Οι άγγελοι μου έχουν πει πως, όταν πέθανε ο Μελάγχθων, του διέθεσαν στον άλλο κόσμο ένα σπίτι απατηλά πανομοιότυπο μ’ εκείνο που είχε στη Γη. (Το ίδιο συμβαίνει με όλους σχεδόν τους νεοφερμένους στην αιωνιότητα, και γι’ αυτό νομίζουν πως δεν είναι νεκροί. Τα έπιπλα ήταν ακριβώς τα ίδια: το τραπέζι, το γραφείο με τα συρτάρια του, η βιβλιοθήκη. Όταν ο Μελάγχθων ξύπνησε στη νέα του κατοικία, ξανάπιασε τις συγγραφικές του δραστηριότητες σαν να μην ήταν πτώμα, και συνέχισε να γράφει για πολλές μέρες περί της δια της πίστεως δικαιώσεως· κι ως συνήθως, ούτε λέξη περί φιλανθρωπίας. Οι άγγελοι πρόσεξαν αυτή την παράλειψη κι έστειλαν κάποιους για να τον ρωτήσουν. Ο Μελάγχθων τους είπε: «Έχω αποδείξει κατά τρόπο αδιαφιλονίκητο ότι η ψυχή μπορεί να αποστεί της φιλανθρωπίας, κι ότι, για να γίνει δεκτή στους ουρανούς, η πίστη αρκεί». Αυτά τα ‘λεγε με έπαρση, χωρίς να ξέρει ότι είχε πεθάνει κι ότι η θέση του δεν ήταν στους ουρανούς. Όταν οι άγγελοι άκουσαν αυτά που τους είπε, τον εγκατέλειψαν. Μετά από λίγες εβδομάδες, τα έπιπλα άρχισαν να φαίνονται όλο και πιο αχνά ώσπου έγιναν αόρατα, εκτός απ’ την καρέκλα, το τραπέζι, τα χαρτιά και το μελανοδοχείο. Συν τοις άλλοις, οι μεν τοίχοι του κελιού σκεπάστηκαν με ασβέστη, το δε πάτωμα, μ’ ένα κιτρινωπό βερνίκι. Όσο για τα ρούχα του, γίνονταν όλο και πιο φτωχικά. Πάντως, συνέχιζε να γράφει, αλλά επειδή επέμενε να είναι κατά της φιλανθρωπίας, μεταφέρθηκε σ’ ένα υπόγειο εργαστήρι, όπου υπήρχαν κι άλλοι θεολόγοι σαν και δαύτον. Έμεινε εκεί κλεισμένος πολλές μέρες, κι όταν άρχισε ν’ αμφιβάλλει για τη θέση του, τον άφησαν να γυρίσει. Τώρα τα ρούχα του ήταν από ακατέργαστο δέρμα, αλλά εκείνος προσπάθησε να φανταστεί πως όλα αυτά που είχε ζήσει ήταν μια παραίσθηση, οπότε συνέχισε να εξαίρει την πίστη και να υποτιμά τη φιλανθρωπία. Ένα βράδυ, ένιωσε ψύχρα. Τότε, έφερε ένα γύρο όλο το σπίτι και διαπίστωσε πως τα άλλα δωμάτια δεν αντιστοιχούσαν πια σ’ εκείνα της επί της γης κατοικίας του. Ένα απ’ αυτά ήταν γεμάτο με άγνωστα όργανα· ένα άλλο είχε συρρικνωθεί τόσο πολύ, ώστε δεν μπορούσες ούτε να μπεις· ένα άλλο μπορεί να μην είχε αλλάξει, αλλά τώρα, τα παράθυρα κι οι πόρτες του έβγαζαν σε θεόρατους αμμόλοφους. Το δωμάτιο του βάθους ήταν γεμάτο ανθρώπους που τον λάτρευαν και που του επαναλάμβαναν ότι κανένας θεολόγος δεν ήταν τόσο σοφός όσο αυτός. Αυτή η λατρεία τον χαροποίησε, αλλά, επειδή αρκετοί απ’ αυτούς τους ανθρώπους δεν είχαν πρόσωπο, ενώ μερικοί άλλοι έμοιαζαν με πεθαμένους, κατέληξε να τους αντιπαθήσει και να μην τους έχει εμπιστοσύνη. Τότε αποφάσισε να γράψει ένα εγκώμιο της φιλανθρωπίας, αλλά ό,τι έγραφε μια μέρα, το ‘βρισκε σβησμένο την επόμενη. Κι αυτό γιατί τα ‘γραφε χωρίς να τα πιστεύει. Δεχόταν πολλές επισκέψεις από ανθρώπους που είχαν μόλις πεθάνει, αλλά ντρεπόταν να τους δεχτεί σ’ ένα τόσο φτωχό σπίτι. Για να τους κάνει να πιστέψουν πως βρισκόταν στους ουρανούς, τα κανόνισε μ’ έναν μάγο απ’ αυτούς στο δωμάτιο του βάθους, κι αυτός τους εξαπατούσε με ομοιώματα γαλήνης και λαμπρότητας. Μόλις οι επισκέπτες έφευγαν (καμιά φορά, και λίγο πιο πριν), η φτώχεια κι ο ασβέστης έκαναν ξανά την εμφάνισή τους.
Τα τελευταία νέα από τον Μελάγχθωνα λένε πως ο μάγος κι ένας από τους απρόσωπους τον πήγαν στους αμμόλοφους, και τώρα είναι υπηρέτης των δαιμόνων.
Τα τελευταία νέα από τον Μελάγχθωνα λένε πως ο μάγος κι ένας από τους απρόσωπους τον πήγαν στους αμμόλοφους, και τώρα είναι υπηρέτης των δαιμόνων.
Από το Arcania Coelestia του Εμάνουελ Σβέντενμποργκ.
Jorge Luis Borges
Άπαντα Πεζά
[Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας (1935) «Και τα λοιπά»]
Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου