανύπαντρης, το παράθυρο κάθε παρθένας. Ο άγγελος της πτώσης και η συνείδησή του ελαφρού ύπνου. Κόρη της Δαλιδά, της Μαρίας Μαγδαληνής και των επτά νεραϊδών. Από τη λαγνεία μου, βουνά αναδύονται και ποτάμια ξεκινούν. Γυρνάω να πληγώσω με τα νερά μου το πέπλο της αρετής και να τρίψω με την αλοιφή της αμαρτίας τις πληγές της στέρησης.
....................................................... Εγώ είμαι η Λίληθ, το μυστικό των επίμονων χεριών. Ανοίγω το δρόμο, ξεσκεπάζω όνειρα και ξεγυμνώνω τις πόλεις του ανδρισμού για τον κατακλυσμό μου. Δεν συγκεντρώνω στη κιβωτό μου τα δυο δείγματα από κάθε είδος, αλλά γίνομαι και από τα δυο, ώστε το φύλο να καθαρίσει από κάθε αρετή.
Εγώ, ο στίχος του μήλου. Βιβλία γράφτηκαν για μένα, έστω και αν δε με διάβασες. Είμαι ο ασυγκράτητος πόθος, η αποστάτης σύζυγος, η ικανοποίηση της λαγνείας που φέρνει τη μεγάλη καταστροφή. Το πουκάμισο μου, παράθυρο στην τρέλα. Όποιος και αν με ακούει, αξίζει να πεθάνει, όποιος και δεν με ακούει, θα σκοτωθεί από τις ίδιες του τις τύψεις.
Ο Ρεκαμπάρεν, ξαπλωμένος, μισάνοιξε τα μάτια κι είδε το λοξό ψάθινο ταβάνι. Απ' το διπλανό δωμάτιο, έφτανε στ' αυτιά του ένα γρατσούνισμα κιθάρας, σαν ένας πενιχρός λαβύρινθος, που μπλεκόταν και ξεμπερδευόταν ασταμάτητα... Σιγά σιγά ξαναγύρισε στην πραγματικότητα, στα καθημερινά, που τώρα πια δεν θα ξανά άλλαζαν ποτέ. Κοίταξε ασυγκίνητος το μεγάλο, άχρηστο σώμα του, το φτηνό μάλλινο poncho που σκέπαζε τα πόδια του. Έξω, πέρα μακριά απ' τα κάγκελα του παραθυριού, απλώνονταν ο κάμπος και τ' απόγευμα. Τον είχε πάρει ο ύπνος, αλλά ο ουρανός έφεγγε πολύ ακόμα. Ψαχούλεψε με τ' αριστερό του χέρι, ώσπου να βρει ένα μπρούντζινο κυπροκούδουνο που κρεμόταν στο πόδι του κρεβατιού. Το χτύπησε μιά δυό φορές - οι απλοϊκές συγχορδίες από δίπλα δεν σταμάτησαν. Ο κιθαριστής ήταν ένας μαύρος που είχε εμφανιστεί μιά νύχτα και καμωνόταν τον τραγουδιστή κι είχε προκαλέσει έναν άλλο ξένο να παραβγούν στην payada. Έχασε, αλλά δεν έπαψε να συχνάζει στο μαγαζί, σαν να περίμενε κανέναν. Περνούσε τις ώρες του παίζοντας κιθάρα, δεν ξανατραγούδησε όμως ποτέ - μπορεί και να 'χε πικραθεί απ' το χάσιμο. Ο κόσμος τον είχε συνηθίσει πια αυτόν τον άκακο άνθρωπο. Ο Ρεκαμπάρεν, ο μαγαζάτορας, έμελλε να μην ξεχάσει ποτέ εκείνη την αναμέτρηση: την επομένη, καθώς δεμάτιαζε κάτι χόρτα, του ξεράθηκε απότομα η δεξιά πλευρά κι έχασε και τη λαλιά του. Απ' το πολύ να κλαίμε τις κακοτυχιές των ηρώων στα μυθιστορήματα, καταλήξαμε να κλαίμε τις δικές μας υπερβολικά. Όχι όμως κι ο καρτερικός Ρεκαμπάρεν, που συμφιλιώθηκε με την παράλυση, όπως είχε συμφιλιωθεί και παλιά με τη σκληράδα και τις ερημιές της 'Αμερικής. Μαθημένος να ζει στο παρόν, όπως τα ζώα, κοίταζε τώρα τον ουρανό και σκεφτόταν πως το κόκκινο τσέρκι πάνω στο φεγγάρι σήμαινε πως θα βρέξει.
Ένα αγόρι με ινδιάνικα χαρακτηριστικά (μπορεί να 'ταν γιος του) μισάνοιξε την πόρτα. Ο Ρεκαμπάρεν τον ρώτησε με τα μάτια αν είχε έρθει κάνας πελάτης. Το αγόρι, λιγομίλητο, του 'κάνε νόημα πώς όχι ο μαύρος δεν μέτραγε. Ο κατάκοιτος έμεινε πάλι μόνος του - το αριστερό του χέρι έπαιξε για λίγο με την κουδούνα, σαν να 'ταν κάποιο σκήπτρο εξουσίας. Ο κάμπος, στο φως του τελευταίου ήλιου, έμοιαζε ακαθόριστος, θαρρείς και τον έβλεπε στ' όνειρο του. Μιά κουκκίδα σάλεψε στον ορίζοντα και μεγάλωνε ολοένα, ώσπου έγινε ένα καβαλάρης που ερχόταν ή φαινόταν νά 'ρχεται κατά τό σπίτι. Ο Ρεκαμπάρεν έβλεπε τα chambergo του, το φαρδύ σκούρο poncho του, το μαυριτανικό άλογο, όχι όμως και το πρόσωπο του άντρα, πού κάποτε σταμάτησε να καλπάζει και κοντοζύγωνε τροχάζοντας. Γύρω στα εκατόν πενήντα μέτρα έστριψε. Ο Ρεκαμπάρεν δεν τον έβλεπε πια, τον άκουγε όμως που έγρουξε, ξεπέζεψε, έδεσε τ' άλογο στον πάσσαλο και μπήκε με βαριά περπατησιά στο μαγαζί. Χωρίς να σηκώσει τα μάτια απ' την κιθάρα, όπου έδειχνε σαν κάτι να 'ψάχνε, ο μαύρος είπε με γλυκάδα: «Το 'ξέρα, σενιόρ, πως μπορούσα να βασίζομαι σε σας». Ο άλλος, με την τραχιά φωνή του, απάντησε: «Κι εγώ σε σένα, νέγρο. Σ' έκανα να περιμένεις κάμποσο, να όμως πού ήρθα». Έπεσε σιωπή. Κάποια στιγμή, ο μαύρος ξαναμίλησε: «Έχω μάθει να περιμένω. Περίμενα εφτά χρόνια». Ο άλλος εξήγησε χωρίς να βιάζεται: «Εγώ είχα πάνω από εφτά χρόνια να δω τα παιδιά μου. Τ' απάντησα κείνη τη μέρα, μα δεν θέλησα να με δουν σαν μαχαιροβγάλτη». «Το κατάλαβα», είπε ο μαύρος. «Ελπίζω να τ' άφησες καλά στην υγεία τους». Ο ξένος, που είχε καθίσει πάνω στον πάγκο, γέλασε με την καρδιά του. Παράγγειλε ένα ρούμι και το δοκίμασε χωρίς να το πιει όλο. «Τους έδωσα καλές συμβουλές», είπε, «πού δεν πάν ποτέ χαμένες και δεν κοστίζουν τίποτα. Μες στο 'να και στ' άλλο, τους είπα και πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να σκορπάει ανθρώπου αίμα». Ένα αργό ακόρντο ακούστηκε πριν την απάντηση τού μαύρου: «Καλά έκανες. Έτσι δε θα μας μοιάσουν». «Τουλάχιστον δε θα μοιάσουν σε μένα», είπε ο ξένος και συνέχισε σαν να σκεφτόταν μεγαλόφωνα: «Ή μοίρα μου το θέλησε να σκοτώσω, και να που τώρα πάλι μου βάζει τον σουγιά στο χέρι». Ο μαύρος, σαν να μην τον άκουσε, παρατήρησε: «Το φθινόπωρο μικραίνουν οι μέρες». «'Ακόμα και μ' αυτό το φως, την κάνω τη δουλειά μου», αποκρίθηκε ο άλλος και σηκώθηκε όρθιος. Στήθηκε μπροστά στο μαύρο και του 'πε σαν αποσταμένος: «Άσε την κιθάρα στη μπάντα. 'Απόψε σε περιμένει άλλου είδους κοντραπούντο». Οι δυό τους τράβηξαν για την πόρτα. Βγαίνοντας ο μαύρος μουρμούρισε: «Μπορεί κι απόψε να τα πάω άσκημα, όπως και την πρώτη φορά». Ο άλλος του απάντησε με σοβαρότητα: «Την πρώτη φορά, δεν τα πήγες άσκημα. Το μόνο ήταν που ανυπομονούσες για τη δεύτερη». Βαδίζοντας δίπλα δίπλα, ξεμάκρυναν λίγο άπ' τά σπίτια. Όλα τα σημεία του κάμπου ήταν ίδια και το φεγγάρι άστραφτε. Στη στιγμή, κοιτάχτηκαν, σταμάτησαν κι ο ξένος έβγαλε τα σπιρούνια του. Είχαν τυλίξει και τα ponchos γύρω απ' τις πήχες τους, όταν ο μαύρος είπε: «Θέλω να σου ζητήσω ένα πράγμα πριν αρπαχτούμε. Θέλω σε τούτη εδώ την πάλη να βάλεις όλη την αποκοτιά κι όλη σου την καπατσοσύνη, όπως και σ' εκείνη την άλλη πριν εφτά χρόνια, τότε πού σκότωσες τον αδελφό μου». Ίσως ήταν η πρώτη φορά σ' όλη την κουβέντα τους πού ο Μαρτίν Φιέρο άκουσε το μίσος. Το 'νιώσε σαν να του κέντριζαν το αίμα. Ήρθαν στα χέρια - το κοφτερό ατσάλι σημάδεψε το πρόσωπο του μαύρου. Είναι κάποια ώρα εκεί στο σούρουπο, που θαρρείς κι ο κάμπος θέλει να πει κάτι - δεν το λέει ποτέ. Ή, πάλι, μπορεί και να το λέει αδιάκοπα κι εμείς να μην τ' ακούμε, ή τ' ακούμε σαν μια μουσική πού δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε... Απ' το κρεβάτι του, ο Ρεκαμπάρεν είδε το τέλος. Με την πρώτη επίθεση, ο μαύρος τραβήχτηκε, έχασε το βήμα του, προσποιήθηκε πώς πήγαινε για το κεφάλι και τεντώθηκε σε μια βαθιά μαχαιριά, πού τρύπησε την κοιλιά του άλλου. Ύστερα έπεσε άλλη μια, που ο μαγαζάτορας ίσα πού την είδε, κι ο Φιέρο δεν ξανασηκώθηκε. 'Ακίνητος από πάνω του, ο μαύρος έδειχνε σαν ν' αγρυπνούσε την επιθανάτια αγωνία του. Σκούπισε στο χορτάρι το ματωμένο μαχαίρι και γύρισε στα σπίτια αργοπατώντας, χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Τώρα πού είχε πάρει το δίκιο του, τώρα δεν ήταν κανένας. Ή, μάλλον, ήταν ο άλλος: δεν είχε στον ήλιο μοίρα κι είχε σκοτώσει έναν άνθρωπο.
Πώς του φάνηκε αλήθεια του Χανς Κάστορπ; Μήπως σαν οι επτά εβδομάδες, τις οποίες αποδεδειγμένα και χωρίς καμιά αμφιβολία είχε ήδη περάσει σε αυτούς εδώ επάνω, να ήταν μόνο επτά ημέρες; Ή μήπως αντίθετα του φάνηκε πως ζούσε πολύ-πολύ περισσότερο σε αυτόν τον τόπο από όσο βρισκόταν εδώ στην πραγματικότητα; Αναρωτιόταν και ο ίδιος, τόσο μέσα του, όσο και με ερωτήσεις προς τον Γιοάχιμ, δεν μπορούσε όμως να αποφασίσει. Μάλλον συνέβαιναν και τα δύο: αναδρομικά, ο χρόνος που είχε περάσει εδώ του φαινόταν αφύσικα σύντομος και αφύσικα πολύς μαζί - και μόνο όπως ήταν πραγματικά δεν ήθελε να του φανεί - με την προϋπόθεση πως ο χρόνος είναι στ’ αλήθεια φύση και πως είναι επιτρεπτό να τον συνδέουμε με την έννοια της πραγματικότητας. Πάντως ο Οκτώβριος βρισκόταν στα πρόθυρα, θα έμπαινε από τη μια ημέρα στην άλλη. Για τον Χανς Κάστορπ ήταν εύκολο να το λογαριάσει και εκτός αυτού το πρόσεχε ακούγοντας τις συζητήσεις των άλλων ασθενών. «Ξέρετε πως σε πέντε μέρες θα ’χουμε πάλι πρωτομηνιά;», άκουγε την Χερμίνε Κλέφελντ να λέει στους δυο νεαρούς κυρίους της παρέας της, στο φοιτητή Ρασμούσεν και σε εκείνον με χα χοντρά χείλη που λεγόταν Γκαίνζερ. Στέκονταν μετά το κύριο γεύμα στην άχνα των φαγητών ανάμεσα στα τραπέζια και συζητώντας καθυστερούσαν να πάνε για κατάκλιση, «Πρώτη Οκτωβρίου, το είδα στη διαχείριση, στο ημερολόγιο. Είναι η δεύτερη του είδους που περνώ σε ετούτο τον τόπο των απολαύσεων. Ωραία, το καλοκαίρι πέρασε, όσο ήταν καλοκαίρι, μας το ’κλεψαν, όπως μας κλέβουν τη ζωή, συνολικά και εν γένει.» Κι αναστέναξε με το μισό της πνευμόνι ενώ έστρεφε κουνώντας το κεφάλι τα σκιασμένα από τη βλακεία μάτια της στο ταβάνι. «Ευθυμήστε, Ρασμούσεν!» είπε μετά και χτύπησε το σύντροφό της στο γυρτό του ώμο. «Πείτε μας κανέν’ αστείο!» «Δεν ξέρω και πολλά», απάντησε ο Ρασμούσεν και άφησε τα χέρια του να κρέμονται στο ύψος του στήθους σαν πτερύγια. «Κι όσα ξέρω δεν μου βγαίνουν, είμαι συνέχεια τόσο κουρασμένος.» «Ούτε σκύλος δεν θα ’θελε να ζήσει για πολύ ακόμη έτσι», είπε ο Γκλαίζερ μέσα από τα δόντια. Και γέλασαν σηκώνοντας τους ώμους. Εκεί κοντά στεκόταν και ο Σεττεμπρίνι, με την οδοντογλυφίδα του ανάμεσα στα δόντια, και βγαίνοντας είπε στον Χανς Κάστορπ; «Μην τους πιστεύετε, μηχανικέ, μην τους πιστεύετε ποτέ όταν εξανίστανται! Το κάνουν όλοι ανεξαιρέτως, παρ’ όλο που νιώθουν απολύτως στο σπίτι τους. Ζουν ανέμελα και απαιτούν επιπλέον λύπηση, θεωρούν πως έχουν δικαίωμα στην πικρία, στην ειρωνεία, στον κυνισμό! “Σ ’ ετούτο τον τόπο των απολαύσεων!” Μήπως δεν είναι τόπος των απολαύσεων; Πιστεύω πως είναι, και μάλιστα με μια πιο διφορούμενη σημασία της λέξης! “Μ’ έκλεψαν”, λέει αυτό το θηλυκό. “μου κλέβουν τη ζωή σ’ ετούτο τον τόπο των απολαύσεων”. Αφήστε την να πάει στα πεδινά και η διαγωγή της εκεί δεν θα αφήνει καμιά αμφιβολία πως χάνει τα πάντα για να ξανάρθει το συντομότερο εδώ επάνω. Α, μάλιστα, η ειρωνεία! Μηχανικέ, φυλαχτείτε από την ειρωνεία που ευδοκιμεί εδώ! Γενικά φυλαχτείτε από αυτή την πνευματική στάση! Όπου δεν είναι ένα ευθύ και κλασικό μέσο της ρητορικής, ούτε στιγμή παρεξηγήσιμο για τον υγιή νου, εκεί γίνεται παραλυσία, εμπόδιο για τον πολιτισμό, αμφίβολη ερωτοτροπία με τη στασιμότητα, με το κακό, με το πρόστυχο πάθος. Και επειδή η ατμόσφαιρα στην οποία ζούμε, φαίνεται να ευνοεί την ευδοκίμηση αυτού του σαπρόφυτου, επιτρέψτε μου να ελπίζω ή να φοβάμαι πως με καταλαβαίνετε.» Πράγματι, τα λόγια του Ιταλού ήταν του είδους που μόλις πριν επτά εβδομάδες θα ηχούσαν κενά στα αυτιά του Χανς Κάστορπ, που η παραμονή του όμως εδώ είχε κάνει το πνεύμα του επιδεκτικό για τη σημασία τους: επιδεκτικό με την έννοια της νοητικής κατανόησης, όχι οπωσδήποτε με την έννοια της συμπάθειας, πράγμα ίσως ακόμη σημαντικότερο. Γιατί αν και στα βάθη της ψυχής του χαιρόταν που ο Σεττεμπρίνι ακόμη και τώρα, παρ’ όλα όσα είχαν συμβεί, συνέχιζε να του μιλά όπως του μιλούσε, συνέχιζε να τον συμβουλεύει, να τον προειδοποιεί και να προσπαθεί να τον επηρεάσει, η αντιληπτική του ικανότητα ήταν τόση που έκρινε τα λόγια του και τους αρνιόταν, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, την επίνευση. «Για δες», σκεφτόταν, «μιλάει για την ειρωνεία με παρόμοιο τρόπο όπως και για τη μουσική, το μόνο που λείπει τώρα είναι να την αποκαλέσει “πολιτικά ύποπτη”, και συγκεκριμένα από τη στιγμή που παύει να είναι ένα “ευθύ και κλασικό μέσο διδασκαλίας”. Μια ειρωνεία όμως που “δεν είναι ούτε στιγμή παρεξηγήσιμη” – για όνομα του Θεού, τι λογής ειρωνεία είναι αυτή, αν μου πέφτει λόγος; Ξερή και δασκαλίστικη θα ήταν και τίποτε άλλο!» - τόσο αγνώμων είναι η νεότητα στη διαμόρφωσή της. Δέχεται να της δωρίζουν για να μπορεί μετά να βγάλει τα δώρα σκάρτα. Όσο να ’ναι θα του φαινόταν παράτολμο να εκφράσει με λόγια την αντίθεσή του. Περιόρισε τις αντιρρήσεις του στην κρίση του κυρίου Σεττεμπρίνι για τη Χερμίνε Κλέφελντ που του φαινόταν άδικη ή που για ορισμένους λόγους ήθελε να την εμφανίσει έτσι. «Μα το κορίτσι είναι άρρωστο!» είπε. «Είναι πραγματικά και στ’ αλήθεια βαριά άρρωστη και έχει κάθε λόγο να είναι απελπισμένη! Τι της ζητάτε τώρα;» «Αρρώστια και απελπισία», είπε ο Σεττεμπρίνι, «είναι συχνά και αυτές μορφές της παραλυσίας.» «Κι ο Λεοπάρντι», σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ, «ο οποίος αμφέβαλλε κατηγορηματικά για την επιστήμη και την πρόοδο; Κι ο ίδιος ο κύριος σχολάρχης; Είναι και ο ίδιος άρρωστος και έρχεται ολοένα εδώ πάνω και ο Καρντούτσι δεν θα ’ταν καθόλου ευχαριστημένος μαζί του.» Και δυνατά είπε: «Καλός είστε και σεις. Το κορίτσι μπορεί κάθε στιγμή να τα τινάξει και αυτό το λέτε σεις παραλυσία! Θα πρέπει να μου το εξηγήσετε περισσότερο. Αν μου λέγατε: η ασθένεια είναι κάποτε επακόλουθο της παραλυσίας, αυτό θα ήταν κατανοητό...» «Είναι πολύ λογικό», τον διέκοψε ο Σεττεμπρίνι. «Μα την πίστη μου, θα σας αρκούσε να σταματούσα εδώ;» «Ή αν λέγατε: Η αρρώστια αποτελεί κάποτε πρόσχημα για την παραλυσία - κι αυτό θα το δεχόμουν.» «Grazie tanto!» «Αλλά η ασθένεια, μια μ ο ρ φ ή της παραλυσίας; Αυτό σημαίνει: δεν προέρχεται από παραλυσία, αλλά είναι η ίδια παραλυσία. Αυτό δεν είναι παράδοξο;» «Παρακαλώ, μηχανικέ, μη μου καταλογίζετε τέτοια πράγματα! Περιφρονώ την παραδοξολογία, τη μισώ! Θεωρήστε πως όλες μου οι παρατηρήσεις σχετικά με την ειρωνεία ισχύουν και για την παραδοξολογία, και κάτι παραπάνω. Το παράδοξο είναι το φαρμακερό λουλούδι του ησυχασμού, η μαρμαρυγή του σαπρού πνεύματος, η μεγαλύτερη παραλυσία από όλες! Αλλά διαπιστώνω πως υπερασπίζεστε και πάλι την ασθένεια...» «Όχι, μ’ ενδιαφέρουν αυτά που λέτε. Μου θυμίζουν κάτι από εκείνα που εκφέρει ο δρ. Κροκόφσπι τις Δευτέρες του. Κι εκείνος δηλώνει πως η οργανική ασθένεια είναι ένα δευτερογενές φαινόμενο.» «Δεν το λέει από καθαρό ιδεαλισμό.» «Τι έχετε εναντίον του;» «Ακριβώς αυτό.» «Είστε κατά της ψυχανάλυσης;» «Όχι πάντα. Είμαι σφοδρός αντίπαλος και θερμός οπαδός, πότε το ένα και πότε το άλλο, μηχανικέ.» «Τι εννοείτε;» «Η ψυχανάλυση είναι καλή ως όργανο της διαφώτισης και του πολιτισμού, είναι καλή στο μέτρο που κλονίζει ηλίθιες πεποιθήσεις, που διαλύει φυσικές προκαταλήψεις και υπονομεύει την εξουσία, μ’ άλλα λόγια είναι καλή, όταν απελευθερώνει, εκλεπτύνει, εξανθρωπίζει και κάνει τους δούλους ώριμους για την ελευθερία. Είναι κακή, πολύ κακή, όσο εμποδίζει τη δράση, προσβάλλει τη ζωή στη ρίζα, επειδή είναι ανίκανη να τη διαμορφώσει. Η ανάλυση μπορεί να είναι μια πολύ αηδιαστική υπόθεση, αηδιαστική όπως ο θάνατος, όπου μάλλον ανήκει στην πραγματικότητα - συγγενής προς τον τάφο και την δύσοσμη ανατομία του...» «Καλά τους τα ’πες δάσκαλε», ήταν η σκέψη του Χανς Κάστορπ, αναπόφευκτη, όπως συνήθως όταν ο κύριος Σεττεμπρίνι εξέφραζε κάτι παιδευτικό. Το μόνο που είπε όμως ήταν: «Τελευταία επιδοθήκαμε στη φωτοανατομία στο ισοϋπόγειό μας. Έτσι την αποκάλεσε ο Μπέρενς όταν μας ακτινοσκοπούσε.» «Α, ώστε φτάσατε και σ’ αυτό το στάδιο. Και λοιπόν;» «Είδα το σκελετό του χεριού μου», είπε ο Χανς Κάστορπ, προσπαθώντας να ανακαλέσει τα αισθήματα που είχαν φουντώσει μέσα του με αυτό το θέαμα. «Σας έδειξαν καμιά φορά και τον δικό σας;» «Όχι, ο σκελετός μου δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Και η ιατρική διάγνωση;» «Είδε ίνες, ίνες με κόμπους.» «Ε, του διαβόλου ο παραγιός.» «Είναι η δεύτερη φορά που αποκαλείτε έτσι τον αυλικό σύμβουλο Μπέρενς. Τι θέλετε να πείτε;» «Να είστε σίγουρος πως πρόκειται για καλά επιλεγμένο χαρακτηρισμό!» «Α. όχι, είστε άδικος, κύριε Σεττεμπρίνι! Σύμφωνοι, ο άνθρωπος έχει τις αδυναμίες του. Ο τρόπος που μιλάει μου γίνεται και μένα δυσάρεστος με τον καιρό· συχνά έχει η ομιλία του κάτι το βεβιασμένο, ιδίως αν σκεφτεί κανείς πως πέρασε τόσο μεγάλο καημό όταν έχασε τη γυναίκα του εδώ πάνω. Αλλά εν κατακλείδι πόσο αξιέπαινος και αξιοσέβαστος άνθρωπος είναι, ένας ευεργέτης της πάσχουσας ανθρωπότητας! Πρόσφατα τον συνάντησα καθώς ερχόταν από μια εγχείρηση, μια πλευροεκτομή, μια υπόθεση όπου παίζονταν όλα για όλα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση, όπως τον είδα να έρχεται από τη δύσκολη, χρήσιμη εργασία του, που την ξέρει τόσο καλά. Ήταν ακόμη τελείως ξαναμμένος και για αμοιβή είχε ανάψει ένα πούρο. Τον ζήλεψα.» «Τι ευγενικό εκ μέρους σας. Και η ποινή σας;» «Δεν μου καθόρισε κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.» «Καλό και αυτό. Ας ξαπλώσουμε λοιπόν, μηχανικέ. Στις θέσεις μας.» Αποχαιρετίστηκαν μπρος στο νούμερο 34. «Εσείς πηγαίνετε τώρα στην ταράτσα σας, κύριε Σεττεμπρίνι. Πρέπει να ’ναι πιο χαρούμενο να ξαπλώνεις έτσι με συντροφιά παρά μόνος. Διασκεδάζετε; Είναι ενδιαφέροντες οι άνθρωποι με τους οποίους κάνετε μαζί την κούρα;» «Αχ, είναι όλο Πάρθοι και Σκύθες!» «Εννοείτε Ρώσοι;» «Και Ρωσίδες», είπε ο κύριος Σεττεμπρίνι και άκρη του στόματός του τραβήχτηκε. «Αντίο, μηχανικέ!» Αυτό είχε λεχθεί με σημασία, ήταν αναμφίβολο. Ο Χανς Κάστορπ μπήκε στο δωμάτιό του ταραγμένος. Γνώριζε ο Σεττεμπρίνι τι του συνέβαινε; Σαν παιδαγωγός θα είχε παρακολουθήσει αυτόν και τους δρόμους που έπαιρναν τα μάτια του. Ο Χανς Κάστορπ ήταν οργισμένος με τον Ιταλό, αλλά και με τον εαυτό του, που είχε εκτεθεί απρόκλητα. Ενώ έψαχνε χαρτί και μελάνι για να τα πάρει μαζί του στην κούρα - τώρα δεν χωρούσαν άλλοι δισταγμοί, ήταν ώρα να να γραφτεί το γράμμα του στο σπίτι, το τρίτο - συνέχισε να εξοργίζεται, μουρμούριζε το ένα και το άλλο γι’ αυτόν το φαφλατά, τον περιαυτολόγο που ανακατευόταν σε πράγματα χωρίς να του πέφτει λόγος, ενώ και ο ίδιος σφύριζε στα κορίτσια στο δρόμο - και δεν είχε πια καμιά όρεξη να γράψει – αυτός ο λατερνατζής του είχε χαλάσει τελείως τη διάθεση. Όπως και να ήταν όμως, χρειαζόταν χειμωνιάτικα ρούχα, χρήματα, εσώρουχα, παπούτσια, με λίγα λόγια όλα όσα θα είχε πάρει μαζί του αν ήξερε πως δεν είχε έρθει για τρεις εβδομάδες στο κατακαλόκαιρο, αλλά... αλλά για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, το οποίο όμως θα επεκτεινόταν οπωσδήποτε και στο χειμώνα, και μάλιστα, όπως ήταν τα πράγματα και τα χρονικά δεδομένα σε μας εδώ επάνω, θα τον περιέκλειε. Αυτή τη φορά έπρεπε να γίνουν όλα στην εντέλεια, να παίξει με ανοιχτά χαρτιά με εκείνους εκεί κάτω και να μην κρύβεται πια ούτε από εκείνους ούτε από τον εαυτό του... Με αυτό το πνεύμα τούς έγραψε λοιπόν, ακολουθώντας την τεχνική που είχε δει να τη χρησιμοποιεί πολλές φορές ο Γιοάχιμ: στη σαιζ-λονγκ, με το στυλό και τον ταξιδιωτικό του χαρτοφύλακα επάνω στα ανασηκωμένα γόνατα. Έγραψε στον Τζαίημς Τείναππελ, σε εκείνον από τους τρεις θείους με τον οποίο ήταν περισσότερο συνδεδεμένος, σε επιστολόχαρτο του ιδρύματος που απόθεμά τους που βρίσκονταν στο συρτάρι του τραπεζιού, και τον παρακάλεσε να ενημερώσει τον πρόξενο. Έγραφε για ένα δυσάρεστο συμβάν, για φόβους που είχαν επαληθευτεί, για την ανάγκη που είχε διαπιστώσει ο γιατρός να περάσει ένα μέρος του χειμώνα, ίσως και ολόκληρο το χειμώνα, εδώ πάνω, γιατί περιπτώσεις σαν τη δική του ήταν συχνά πιο επίμονες από εκείνες που ξεκινούσαν πιο εντυπωσιακά, και γιατί το ζήτημα ήταν να επέμβουν αποφασιστικά και να προλάβουν το κακό εγκαίρως και μια και καλή. Από αυτή την άποψη, έγραφε, ήταν τυχερός που είχαν έρθει έτσι τα πράγματα, που ανέβηκε τυχαία εδώ πάνω και πείστηκε να εξεταστεί. Αλλιώς θα αγνοούσε για αρκετό καιρό την κατάστασή του και θα τη γνώριζε ίσως αργότερα με πολύ πιο δυσάρεστο τρόπο. Όσο για την προβλεπόμενη διάρκεια της παραμονής του, δεν θα έπρεπε να εκπλαγούν αν έμενε όλο το χειμώνα και αν δεν μπορούσε να επιστρέφει νωρίτερα από τον Γιοάχιμ. Η έννοια του χρόνου είναι, έγραφε, διαφορετική εδώ από εκείνη που ίσχυε συνήθως για ταξίδια σε λουτροπόλεις και αεροθεραπείες. Ο μήνας είναι κάτι σαν τη μικρότερη μονάδα, του χρόνου και ένας μήνας μόνο δεν παίζει κανένα ρόλο,.. Έκανε ψύχρα, έγραφε φορώντας παλτό, τυλιγμένος στην κουβέρτα, με κόκκινα χέρια. Πού και πού σήκωνε το βλέμμα από το χαρτί, που γέμιζε με λογικές και πειστικές φράσεις, και κοιτούσε το γνώριμο τοπίο που σχεδόν πια δεν το έβλεπε, αυτή τη μακρόστενη κοιλάδα με τις σήμερα σαν γυάλινες, χλομές κορυφές που στριμώχνονταν στο άνοιγμα, τον ανοιχτόχρωμο, κατοικημένο βυθό της που άστραφτε πού και πού στον ήλιο, και τις πλαγιές, άλλες αδρά δασωμένες και άλλες με λιβάδια από όπου ερχόταν το κουδούνισμα των αγελάδων. Έγραφε με όλο και μεγαλύτερη άνεση και δεν καταλάβαινε πια το δέος που είχε νιώσει για το γράμμα. Γράφοντας καταλάβαινε ο ίδιος πως τίποτε δεν μπορούσε να είναι πιο λογικό από τις εξηγήσεις του και πως στο σπίτι θα τις κατανοούσαν απόλυτα. Ένας νεαρός της τάξης του και στην κατάστασή του φρόντιζε τον εαυτό του όταν αποδεικνυόταν σωστό, και χρησιμοποιούσε τις ανέσεις που προορίζονταν ειδικά για τους ομοίους του. Έτσι άρμοζε. Αν είχε επιστρέφει και ανέφερε όσα συνέβαιναν, θα τον είχαν στείλει πάλι επάνω. Παρακάλεσε να φροντίσουν να λάβει ό,τι χρειαζόταν. Στο τέλος παρακάλεσε να του αποστέλλονται τακτικά τα αναγκαία χρήματα. Με 800 μάρκα το μήνα θα μπορούσε να καλύψει όλα του τα έξοδα. Υπέγραψε. Πάει και αυτό. Αυτό το τρίτο γράμμα στο σπίτι ήταν πλούσιο, κρατούσε πολύ - όχι κατά την έννοια του χρόνου κάτω, αλλά κατ’ αυτή που κυριαρχούσε εδώ επάνω. Οχύρωνε την ε λ ε υ θ ε ρ ί α του Χανς Κάστορπ. Αυτή ήταν η λέξη που μεταχειρίστηκε, όχι ρητά, όχι σχηματίζοντας, έστω και μέσα του, τις συλλαβές της, ένιωθε όμως το ευρύτατο νόημά της, όπως είχε μάθει να το νιώθει κατά τη διαμονή του εδώ - νόημα που δεν είχε πολλά κοινά με εκείνο που έδινε ο Σεττεμπρίνι σε αυτή τη λέξη - και τον σκέπασε ένα από καιρό γνώριμο κύμα τρόμου και διέγερσης που έκανε το στήθος του να τρέμει καθώς αναστέναζε. Από το γράψιμο του είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι, τα μάγουλά του έκαιγαν. Πήρε τη στήλη του υδράργυρου από το τραπεζάκι και μέτρησε τη θερμοκρασία του σαν να έπρεπε να επωφεληθεί της ευκαιρίας. Ο υδράργυρος ανέβηκε στο 37,8. «Βλέπετε;» σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ. Και πρόσθεσε το υστερόγραφο: «Λοιπόν, το γράμμα με κούρασε. Έχω 37,8. Βλέπω πως θα πρέπει προς το παρόν να μείνω ήσυχος. Πρέπει να έχετε κατανόηση αν σας γράφω σπάνια.» Ύστερα έμεινε ξαπλωμένος και σήκωσε το χέρι προς τον ουρανό, την παλάμη προς τα έξω, έτσι, όπως το είχε κρατήσει πίσω από την οθόνη. Αλλά το φως του ουρανού άφησε τη έμβια μορφή ανέπαφη μπρος στη λάμψη του, μάλιστα η ύλη έγινε πιο σκούρα και αδιαφανής και μόνο το εξωτερικό περίγραμμα εμφανίστηκε με μια κοκκινωπή διαφάνεια. Ήταν το έμβιο χέρι που είχε συνηθίσει να βλέπει, να καθαρίζει, να χρησιμοποιεί - όχι εκείνο το ξένο σκελέτωμα που είχε δει στην οθόνη - ο αναλυτικός λάκκος που είχε δει τότε ανοιγμένο, είχε κλείσει πάλι.
Ι Α, λεωφόροι απέραντες τόπου αγίου, εξώστες του ναού! Τι ν’ απέγινε ο βραχμάνος που μου εξήγησε τα Ρητά; Λες κι είμαι ακόμα εκεί, και βλέπω μέχρι και τις γερόντισσες! Στο νου μου έρχονται οι ασημένιες ώρες του ήλιου προς τη μεριά των ποταμών, το χέρι της εξοχής στον ώμο μου, και οι θωπείες μας στα όρθια στους πιπεράτους κάμπους. – Πέταγμα κόκκινων περιστεριών πλαταγίζοντας κυκλώνει τη σκέψη μου. – Εξόριστος εδώ, είχα δική μου μια σκηνή για να παίζω δραματικά μεγαλουργήματα απ’ τη λογοτεχνία όλου του κόσμου. Θα σας έδειχνα πλούτη αμύθητα. Μελετώ την ιστορία των θησαυρών που ανακαλύψατε. Τη συνέχεια τη βλέπω! Η σοφία μου έχει απαξιωθεί όσο και το χάος. Αλλά τι είναι η δική μου εκμηδένιση μπροστά την αποβλάκωση που περιμένει εσάς;
ΙΙ Είμαι ένας εφευρέτης μ’ εντελώς άλλη αξία απ’ όση είχαν οι προκάτοχοί μου. Αλλά και μουσικός, που βρήκα κάτι σαν το κλειδί της αγάπης. Στην παρούσα φάση, ευπατρίδης άγονης εξοχής με ουρανό απέριττο, πασχίζω να συγκινηθώ με την ανάμνηση ενός παιδιού ζητιάνου, ενός μαθητή και ταξιδιώτη που επιστρέφει με ξυλοπάπουτσα, ενός μαχητή, ενός πεντάρφανου των ερώτων, κι ενός επίδοξου νυμφίου που χάρη στο ατσάλινο μυαλό του απέφυγε να κάνει ό,τι και οι συμμαθητές του. Δεν νοσταλγώ τον παλιό μου κλήρο στη θεϊκή χαρά: το απέριττο ύφος αυτής της άγονης εξοχής τροφοδοτεί σθεναρά τον τρομερό σκεπτικισμό μου. Μα καθώς δεν μπορεί πια να λειτουργήσει αυτός ο σκεπτικισμός, κι αφού εξάλλου αφιερώθηκα σε μια καινούρια παραζάλη – μόνο που μου μένει είναι να γίνω ένας πολύ επικίνδυνος τρελός.
ΙΙΙ Σε μια σοφίτα όπου κλείστηκα δωδεκαετής, γνώρισα τον κόσμο, εικονογράφησα την ανθρώπινη κωμωδία. Σε μια αποθήκη έμαθα ιστορία. Σε μια νυχτερινή γιορτή σε πόλη του Βορρά συνάντησα όλες τις γυναίκες των παλαιών ζωγράφων. Σε μια πανάρχαιη σκιά στο Παρίσι διδάχτηκα τις κλασικές επιστήμες. Σε ένα θαυμάσιο σπίτι κυκλωμένο απ’ όλη την Ανατολή ολοκλήρωσα το τεράστιο έργο μου και πέρασα τη λαμπρή μου αποστρατεία. Το αίμα μου το δυνάμωσα. Απ’ το χρέος μου ελευθερώθηκα. Και ούτε πρέπει πια να μ’ απασχολεί. Βρίσκομαι ήδη στον άλλο κόσμο, και τέρμα οι δικαστές.
***
I Ô les énormes avenues du pays saint, les terrasses du temple ! Qu'a-t-on fait du brahmane qui m'expliqua les Proverbes ? D'alors, de là-bas, je vois encore même les vieilles.! Je me souviens des heures d'argent et de soleil vers les fleuves, la main de la campagne sur mon épaule, et de nos caresses debout dans les plaines poivrées. — Un envol de pigeons écarlates tonne autour de ma pensée — Exilé ici, j'ai eu une scène où jouer les chefs-d'œuvre dramatiques de toutes les littératures. Je vous indiquerais les richesses inouïes. J'observe l'histoire des trésors que vous trouvâtes. Je vois la suite ! Ma sagesse est aussi dédaignée que le chaos. Qu'est mon néant, auprès de la stupeur qui vous attend ?
II Je suis un inventeur bien autrement méritant que tous ceux qui m'ont précédé ; un musicien même, qui ai trouvé quelque chose comme la clef de l'amour. À présent, gentilhomme d'une campagne aigre au ciel sobre, j'essaye de m'émouvoir au souvenir de l'enfance mendiante, de l'apprentissage ou de l'arrivée en sabots, des polémiques, des cinq ou six veuvages, et quelques noces où ma forte tête m'empêcha de monter au diapason des camarades. Je ne regrette pas ma vieille part de gaîté divine : l'air sobre de cette aigre campagne alimente fort activement mon atroce scepticisme. Mais comme ce scepticisme ne peut désormais être mis en œuvre, et que d'ailleurs je suis dévoué à un trouble nouveau, — j'attends de devenir un très méchant fou.
III Dans un grenier où je fus enfermé à douze ans j'ai connu le monde, j'ai illustré la comédie humaine. Dans un cellier j'ai appris l'histoire. À quelque fête de nuit dans une cité du Nord, j'ai rencontré toutes les femmes des anciens peintres. Dans un vieux passage à Paris on m'a enseigné les sciences classiques. Dans une magnifique demeure cernée par l'Orient entier j'ai accompli mon immense œuvre et passé mon illustre retraite. J'ai brassé mon sang. Mon devoir m'est remis. Il ne faut même plus songer à cela. Je suis réellement d'outre-tombe, et pas de commissions.