Φαρδυκορμος και βαρύς, ο Κραλ ο δυνατός καθότανε στην άκρη του δρόμου με το αυλακωμένο από τις ρόδες των κάρων χωματόστρωμά του. Η Τζάνα καθόταν πάνω στις φτέρνες της, δίπλα του. Κρατούσε το παιδικό πρόσωπό της ανάμεσα στα ηλιοκαμένα χέρια της και περίμενε, με τα μάτια ορθάνοιχτα, κατασκοπευτικά, σιωπηλή. Κοίταζαν κ' οι δυο το φθινοπωριάτικο βράδυ. Μπροστά τους, στο άχρωμο και κακομοίρικο λιβάδι, ήταν σταματημένη η πράσινη καρότσα· ένα μάλλινο παρδαλόχρωμο ύφασμα κυμάτιζε απαλά πάνω από την πόρτα της. Ελαφρός, γαλαζωπός καπνός υψωνόταν από τη στενή τσίγκινη καπνοδόχο του και διαλυόταν στο ριγιλό αέρα. Πιο πέρα, πάνω στους χωματόλοφους που έμοιαζαν σάν μακρουλά, ομαλά κύματα, το άλογο της καρότσας, κουρασμένο, ήταν σαν να κορφολογούσε με μικρές, γρήγορες δαγκωματιές, το λίγο θερισμένο άχυρο που απόμενε. Από καιρό σε καιρό σταματούσε, σήκωνε το κεφάλι και κοίταζε με τ’ αγαθά, υπομονετικά μάτια του, μέσα στο βράδυ, όπου άναβαν κι αλληλοχαιρετιούνταν τα μικρά παράθυρα του χωριού.
—Ναι, είπε ο Κραλ ο δυνατός, μ' ένα ύφος άγριας απόφασης. Εξαιτίας σου είναι εδώ.
Η Τζάνα δεν είπε τίποτα.
—Αλλιώς, τι θα 'ρχόταν να κάμει 'δω πέρα, ο Προκόπ; πρόσθεσε ο Κραλ, με κάποια ακαθόριστη διάθεση.
Η Τζάνα σήκωσε τους ώμους, ξερίζωσε με ζωηρή κίνηση κάμποσους μακρούς μίσχους ενός ασημένιου αγριόχορτου, και, ευθυμώντας, τα πήρε ανάμεσα στα λευκά και στιλπνά δόντια της. Σιωπηλή πάντα, έμοιαζε να μετρά τα φώτα του χωριού.
Η καμπάνα του εσπερινού σήμανε εκεί κάτω.
Το μικρό, ασθενικό σήμαντρο έβιαζε την κίνησή του, σαν να 'θελε να ξεμπερδεύει το γρηγορότερο. Ο ήχος σταμάτησε απότομα, και θα 'λεγε κανείς πως στον αέρα είχε μείνει αιωρούμενο ένα παράπονο. Η μικρή Τσιγγάνα έριξε τα όμορφα μπράτσα της προς τα πίσω κι ακούμπησε στο χώμα. Άκουε το δισταχτικό τραγούδι των γρύλων και την κουρασμένη φωνή της αδερφής της που τραγουδούσε ένα νανούρισμα μέσα στην καρότσα.
Για μερικά λεπτά τέντωσαν κ' οι δυο τους το αυτί. Ύστερα, το παιδί άρχισε να κλαίει μέσα στην καρότσα, με μακρόσυρτους, απελπισμένους λυγμούς. Η Τζάνα γύρισε το κεφάλι προς τον Τσιγγάνο και του είπε, κοροϊδευτικά:
—Τι περιμένεις και δεν πας να βοηθήσεις τη γυναίκα σου, Κραλ; Το παιδί κλαίει.
Ο Κραλ φούχτωσε το χέρι του κοριτσιού:
—Για σένα ήρθε ο Προκόπ, μούγκρισε, γι' απάντηση.
Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι με σκοτεινό ύφος.
—Το ξέρω.
Τότε, ο Κραλ ο δυνατός άρπαξε και το άλλο της χέρι και το πίεσε πάνω στο χώμα. Η Τζάνα ήταν σαν σταυρωμένη. Δάγκωσε τα χείλη της ίσαμε να ματώσουν, για να μη φωνάξει. Έσκυψε πάνω της απειλητικός. Η Τζάνα δεν έβλεπε τίποτα πια από το φθινοπωρινό βράδυ. Δεν έβλεπε παρά αυτόν μόνο, με τους φαρδιούς και δυνατούς ώμους του. Ήταν τόσο μεγάλος, καθώς έσκυβε από πάνω της, που της έκρυψε την καρότσα, το χωριό και το φαρδύ, πελιδνό ουρανό. Έκλεισε μια στιγμή τα μάτια της και σκέφτηκε: «Κραλ σημαίνει βασιλιάς. Ναι, κ' είναι ένας βασιλιάς, πραγματικά».
Μα την ίδια στιγμή ένιωσε τον τσουχτερό πόνο στους καρπούς των χεριών της, σαν ντροπή. Αναπήδησε, λευτερώθηκε μ' ένα βίαιο τίναγμα από τα χέρια του κι ορθώθηκε μπροστά στον Κραλ, με μανιασμένα μάτια, που πετούσαν σπίθες.
—Τι θέλεις; ρώτησε υπόκωφα αυτός.
Η Τζάνα χαμογέλασε.
—Να χορέψω.
Σήκωσε τα όμορφα, λεπτού κοριτσιού, μπράτσα της και τα στριφογύρισε αργά κ' ελαφρά, κ' ήταν σάμπως τα μελαμψά χέρια της να μεταμορφώνονταν σε φτερούγες. Έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω, πολύ βαθιά, αφήνοντας να κυματίζουν τα μαύρα και βαριά μαλλιά της, και χάρισε το αινιγματικό χαμόγελό της στο πρώτο άστρο που φάνηκε.
Τα γυμνά πόδια της, με τους λεπτούς αστραγάλους, σαν να 'ψαχναν να βρούνε το ρυθμό· μέσα στο νεανικό κορμί της υπήρχε μια λαχτάρα για λίκνισμα και χάδια, συνειδητής χαράς κι ακούσιας εγκατάλειψης, όπως θα πρέπει να νιώθουν τα λουλούδια με τους λεπτούς μίσχους, όταν τ' ακραγγίζει το βράδυ.
Ο Κραλ στεκόταν μπροστά της με τρεμάμενα γόνατα. Κοίταξε το χλομό μπρούντζο των γυμνών ώμων του κοριτσιού. Κι αόριστα ένιωθε: Η Τζάνα χορεύει τον έρωτα.
Κάθε πνοή του ανέμου που περνούσε μέσα από τα λιβάδια έμοιαζε να συγχέεται με τις κινήσεις της, σαν ένα ανάλαφρο χάδι, κι όλα τα λουλούδια έβλεπαν στο πρώτο τους όνειρο, ότι όμοια έγερναν και ταλαντεύονταν κι αυτά. Η Τζάνα πλησίαζε όλο και πιο πολύ τον Κραλ κ' έσκυβε προς το μέρος του τόσο παράξενα, που τα μπράτσα του άντρα έμοιαζαν παραλυμένα από το άφωνο κοίταγμα. Στεκόταν εκεί σαν σκλάβος, ακούγοντας να χτυπά η καρδιά του.
Η Τζάνα τον ακράγγιζε σαν πνοή, κ' η φλόγα της τόσο κοντινής κίνησής της έφτανε σαν κύμα σ' αυτόν. Ύστερα, η Τζάνα απομακρύνθηκε, χαμογέλασε, με μιαν έκφραση νικητήριας υπερηφάνειας, και σκέφτηκε: «Δεν είναι, όσο να πεις, βασιλιάς».
Ο Τσιγγάνος συνερχόταν σιγά-σιγά και την ακολουθούσε σαν να 'ταν καμιά οπτασία του ονείρου του, πασπατευτά και κρυφά. Ξαφνικά, σταμάτησε. Κάτι έμπαινε κι ανακατευόταν στη λικνιστική κίνηση της Τζάνα. Ένα αλαφρό και κυματιστό τραγούδι που έμοιαζε να 'χει φωλιάσει απ' ώρα μέσα στο χορό της και που, βγαίνοντας, σαν μέσα από ένα μακρύ ύπνο, έμοιαζε ν' ανθίζει με όλο πιο πλούσιους και πιο ολοκληρωμένους ρυθμούς. Η χορεύτρια δίστασε. Όλες οι κινήσεις της έγιναν πιο αργές, πιο μαλακές, σαν να βρισκόταν σ' ενέδρα. Άθελά τους, τα μάτια τους στράφηκαν προς την ίδια κατεύθυνση κ' είδαν τον Προκόπ που ερχότανε. Η λεπτή σιλουέτα του νεανικού κορμιού του σχεδιαζόταν πάνω στο αργυρόγκριζο σούρουπο. Περπατούσε, σαν ασύνειδα, με ναρκωμένο βήμα, κι αντλούσε τους ήχους του γλυκού τραγουδιού του από ένα χωριάτικο φλάουτο. Τον είδαν να πλησιάζει. Ξαφνικά, ο Κραλ όρμησε προς το μέρος του κι άρπαξε το φλάουτο από τα χείλη του. Ο Προκόπ, μ’ ετοιμότητα πνεύματος, άδραξε με τ' αντρίκια χέρια του τα μπράτσα τού επιτιθέμενου, τα έσφιξε με δύναμη και δέχτηκε μ' ερωτηματικό μάτι το εχθρικό και φλογερό βλέμμα του Κραλ.
Οι δυο άντρες στέκονταν έτσι, πρόσωπο με πρόσωπο. Γύρω τους απόλυτη σιωπή. Η πράσινη καρότσα έμοιαζε να κοιτάζει την περιοχή με την αβέβαιη λάμψη των φεγγιτών της, σάμπως με λυπημένα, γιομάτα αναμονή, μάτια.
Χωρίς να βγάλουν λέξη, οι δυο Τσιγγάνοι παράτησαν το σφίξιμο. Ο Κραλ με πεισματωμένο θυμό, κι ο νέος, αντίκρυ του, με μιαν απαλά ερωτηματική συγκατάθεση στα σκοτεινά μάτια του. Κάτω από τα βλέμματα των δυο αντρών, η Τζάνα είχε παραλύσει. Της φάνηκε πως έπρεπε να πάει στον Προκόπ, να τον αγκαλιάσει και να τον ρωτήσει: «Από πού έρχεται αυτό το τραγούδι;». Μα δεν είχε τη δύναμη. Κάθισε πάλι στις φτέρνες της, στην άκρη του δρόμου, ακίνητη, σαν παιδί που κρυώνει, και σώπαινε. Τα χείλη της σώπαιναν. Τα μάτια της σώπαιναν.
Οι άντρες στάθηκαν κάμποσο έτσι, κ' ύστερα ο Κραλ έριξε στον άλλο ένα εχθρικό και προκλητικό βλέμμα κ' έφυγε. Ο Προκόπ έμοιαζε να διστάζει. Η Τζάνα είδε τα λυπημένα μάτια του νεαρού Τσιγγάνου να την αποχαιρετούν. Ρίγησε. Ύστερα, η λεπτή και λυγερή σιλουέτα άρχισε να σβήνει, ίσαμε που χάθηκε προς την κατεύθυνση που είχε πάρει ο Κραλ. Η Τζάνα άκουσε τα βήματα να χάνονται μέσα στα λιβάδια. Κράτησε την ανάσα της, τεντώνοντας τ’ αυτί μέσα στη νύχτα.
Μια ριπή ανέμου, ζεστή κ' ειρηνική, διέτρεξε τον κάμπο, σαν ανάσα κοιμισμένου παιδιού. Όλα ήταν φωτεινά κ' ήσυχα· κι από τη μεγάλη κείνη σιωπή αποσπούνταν οι ελαφροί ήχοι της ανήλικης νύχτας: το θρόισμα των γέρικων φιλυρών, μια αθώρητη νεροσυρμή, και το βαρύ πέσιμο ενός ώριμου μήλου μέσα στο φθινοπωριάτικο χορτάρι.
—Ναι, είπε ο Κραλ ο δυνατός, μ' ένα ύφος άγριας απόφασης. Εξαιτίας σου είναι εδώ.
Η Τζάνα δεν είπε τίποτα.
—Αλλιώς, τι θα 'ρχόταν να κάμει 'δω πέρα, ο Προκόπ; πρόσθεσε ο Κραλ, με κάποια ακαθόριστη διάθεση.
Η Τζάνα σήκωσε τους ώμους, ξερίζωσε με ζωηρή κίνηση κάμποσους μακρούς μίσχους ενός ασημένιου αγριόχορτου, και, ευθυμώντας, τα πήρε ανάμεσα στα λευκά και στιλπνά δόντια της. Σιωπηλή πάντα, έμοιαζε να μετρά τα φώτα του χωριού.
Η καμπάνα του εσπερινού σήμανε εκεί κάτω.
Το μικρό, ασθενικό σήμαντρο έβιαζε την κίνησή του, σαν να 'θελε να ξεμπερδεύει το γρηγορότερο. Ο ήχος σταμάτησε απότομα, και θα 'λεγε κανείς πως στον αέρα είχε μείνει αιωρούμενο ένα παράπονο. Η μικρή Τσιγγάνα έριξε τα όμορφα μπράτσα της προς τα πίσω κι ακούμπησε στο χώμα. Άκουε το δισταχτικό τραγούδι των γρύλων και την κουρασμένη φωνή της αδερφής της που τραγουδούσε ένα νανούρισμα μέσα στην καρότσα.
Για μερικά λεπτά τέντωσαν κ' οι δυο τους το αυτί. Ύστερα, το παιδί άρχισε να κλαίει μέσα στην καρότσα, με μακρόσυρτους, απελπισμένους λυγμούς. Η Τζάνα γύρισε το κεφάλι προς τον Τσιγγάνο και του είπε, κοροϊδευτικά:
—Τι περιμένεις και δεν πας να βοηθήσεις τη γυναίκα σου, Κραλ; Το παιδί κλαίει.
Ο Κραλ φούχτωσε το χέρι του κοριτσιού:
—Για σένα ήρθε ο Προκόπ, μούγκρισε, γι' απάντηση.
Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι με σκοτεινό ύφος.
—Το ξέρω.
Τότε, ο Κραλ ο δυνατός άρπαξε και το άλλο της χέρι και το πίεσε πάνω στο χώμα. Η Τζάνα ήταν σαν σταυρωμένη. Δάγκωσε τα χείλη της ίσαμε να ματώσουν, για να μη φωνάξει. Έσκυψε πάνω της απειλητικός. Η Τζάνα δεν έβλεπε τίποτα πια από το φθινοπωρινό βράδυ. Δεν έβλεπε παρά αυτόν μόνο, με τους φαρδιούς και δυνατούς ώμους του. Ήταν τόσο μεγάλος, καθώς έσκυβε από πάνω της, που της έκρυψε την καρότσα, το χωριό και το φαρδύ, πελιδνό ουρανό. Έκλεισε μια στιγμή τα μάτια της και σκέφτηκε: «Κραλ σημαίνει βασιλιάς. Ναι, κ' είναι ένας βασιλιάς, πραγματικά».
Μα την ίδια στιγμή ένιωσε τον τσουχτερό πόνο στους καρπούς των χεριών της, σαν ντροπή. Αναπήδησε, λευτερώθηκε μ' ένα βίαιο τίναγμα από τα χέρια του κι ορθώθηκε μπροστά στον Κραλ, με μανιασμένα μάτια, που πετούσαν σπίθες.
—Τι θέλεις; ρώτησε υπόκωφα αυτός.
Η Τζάνα χαμογέλασε.
—Να χορέψω.
Σήκωσε τα όμορφα, λεπτού κοριτσιού, μπράτσα της και τα στριφογύρισε αργά κ' ελαφρά, κ' ήταν σάμπως τα μελαμψά χέρια της να μεταμορφώνονταν σε φτερούγες. Έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω, πολύ βαθιά, αφήνοντας να κυματίζουν τα μαύρα και βαριά μαλλιά της, και χάρισε το αινιγματικό χαμόγελό της στο πρώτο άστρο που φάνηκε.
Τα γυμνά πόδια της, με τους λεπτούς αστραγάλους, σαν να 'ψαχναν να βρούνε το ρυθμό· μέσα στο νεανικό κορμί της υπήρχε μια λαχτάρα για λίκνισμα και χάδια, συνειδητής χαράς κι ακούσιας εγκατάλειψης, όπως θα πρέπει να νιώθουν τα λουλούδια με τους λεπτούς μίσχους, όταν τ' ακραγγίζει το βράδυ.
Ο Κραλ στεκόταν μπροστά της με τρεμάμενα γόνατα. Κοίταξε το χλομό μπρούντζο των γυμνών ώμων του κοριτσιού. Κι αόριστα ένιωθε: Η Τζάνα χορεύει τον έρωτα.
Κάθε πνοή του ανέμου που περνούσε μέσα από τα λιβάδια έμοιαζε να συγχέεται με τις κινήσεις της, σαν ένα ανάλαφρο χάδι, κι όλα τα λουλούδια έβλεπαν στο πρώτο τους όνειρο, ότι όμοια έγερναν και ταλαντεύονταν κι αυτά. Η Τζάνα πλησίαζε όλο και πιο πολύ τον Κραλ κ' έσκυβε προς το μέρος του τόσο παράξενα, που τα μπράτσα του άντρα έμοιαζαν παραλυμένα από το άφωνο κοίταγμα. Στεκόταν εκεί σαν σκλάβος, ακούγοντας να χτυπά η καρδιά του.
Η Τζάνα τον ακράγγιζε σαν πνοή, κ' η φλόγα της τόσο κοντινής κίνησής της έφτανε σαν κύμα σ' αυτόν. Ύστερα, η Τζάνα απομακρύνθηκε, χαμογέλασε, με μιαν έκφραση νικητήριας υπερηφάνειας, και σκέφτηκε: «Δεν είναι, όσο να πεις, βασιλιάς».
Ο Τσιγγάνος συνερχόταν σιγά-σιγά και την ακολουθούσε σαν να 'ταν καμιά οπτασία του ονείρου του, πασπατευτά και κρυφά. Ξαφνικά, σταμάτησε. Κάτι έμπαινε κι ανακατευόταν στη λικνιστική κίνηση της Τζάνα. Ένα αλαφρό και κυματιστό τραγούδι που έμοιαζε να 'χει φωλιάσει απ' ώρα μέσα στο χορό της και που, βγαίνοντας, σαν μέσα από ένα μακρύ ύπνο, έμοιαζε ν' ανθίζει με όλο πιο πλούσιους και πιο ολοκληρωμένους ρυθμούς. Η χορεύτρια δίστασε. Όλες οι κινήσεις της έγιναν πιο αργές, πιο μαλακές, σαν να βρισκόταν σ' ενέδρα. Άθελά τους, τα μάτια τους στράφηκαν προς την ίδια κατεύθυνση κ' είδαν τον Προκόπ που ερχότανε. Η λεπτή σιλουέτα του νεανικού κορμιού του σχεδιαζόταν πάνω στο αργυρόγκριζο σούρουπο. Περπατούσε, σαν ασύνειδα, με ναρκωμένο βήμα, κι αντλούσε τους ήχους του γλυκού τραγουδιού του από ένα χωριάτικο φλάουτο. Τον είδαν να πλησιάζει. Ξαφνικά, ο Κραλ όρμησε προς το μέρος του κι άρπαξε το φλάουτο από τα χείλη του. Ο Προκόπ, μ’ ετοιμότητα πνεύματος, άδραξε με τ' αντρίκια χέρια του τα μπράτσα τού επιτιθέμενου, τα έσφιξε με δύναμη και δέχτηκε μ' ερωτηματικό μάτι το εχθρικό και φλογερό βλέμμα του Κραλ.
Οι δυο άντρες στέκονταν έτσι, πρόσωπο με πρόσωπο. Γύρω τους απόλυτη σιωπή. Η πράσινη καρότσα έμοιαζε να κοιτάζει την περιοχή με την αβέβαιη λάμψη των φεγγιτών της, σάμπως με λυπημένα, γιομάτα αναμονή, μάτια.
Χωρίς να βγάλουν λέξη, οι δυο Τσιγγάνοι παράτησαν το σφίξιμο. Ο Κραλ με πεισματωμένο θυμό, κι ο νέος, αντίκρυ του, με μιαν απαλά ερωτηματική συγκατάθεση στα σκοτεινά μάτια του. Κάτω από τα βλέμματα των δυο αντρών, η Τζάνα είχε παραλύσει. Της φάνηκε πως έπρεπε να πάει στον Προκόπ, να τον αγκαλιάσει και να τον ρωτήσει: «Από πού έρχεται αυτό το τραγούδι;». Μα δεν είχε τη δύναμη. Κάθισε πάλι στις φτέρνες της, στην άκρη του δρόμου, ακίνητη, σαν παιδί που κρυώνει, και σώπαινε. Τα χείλη της σώπαιναν. Τα μάτια της σώπαιναν.
Οι άντρες στάθηκαν κάμποσο έτσι, κ' ύστερα ο Κραλ έριξε στον άλλο ένα εχθρικό και προκλητικό βλέμμα κ' έφυγε. Ο Προκόπ έμοιαζε να διστάζει. Η Τζάνα είδε τα λυπημένα μάτια του νεαρού Τσιγγάνου να την αποχαιρετούν. Ρίγησε. Ύστερα, η λεπτή και λυγερή σιλουέτα άρχισε να σβήνει, ίσαμε που χάθηκε προς την κατεύθυνση που είχε πάρει ο Κραλ. Η Τζάνα άκουσε τα βήματα να χάνονται μέσα στα λιβάδια. Κράτησε την ανάσα της, τεντώνοντας τ’ αυτί μέσα στη νύχτα.
Μια ριπή ανέμου, ζεστή κ' ειρηνική, διέτρεξε τον κάμπο, σαν ανάσα κοιμισμένου παιδιού. Όλα ήταν φωτεινά κ' ήσυχα· κι από τη μεγάλη κείνη σιωπή αποσπούνταν οι ελαφροί ήχοι της ανήλικης νύχτας: το θρόισμα των γέρικων φιλυρών, μια αθώρητη νεροσυρμή, και το βαρύ πέσιμο ενός ώριμου μήλου μέσα στο φθινοπωριάτικο χορτάρι.
Rainer Maria Rilke
ΕΒΑΛΝΤ ΤΡΑΓΚΥ και άλλα διηγήματα
Μετάφραση ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Σ. I. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ O.E 1987
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου