Ω! νύφη, ακόμα απάρθενη, της ησυχιάς της ιερής!
Συ ψυχοπαίδι της σιωπής, του χρόνου π’ αργοσβηεί,
ειδυλλιακέ ανιστορητή, που μύθο ολάνθιστο μπορείς
να λες γλυκύτερα κι απ’ ό,τι ο στίχος θέλει ειπεί:
τι θρύλος φυλλοστόλιστος στην πλάση σου στοιχειώνει
θεών ή Θνητών ή και των δυο,
στα Τέμπη ή σε κοιλάδα Αρκαδική;
Τι άνθρωποι ετούτοι ή ποιοι Θεοί;
Τι κόρες, π’ άντρας δε ζυγώνει,
τι άγριο κυνήγι; ποιος αγώνας για φευγιό;
Και τι σουραύλια, κύμβαλα; ποιαν έκσταση μανιακή;
Συ ψυχοπαίδι της σιωπής, του χρόνου π’ αργοσβηεί,
ειδυλλιακέ ανιστορητή, που μύθο ολάνθιστο μπορείς
να λες γλυκύτερα κι απ’ ό,τι ο στίχος θέλει ειπεί:
τι θρύλος φυλλοστόλιστος στην πλάση σου στοιχειώνει
θεών ή Θνητών ή και των δυο,
στα Τέμπη ή σε κοιλάδα Αρκαδική;
Τι άνθρωποι ετούτοι ή ποιοι Θεοί;
Τι κόρες, π’ άντρας δε ζυγώνει,
τι άγριο κυνήγι; ποιος αγώνας για φευγιό;
Και τι σουραύλια, κύμβαλα; ποιαν έκσταση μανιακή;
Γλυκές οι μελωδιές π’ ακούγονται, μα πιο γλυκά
πνέουν οι ανάκουστες, γι’ αυτό, αυλοί απαλοί, λαλείτε,
μα όχι στης αίσθησης το αυτί, με άυλη χάρη, πιο ακριβά,
στο πνέμα τα τραγούδια σας αυλείτε:
ωραία νιότη, κάτω απ’ τις σκιές, ποτέ δε θέλει λείψει
από τα χείλη σου ο σκοπός κι ουδέ τα φύλλα απ’ τα δεντρά·
απόκοτε αγαπητικέ, ποτέ φιλί δε θα χαρείς,
αν και σιμά στον πόθο σου –μα μη σε πάρει η θλίψη,
δεν μπόρειε αυτή να μαραθεί, θεράπειο αν δεν δεις στερνά,
αιώνια συ θε ν' αγαπάς κι εκείνη ωραία θα θωρείς.
Αχ! σεις πανεύτυχα κλωνιά! τα φύλλα σας ποτέ
δε θε να ρέψουν κι άνοιξη για πάντα θα στολίζει·
κι ακούραστε συ, μακάριε μελωδέ,
αιώνια το παιχνίδι σου νέα τραγούδια θα τονίζει·
πιο ευτυχισμένη αγάπη! αγάπη τρισευτυχισμένη!
Πάντα θερμή και π' όλο μέλλεται να σε χαρούν,
με αιώνια λαχτάρα, νεότητα παντοτινή,
κι απ' ό,τι πνέει τ' ανθρώπινα τα πάθη γλυτωμένη,
που κόρο στη καρδιά και θλίψη της κληρονομούν,
στο μέτωπο ένα πυρετό, πίκρα στη γλώσσα τη στεγνή.
Ποιοί να 'ναι τούτοι π' έρχονται, ιερή μια συνοδεία;
Και το δαμάλι που μουγγάνει στα ουράνια,
μύστη ιερέα, σε ποιό βωμό οδηγάς για τη θυσία,
τα μεταξένια του πλευρά με λουλουδιών στεΦάννυα;
Σαν τί χωριό σε ακροθαλάσσι ή σε ρυάκι,
ή σε πλαγιά βουνού, μ' ακρόπολη όλο ειρήνη,
απ' το λαό του ν' άδειασε την άγια τούτη πρωινή;
Κι ω! συ χωριό, το κάθε σου δρομάκι,
θα 'ναι για πάντα σιωπηλό· κι ούτε θα γείρει μια ψυχή
ποτέ να πει, γιατί έχεις έρμο μείνει.
Ω! αττικό παράστημα! φόρμα ωριοπλασμένη
με αγαλματένια αντρών γενιά, κόρες μ' ακράτη νιότη,
με δάσου κλώνια και τη χλόη πατημένη·
πλάσμα σωπαίνον! σαν την αιωνιότη
λυτρώνεις απ' τη σκέψη, ω! παστοράλι συ νεκρό!
Κι έρμη, με τα γεράματα, τούτ' η ελικιά σα θα ’ναι,
θα μνήσκεις τότε ακόμα συ μες στης ζωής τον πόνο,
φίλος του ανθρώπου, να του λες αιώνιο καιρό:
"Η ομορφιά ’ναι αλήθεια, η αλήθεια ’ναι ομορφιά", το μόνο
που ξέρουμε στη γη κι όλοι να μάθουνε χρωστάνε.
Μτφρ.: Γιάννης Κλ. Ζερβός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου