Ἐλθέ, μάκαιρα θεά, μάλ’ ἐπήρατον εἶδος ἔχουσα,
Ψυχῇ γάρ σε καλῶ σεμνῇ, ἁγίοισι λόγοισι.
(Έλα, θεά μακαριστή και τρισχαριτωμένη,
Σε κράζω με ψυχή σεμνή, σε κράζω με άγια λόγια!)
Ορφικός Ύμνος εις Αφροδίτην
Ψυχῇ γάρ σε καλῶ σεμνῇ, ἁγίοισι λόγοισι.
(Έλα, θεά μακαριστή και τρισχαριτωμένη,
Σε κράζω με ψυχή σεμνή, σε κράζω με άγια λόγια!)
Ορφικός Ύμνος εις Αφροδίτην
Σ’ ένα παλάτι αρχοντικό στον ξακουσμένο τόπο
ξενιτεμένη βρίσκεται κι άφταρτη βασιλεύει
μαρμαρογέννητη θεά, της Μήλος η Αφροδίτη.
Από μπροστά της ο Καιρός περνάει, δεν την αγγίζει,
τα μάτια της δε δέχονται το φως από τον ήλιο,
και λάμπουν όλα γύρω της απ’ τη δική της λάμψη·
τα μάτια της αδάκρυτα σ’ άλλους τα δάκρυα φέρνουν,
τα στήθη της αμάραντα καρδιόχτυπο δεν έχουν,
όμως ραγίζουν τις καρδιές, τα γόνατα λυγίζουν·
τα χείλη της αγέλαστα τους πονηρούς φοβίζουν,
και τα κομμένα χέρια της βαθιά οι καρδιές τα νιώθουν
να ξεριζώνουν στοχασμούς ανάξιους, φαύλα πάθη·
και το παλάτ’ είν’ εκκλησιά που αντί βωμούς και εικόνες
κρατεί τον ίδιο το θεό μέσα φανερωμένο,
κι όλο από Νότο και Βοριά κι Ανατολή και Δύση
μπροστά της κόσμος σέρνεται για να την προσκυνήσει.
Μια μέρα απ’ της Ελλάδας του τα γαλανά ακρογιάλια
πρόβαλεν ένας Ποιητής στο αρχοντικό παλάτι
και ξαγναντεύει τη θεά κι εμπρός της γονατίζει
και σμίγει παρακαλεστά τα χέρια του και λέει:
-Δέσποινα μεγαλόχαρη σε μακρυσμένες χώρες,
στα χώματα της ξενιτιάς Κυρά μαρμαρωμένη,
βασίλισσα που κυβερνάς άλλα βασίλεια τώρα,
θεά που ζεις αθάνατη μακριά απ’ τον Όλυμπό σου!
Απ’ των Κυθήρων τα νερά κι απ’ τους αφρούς της Κύπρος
κι από τον καθαρότατον αέρα της Αθήνας
κι από τ’ Αργίτικα βουνά κι απ’ της Ηλείας τους κάμπους
κι από την ηλιοφώτιστην Ελλάδα, απ’ την πατρίδα
σου φέρνω ένα παράπονο και το σκορπώ απ’ τα βάθη
της φλογισμένης μου καρδιάς γονατιστός μπροστά σου.
Μάρμαρο αθάνατον, οπού σφιχτά σε περιχύνει
τόση ζωή και δύναμη και όση ποτέ δεν έχει
το ευκολοσύντριφτο κορμί λιγόζωου του ανθρώπου,
θεά, τέτοιο παράπονο μην το καταφρονέσεις,
κι α δεν τ’ ακούς να χύνεται στου Πλάτωνα τη γλώσσα
κι α δε μετράει τα λόγια του Ομηρική αρμονία.
Ήρθανε χρόνια δίσεχτα, τα Ομηρικά τραγούδια
σώπασαν πια, βουβάθηκαν οι Πλάτωνες για πάντα,
και των βουνών σου οι μέλισσες μακριά σε ξένα χείλη
το παραιτούν το μέλι τους, και οι ποιητές που τώρα
με τα συντρίμμια απόμειναν στην έρημην Ελλάδα
μιλούν γλώσσ’ ανυπόταχτη, λαχταριστή, θρεμμένη
με των ελληνικών βουνών τον πάναγνον αέρα,
αλλά γλυκιά και γνώριμη στα θεϊκά τ’ αφτιά σου,
γιατ’ είναι γλώσσα της ζωής και γλώσσα της αλήθειας!
Τώρα τα λόγια μου άσχημα κι αν σου φανούν και κρύα,
κι άψυχο το παράπονο, μη με καταφρονέσεις·
όλα μπροστά σου είν’ άψυχα, κι αυτά κι ο κόσμος όλος,
μπροστά σου ακόμα κι οι θεοί, παλιοί και νέοι και όλοι,
δείχνονται σα φαντάσματα που νόημα δεν έχουν.
Κι αν κρύβει ο κόσμος λεβεντιά και νιότη αν κρύβει ακόμα,
είναι γιατί δεν έχασε τη χάρη να σε νιώθει
και να θαμπώνεται από σε και να σε προσκυνάει!
Αυγή, στου κόσμου την αυγήν επρωτοφανερώθης!
Εσ’ είσαι αλάθευτη θεά κι ανίκητη παρθένα,
εσύ και δε γεννήθηκες από κοιλιά μητέρας
και τ’ αστροστέφανου ουρανού κόρη μονάκριβ’ είσαι.
Αμόλυντη κι ατέλειωτη καθώς εκείνος, μένεις
ψηλότερ’ από τις χαρές, ψηλότερ’ απ’ τις λύπες.
Ποτέ, ποτέ δε σ’ άγγιξαν του κόσμου οι αμαρτίες.
Άξιο του Άρη ταίριασμα, κι όχι ερωμένη χαύνη,
βροντολογούσαν άρματα στα θεία σου στήθη επάνω,
κι εκείνοι που σε λάτρευαν ένιωθαν την καρδιά τους
πιο αντρειωμένα να χτυπά, και τ’ άσπρα περιστέρια
παρθένες τα ’φερναν σ’ εσέ, κι οι νικητές του κόσμου,
ορκίζονταν οι Καίσαρες στο μέγα τ’ όνομά σου.
Μα ήρθανε χρόνια δίσεχτα, κι ανήμπορος ο κόσμος
σέρνεται στον κατήφορο, ξεφαντωτής, και πέφτει
και τυφλωμένα πίστεψε το πως κι εσύ του μοιάζεις,
και σε φαντάστηκε τρελή μητέρα που τα πάθη
μικρά, τυφλά κι ακράτητα γεννάς μες στις καρδιές μας
και σε κατέβασε, θεά, κι εσένα ο Πραξιτέλης
απ’ τ’ άγια τ’ άστρα εκεί ψηλά στην ομορφιά της Φρύνης!
Τότε κι εσύ, περήφανη, η καταφρονεμένη
από ένα κόσμον άμυαλον, όμως μητέρα πάντα,
αντί να σιχαθείς τη γη, και παιδεμούς να στείλεις,
της γης τα σπλάχνα τ’ άνοιξες και κρύφτηκες κι εχάθης.
Έτσι απ’ τα ύψη τ’ ουρανού με στοχασμού γοργάδα
ο θυμωμένος κεραυνός τρυπάει τη γη και πάει.
Χιλιάδες χρόνια πέρασαν για να φανείς και πάλι!
Ω! δόξα να ’χει τ’ άγνωστο λισγάρι του χωριάτη
που κύλισε του τάφου σου την πέτρα κι αναστήθης!
Κι είδες τον κόσμο αλλιώτικο, και την Ελλάδαν άλλη
και ξένη την Ανατολή και βάρβαρη τη γη σου,
και σα να μην τη γνώρισες, διάβηκες προς τη Δύση!
Γύρισε πάλι, γύρισε στα μέρη που εγεννήθης!
Ό,τι κι αν είσαι, δύναμη, βασίλισσα, όνειρο, ίσκιος,
θεά της ομορφιάς, πηγή της αρετής, ω Νίκη,
γύρισε πάλι, ω! γύρισε στα μέρη που εγεννήθης.
Χιλιάδες χρόνια πέρασαν, κι ακόμα σε προσμένει
σα νά ηταν χτες που σ’ έχασε, χλωμός, ξεψυχισμένος,
στα πορφυρά του σάβανα, στ’ ανθόπλεχτο κλινάρι
ο λυγερός σου ο Άδωνις, ο μοσχαναθρεμμένος.
Μοσχοβολούν τριγύρω του σε κρυσταλλένιες γάστρες
κάθε λογής άνθη, καρποί, και φύλλα και κλωνάρια,
σε καλαθάκια ολάργυρα τα μήλα ευωδιάζουν,
κι ανθούνε του δακρύου σου βλαστάρια κι οι ανεμώνες,
και βαλσαμώνουν μυρουδιές απ’ τη Συρία και κάνουν
τον ύπνο σου γλυκύτατο στο νεκροκρέβατό του
κι η χλόη σιμά στα πόδια του φυτρώνει βελουδένια
και πλέκουν αποπάνω του τα δέντρα πυκνούς ίσκιους,
χαϊδευτικά τού γλείφουνε τα χέρια του τ’ αγρίμια,
και φτερουγιάζουν οι έρωτες από ένα δέντρο σ’ άλλο,
και σαν αηδόνια κελαηδούν, σαν πεταλούδες παίζουν,
και τρέχει ακόμα διάφανο ξανθό το θείο του αίμα,
κι από την κάθε στάλα του φυτρώνει κι ένα ρόδο.
Όμως κανείς, ούτε δεντρά κι αηδόνια και λουλούδια,
ούτε χορτάρια πράσινα και μήλ’ αφροπλασμένα,
ούτε ξανθόφτεροι έρωτες κι ανήμερα θηρία,
ούτε χρυσά στολίσματα και δώρα ελεφαντένια,
ούτε ουράνια κι ουδέ γη κι ουδέ θεός κανένας
καμιά δεν έχουν δύναμη να τον νεκραναστήσουν
τον Άδωνι το λυγερό το μοσχαναθρεμμένο·
κι εσύ μονάχα, εσύ, θεά, τα Τάρταρα προστάζεις
νικάς τον Άδη, στη ζωή γυρίζεις τον καλό σου!…
Γύρισε πάλι, γύρισε στα μέρη που εγεννήθης!
Ο λυγερός σου ο Άδωνις άλλαξε τ’ όνομά του.
Γιά ιδές! παρόμοια σαν αυτόν σε καρτερεί, νομίζεις,
νεκρή βασίλισσα η Ελλάς, νεκρή και ξαπλωμένη
σα σε κρεβάτι ολόχρυσο στη γη της την πανώρια·
και γύρω της μοσχοβολά και λάμπ’ η φύσις, ίδια,
φωτοχυμένη, πλούσια, φωλιά για ερωτεμένους,
τον ύπνο της πολύπαθης γλυκαίνει, ναναρίζει,
σκορπίζει χάιδια μητρικά, χίλια τραγούδια λέει,
μα πια δεν έχει δύναμη να της φωνάξει: Σήκω!
Γύρισε πάλι, ω! γύρισε να τη νεκραναστήσεις!
Σε καρτερούν τα Κύθηρα κι η Πάφος σου κι η Αθήνα,
η Σπάρτ’ η ανυπόταχτη, το φημισμένο το Άργος,
θεά, στον Ακροκόρινθο σε καρτερούν, και πέρα
στ’ αγαπημένα σου βουνά, στις ακριβές σου χώρες…
Σε καρτερούν; ω! τί γλυκιά της φαντασίας απάτη!…
Είναι χαμένη η πίστη σου, χαλάσματα οι ναοί σου,
και τα χλωρά στεφάνια σου μαραίνονται σε ξένα
χέρια, τα περιστέρια σου φωλιάζουν αλλού τώρα,
κι όπου έστεκαν παλάτια σου χρυσομαρμαρωμένα,
γυρνούν αγρίμια, όρνια πετούν, πατούν βαρβάρων πόδια.
Αλλά κι αν χάθ’ η πίστη σου και αν πάνε κι οι ναοί σου,
κάμε, θεά, το θάμα σου, και πλάσε τις καρδιές μας
αγνές, διπλοθεμέλιωτες, άφταρτες εκκλησιές σου.
Γύρισε πάλι, γύρισε στα μέρη που εγεννήθης,
άστρο της νιότης, πρόβαλε, ξανάνιωσέ μας πάλι.
Εσύ που μες στα σωθικά πόθους, φωτιές ανάφτεις,
άναψε μες στα σπλάχνα μας φλόγες, βαθιές αγάπες,
και σπείρε μας τη δύναμη για τα μεγάλα τα έργα!
Κι όπως οι Καίσαρες, προτού να πολεμήσουν, είχαν
σημάδι νίκης κι έκραζαν το ιερό όνομά σου,
κάμε να ξανανθίσουμε και να φανούμε πάλι
ανίκητοι με τ’ όνομα στα χείλη το δικό σου.
Εσύ που διώχνεις το βοριά και σβεις τ’ αστροπελέκι
και τη γαλήνη γαλανή στα πέλαγα στυλώνεις,
διώξε τις έχθρες από μας, τα πρόστυχα τα πάθη,
κράτα τους νιους αμόλυντους, του γέρους τιμημένους,
κι εσύ που στέλνεις μαλακό το αγέρι στο καράβι
κι ίσα το σπρώχνει, ολόισα, με τα πανιά απλωμένα,
μακριά από ξέρες και κακά, στο ποθητό λιμάνι,
διώξε κι απ’ της πατρίδας μας τριγύρω το καράβι
τ’ αχόρταγα τα κύματα, τη μαύρη ανεμοζάλη,
κι ίσα κι ολόισα σπρώξε το με τα πανιά απλωμένα
μακριά από ξέρες και κακά, στης Δόξας το λιμάνι!