.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

Ωδή Σε Μιαν Ελληνική Υδρία - JOHN KEATS

 
Ω! νύφη, ακόμα απάρθενη, της ησυχιάς της ιερής!
Συ ψυχοπαίδι της σιωπής, του χρόνου π’ αργοσβηεί,
ειδυλλιακέ ανιστορητή, που μύθο ολάνθιστο μπορείς
να λες γλυκύτερα κι απ’ ό,τι ο στίχος θέλει ειπεί:
τι θρύλος φυλλοστόλιστος στην πλάση σου στοιχειώνει
θεών ή Θνητών ή και των δυο,
στα Τέμπη ή σε κοιλάδα Αρκαδική;
Τι άνθρωποι ετούτοι ή ποιοι Θεοί;
Τι κόρες, π’ άντρας δε ζυγώνει,
τι άγριο κυνήγι; ποιος αγώνας για φευγιό;
Και τι σουραύλια, κύμβαλα; ποιαν έκσταση μανιακή;

Γλυκές οι μελωδιές π’ ακούγονται, μα πιο γλυκά
πνέουν οι ανάκουστες, γι’ αυτό, αυλοί απαλοί, λαλείτε,
μα όχι στης αίσθησης το αυτί, με άυλη χάρη, πιο ακριβά,
στο πνέμα τα τραγούδια σας αυλείτε:
ωραία νιότη, κάτω απ’ τις σκιές, ποτέ δε θέλει λείψει
από τα χείλη σου ο σκοπός κι ουδέ τα φύλλα απ’ τα δεντρά·
απόκοτε αγαπητικέ, ποτέ φιλί δε θα χαρείς,
αν και σιμά στον πόθο σου –μα μη σε πάρει η θλίψη,
δεν μπόρειε αυτή να μαραθεί, θεράπειο αν δεν δεις στερνά,
αιώνια συ θε ν' αγαπάς κι εκείνη ωραία θα θωρείς.

Αχ! σεις πανεύτυχα κλωνιά! τα φύλλα σας ποτέ
δε θε να ρέψουν κι άνοιξη για πάντα θα στολίζει·
κι ακούραστε συ, μακάριε μελωδέ,
αιώνια το παιχνίδι σου νέα τραγούδια θα τονίζει·
πιο ευτυχισμένη αγάπη! αγάπη τρισευτυχισμένη!
Πάντα θερμή και π' όλο μέλλεται να σε χαρούν,
με αιώνια λαχτάρα, νεότητα παντοτινή,
κι απ' ό,τι πνέει τ' ανθρώπινα τα πάθη γλυτωμένη,
που κόρο στη καρδιά και θλίψη της κληρονομούν,
στο μέτωπο ένα πυρετό, πίκρα στη γλώσσα τη στεγνή.

Ποιοί να 'ναι τούτοι π' έρχονται, ιερή μια συνοδεία;
Και το δαμάλι που μουγγάνει στα ουράνια,
μύστη ιερέα, σε ποιό βωμό οδηγάς για τη θυσία,
τα μεταξένια του πλευρά με λουλουδιών στεΦάννυα;
Σαν τί χωριό σε ακροθαλάσσι ή σε ρυάκι,
ή σε πλαγιά βουνού, μ' ακρόπολη όλο ειρήνη,
απ' το λαό του ν' άδειασε την άγια τούτη πρωινή;
Κι ω! συ χωριό, το κάθε σου δρομάκι,
θα 'ναι για πάντα σιωπηλό· κι ούτε θα γείρει μια ψυχή
ποτέ να πει, γιατί έχεις έρμο μείνει.

Ω! αττικό παράστημα! φόρμα ωριοπλασμένη
με αγαλματένια αντρών γενιά, κόρες μ' ακράτη νιότη,
με δάσου κλώνια και τη χλόη πατημένη·
πλάσμα σωπαίνον! σαν την αιωνιότη
λυτρώνεις απ' τη σκέψη, ω! παστοράλι συ νεκρό!
Κι έρμη, με τα γεράματα, τούτ' η ελικιά σα θα ’ναι,
θα μνήσκεις τότε ακόμα συ μες στης ζωής τον πόνο,
φίλος του ανθρώπου, να του λες αιώνιο καιρό:
"Η ομορφιά ’ναι αλήθεια, η αλήθεια ’ναι ομορφιά", το μόνο
που ξέρουμε στη γη κι όλοι να μάθουνε χρωστάνε.

Μτφρ.: Γιάννης Κλ. Ζερβός

Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

Ο χρόνος που περνά - JEAN-PIERRE VERNANT


Ας επανέλθουμε στην ιστορία μας καταφεύγοντας λίγο στην ανεκδοτολογία. Η Πανδώρα μπήκε στο σπίτι του Επιμηθέα, έγινε η πρώτη σύζυγος των ανθρώπων. Ο Δίας τής ψιθυρίζει στο αυτί τι πρέπει να κάνει. Στο σπίτι του Επιμηθέα, όπως σε όλα τα σπίτια των Ελλήνων γεωργών, υπάρχουν ένα σωρό πιθάρια και ανάμεσά τους ένα μεγάλο πιθάρι κρυμμένο, που δεν πρέπει κανείς να το πειράξει. Τι είναι αυτό το πιθάρι; Λένε ότι το έφεραν οι Σάτυροι, τίποτα όμως δεν είναι σίγουρο. Μια μέρα λοιπόν που ο άντρας της Πανδώρας λείπει, ο Δίας τής ψιθυρίζει στο αυτί να πάει και να ξεσκεπάσει το πιθάρι και αμέσως, χωρίς χρονοτριβή, να ξαναβάλει το καπάκι στη θέση του. Κάνει ό,τι της λέει. Πλησιάζει λοιπόν τα πιθάρια, που είναι ένα σωρό. Άλλα έχουν μέσα κρασί, άλλα σιτάρι ή λάδι, όλα τα αποθέματα σε τρόφιμα εκεί βρίσκονται. Η Πανδώρα σηκώνει το καπάκι από το κρυμμένο πιθάρι και, διαμιάς, όλα τα κακά, όλες οι συμφορές ξεχύνονται στο σύμπαν. Την ώρα που η Πανδώρα ξαναβάζει το καπάκι στη θέση του, έχει μείνει μέσα η ελπίς, η προσδοκία όσων θα γίνουν στο μέλλον, η οποία δεν πρόλαβε να βγει από το πιθάρι.
Για όλα τα κακά λοιπόν που υπάρχουν στον κόσμο φταίει η Πανδώρα. Η ίδια η παρουσία της Πανδώρας ενσάρκωνε όλα τα κακά και τώρα, που άνοιξε το πιθάρι, πολλαπλασιάστηκαν. Ποια είναι αυτά τα κακά; Μυριάδες: κούραση, αρρώστιες, θάνατος, ατυχήματα. Οι συμφορές διαθέτουν μια φοβερή κινητικότητα, πηγαινοέρχονται αδιάκοπα, δε στέκονται ποτέ σε ένα μέρος. Δεν είναι ορατές, δεν έχουν σχήμα και μορφή, ούτε μπορεί κανείς να τις ακούσει, σε αντίθεση με την Πανδώρα, που χαίρεσαι να τη βλέπεις και να την ακούς. Ο Δίας δεν επέτρεψε να έχουν οι συμφορές μορφή και φωνή, ώστε οι άνθρωποι να μην μπορούν να προστατευτούν ούτε να τις αποδιώξουν. Οι συμφορές που οι άνθρωποι προσπαθούν να αποφύγουν, επειδή ξέρουν πόσο απαίσιες είναι, παραμένουν κρυφές και αόρατες, κανείς δεν μπορεί να τις διακρίνει. Η συμφορά την οποία βλέπουν και ακούν, η γυναίκα, συγκαλυμμένη κάτω από τη γοητεία της ομορφιάς, της ηδύτητας, των λόγων της, μας έλκει και μας μαγεύει αντί να μας τρομάζει. Ένα γνώρισμα της ανθρώπινης ύπαρξης είναι ο διαχωρισμός ανάμεσα στα φαινόμενα, σε όσα βλέπουμε και ακούμε, και στην πραγματικότητα. Αυτή είναι η μοίρα των ανθρώπων, όπως τη μηχανεύτηκε ο Δίας, απαντώντας στις πονηριές του Προμηθέα.
Ο οποίος δεν τη γλιτώνει, αφού ο Δίας τον καρφώνει μεταξύ ουρανού και γης, στη μέση ενός βουνού, σε ένα στύλο, και τον αλυσοδένει χειροπόδαρα. Ο Προμηθέας, που χάρισε στους ανθρώπους την τροφή των θνητών, το κρέας, γίνεται ο ίδιος βορά για τον όρνι του Δία, τον αετό που κουβαλάει τον κεραυνό του, τον αγγελιοφόρο της ακατανίκητης δύναμής του. Ο Προμηθέας γίνεται ο ίδιος θύμα, κομμάτι κρέας από τη σάρκα του σφάγιου. Καθημερινά, ο αετός του Δία τού τρώει ολόκληρο το συκώτι και κάθε νύχτα το συκώτι του αναπλάθεται ακέραιο, ώστε την άλλη μέρα ο αετός να βρει άθικτο το γεύμα του. Η κατάσταση αυτή θα συνεχιστεί ως τη στιγμή που ο Ηρακλής, με τη συγκατάθεση του Δία, θα ελευθερώσει τον Προμηθέα. Ο Προμηθέας αποκτά μια μορφή αθανασίας, ως αντάλλαγμα για το θάνατο του Κενταύρου Χείρωνα. Ο Χείρωνας, εκπολιτιστής ήρωας ο οποίος δίδαξε στον Αχιλλέα και σε πολλούς άλλους πώς να γίνουν τέλειοι ήρωες, τραυματίστηκε, υπέφερε και το τραύμα του δεν είχε γιατρειά, ούτε μπορούσε και να πεθάνει, όπως ευχόταν. Έγινε λοιπόν μια ανταλλαγή. Ο Χείρωνας έλαβε το θάνατο και ο Προμηθέας την αθανασία του Χείρωνα. Και ο ένας κι ο άλλος ελευθερώθηκαν.
Ο Προμηθέας τιμωρήθηκε με τον τρόπο που αμάρτησε. Θέλησε να προσφέρει στους θνητούς το κρέας, και ειδικά το συκώτι, που αντιπροσωπεύει ένα εκλεκτό κομμάτι του σφάγιου, αφού στο όργανο αυτό διαβάζουν οι θνητοί αν οι θεοί αποδέχονται τη θυσία. Ο Προμηθέας γίνεται και αυτός με τη σειρά του σφάγιο, προσφέροντας το συκώτι του, εκλεκτό έδεσμα για τον αετό του Δία. Ο αετός αυτός είναι σύμβολο του θεϊκού κεραυνού, πυρφόρος, κεραυνοβόλος. Η φωτιά που έκλεψε ο Τιτάνας επιστρέφει κατά κάποιο τρόπο στο συκώτι του και στήνει φαγοπότι χωρίς τελειωμό.
Υπάρχει ακόμα μια λεπτομέρεια, ιδιαιτέρως σημαντική. Ο Προμηθέας είναι ένα πλάσμα διφορούμενο, η θέση του στο θεϊκό κόσμο δεν είναι σαφώς καθορισμένη. Η ιστορία αυτή του συκωτιού, που το καταβροχθίζει το πρωί ο αετός και ξαναγίνεται ακέραιο το βράδυ, δείχνει ότι ο χρόνος και η ζωτικότητα μπορούν να είναι τριών ειδών. Υπάρχει ο χρόνος των θεών, η αιωνιότητα όπου δε συμβαίνει τίποτα, τα πάντα βρίσκονται στη θέση τους, τίποτα δε χάνεται. Υπάρχει ο χρόνος των ανθρώπων, που είναι ένας χρόνος γραμμικός, που κινείται προς την ίδια κατεύθυνση πάντα, γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε, ενηλικιωνόμαστε, γερνάμε και πεθαίνουμε. Όλα τα ζωντανά πλάσματα υπόκεινται στην εξουσία του. Όπως λέει ο Πλάτωνας, είναι ένας χρόνος που κινείται σε ευθεία γραμμή. Υπάρχει, τέλος, ένας τρίτος χρόνος, στον οποίο παραπέμπει το συκώτι του Προμηθέα, ένας χρόνος κυκλικός ή σπειρωτός. Φανερώνει μια ύπαρξη όμοια με του φεγγαριού, λόγου χάρη, που μεγαλώνει, χάνεται και στη συνέχεια ξαναγεννιέται, εσαεί. Ο προμηθεϊκός αυτός χρόνος προσιδιάζει στο χρόνο των άστρων, στις κυκλικές κινήσεις τους, δηλαδή, που εγγράφονται στο χρόνο και με τις οποίες μετράμε το χρόνο. Δεν είναι η αιωνιότητα των θεών, δεν είναι όμως ούτε ο επίγειος χρόνος, ο θνητός χρόνος, που κινείται μονίμως προς την ίδια κατεύθυνση. Είναι ένας χρόνος τον οποίο οι φιλόσοφοι θα ορίσουν ως κινούμενη εικόνα της ακίνητης αιωνιότητας. Το πρόσωπο του Προμηθέα επίσης υπερβαίνει, όπως το συκώτι του, το γραμμικό χρόνο των ανθρώπων και την αιώνια ύπαρξη των θεών. Ο διαμεσολαβητικός του ρόλος στην ιστορία αυτή είναι απολύτως σαφής. Εξάλλου, βρίσκεται μεταξύ ουρανού και γης, στη μέση ενός στύλου, στο μεσοδιάστημα. Συμβολίζει τον αρμό που συνδέει μια εποχή πολύ μακρινή — όταν στον οργανωμένο αυτόν κόσμο δεν υπήρχε ακόμα ο χρόνος, όταν οι θεοί και οι άνθρωποι ζούσαν όλοι μαζί, όταν βασίλευε η ανυπαρξία του θανάτου, η αθανασία — με την εποχή των θνητών, που ζούνε εφεξής χωριστά από τους θεούς, υπόκεινται στο θάνατο και στο χρόνο που κυλά. Το συκώτι του Προμηθέα μοιάζει με τα άστρα, που δίνουν το ρυθμό και το μέτρο στη θεϊκή αιωνιότητα, και παίζει έτσι ρόλο διαμεσολαβητικό ανάμεσα στο θεϊκό κόσμο και τον ανθρώπινο.

JEAN-PIERRE VERNANT
TO ΣΥΜΠΑΝ, ΟΙ ΘΕΟΙ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Ελληνικές ιστορίες για τη δημιουργία του κόσμου
Μετάφραση Τιτίκα Δημητρούλια
Εκδόσεις Πατάκη 2001

Κυριακή 12 Μαρτίου 2023

ΧΑΜΑΙΛΕΩΝ - Anton Chekhov



Από την πλατεία της αγοράς, με καινούρια χλαίνη κι ένα μπογαλάκι στο χέρι, διαβαίνει ο αστυνομικός επόπτης Οτσιουμέλοφ. Πίσω του ακολουθεί ο κοκκινομάλλης αστυνόμος, βαστώντας στα χέρια του ένα κόσκινο γεμάτο φραγκοστάφυλα που έχει κατασχέσει. Όλα γύρω είναι ήσυχα... Στην πλατεία ούτε ψυχή... Οι ανοιχτές πόρτες των μαγαζιών και των καπηλειών κοιτάζουν μελαγχολικά στο φως της μέρας σαν πεινασμένα στόματα. Κοντά εκεί δεν υπάρχουν ούτε ζητιάνοι.
— Ώστε δαγκώνεις, καταραμένο, ε; ακούει ξαφνικά ο Οτσιουμέλοφ. Παιδιά, μην τ' αφήνετε να φύγει! Δεν πρόκειται να σας δαγκώσει τώρα! Πιάστε το! Α!... α!
Ακούγεται να ουρλιάζει ένα σκυλί. Ο Οτσιουμέλοφ κοιτάζει προς τη μεριά που ήρθε το ουρλιαχτό και βλέπει: Μέσα απ' την ξυλαποθήκη του εμπόρου Πιτσούγκιν, πηδώντας στα τρία του πόδια και κοιτάζοντας πίσω, βγαίνει τρέχοντας ένα σκυλί, που το κυνηγάει κάποιος με τσίτινο κολαρισμένο πουκάμισο και ξεκούμπωτο γιλέκο. Τρέχει από κοντά του και, γέρνοντας το σώμα μπροστά, βουτάει και τ' αρπάζει απ' τα πίσω πόδια. Για δεύτερη φορά ακούγεται ουρλιαχτό και φωνή: «Μην τ' αφήνεις να φύγει!». Απ' τα μαγαζιά ξεμυτίζουν μισοκοιμισμένες φυσιογνωμίες και σε λιγάκι κοντά στην ξυλαποθήκη μαζεύεται κόσμος.
— Γίνεται φασαρία, η Ευγένεια σας!... λέει ο αστυνόμος.
Ο Οτσιουμέλοφ κάνει μισή στροφή αριστερά και προχωράει προς τον κόσμο. Πολύ κοντά στην πόρτα της αποθήκης, βλέπει να στέκεται ο άνθρωπος με το ξεκούμπωτο γιλέκο, ο οποίος, έχοντας σηκωμένο το δεξί του χέρι, δείχνει στο πλήθος το ματωμένο του δάχτυλο. Στο μισομεθυσμένο του πρόσωπο διαβάζει κανείς: «Θα σε ξεσκίσω, παλιοτόμαρο!». Το ίδιο του το δάχτυλο δείχνει σαν να παριστάνει το σύμβολο της νίκης. Στο πρόσωπο του ο Οτσιουμέλοφ θα αναγνωρίσει το χρυσοχόο Χριουκίν. Στη μέση του πλήθους, με ανοιχτά τα μπροστινά πόδια κι όλο του το κορμί να τρέμει, είναι καθισμένος ο ίδιος ο ένοχος του σκανδάλου — ένα άσπρο λαγωνικό κουτάβι με μακρουλή μουσούδα και ένα κίτρινο σημάδι στη ράχη. Τα δακρυσμένα μάτια του έχουν μια έκφραση θλίψης και τρόμου μαζί.
— Τι συμβαίνει εδώ πέρα; ρωτάει ο Οτσιουμέλοφ καθώς χώνεται μέσα στο πλήθος. Τι γυρεύετε εδώ; Εσύ, τι έχει το δάχτυλο σου;... Ποιος φώναξε;
— Βαδίζω, η Ευγένεια σας, και κανέναν δεν ενοχλώ, αρχίζει ο Χριουκίν ξεροβήχοντας, να κανονίσω για τα ξύλα με τον Μίτρι Μίτριτς, και ξαφνικά αυτό το παλιόσκυλο, στα καλά καθούμενα, με δαγκώνει στο δάχτυλο... Συγχωρέστε με, είμαι εργαζόμενος άνθρωπος... Η δουλειά μου είναι λεπτή. Πρέπει να με πληρώσουν, γιατί, έτσι όπως είναι το δάχτυλό μου, μπορεί να κάνω και μια βδομάδα να το κουνήσω... Ούτε κι ο νόμος, η Ευγένεια σας, λέει να αποφέρουμε από τα παλιοτόμαρα... Αν το καθένα αρχίζει να δαγκώνει, καλύτερα να πεθάνουμε...
— Χμ!... Ωραία... λέει ο Οτσιουμέλοφ με αυστηρό ύφος, βήχοντας και παίζοντας τα φρύδια. Πολύ καλά... Τίνος είναι το σκυλί; Δε θ' αφήσω να περάσει έτσι αυτό. Θα σας δείξω εγώ, ν' αφήνετε άλυτα τα σκυλιά! Είναι καιρός να προσέξουμε αυτούς τους κυρίους που δεν εννοούν να υπακούσουν στις διαταγές! Μόλις μπει το πρόστιμο σ' έναν παλιάνθρωπο, θα μάθει αμέσως τι πάει να πει σκυλί ή άλλο αδέσποτο ζώο! Θα τον σκίσω στα δυο!... Ελντίριν — γυρίζει ο επόπτης στον αστυνόμο — μάθε τίνος είναι το σκυλί και να κάνεις αναφορά! Το σκυλί να το εξαφανίσεις αμέσως! Θα είναι σίγουρα λυσσασμένο... Σας ρωτάω, ποιανού είναι αυτό το σκυλί;
— Νομίζω ότι είναι του στρατηγού Ζιγκαλόφ! λέει κάποιος απ' το πλήθος.
— Του στρατηγού Ζιγκαλόφ; Χμ!... Ελντίριν, βγάλε μου το παλτό... Κάνει φοβερή ζέστα! Πάει να βρέξει, σίγουρα... Ένα μόνο δεν καταλαβαίνω: Πώς μπόρεσε να σε δαγκώσει; Πώς μπόρεσε να φτάσει ως το δάχτυλο; Αυτό είναι τόσο μικρό και συ τέτοιος μαντράχαλος! Θα πρέπει να το τσίγκλισες και να το τρύπησες με κάνα καρφί και σου 'ρθε ύστερα στο μυαλό η ιδέα να μας ξεγελάσεις. Είσαι, βλέπεις, γνωστός! Σας ξέρω εγώ εσάς τους διαόλους!
— Αυτός, η Ευγένεια σας, έβαλε το τσιγάρο στη μούρη του για γούστο, κι αυτό δεν ήταν χαζό και
τον δάγκωσε... Ανάποδος άνθρωπος, η Ευγένεια σας!
— Λες ψέματα, στραβέ άνθρωπε! Αφού δεν είδες, γιατί λες ψέματα; Η Ευγένεια του είναι έξυπνος άνθρωπος και καταλαβαίνει ποιος λέει ψέματα και ποιος μιλάει με τη συνείδηση του μπροστά στο Θεό... Αν λέω ψέματα, ας το κρίνει ο ειρηνοδίκης. Το λέει κι ο νόμος... Τώρα είμαστε όλοι ίσοι… Εγώ που με βλέπεις έχω τον αδερφό μου χωροφύλακα... αν θέλετε να ξέρετε...
— Να λείπουν τα σχόλια!
— Όχι, δεν είναι του στρατηγού... παρατηρεί βαθυστόχαστα ο αστυνόμος. Δεν έχει τέτοια σκυλιά ο στρατηγός. Τα περισσότερα είναι λαγωνικά αντοχής...
— Το ξέρεις αυτό στα σίγουρα;
— Στα σίγουρα, η Ευγένεια σας...
— Κι εγώ το ξέρω. Ο στρατηγός έχει ακριβά σκυλιά, σκυλιά ράτσας, αλλ' αυτό εδώ ένας Θεός ξέρει τι είναι! Ούτε τρίχωμα έχει ούτε εμφάνιση… σκέτο παλιόσκυλο... Τι να το κάνεις τέτοιο σκυλί; Κουκούτσι μυαλό δεν έχετε. Ένα σκυλί σαν αυτό, στην Πετρούπολη ή στη Μόσχα, ξέρετε τι θα πάθαινε; Δε θα κοίταζαν το νόμο εκεί. Στη στιγμή — ούτε κιχ δε θα 'βγαζε! Εσύ, Χριουκίν, υπέφερες, μην αφήσεις έτσι το ζήτημα... Πρέπει να τους δώσεις ένα μάθημα! Καιρός είναι...
— Μπορεί όμως να είναι και του στρατηγού… λέει σκεπτικός ο αστυνόμος. Δεν είναι και τίποτα γραμμένο στη μουσούδα του... Πριν από λίγες μέρες είδα ένα τέτοιο στην αυλή του.
— Ναι, ναι, του στρατηγού είναι! ακούγεται μια φωνή απ' το πλήθος.
— Χμ!... Βάλε μου το παλτό, αδερφέ Ελντίριν… Σαν να φύσηξε αέρας... Μ' έπιασε ρίγος... Να το πας στο στρατηγό και να τους ρωτήσεις. Να πεις ότι το βρήκα εγώ και το 'στειλα... Και πες τους να μην τ' αφήνουν ελεύθερο στο δρόμο... Μπορεί να είναι ακριβό σκυλί, κι αν το κάθε γουρούνι τού τρίβει το τσιγάρο στη μύτη του, δε θ' αργήσει να το βγάλει άχρηστο. Το σκυλί είναι συμπαθητικό ζωντανό… Εσύ, ηλίθιε, κατέβασε το χέρι! Δε χρειάζεται να δείχνεις το χαζοδάχτυλό σου! Εσύ φταις!...
— Έρχεται ο μάγειρας του στρατηγού, να τον ρωτήσουμε... Ε, Προχόρ! Έλα μια στιγμή εδώ, φιλαράκο! Κοίτα αυτό το σκυλί, δικό σας είναι;
— Πώς σου 'ρθε τέτοια ιδέα; Δεν είχαμε ποτέ μέχρι τώρα τέτοια σκυλιά!
— Περισσότερες ερωτήσεις δε χρειάζονται τώρα, λέει ο Οτσιουμέλοφ. Είναι αδέσποτο! Περισσότερα λόγια περιττεύουν... Αφού είπα ότι είναι αδέσποτο, πάει να πει είναι αδέσποτο... Να εξαφανιστεί, τελείωσε.
— Δεν είναι δικό μας, συνεχίζει ο Προχόρ. Είναι του αδερφού του στρατηγού, που ήρθε εδώ και λίγες μέρες. Στον δικό μου δεν αρέσουν τα κυνηγόσκυλα. Ο αδερφός του τα θέλει πολύ...
—Ήρθε ο αδερφός του; Ο Βλαντιμίρ Ιβάνιτς; ρωτάει ο Οτσιουμέλοφ και το πρόσωπο του γεμίζει μ'
ένα χαμόγελο συγκίνησης, θεέ και Κύριε! Πού να το ξέρω! Ήρθε μουσαφίρης;
— Ναι, φιλοξενούμενος…
— Αυτό είναι έκπληξη... Αποθύμησε τον αδερφό του... Μα εγώ δεν το 'ξερα! Ώστε είναι δικό του το σκυλάκι; Πολύ χαίρομαι... Πάρ' το... Καλό το καημένο... Και τόσο έξυπνο... Του γράπωσε το δάχτυλο! Χα, χα, χα... Γιατί σ' έπιασε τρεμούλα; Ρρρ... Ρρ... Θυμώνει, ο απατεώνας... ο παλιοκερατάς...
Ο Προχόρ φωνάζει το σκυλί και φεύγει μαζί του απ' την ξυλαποθήκη. Ο κόσμος γελάει με τον Χριουκίν.
— Θα φτάσω και σε σένα! του λέει απειλητικά ο Οτσιουμέλοφ και, αφού τυλίχτηκε με τη χλαίνη, συνεχίζει το δρόμο του στην πλατεία της αγοράς.
Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Αποσπάσματα το 1884.

Anton Chekhov
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΑ Μια επιλογή
Μετάφραση ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
Εκδόσεις Πατάκη 1997

Κυριακή 5 Μαρτίου 2023

Εγκώμιο στην αμφιβολία – Bertolt Brecht

 


Ευλογημένη να ‘ναι η αμφιβολία! Σας συμβουλεύω να τιμάτε
χαρούμενα και προσεχτικά εκείνον
που το λόγο σας ξετάζει σαν κάλπικη μονέδα!
Άμποτε να ‘σαστε συνετοί και να μη
δίνετε το λόγο σας με σιγουριά πάρα πολλή.

Την ιστορία διαβάστε και θα δείτε
την ξέφρενη φυγή ανίκητων στρατών.
Παντού
κάστρα απάτητα κυριεύονται και 
της Αρμάδας τα καράβια, που ήταν
αμέτρητα σαν έκανε πανιά, στο γυρισμό
εύκολα τα μετρούσες.

Έτσι μια μέρα στάθηκε ένας άνθρωπος στην απάτητη βουνοκορφή
κι ένα πλεούμενο έφτασε στην άκρη της 
απέραντης της θάλασσας.

Α, όμορφο που ‘ναι το κούνημα του κεφαλιού
για τις «ατράνταχτες» αλήθειες!
Α, θαρρετή που ‘ναι η φροντίδα του γιατρού
για τον άρρωστο που γιατρεμό δεν έχει!

Μα απ’ όλες τις αμφιβολίες ομορφότερη είναι σαν οι φοβισμένοι
αδύναμοι σηκώνουν το κεφάλι και
παύουν να πιστεύουν
στων τυράννων τους τη δύναμη!

***

Α, με πόσο κόπο καταχτήθηκε κείνο το σοφό αξίωμα!
Πόσες θυσίες κόστισε!
Πόσο δύσκολο στάθηκε να βρεθεί
πως τα πράγματα ήταν έτσι κι όχι αλλιώς!
Με στεναγμό ανακούφισης το ‘γραψε ένας άνθρωπος μια μέρα
στης Γνώσης το βιβλίο.
Καιρό πολύ έμεινε χαραγμένο εκεί μέσα και γενιές ολόκληρες
ζήσανε μαζί του, το ‘βλεπαν σαν αλήθεια αιώνια
κι όσοι το ξέρανε καταφρονούσαν όσους τ’ αγνοούσαν.
Μα κάποτε, μια υποψία μπορεί να γεννηθεί, γιατί μια καινούρια
εμπειρία
τραντάζει το ατράνταχτο αξίωμα. Ξυπνάει η αμφιβολία.
Και μιαν άλλη μέρα ένας άλλος άνθρωπος στοχαστικά σβήνει
απ’ το βιβλίο της Γνώσης
το αξίωμα με μια μονοκοντυλιά.

***

Ενώ διαταγές τον ξεκουφαίνουν, ενώ τον εξετάζουν
για τις φυσικές του ικανότητες γιατροί μουσάτοι, ενώ τον επιθεωρούν
λαμπερά υποκείμενα με χρυσά γαλόνια, ενώ τον κατηχούνε
πανηγυριώτικοι παπάδες που του τριβελίζουνε τ’ αυτιά μ’ ένα 
βιβλίο γραμμένο απ’ το Θεό τον ίδιο
ενώ τον δασκαλεύουν
ανελέητοι δάσκαλοι, ο φτωχός ακούει να του λένε
πως ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος των κόσμων και πως την 
τρύπα
στη σκεπή της κάμαράς του την έχει σχεδιάσει ο Θεός αυτοπροσώπως.
Αληθινά, του είναι δύσκολο πολυ
ν’ αμφιβάλει για τον κόσμο τούτο.
Ιδρωκοπάει ο άνθρωπος χτίζοντας σπίτι όπου ποτέ του 
δε θα κατοικήσει.
Μα δεν ιδρωκοπάει λιγότερο κι όποιος δικό του χτίζει σπίτι.

***

Να οι αστόχαστοι που ποτέ δεν αμφιβάλλουν.
Η χώνεψή τους είναι άψογη, κι η κρίση τους αλάθευτη.
Δεν πιστεύουν στα γεγονότα, πιστεύουν μόνο στον εαυτό τους.
Αν χρειαστεί
πρέπει  α υ τ ο ύ ς   τα γεγονότα να πιστέψουν. Είναι απέραντα
υπομονετικοί – με τον εαυτό τους. Τα επιχειρήματα
τ’ ακούνε με αυτί σπιούνου.

Στους αστόχαστους που ποτέ δεν αμφιβάλλουν,
συνταιριάζουν οι στοχαστικοί που ποτέ δεν δρούνε.
Τούτοι αμφιβάλλουν όχι για να πάρουν μιαν απόφαση, αλλά
για να μην πάρουν απόφαση καμιά. Τα κεφάλια τους
τα χρησιμοποιούνε μόνο για να τα κουνάνε. Με σκοτισμένο 
πρόσωπο
ειδοποιούν τους επιβάτες των καραβιών που βουλιάζουν, πως το 
νερό είν’ επικίνδυνο.
Κάτω απ’ του δήμιου το μπαλτά
αναρωτιούνται αν δεν είναι άνθρωπος κι αυτός.
Μουρμουρίζουν σκεφτικά
πως «το θέμα δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμα», και πηγαίνουνε να
πέσουν.
Μοναδική τους δράση, ο δισταγμός.
Αγαπητή τους φράση: «Δεν είναι ακόμα ώριμο για συζήτηση».

Γι’ αυτό, αν παινεύεις την αμφιβολία
μην παινέψεις την αμφιβολία που καταντάει απελπισία!
Τι ωφελεί η αμφιβολία εκείνον
που δε μπορεί ν’ αποφασίσει;
Μπορεί να πράξει λάθος
όποιος δε γυρεύει πολλούς λόγους για να δράσει.
Μα όποιος  π ά ρ α   π ο λ λ ο ύ ς  γυρεύει
μένει άπραγος την ώρα του κινδύνου.

Εσύ, που είσαι αρχηγός, μην ξεχνάς
πως έγινες ό,τι είσαι, επειδή είχες αμφιβάλει γι’ άλλους
αρχηγούς!
Άσε λοιπόν αυτούς που οδηγείς
ν’ αμφιβάλλουνε κι εκείνοι!
(1936)

Bertolt Brecht
Ποιήματα
Μετάφραση Μάριος Πλωρίτης
Εκδόσεις Θεμέλιο 2000