.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ∆ΥΟ ΖΩΕΣ - Ambrose Bierce

Αυτή είναι η αλλόκοτη ιστορία του Ντέιβιντ Ουίλιαµ Ντακ, όπως την διηγήθηκε ο ίδιος. Ο Ντακ είναι ένας γέρος που ζει στην Ορόρα, στο Ιλινόις, αλλά τον σέβονται σε όλη την χώρα. Οι περισσότεροι τον γνωρίζουν σαν «Νεκρό Ντακ».
«Το Φθινόπωρο του 1866 ήµουν οπλίτης στο ∆έκατο Όγδοο Σύνταγµα Πεζικού. Ο Λόχος µου είχε έδρα το Οχυρό Φιλ Κέρνι, υπό τις διαταγές του Συνταγµατάρχη Κάρινγκτον. Η περιοχή συνδέθηκε λίγο ως πολύ µε την ιστορία του φρουρίου, ειδικά µετά την σφαγή από τους Σιου ογδόντα ενός οπλιτών και αξιωµατικών. ∆εν γλίτωσε κανείς. Έµειναν όλοι εκεί και πολέµησαν, παραβαίνοντας τις διαταγές του διοικητή τους, του γενναίου αλλά ριψοκίνδυνου Συνταγµατάρχη Φέτερµαν. Όταν έγινε αυτό, εγώ προσπαθούσα να παραδώσω σπουδαίες διαταγές στο Οχυρό Σ. Φ. Σµίθ, στο Μπιγκ Χορν. Το τόπος ήταν γεµάτος Ινδιάνους αγριεμένους. Μιλιούνια παντού. Γι’ αυτό ταξίδευα πάντα νύχτα και κρυβόµουν όσο καλύτερα µπορούσε πριν ξηµερώσει. Για να µην τραβάω την προσοχή τους, ταξίδευα πεζός, µε µιαν αυτόµατη καραµπίνα και προµήθειες για τρεις µέρες στο γυλιό µου.
»Την δεύτερη µέρα, ξεχώρισα ανάµεσα στα βράχια ένα στενό ένα στενό πέρασµα. Ήταν ακόµη σκοτεινά, και µου φάνηκε καλή κρυψώνα για την µέρα. Ήταν γεµάτο µεγάλα βράχια που είχαν κυλήσει από τις πλαγιές. Στην βάση ενός βράχου φύτρωναν κάτι θάµνα. Έστρωσα εκεί και το έριξα στον ύπνο. Μου φάνηκε πως δεν πρόλαβα καλά-καλά να κλείσω τα µάτια µου, παρόλο που είχε µεσηµεριάσει ήδη, όταν µε ξύπνησε µια τουφεκιά. Η σφαίρα χτύπησε στο βράχο, ακριβώς πάνω από το κεφάλι µου. Με ανακάλυψε µια οµάδα Ινδιάνων, και τώρα µε είχαν περικυκλώσει για τα καλά. Την τουφεκιά την είχε ρίξει ένας από αυτούς, αλλά δεν ήξερε σηµάδι. Βρισκόταν ψηλά πάνω στον λόφο. Ο καπνός του όπλου του τον πρόδωσε, κι έτσι πετάχτηκα όρθιος πριν προλάβει να κατέβει την πλαγιά. Έσκυψα κι άρχισα να τρέχω ανάµεσα στους θάµνους κάνοντας ελιγµούς, ενώ γύρω µου οι σφαίρες των αόρατων εχθρών έπεφταν βροχή. Τα τσακάλια δεν µε κυνήγησαν, πράγµα που µου φάνηκε παράξενο, γιατί από τα ίχνη µου θα είχαν ήδη καταλάβει πως ήµουν µόνος. ∆εν άργησα να καταλάβω τον λόγο της απραξίας τους. Καµιά κατοσταριά µέτρα πιο κάτω αναγκάστηκα να σταµατήσω το τρέξιµο. Το φαράγγι, που µου είχε φανεί για πέρασµα µέσα στην νύχτα, σταµατούσε στο κοίλωµα ενός σχεδόν οριζόντιου και εντελώς γυµνού βράχου. Είχα πιαστεί σαν τον ποντικό στην φάκα. ∆εν χρειαζόταν να µε κυνηγήσουν. Απλά να περιµένουν.
»Και περίµεναν. ∆υο µέρες και δυο νύχτες, καραδοκούσαν στην κορυφή του λόφου, πίσω από τα θεριεµένα δέντρα. ∆υο µέρες και δυο νύχτες, µε την πλάτη κολληµένη στον βράχο, περίµενα την πείνα, την δίψα, κι απελπιζόµουν πως κανείς δεν θα µε γλίτωνε, κι έριχνα καταπάνω τους, όπου έβλεπα καπνό από όπλο, και µου έριχναν κι αυτοί. Φυσικά, την νύχτα δεν τολµούσα να κλείσω τα µάτια. Η αγρύπνια ήταν το µεγαλύτερο µαρτύριο.
»Θυµάµαι το πρωί της τρίτης µέρας, που ήξερα πως θα ήταν η τελευταία µου. Θυµάµαι, κάπως ακαθόριστα, πως πάνω στην απελπισία µου άρχισα να παραληρώ. Πετάχτηκα ακάλυπτος κι άρχισα να ρίχνω στα τυφλά. ∆εν θυµάµαι τίποτε άλλο από εκείνη την µάχη.
»Το επόµενο πράγµα που κατάφερα να φέρω στο µυαλό µου ήταν ένα ποτάµι. Σύρθηκα από το νερό στην όχθη του, καθώς έπεφτε η νύχτα. Ήµουν ολόγυµνος και δεν ήξερα που βρισκόµουν. Ταξίδευα όλη-νύχτα νότια. Κρύωνα, τα πόδια µου µε πονούσαν. Χάραζε όταν βρέθηκα µπροστά στο Οχυρό Σ. Φ. Σµιθ, στον προορισµό µου, αλλά χωρίς τα έγγραφα που θα έπρεπε να τους φέρω. Ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησα ήταν ο Ουίλιαµ Μπρίσκο, ένας Λοχίας που τον γνώριζα καλά. Φαντάζεσαι την έκπληξή του όταν µε είδε σ’ αυτήν την κατάσταση; Την δική µου να δεις, όταν µε ρώτησε ποιος διάολος ήµουν.
‘Ο Ντέιβ Ντακ’ απάντησα. ‘Ποιος άλλος;’
»Με κοίταξε σαν νυχτοπούλι.
‘Θα ’θελες’ είπε, και παρατήρησα πως τραβήχτηκε λίγο. «Τι τρέχει;» πρόσθεσε.
»Του εξήγησα τι µου συνέβη την προηγουµένη. Με άκουσε προσεκτικά, συνεχίζοντας να µε καρφώνει µε το βλέµµα του. Ύστερα είπε: ‘Φιλαράκο µου, αν είσαι ο Ντέιβ Ντακ, τότε οφείλω να σε πληροφορήσω πως σε έθαψα πριν από δύο µήνες. Βγήκα µε µια µικρή περίπολο και βρήκαµε το πτώµα σου κόσκινο από τις σφαίρες, µε το κεφάλι φρεσκογδαρµένο, και ολίγον τι ακρωτηριασµένο, εκεί που λες πως σε πλάκωσαν οι Ινδιάνοι. Λυπάµαι. Έλα στην σκηνή µου να σου δείξω τα ρούχα σου και µερικά γράµµατα που κουβαλούσες. Τα έγγραφα τα έχει ο ∆ιοικητής’.
»Πραγµατικά, µε πήγε στην σκηνή του, µου έδειξε τα ρούχα που φορούσα και τα γράµµατα που είχα στην τσέπη µου. ∆εν έκανε κανένα σχόλιο. Ύστερα, µε πήγε στον ∆ιοικητή, ο οποίος άκουσε την ιστορία µου, και διέταξε ψυχρά τον Μπρίσκο να µε βάλει στο κρατητήριο. Καθώς µε πήγαινε εκεί, του είπα:
‘Μπιλ Μπρίσκο, είσαι σίγουρος πως έθαψες το πτώµα που φορούσε αυτά τα ρούχα;»
‘Σιγουρότατος’ απάντησε. ‘Ήταν ο Ντέιβ Ντακ, εντάξει; Όλοι τον γνωρίζαμε. Γι’ αυτό, το καλό που σου θέλω είναι ν’ αφήσεις τα παραμύθια, παλιοαπατεώνα, και να πεις ποιος είσαι’.
‘Και τι δεν θα ’δινα να μάθω’ είπα εγώ.
»Μια βδομάδα αργότερα, δραπέτευσα από το κρατητήριο, κι απομακρύνθηκα όσο περισσότερο μπορούσα. ∆υο φορές έψαξα να βρω εκείνο το μέρος που πέρασα τα πάνδεινα. ∆εν κατάφερα τίποτε».
Ambrose Bierce
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: