Το έμβρυο του ερμητισμού πρέπει να το αναζητήσουμε στη χώρα, η οποία κατά την ομόφωνη μαρτυρία της αρχαιότητας ήταν και πατρίδα του ίδιου του Ερμή – στην Αρκαδία και μάλιστα σ’ εκείνη την περιοχή της όπου βρίσκεται το πιο ψηλό βουνό της – στην Κυλλήνη. Όσοι έτυχαν, ταξιδεύοντας προς την Κόρινθο και προς την Αθήνα, να πλεύσουν στον Κορινθιακό κόλπο, αυτόν το θαυμάσιο γαλάζιο ποταμό που περνάει μεταξύ των παράλληλων οροσειρών της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου,οπωσδήποτε θυμούνται την Κυλλήνη, που η χιονοσκέπαστη κορυφή της τόσο έντονα ξεχωρίζει απ’ όλη τη νότια γλύκα τής γύρω φύσης για τον ταξιδιώτη, από τη ζεστή αναπνοή της επιφάνειας της θάλασσας που διασχίζει το πλοίο του. Η Κυλλήνη είναι ο φρουρός της Αρκαδίας και ταυτόχρονα το σύμβολό της. Και πράγματι, εκείνη η ειδυλλιακή εικόνα της Αρκαδίας, που έγινε πασίγνωστη σε μας χάρη στα βουκολικά του 18ου αιώνα καθόλου δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οι αρχαίοι τη γνώριζαν ως χώρα σκληρή, με παρατεταμένους χειμώνες, άφθονους σε χιόνια, με βουνά σκεπασμένα από πυκνά δάση βελανιδιών, όπου βρίσκουν καταφύγιο διάφορα άγρια θεριά, ιδιαίτερα αρκούδες. Στις τελευταίες η Αρκαδία οφείλει και τ’ όνομά της (από το άρκτος). Τα ποτάμια της Αρκαδίας μόνο στο δυτικό μέρος της έχουν κανονική έξοδο στη θάλασσα, ενώ στο ανατολικό που εξετάζουμε τώρα καταλήγουν στις εγκάρσιες οροσειρές, μέσα από τις οποίες σκάβουν αόρατο, υπόγειο δρόμο: είναι οι λεγόμενες καταβόθρες που προκαλούσαν προληπτικό φόβο στους κατοίκους της χώρας και κατά την αρχαιότητα και κατά τους νεώτερους χρόνους. Μερικές φορές, προτού εξαφανιστεί στην καταβόθρα, ο ποταμός δημιουργεί λίμνες. Μια απ’ αυτές είναι η περίφημη Στυμφαλία λίμνη στη ρίζα της Κυλλήνης. Εννοείται ότι οι καταβόθρες θεωρούνταν είσοδοι στον τρομερό Κάτω Κόσμο. Η Στυμφαλία θεωρείτο ένα πραγματικό πρόπυλο του Άδη. Κάποτε εδώ ζούσαν οι φοβερές Στυμφαλίδες όρνιθες που απήγαγαν τις ψυχές, ώσπου τις εξολόθρεψε με τα βέλη του ο ήρωας – ελευθερωτής Ηρακλής. Ακόμα πιο γνωστός ήταν άλλος ένας ποταμός στα περίχωρα της Κυλλήνης που έπεφτε στην άβυσσο από τον απόκρημνο τρομερό βράχο στον λαβύρινθο των άγριων βουνών. Γι’ αυτό και τον ονόμασαν Στύγα, νομίζοντας ότι το ρεύμα του πιο κάτω αποτελεί το στυγερό ποταμό του Κάτω Κόσμου, όπου οι σκιές πλέουν στην αιώνια απαρηγόρητη κατοικία τους. Το νερό του θεωρείτο θανατηφόρο για τους ανθρώπους και γι’ αυτό το χρησιμοποιούσαν – παρόμοια με τα μεσαιωνικά ordalia(1) – για τους πιο ιερούς και φοβερούς όρκους. Και ακόμα ένας άλλος θρύλος συσχετιζόταν με αυτό το νερό: έλεγαν ότι αυτό μπορεί να διαλύει μέσα του διάφορα μέταλλα. Ως συνέπεια βλέπουμε – και ακριβώς σ’ αυτό συνίσταται η σημασία αυτού του θρύλου – ότι το νερό της Στύγας προκάλεσε ενδιαφέρον επίσης στους φυσιοδίφες – χημικούς. Στους νεώτερους καιρούς θέλησαν να δοκιμάσουν και την αξιοπιστία του. Ο περίφημος Νιμπούρ έχει υποθέσει ότι το νερό της Στύγας περιέχει θειώδη άλατα, όμως συμπαράσταση στην υπόθεσή του δεν βρήκε. Το 1813 ο Δανός αρχαιολόγος Broendstadt, επιθυμώντας να δώσει ριζική λύση σ’ αυτό το πρόβλημα, μετέφερε στην Κοπεγχάγη ένα σφιχτά κλεισμένο μπουκάλι στύγιο νερό, όμως το αποτέλεσμα της ανάλυσης ήταν απογοητευτικό: το νερό ήταν συνηθισμένο.
Παρακάτω ο αναγνώστης θα καταλάβει γιατί θεωρήσαμε σκόπιμο ν’ αναφερθούμε στις χημικές ιδιότητες του στύγιου νερού, τώρα, όμως, ας επιστρέψουμε στην περιγραφή που αρχίσαμε. Οι κάτοικοι «της Χώρα των Αρκούδων» δεν ήταν γεωργοί: μέχρι και την ιστορική εποχή τούς πείραζαν ότι τρέφονται με το φυσικό προϊόν των δασών τους – τα βελανίδια. Σιτάρι η σκληρή χώρα τους δεν παρήγαγε, οι πράσινες βουνοπλαγιές, αν δεν ήταν σκεπασμένες με δάση, χρησιμοποιούνταν για βοσκή. Οι Αρκάδες, όσοι δεν ζούσαν από το κυνήγι, ήταν βοσκοί. Η ζωή των βοσκών με τους ανοιχτούς χώρους της και τη απραξία ρέπει προς την ποίηση. Εκεί, στη χιονισμένη κορυφή της Κυλλήνης ο ουρανός αγγίζει τη γη, εκεί ο θεός του ουρανού Δίας γονιμοποίησε τη θεά Γη, την οποία οι Αρκάδες αποκαλούσαν απλώς «Μανούλα» - Μαία. Γιος του Δία και της Μαίας ήταν ο Κυλλήνιος Ερμής. Από τον Ερμή προέρχεται το κάθε ον, γι’ αυτό και τον λάτρευαν στην Κυλλήνη ως σύμβολο της δημιουργικής δύναμης της φύσης. Στην ουσία του ο Ερμής ήταν πανδεχής αρκαδικός θεός, όμως στις ιδέες περί αυτού το σημαντικότερο ήταν ακριβώς εκείνα τα χαρακτηριστικά που καθορίστηκαν από την ιδιότυπη καθημερινή ζωή των Αρκάδων. Ακριβώς γι’ αυτό ο Ερμής ήταν ο θεός-προστάτης της ποιμενικής ζωής. Τον παρουσίαζαν συνήθως ως τον πλέον επιθυμητό επισκέπτη των βοσκών, που τους φέρνει πίσω το παραστρατημένο πρόβατο (Ερμής Κριοφόρος)… Και όμως σ’ αυτή του την υπόσταση ο Ερμής αντιμετώπισε κάποιου είδους συναγωνισμό: οι γείτονες ακολουθούσαν με πολύ ζήλο τη λατρεία του Καρνείου Απόλλωνα, ο οποίος ως Νόμιος Απόλλωνας ήταν επίσης θεός των βοσκών. Οι Αρκάδες όμως δεν στενοχωρήθηκαν: ο θεός τους ήταν «καλύτερος». Και να, για να ενισχύσουν την πεποίθηση αυτή οι αοιδοί τους έπλασαν τον ύμνο για το πως ο Ερμής, ενώ ήταν ακόμα βρέφος, απήγαγε με επιτυχία από τον Απόλλωνα ολόκληρο κοπάδι αγελάδων. Με αυτή την πράξη το κύρος του θεού-συναγωνιστή κλονίστηκε παντελώς: και βέβαια, αν ο Απόλλωνας δεν κατάφερε να φυλάξει το κοπάδι του, ήταν ριψοκίνδυνο να του εμπιστευθούν τα δικά τους κοπάδια.
Μόλις τώρα αναφέρθηκα στους αοιδούς. Και πράγματι, υπήρχαν τέτοιοι στην Αρκαδία. Το τραγούδι είναι ο μοναδικός καρπός της ενατενιστικής ζωής. Τα μονότονα, μακρόσυρτα άσματά τους οι Αρκάδες βοσκοί τα συνόδευαν παίζοντας το πρωτόγονο έγχορδο όργανο, με ηχείο το καβούκι της κούφιας χελώνας (χέλυς). Είναι αυτονόητο ότι αυτό το όργανο έγινε δώρο του ίδιου του Ερμή, που κα’ αυτόν τον τρόπο πέτυχε και σε αυτή την περίπτωση να νικήσει τον Απόλλωνα. Όμως εννοείται ότι πιο σημαντικό από το παίξιμο στο έγχορδο όργανο ήταν το ίδιο το περιεχόμενο του τραγουδιού, η τέχνη του να προσαρμόζονται οι λέξεις και οι σκέψεις στη μουσική, και αυτή την τέχνη χάρισε στον άνθρωπο ο Ερμής: γι’ αυτό και η τέχνη της «εξήγησης» (ερμηνεύειν) πήρε απ’ αυτόν το όνομά της, ενώ ο ίδιος ο θεός ως δωρητής και προστάτης του λόγου πήρε το τιμητικό επίθετο Λόγιος.
Αυτή ήταν η φροντίδα του Ερμή για τους λάτρεις του στη ζωή, που παρέμεινε, όμως, και μετά το θάνατο. Έχω μνημονεύσει ήδη τις μυστηριώδεις καταβόθρες της Αρκαδίας που προκαλούσαν στους ανθρώπους τη σκέψη για την άμεση γειτνίαση του κόσμου και των σκιών. Υπό της επίδραση αυτής της γειτνίασης έγινε κάτι ανεπανάληπτο στις θρησκείες των ελληνικών φυλών – υποτέθηκε ότι ο Ερμής συνοδεύει τις ψυχές και στον Κάτω Κόσμο σκίζοντας έτσι το παραπέτασμα που, για όλους τους άλλους θεούς και τους ανθρώπους, χωρίζει τον έναν κόσμο από τον άλλον. Ο Ερμής λατρευόταν γι’ αυτό και ως Ψυχοπομπός. Κατείχε τη χρυσή ράβδο, που ανάγκαζε τις ψυχές να τον ακολουθούν στους σκοτεινούς δρόμους εκεί, όπου κρύβεται η Στύγα, εκεί, όπου φεύγουν τα νερά της Στυμφαλίας λίμνης. Ναι, αυτή είναι η πανίσχυρη ράβδος! Αρκεί ν’ αγγίξει με αυτή ο Ερμής τον ξύπνιο, κι αυτός αμέσως βυθίζεται στον ύπνο: αρκεί ν’ αγγίξει τον κοιμούμενο κι αυτός αμέσως ξυπνάει. Πράγματι όντας μεσίτης μεταξύ των δύο κόσμων, κατέχει όλη αυτή τη μυστική δύναμη που κρύβεται στα έγκατα της γης, στην κατοικία του θανάτου και του ύπνου. Εξ ου και η θεώρηση του Ερμή ως θεού της γοητείας και της μαγείας. Ο αναγνώστης μαντεύει, βέβαια, ότι αυτή η χρυσή ράβδος του είναι ο πρόδρομος εκείνου του μαγικού ραβδιού που η επιτακτική του κίνηση έδινε δύναμη και υπόσταση στα ξόρκια όλων των μάγων και των γητευτών των μεταγενέστερων εποχών.
Να ποια ήταν με λίγα λόγια η σημασία του Ερμή στην πατρίδα του, την Αρκαδία. Είναι, όμως, γνωστό ότι η λατρεία του δεν περιορίστηκε σ’ αυτήν. Η Αρκαδία δεν μπορούσε να αναθρέψει όλα τα παιδιά της. Μη έχοντας γι’ αυτά αρκετό ψωμί στην κυριολεξία, τα έστελνε έξω, σ’ όλες τις περιοχές του ελληνικού και του μη ελληνικού κόσμου. Ο οδοιπόρος ήταν στην αρχαιότητα – ιδιαίτερα στις πρώιμες εποχές της – πλάσμα λίγο πολύ χωρίς δικαιώματα. Στις πόλεις τον προστάτευε ο Ξένιος Δίας, στους δρόμους, όμως κανένας. Και να που οι Αρκάδες άρχισαν να προσεύχονται στον Ερμή τους για να τους «συνοδεύει» ευνοϊκά στις οδοιπορίες τους. Έτσι, λοιπόν, απέκτησε ο Ερμής άλλη μια σημασία ως θεός που παρέχει την ασφάλεια στους μεγάλους δρόμους, στις σχέσεις των ανθρώπων και μετέπειτα και των κρατών μεταξύ τους. Η χρυσή ράβδος του έγινε σύμβολο των ταξιδιών και του εμπορίου και κράτησε μέχρι σήμερα αυτή τη σημασία. Όμως τι ζωή ζούσαν αυτοί οι Αρκάδες; Τη ζωή των τυχοδιωκτών: ό,τι τους στέλνει ο θεός – ο ίδιος ο Ερμής, δηλαδή – είναι καλό γι’ αυτούς. Αν σήμερα χρειαστεί να διασκεδάσουν και να προκαλέσουν τη συμπόνια των ακροατών, θα τους ευλογήσει με το χάρισμα της ευγλωττίας. Αν αύριο χρειαστεί να πουλήσουν με κέρδος το πράγμα που αγόρασαν πάμφθηνα, θα ευνοήσει το εμπόριο ο Ερμής. Αν βρουν κάποτε κάτι καλό, το εύρημα το στέλνει ο Ερμής, εξ ου και το όνομά του – έρμαιον. Και αν η φτώχεια εξαναγκάζει σε κλοπή – ο Ερμής συγχωρεί τους κλέφτες. Κατεβαίνουμε σιγά-σιγά σ’ έναν εκχυδαϊσμένο κύκλο αντιλήψεων, μα τι να κάνουμε: οι Αρκάδες, τυχοδιώκτες εκτός των συνόρων της πατρίδας τους, δεν είχαν και την καλύτερη φήμη. Αυτό το γεγονός απεικονίζεται και στον πανελλήνιο Όλυμπο: εδώ η θέση του Ερμή είναι καθαρά υπηρεσιακή και αντιστοιχεί στη θέση των Αρκάδων λατρών του που έφυγαν από την πατρίδα τους και αναλάμβαναν περιφρονημένες δουλειές.
Αλλά και τι δεν διηγούνταν για τα δώρα του θεού τους οι Αρκάδες, άμα κατάφερναν να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους με μια φούχτα χρυσό! Τότε και η αλήθεια έπαιρνε τη γεύση του παραμυθιού, ενώ ο Ερμής, ο δωρητής της ευγλωττίας και του πονηρού νου, δε ζητούσε καν να τηρούν αυστηρά την αλήθεια. Για τους πιο πετυχημένους τυχοδιώκτες κυκλοφορούσαν ολόκληροι κύκλοι θρύλων. Και πρώτα απ’ όλα για δύο απ’ αυτούς. Ο ένας ήταν ο γιος του Ερμή, ο πιο μεγάλος σ’ όλο τον κόσμο κλέφτης και απατεώνας Αυτόλυκος (Αυτό-λύκος, «ο ίδιος ο λύκος»). Ο Όμηρος λέει γι’ αυτόν: «όλους τους ανθρώπους ξεπέρασε στην τέχνη να κλέβει και να δίνει ψεύτικους όρκους, τους οποίους του συγχωρούσε ο Ερμής», δηλαδή του έδωσε μια για πάντα την άδεια να εκμεταλλεύεται για κακό το όνομά του στους όρκους. Μπορούμε μόνο να υποθέτουμε τι διηγήσεις κυκλοφορούσαν γι’ αυτόν και για τις απατεωνιές του. Η παράδοση μάς διέσωσε μόνο ένα ίχνος που δείχνει ότι αυτός ήταν πατριάρχης όλων των αρχικλεφτών και στα δυτικο-ευρωπαϊκά και στα ρώσικα παραμύθια. Αυτό το ίχνος είναι η ιστορία για το πως απέκτησε την αντάξια σύντροφο της ζωής του στο πρόσωπο της Μήστρας (ένα προφανές όνομα από μήδομαι, η σημασία του οποίου είναι «έξυπνη») που ήξερε να μεταμορφώνεται σε διάφορα ζώα και κατ’ αυτόν τον τρόπο παρείχε χρήματα στον πατέρα της: μετατρέπεται σε άλογο, ο πατέρας την πουλάει και αυτή επιστρέφει πίσω στην αληθινή μορφή της. Μια φορά η Μήστρα πουλήθηκε στον Αυτόλυκο, ο οποίος εννοείται, βγήκε πιο πονηρός από τον γέρο, αλλά και τον έκανε, ως ανταμοιβή, πεθερό του.
Ο άλλος ήρωας, ευνοούμενος του Ερμή, είναι ο πολυμήχανος Οδυσσέας… Αλλά αυτός ήταν ο βασιλιάς της Ιθάκης, θαλασσοπόρος, πορθητής της Τροίας – τι μπορεί να πει κανείς! Μάλιστα, έτσι ήταν και στο έπος του Ομήρου, ο οποίος – ίσως ύστερα από μερικές μεταμορφώσεις – δέχτηκε να εξευγενίσει την εικόνα αυτού του παλιού Αρκάδα περιπλανώμενου. Και το ότι ο Οδυσσέας ήταν αρχικά τέτοιος, το θυμούνταν πολύ καλά οι Αρκάδες, που τον θεωρούσαν ιδρυτή της πόλης του Φενεού, ο οποίος γειτονεύει με το βουνό Κυλλήνη και τη Στυμφαλία λίμνη. Ναι, αυτός ήταν ο πανάρχαιος ευνοούμενος του αρκαδικού Ερμή ή πιο σωστά ο ίδιος ο Ερμής, η γήινη υπόστασή του. Γι’ αυτό και ο Ερμής τον προστατεύει στην «Οδύσσεια», γι’ αυτό η μητέρα του, η Αντίκλεια, λέγεται η κόρη του Αυτόλυκου, γι’ αυτό και η κατάβαση του στον Κάτω Κόσμο, σύμφωνα με τον Αισχύλο, έλαβε χώρα στην καταβόθρα της Στυμφαλίας λίμνης. Προ πολλού ήδη έχουμε αρνηθεί την άποψη ότι ο Όμηρος παρασταίνει τις πιο παλιές μορφές των ελληνικών μύθων: ότι αυτοί πέρασαν στον Όμηρο από το χωνευτήρι του ιωνικού πολιτισμού στις μικρασιατικές αποικίες, ενώ οι αρχικές μορφές τους διατηρήθηκαν στην κυρίως Ελλάδα, όντας δεμένες με τις λατρείες που τις έσωσαν από την λησμονιά και την παραμόρφωση.
Η παλιά μυθολογική ταύτιση του Οδυσσέα με τον Ερμή μάς βοηθάει να καταλάβουμε ένα παράδοξο που προβλημάτιζε τόσο τους αρχαίους όσο και τους νεώτερους μυθολόγους και μάλιστα τη γενεαλογία, κατά την οποία ο περίφημος αρκαδικός τραγόμορφος θεός Παν παρασταίνεται ως γιο του Ερμή και της Πηνελόπης. Ακόμα και με αυτό, όμως, η ουσία του παράξενου «θεού» δεν εξηγείται. Για να την καταλάβουμε πρέπει να βυθιστούμε στην απλοϊκή τραχύτητα των πρωτόγονων αντιλήψεων, όταν το θαυμάσιο ένστικτο των ζώων έκανε να τα θεωρούν όχι κατώτερα, αλλά ανώτερα πλάσματα σε σχέση με τον αδύναμο και απροστάτευτο άνθρωπο. Οι Αρκάδες βοσκοί, για τους οποίους οι κατσίκες ήταν οι τροφοί και οι ευεργέτισσες τους, φαντάζονταν το θεό τους ως τράγο. Νομίζω, μάλιστα ότι αυτή ήταν και η αρχική μορφή της αρκαδικής θρησκείας που προηγήθηκε και του ίδιου του ερμητισμού. Με την ενθρόνιση του τελευταίου ως μιας πιο προχωρημένης μορφής θρησκείας, εμφανίστηκε η ανάγκη να συσχετιστούν και οι δύο θεότητες μεταξύ τους και τότε η πιο φυσική λύση ήταν να γίνει ο Παν γιος του Ερμή. Ο παμπάλαιος ραψωδός, στον οποίο οφείλουμε ένα από τα αρχαιότερα τεκμήρια για τον Πάνα, ο συντάκτης του «Ομηρικού» ύμνου προς τιμή του, χωρίς να του λείπει το χιούμορ, έλυσε το πρόβλημά του: πολύ χαριτωμένα παρουσιάζει το φόβο της καημένης λεχούς με το που είδε το τραγοπόδαρο και το κερασφόρο μωρό της. Τράπηκε σε φυγή για να γλυτώσει, αλλά ο Ερμής δεν εξεπλάγη, τύλιξε το βρέφος σε δέρμα λαγού και ξεκίνησε για τον Όλυμπο για να μοιράσει με τους θεούς τη χαρά του. Και πράγματι, οι θεοί χάρηκαν και το βρέφος το «ονόμασαν Πάνα, διότι έχει ευφράνει τις καρδιές των πάντων». Στη μετάφραση, η λογική εξαφανίζεται: ο ραψωδός το κύρι όνομα Παν το εξηγεί με το «παν» - τα πάντα. Παρ’ ότι η ετυμολογία αυτή είναι αποτυχημένη (γεν. πτ. Πανός σίγουρα δεν μπορεί να έχει τίποτα κοινό με την γεν. πτ. Παντός), αυτή έγινε πολύ δημοφιλής, όμως, οι πιο ερευνητικοί απόγονοι δεν ήσαν πλέον ικανοποιημένοι με την αφελή εξήγηση του Ομηρίδη-ραψωδού. Ο θεός των βοσκών και των κοπαδιών, ο θεός της άγριας φύσης θέλει, ασφαλώς, μια βαθύτερα νοηματική, μια πανθεϊκή ερμηνεία. Αυτόν άρχισαν να βλέπουν ως πάνθεο, ως αντιπροσώπευση της φύσης στο σύνολό της. Ως αποτέλεσμα αυτών των αναζητήσεων δημιουργήθηκε ήδη την εποχή της πάλης του χριστιανισμού με την ειδωλολατρεία ο πασίγνωστος θρύλος για «το θάνατο του Μεγάλου Πάνα». Αλλά και ο θριαμβεύων χριστιανισμός δεν παρέδωσε στη λησμονιά τον ειδωλολατρικό «πάνθεο»: πιστός στην τάση του να μετατρέπει τις νικημένες θεότητες σε δαιμόνια ανήγαγε και το ζωόμορφο Πάνα σε πνεύμα του σκότους και του κακού. Οι αρχαιότερες εικόνες του διαβόλου αναμφίβολα πλησιάζουν το τραγοπόδαρο κερασφόρο τέρας, στη θέα του οποίου η ίδια του η μητέρα έφυγε τρέχοντας από την κλίνη της γέννας.
Αυτή ήταν η παράξενη μοίρα που περίμενε στο μέλλον την περίεργη θεότητα της Αρκαδίας.
Παρακάτω ο αναγνώστης θα καταλάβει γιατί θεωρήσαμε σκόπιμο ν’ αναφερθούμε στις χημικές ιδιότητες του στύγιου νερού, τώρα, όμως, ας επιστρέψουμε στην περιγραφή που αρχίσαμε. Οι κάτοικοι «της Χώρα των Αρκούδων» δεν ήταν γεωργοί: μέχρι και την ιστορική εποχή τούς πείραζαν ότι τρέφονται με το φυσικό προϊόν των δασών τους – τα βελανίδια. Σιτάρι η σκληρή χώρα τους δεν παρήγαγε, οι πράσινες βουνοπλαγιές, αν δεν ήταν σκεπασμένες με δάση, χρησιμοποιούνταν για βοσκή. Οι Αρκάδες, όσοι δεν ζούσαν από το κυνήγι, ήταν βοσκοί. Η ζωή των βοσκών με τους ανοιχτούς χώρους της και τη απραξία ρέπει προς την ποίηση. Εκεί, στη χιονισμένη κορυφή της Κυλλήνης ο ουρανός αγγίζει τη γη, εκεί ο θεός του ουρανού Δίας γονιμοποίησε τη θεά Γη, την οποία οι Αρκάδες αποκαλούσαν απλώς «Μανούλα» - Μαία. Γιος του Δία και της Μαίας ήταν ο Κυλλήνιος Ερμής. Από τον Ερμή προέρχεται το κάθε ον, γι’ αυτό και τον λάτρευαν στην Κυλλήνη ως σύμβολο της δημιουργικής δύναμης της φύσης. Στην ουσία του ο Ερμής ήταν πανδεχής αρκαδικός θεός, όμως στις ιδέες περί αυτού το σημαντικότερο ήταν ακριβώς εκείνα τα χαρακτηριστικά που καθορίστηκαν από την ιδιότυπη καθημερινή ζωή των Αρκάδων. Ακριβώς γι’ αυτό ο Ερμής ήταν ο θεός-προστάτης της ποιμενικής ζωής. Τον παρουσίαζαν συνήθως ως τον πλέον επιθυμητό επισκέπτη των βοσκών, που τους φέρνει πίσω το παραστρατημένο πρόβατο (Ερμής Κριοφόρος)… Και όμως σ’ αυτή του την υπόσταση ο Ερμής αντιμετώπισε κάποιου είδους συναγωνισμό: οι γείτονες ακολουθούσαν με πολύ ζήλο τη λατρεία του Καρνείου Απόλλωνα, ο οποίος ως Νόμιος Απόλλωνας ήταν επίσης θεός των βοσκών. Οι Αρκάδες όμως δεν στενοχωρήθηκαν: ο θεός τους ήταν «καλύτερος». Και να, για να ενισχύσουν την πεποίθηση αυτή οι αοιδοί τους έπλασαν τον ύμνο για το πως ο Ερμής, ενώ ήταν ακόμα βρέφος, απήγαγε με επιτυχία από τον Απόλλωνα ολόκληρο κοπάδι αγελάδων. Με αυτή την πράξη το κύρος του θεού-συναγωνιστή κλονίστηκε παντελώς: και βέβαια, αν ο Απόλλωνας δεν κατάφερε να φυλάξει το κοπάδι του, ήταν ριψοκίνδυνο να του εμπιστευθούν τα δικά τους κοπάδια.
Μόλις τώρα αναφέρθηκα στους αοιδούς. Και πράγματι, υπήρχαν τέτοιοι στην Αρκαδία. Το τραγούδι είναι ο μοναδικός καρπός της ενατενιστικής ζωής. Τα μονότονα, μακρόσυρτα άσματά τους οι Αρκάδες βοσκοί τα συνόδευαν παίζοντας το πρωτόγονο έγχορδο όργανο, με ηχείο το καβούκι της κούφιας χελώνας (χέλυς). Είναι αυτονόητο ότι αυτό το όργανο έγινε δώρο του ίδιου του Ερμή, που κα’ αυτόν τον τρόπο πέτυχε και σε αυτή την περίπτωση να νικήσει τον Απόλλωνα. Όμως εννοείται ότι πιο σημαντικό από το παίξιμο στο έγχορδο όργανο ήταν το ίδιο το περιεχόμενο του τραγουδιού, η τέχνη του να προσαρμόζονται οι λέξεις και οι σκέψεις στη μουσική, και αυτή την τέχνη χάρισε στον άνθρωπο ο Ερμής: γι’ αυτό και η τέχνη της «εξήγησης» (ερμηνεύειν) πήρε απ’ αυτόν το όνομά της, ενώ ο ίδιος ο θεός ως δωρητής και προστάτης του λόγου πήρε το τιμητικό επίθετο Λόγιος.
Αυτή ήταν η φροντίδα του Ερμή για τους λάτρεις του στη ζωή, που παρέμεινε, όμως, και μετά το θάνατο. Έχω μνημονεύσει ήδη τις μυστηριώδεις καταβόθρες της Αρκαδίας που προκαλούσαν στους ανθρώπους τη σκέψη για την άμεση γειτνίαση του κόσμου και των σκιών. Υπό της επίδραση αυτής της γειτνίασης έγινε κάτι ανεπανάληπτο στις θρησκείες των ελληνικών φυλών – υποτέθηκε ότι ο Ερμής συνοδεύει τις ψυχές και στον Κάτω Κόσμο σκίζοντας έτσι το παραπέτασμα που, για όλους τους άλλους θεούς και τους ανθρώπους, χωρίζει τον έναν κόσμο από τον άλλον. Ο Ερμής λατρευόταν γι’ αυτό και ως Ψυχοπομπός. Κατείχε τη χρυσή ράβδο, που ανάγκαζε τις ψυχές να τον ακολουθούν στους σκοτεινούς δρόμους εκεί, όπου κρύβεται η Στύγα, εκεί, όπου φεύγουν τα νερά της Στυμφαλίας λίμνης. Ναι, αυτή είναι η πανίσχυρη ράβδος! Αρκεί ν’ αγγίξει με αυτή ο Ερμής τον ξύπνιο, κι αυτός αμέσως βυθίζεται στον ύπνο: αρκεί ν’ αγγίξει τον κοιμούμενο κι αυτός αμέσως ξυπνάει. Πράγματι όντας μεσίτης μεταξύ των δύο κόσμων, κατέχει όλη αυτή τη μυστική δύναμη που κρύβεται στα έγκατα της γης, στην κατοικία του θανάτου και του ύπνου. Εξ ου και η θεώρηση του Ερμή ως θεού της γοητείας και της μαγείας. Ο αναγνώστης μαντεύει, βέβαια, ότι αυτή η χρυσή ράβδος του είναι ο πρόδρομος εκείνου του μαγικού ραβδιού που η επιτακτική του κίνηση έδινε δύναμη και υπόσταση στα ξόρκια όλων των μάγων και των γητευτών των μεταγενέστερων εποχών.
Να ποια ήταν με λίγα λόγια η σημασία του Ερμή στην πατρίδα του, την Αρκαδία. Είναι, όμως, γνωστό ότι η λατρεία του δεν περιορίστηκε σ’ αυτήν. Η Αρκαδία δεν μπορούσε να αναθρέψει όλα τα παιδιά της. Μη έχοντας γι’ αυτά αρκετό ψωμί στην κυριολεξία, τα έστελνε έξω, σ’ όλες τις περιοχές του ελληνικού και του μη ελληνικού κόσμου. Ο οδοιπόρος ήταν στην αρχαιότητα – ιδιαίτερα στις πρώιμες εποχές της – πλάσμα λίγο πολύ χωρίς δικαιώματα. Στις πόλεις τον προστάτευε ο Ξένιος Δίας, στους δρόμους, όμως κανένας. Και να που οι Αρκάδες άρχισαν να προσεύχονται στον Ερμή τους για να τους «συνοδεύει» ευνοϊκά στις οδοιπορίες τους. Έτσι, λοιπόν, απέκτησε ο Ερμής άλλη μια σημασία ως θεός που παρέχει την ασφάλεια στους μεγάλους δρόμους, στις σχέσεις των ανθρώπων και μετέπειτα και των κρατών μεταξύ τους. Η χρυσή ράβδος του έγινε σύμβολο των ταξιδιών και του εμπορίου και κράτησε μέχρι σήμερα αυτή τη σημασία. Όμως τι ζωή ζούσαν αυτοί οι Αρκάδες; Τη ζωή των τυχοδιωκτών: ό,τι τους στέλνει ο θεός – ο ίδιος ο Ερμής, δηλαδή – είναι καλό γι’ αυτούς. Αν σήμερα χρειαστεί να διασκεδάσουν και να προκαλέσουν τη συμπόνια των ακροατών, θα τους ευλογήσει με το χάρισμα της ευγλωττίας. Αν αύριο χρειαστεί να πουλήσουν με κέρδος το πράγμα που αγόρασαν πάμφθηνα, θα ευνοήσει το εμπόριο ο Ερμής. Αν βρουν κάποτε κάτι καλό, το εύρημα το στέλνει ο Ερμής, εξ ου και το όνομά του – έρμαιον. Και αν η φτώχεια εξαναγκάζει σε κλοπή – ο Ερμής συγχωρεί τους κλέφτες. Κατεβαίνουμε σιγά-σιγά σ’ έναν εκχυδαϊσμένο κύκλο αντιλήψεων, μα τι να κάνουμε: οι Αρκάδες, τυχοδιώκτες εκτός των συνόρων της πατρίδας τους, δεν είχαν και την καλύτερη φήμη. Αυτό το γεγονός απεικονίζεται και στον πανελλήνιο Όλυμπο: εδώ η θέση του Ερμή είναι καθαρά υπηρεσιακή και αντιστοιχεί στη θέση των Αρκάδων λατρών του που έφυγαν από την πατρίδα τους και αναλάμβαναν περιφρονημένες δουλειές.
Αλλά και τι δεν διηγούνταν για τα δώρα του θεού τους οι Αρκάδες, άμα κατάφερναν να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους με μια φούχτα χρυσό! Τότε και η αλήθεια έπαιρνε τη γεύση του παραμυθιού, ενώ ο Ερμής, ο δωρητής της ευγλωττίας και του πονηρού νου, δε ζητούσε καν να τηρούν αυστηρά την αλήθεια. Για τους πιο πετυχημένους τυχοδιώκτες κυκλοφορούσαν ολόκληροι κύκλοι θρύλων. Και πρώτα απ’ όλα για δύο απ’ αυτούς. Ο ένας ήταν ο γιος του Ερμή, ο πιο μεγάλος σ’ όλο τον κόσμο κλέφτης και απατεώνας Αυτόλυκος (Αυτό-λύκος, «ο ίδιος ο λύκος»). Ο Όμηρος λέει γι’ αυτόν: «όλους τους ανθρώπους ξεπέρασε στην τέχνη να κλέβει και να δίνει ψεύτικους όρκους, τους οποίους του συγχωρούσε ο Ερμής», δηλαδή του έδωσε μια για πάντα την άδεια να εκμεταλλεύεται για κακό το όνομά του στους όρκους. Μπορούμε μόνο να υποθέτουμε τι διηγήσεις κυκλοφορούσαν γι’ αυτόν και για τις απατεωνιές του. Η παράδοση μάς διέσωσε μόνο ένα ίχνος που δείχνει ότι αυτός ήταν πατριάρχης όλων των αρχικλεφτών και στα δυτικο-ευρωπαϊκά και στα ρώσικα παραμύθια. Αυτό το ίχνος είναι η ιστορία για το πως απέκτησε την αντάξια σύντροφο της ζωής του στο πρόσωπο της Μήστρας (ένα προφανές όνομα από μήδομαι, η σημασία του οποίου είναι «έξυπνη») που ήξερε να μεταμορφώνεται σε διάφορα ζώα και κατ’ αυτόν τον τρόπο παρείχε χρήματα στον πατέρα της: μετατρέπεται σε άλογο, ο πατέρας την πουλάει και αυτή επιστρέφει πίσω στην αληθινή μορφή της. Μια φορά η Μήστρα πουλήθηκε στον Αυτόλυκο, ο οποίος εννοείται, βγήκε πιο πονηρός από τον γέρο, αλλά και τον έκανε, ως ανταμοιβή, πεθερό του.
Ο άλλος ήρωας, ευνοούμενος του Ερμή, είναι ο πολυμήχανος Οδυσσέας… Αλλά αυτός ήταν ο βασιλιάς της Ιθάκης, θαλασσοπόρος, πορθητής της Τροίας – τι μπορεί να πει κανείς! Μάλιστα, έτσι ήταν και στο έπος του Ομήρου, ο οποίος – ίσως ύστερα από μερικές μεταμορφώσεις – δέχτηκε να εξευγενίσει την εικόνα αυτού του παλιού Αρκάδα περιπλανώμενου. Και το ότι ο Οδυσσέας ήταν αρχικά τέτοιος, το θυμούνταν πολύ καλά οι Αρκάδες, που τον θεωρούσαν ιδρυτή της πόλης του Φενεού, ο οποίος γειτονεύει με το βουνό Κυλλήνη και τη Στυμφαλία λίμνη. Ναι, αυτός ήταν ο πανάρχαιος ευνοούμενος του αρκαδικού Ερμή ή πιο σωστά ο ίδιος ο Ερμής, η γήινη υπόστασή του. Γι’ αυτό και ο Ερμής τον προστατεύει στην «Οδύσσεια», γι’ αυτό η μητέρα του, η Αντίκλεια, λέγεται η κόρη του Αυτόλυκου, γι’ αυτό και η κατάβαση του στον Κάτω Κόσμο, σύμφωνα με τον Αισχύλο, έλαβε χώρα στην καταβόθρα της Στυμφαλίας λίμνης. Προ πολλού ήδη έχουμε αρνηθεί την άποψη ότι ο Όμηρος παρασταίνει τις πιο παλιές μορφές των ελληνικών μύθων: ότι αυτοί πέρασαν στον Όμηρο από το χωνευτήρι του ιωνικού πολιτισμού στις μικρασιατικές αποικίες, ενώ οι αρχικές μορφές τους διατηρήθηκαν στην κυρίως Ελλάδα, όντας δεμένες με τις λατρείες που τις έσωσαν από την λησμονιά και την παραμόρφωση.
Η παλιά μυθολογική ταύτιση του Οδυσσέα με τον Ερμή μάς βοηθάει να καταλάβουμε ένα παράδοξο που προβλημάτιζε τόσο τους αρχαίους όσο και τους νεώτερους μυθολόγους και μάλιστα τη γενεαλογία, κατά την οποία ο περίφημος αρκαδικός τραγόμορφος θεός Παν παρασταίνεται ως γιο του Ερμή και της Πηνελόπης. Ακόμα και με αυτό, όμως, η ουσία του παράξενου «θεού» δεν εξηγείται. Για να την καταλάβουμε πρέπει να βυθιστούμε στην απλοϊκή τραχύτητα των πρωτόγονων αντιλήψεων, όταν το θαυμάσιο ένστικτο των ζώων έκανε να τα θεωρούν όχι κατώτερα, αλλά ανώτερα πλάσματα σε σχέση με τον αδύναμο και απροστάτευτο άνθρωπο. Οι Αρκάδες βοσκοί, για τους οποίους οι κατσίκες ήταν οι τροφοί και οι ευεργέτισσες τους, φαντάζονταν το θεό τους ως τράγο. Νομίζω, μάλιστα ότι αυτή ήταν και η αρχική μορφή της αρκαδικής θρησκείας που προηγήθηκε και του ίδιου του ερμητισμού. Με την ενθρόνιση του τελευταίου ως μιας πιο προχωρημένης μορφής θρησκείας, εμφανίστηκε η ανάγκη να συσχετιστούν και οι δύο θεότητες μεταξύ τους και τότε η πιο φυσική λύση ήταν να γίνει ο Παν γιος του Ερμή. Ο παμπάλαιος ραψωδός, στον οποίο οφείλουμε ένα από τα αρχαιότερα τεκμήρια για τον Πάνα, ο συντάκτης του «Ομηρικού» ύμνου προς τιμή του, χωρίς να του λείπει το χιούμορ, έλυσε το πρόβλημά του: πολύ χαριτωμένα παρουσιάζει το φόβο της καημένης λεχούς με το που είδε το τραγοπόδαρο και το κερασφόρο μωρό της. Τράπηκε σε φυγή για να γλυτώσει, αλλά ο Ερμής δεν εξεπλάγη, τύλιξε το βρέφος σε δέρμα λαγού και ξεκίνησε για τον Όλυμπο για να μοιράσει με τους θεούς τη χαρά του. Και πράγματι, οι θεοί χάρηκαν και το βρέφος το «ονόμασαν Πάνα, διότι έχει ευφράνει τις καρδιές των πάντων». Στη μετάφραση, η λογική εξαφανίζεται: ο ραψωδός το κύρι όνομα Παν το εξηγεί με το «παν» - τα πάντα. Παρ’ ότι η ετυμολογία αυτή είναι αποτυχημένη (γεν. πτ. Πανός σίγουρα δεν μπορεί να έχει τίποτα κοινό με την γεν. πτ. Παντός), αυτή έγινε πολύ δημοφιλής, όμως, οι πιο ερευνητικοί απόγονοι δεν ήσαν πλέον ικανοποιημένοι με την αφελή εξήγηση του Ομηρίδη-ραψωδού. Ο θεός των βοσκών και των κοπαδιών, ο θεός της άγριας φύσης θέλει, ασφαλώς, μια βαθύτερα νοηματική, μια πανθεϊκή ερμηνεία. Αυτόν άρχισαν να βλέπουν ως πάνθεο, ως αντιπροσώπευση της φύσης στο σύνολό της. Ως αποτέλεσμα αυτών των αναζητήσεων δημιουργήθηκε ήδη την εποχή της πάλης του χριστιανισμού με την ειδωλολατρεία ο πασίγνωστος θρύλος για «το θάνατο του Μεγάλου Πάνα». Αλλά και ο θριαμβεύων χριστιανισμός δεν παρέδωσε στη λησμονιά τον ειδωλολατρικό «πάνθεο»: πιστός στην τάση του να μετατρέπει τις νικημένες θεότητες σε δαιμόνια ανήγαγε και το ζωόμορφο Πάνα σε πνεύμα του σκότους και του κακού. Οι αρχαιότερες εικόνες του διαβόλου αναμφίβολα πλησιάζουν το τραγοπόδαρο κερασφόρο τέρας, στη θέα του οποίου η ίδια του η μητέρα έφυγε τρέχοντας από την κλίνη της γέννας.
Αυτή ήταν η παράξενη μοίρα που περίμενε στο μέλλον την περίεργη θεότητα της Αρκαδίας.
_____________
1. Ordalia – μεσαιωνική λατινική λέξη (από το γερμ. Urteil «Κρίση», σύγκρ. αγγλ. Ordeal) η οποία έγινε όρος στις μελέτες επάνω στην ιστορία της θρησκείας και σημαίνει διάφορες δοκιμασίες στη διάρκεια «θείας δίκης». Βλ. π.χ. Σοφοκλή «Αντιγόνη», 264-265 – δοκιμασία «δια πυρός και σιδήρου». (Σημ. του μεταφραστή)
THADDEUS ZIELINSKI
ΕΡΜΗΣ Ο ΤΡΙΣΜΕΓΙΣΤΟΣ
και οι αρκαδικές απαρχές του
Μετάφραση OLEG TSYBENKO
Εκδόσεις ΕΚΑΤΗ 2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου