.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 2 Απριλίου 2023

Οδυσσέας - Ulysses - ALFRED TENNYSON



Λίγο το κέρδος, για έναν ράθυμο βασιλιά
Στην ήρεμη αυτή κόχη, μέσα στις άγονες
ξέρες, δίπλα σε γερασμένη γυναίκα.
Όλο να μοιράζω άνισους νόμους,
Σε μια άγρια ράτσα,
Που αποθηκεύει, τρώει και κοιμάται
Και καθόλου δε με νιώθει.
Δεν μπορώ να ησυχάσω από το ταξίδι:
Την ζωή θα πιω μέχρι τελευταίας σταγόνας:
Όλες τις φορές που περίσσεια απόλαυσα,
περίσσεια υπέφερα, τόσο με αυτούς που μ’ αγαπάνε
όσο και μόνος, στα ακρογιάλια, και όταν οι άνεμοι
τάραζαν το μαύρο πέλαγος: Απέκτησα όνομα:
Γιατί πάντα περιπλανιέμαι με πεινασμένη καρδιά.
Πολλά έχω δει και μάθει, πόλεις ανθρώπων
και ήθη, κλίματα, συμβούλια, κυβερνήσεις,
Εγώ δεν ήμουν τελευταίος, αλλά τιμημένος από όλους
Και ήπια την ευχαρίστηση της μάχης
με τους συντρόφους μου, Μακριά,
Στους κάμπους της ανεμοδαρμένης Τροίας.
Είμαι κομμάτι από όλα όσα έχω συναντήσει.
Ωστόσο η εμπειρία είναι μια αψίδα, μέσα από το άνοιγμά της
λάμπει ο αταξίδευτος κόσμος, τα σύνορα του οποίου
σβήνονται για πάντα, μόλις πλησιάζω.
Πόσο βαρετό να διακόπτεις, και να φτάνεις στο τέρμα!
Να σκουριάζεις αστίλβωτος, να μην λάμπεις από την χρήση!
Σαν να ήταν ζωή να αναπνέεις μόνο! Η ζωές συσσωρεύονται,
Η μια πάνω στην άλλη, είμαστε όλοι τόσο μικροί,
και από μένα τον ένα λίγα μένουν:
Όμως κάθε ώρα που σώζεται από την αιώνια σιωπή,
Κάτι περισσότερο είναι, κομιστής νέων πραγμάτων.
Και αχρείο θα ήταν, αν για 3 ήλιους
αποθηκεύσω και θησαυρίσω τον εαυτό μου,
αυτό το γκρίζο πνεύμα που λαχταράει
να ακολουθήσει την γνώση, όπως ένα πεφταστέρι
πέρα από το τελευταίο όριο της ανθρώπινης σκέψης.

Αυτός είναι ο γιός μου, ο δικός μου Τηλέμαχος
Στο οποίο αφήνω το νησί και το σκήπτρο,
Πολυαγαπημένος από μένα, επιφορτισμένος με το έργο αυτό,
Με σύνεση ξέρει τον λαό να ηρεμεί,
Και να του δείχνει το καλό και το χρήσιμο.
Άμεμπτος είναι, στο κέντρο της σφαίρας
των κοινών υποχρεώσεων, προορισμένος να μην αποτύχει
Όταν χρειάζεται, τρυφεράδα και την πρέπουσα λατρεία
Στους θεούς του σπιτιού θα απονείμει,
Όταν θα λείπω. Εκείνος στην δουλειά του κι εγώ στην δική μου.
Εκεί βρίσκεται το λιμάνι. Το καράβι σηκώνει πανιά
Εκεί σκοτεινιάζει η μαύρη ανοιχτή θάλασσα. Οι ναυτικοί μου,
Ψυχές δοκιμασμένες και πολύπαθες, μαζί μου έχουν σκεφτεί
Και εύθυμα καλωσόριζαν την αστραπή και την λιακάδα
Και αντιστάθηκαν με ελεύθερη καρδιά και ελεύθερο το μέτωπο
Μα εσείς κι εγώ έχουμε γεράσει
Όμως ούτε η τιμή ούτε ο κόπος λείπουν από τα γεράματα.
Ο θάνατος τα σβήνει όλα. Μα πριν το τέλος
Ευγενικό έργο ακόμη μπορεί να γίνει,
Όχι ανάρμοστα, ούτε προσπαθώντας τους θεούς να παραβγούμε
Το φώτα αρχίζουν να σπινθηρίζουν από τα βράχια,
Χλομιάζει η μακρόσυρτη μέρα, το αργό φεγγάρι σκαρφαλώνει,
Το βαθύ μουγκρίζει με πολλές φωνές. Ελάτε φίλοι μου,
Δεν είναι πολύ αργά για να ψάξετε έναν καινούργιο κόσμο.
Σπρώξτε το καράβι κι αφού τις θέσεις σας πάρετε,
Χτυπάτε τις βουερές αυλακιές του νερού,
Κι ίσα κρατάτε την πορεία για τον σκοπό μου,
Πέρα από την δύση του ήλιου κι από όπου,
Βυθίζονται τα δυτικά αστέρια, μέχρι να πεθάνω.
Υπάρχει πάντα η περίπτωση να μας ξεβράσουν
Του νερού τα βάραθρα στην ευτυχισμένη νήσο
Τον μέγα Αχιλλέα εκεί θα συναντήσουμε.
Πολλά έχουμε πράξει, πολλά ακόμη
απομένουν για να πράξουμε,
Δεν είμαστε πια οι δυνατοί που τις παλιές ημέρες
Μπορούσαμε ουρανό και γη να κινήσουμε,
όμως είμαστε ό,τι είμαστε:
Με ήρεμη ψυχική διάθεση, ηρωικές καρδιές
Αποδυναμωμένοι από τον χρόνο και την μοίρα,
μα με δυνατή θέληση, Για να παλέψουμε,
Να αναζητήσουμε, να βρούμε, και να μην υποχωρήσουμε.
                                                                                                       Μετάφραση Σ. Ανδρουλάκης

***

It little profits that an idle king,
By this still hearth, among these barren crags,
Match'd with an aged wife, I mete and dole
Unequal laws unto a savage race,
That hoard, and sleep, and feed, and know not me.
I cannot rest from travel: I will drink
Life to the lees: All times I have enjoy'd
Greatly, have suffer'd greatly, both with those
That loved me, and alone, on shore, and when
Thro' scudding drifts the rainy Hyades
Vext the dim sea: I am become a name;
For always roaming with a hungry heart
Much have I seen and known; cities of men
And manners, climates, councils, governments,
Myself not least, but honour'd of them all;
And drunk delight of battle with my peers,
Far on the ringing plains of windy Troy.
I am a part of all that I have met;
Yet all experience is an arch wherethro'
Gleams that untravell'd world whose margin fades
For ever and forever when I move.
How dull it is to pause, to make an end,
To rust unburnish'd, not to shine in use!
As tho' to breathe were life! Life piled on life
Were all too little, and of one to me
Little remains: but every hour is saved
From that eternal silence, something more,
A bringer of new things; and vile it were
For some three suns to store and hoard myself,
And this gray spirit yearning in desire
To follow knowledge like a sinking star,
Beyond the utmost bound of human thought.

This is my son, mine own Telemachus,
To whom I leave the sceptre and the isle,—
Well-loved of me, discerning to fulfil
This labour, by slow prudence to make mild
A rugged people, and thro' soft degrees
Subdue them to the useful and the good.
Most blameless is he, centred in the sphere
Of common duties, decent not to fail
In offices of tenderness, and pay
Meet adoration to my household gods,
When I am gone. He works his work, I mine.
There lies the port; the vessel puffs her sail:
There gloom the dark, broad seas. My mariners,
Souls that have toil'd, and wrought, and thought with me—
That ever with a frolic welcome took
The thunder and the sunshine, and opposed
Free hearts, free foreheads—you and I are old;
Old age hath yet his honour and his toil;
Death closes all: but something ere the end,
Some work of noble note, may yet be done,
Not unbecoming men that strove with Gods.
The lights begin to twinkle from the rocks:
The long day wanes: the slow moon climbs: the deep
Moans round with many voices. Come, my friends,
'T is not too late to seek a newer world.
Push off, and sitting well in order smite
The sounding furrows; for my purpose holds
To sail beyond the sunset, and the baths
Of all the western stars, until I die.
It may be that the gulfs will wash us down:
It may be we shall touch the Happy Isles,
And see the great Achilles, whom we knew.
Tho' much is taken, much abides; and tho'
We are not now that strength which in old days
Moved earth and heaven, that which we are, we are;
One equal temper of heroic hearts,
Made weak by time and fate, but strong in will
To strive, to seek, to find, and not to yield.

Δεν υπάρχουν σχόλια: