Κεφάλαιο Ι
Είχε ένα δίπλωμα Νομικής και γαλάζια όνειρα. Είχε κι ένα παλιό παντελόνι γκρι, φαγωμένο στα καπούλια. Βοηθός ενός «παρ' άπασι τοις δικαστηρίοις» μαιτρ, μοίραζε τις μέρες του στα «δημόσια καταστήματα» και σε μια πολυθρόνα με φαγωμένη ράχη. Τις νύχτες έπινε μπύρα και πήγαινε στις φτηνές γυναικούλες. Σε δυο χρόνια απόχτησε χρέη και τη βεβαιότητα πως δεν θα τα εξοφλήσει ποτέ. Κι έθαψε τα γαλάζια όνειρα.
-Δεν θα φτάσω ποτέ κάπου, λέει στον φίλο του. Απελπίστηκα.
-Γιατί δεν αυτοκτονείς;
-Θα το σκεφτώ. Καληνύχτα.
Δεν αυτοκτόνησε εξ αιτίας μιας μικρής μοδιστρούλας με μεγάλο τακούνι. Έπρεπε να την παίρνει απ' το εργαστήρι της κάθε βράδυ και να την πηγαίνει σ' ένα πάρκο. Εκεί τη γέμιζε φιλιά και σκέδια. Εκείνη τα φόρτωνε όλα, στις εννιά ακριβώς, στο λεωφορείο και τα κουβαλούσε σ' ένα σπίτι φτωχικό, με μια λάμπα του πετρελαίου που φώτιζε τα κρεμασμένα μουστάκια κάποιου πατριάρχη. Τη ρωτούσανε πάντοτε.
-Τώρα σκόλασες;
Κι έλεγε «ναι» σε φυσικό χρωματισμό. Πριν μπει είχε αφήσει τα κραγιόνια στο μαντηλάκι της.
Τον σκεφτότανε πάντα ύστερα απ' τη σούπα και λογάριαζε τον καιρό που θα παντρευόντησαν. Μα σαν απελπίστηκε γι' αυτόν τον γάμο άκουσε κάποιον γέρο κύριο που την κάλεσε σε μια λιμουζίνα με καλοριφέρ. Εκείνος δεν έκλαψε. Όταν ο «μαιτρ» τον κάλε σε στο γραφείο του, πήγε βαρετά.
-Θ α πάτε στο Λιμεναρχείο.
-Δεν θα πάω πουθενά. Παραιτούμαι. Χαίρετε.
Βγήκε στον δρόμο έδωσ' ένα τάλληρο στον ζητιάνο της γωνιάς.
-Και τώρα τι θα κάνεις; είπε ο φίλος του. Θα δικηγορήσεις μοναχός σου;
-Όχι. Τη σιχαίνουμαι αυτή τη δουλειά. Κάθε δουλειά είναι βρωμιά και ιδρώτας.
-Και τι θ' απογίνεις;
-Θα πάω περίπατο.
Για πείσμα έκανε περίπατο ένα μήνα. Ύστερα πήγε στο θέατρο να δει το έργο κάποιου ακαδημαϊκού. Χασμουρήθηκε στην πρώτη πράξη κι αποκοιμήθηκε στη δεύτερη. Ακούμπησε κιόλας το κεφάλι του στον ώμο της διπλανής κυρίας. Εκείνη διαμαρτυρήθηκε.
-Τ ο παθαίνετε συχνά αυτό;
-Κάθε φορά που παρακολουθώ έργα ακαδημαϊκών.
Η κυρία γέλασε γιατί είχε πάει στο θέατρο με πρόγραμμα να γελάσει. Τον κάλεσε και στο σπίτι της.
-Χρειάζομαι έναν άνθρωπο έξυπνο για τις υποθέσεις μου, είπε. Θέλετε να γίνετε γραμματέας μου;
Και γίνηκε γραμματέας της. Κουβάλησε κιόλας τα ρούχα του. Δυο πουκάμισα, δυο γραβάτες και τρεις κάλτσες. Την τέταρτη την είχε χάσει. Πήρε και μισθό. Η δουλειά ήτανε κουραστική. Έγραφ' ένα γράμμα τη βδομάδα, τις άλλες ώρες πάχαινε και χασμουριότανε.
«Είμαι τεμπέλης», σκεφτότανε. «Είμαι τεμπέλης γιατί έτσι μ' αρέσει και γιατί οι άνθρωποι είναι ηλίθιοι. Πιστεύουνε πως τα ερτζιανά κύματα γίνανε για να παίζουνε τα ραδιόφωνα και πως ο Σαμψών σκότωσε τους Φιλισταίους μ' ένα σαγόνι γαϊδάρου. Ανοίγουνε μαγαζιά και πουλάνε ο ένας του άλλου κάτι, το βράδυ πάνε στα σπίτια τους σκοτωμένοι από την κούραση και απολαμβάνουν "της οικογενειακής θαλπωρής και γαλήνης" εξόν αν μαλώσουνε με τη γυναίκα τους γιατί το φαΐ ήτανε τσαγγό. Ευχαριστούνε κάποιον Ύψιστο ή βρίζουνε μια Τύχη ανάλογα με το περιεχόμενο της τσέπης τους. Πριν πεθάνουνε σκέφτουνται την αιωνιότητα. Είναι έντιμοι, σιχαίνουνται τις πόρνες, μα τρέχουνε σ' αυτές. Λένε την αλήθεια όταν δεν πρέπει να πουν ψέματα, οι συφιλιδικοί γεμίζουνε αρρώστια τους γερούς, οι γιατροί ζητάνε προκαταβολές για να εξασκήσουνε το "κοινωφελές έργο" τους. Οι παπάδες παίζουνε ρόλο μαστρωπού μεταξύ Θεού και πιστών. Όλοι κλέβουνε. Οι έμποροι στο ζύγι, τα γκαρσόνια στον λογαριασμό, οι δάσκαλοι κλέβουνε το Δημόσιο. Κάνανε όμως νόμους για τους κακούς. Κακός είναι όποιος δεν πάει με τα νερά των καλών. Άμα σκοτώσεις είσαι κακός. Ο Ναπολέοντας ήτανε καλός. Είναι κι οι σοφοί. Οι σοφοί βρήκανε τον ηλεκτρισμό, την έδρα της ψυχής και το ρετσινόλαδο. Έτσι σώθηκε η ανθρωπότητα. Αν ήμουνα άρχοντας θα τους κρέμαγα πρώτους. Την ανθρωπότητα τη φτιάχνουν οι γυναίκες. Καμαρώνουνε γι' αυτό. Σαν είναι μάλιστα και Κλεοπάτρες πίνουνε στο λικέρ τους μαργαριτάρια. Όσες δεν είναι Κλεοπάτρες πίνουνε μαργαριτάρια imitation. Κατά τη γνώμη μου, κάθε άνθρωπος μόλις γεννιέται πρέπει να πηγαίνει για ύπνο και να ξυπνάει τη μέρα που θα πεθάνει. Τα δικαστήρια να γίνουνε κοιτώνες. Τα σχολεία να γίνουνε κοιτώνες. Να κάψουνε τα βιβλία κι εκείνους που γράφουνε βιβλία. Να κάψουνε τα φάρμακα, τα γραμματόσημα και τους μπακάληδες. Τα χαρτονομίσματα να γίνουνε χαρτιά της τουαλέτας. Όποιος μιλάει για "μελλοντική καλυτέρευση" να του κόβουνε τη γλώσσα. Όποιος πιστεύει στα "ιδανικά" να τον ζεύουνε στα κάρα. Να λειώσουνε τις καμπάνες γιατί δεν μας αφήνουνε να κοιμηθούμε τις Κυριακές. Τους ποιητές να τους ξουρίσουνε στο κεφάλι. Άμα δεν έχουνε μαλλιά δεν είναι πια ποιητές. Τις παρθένες να τις βγάλουνε στη λοταρία. Παρθένα λέγεται μια γυναίκα που επιτρέπεται να τα κάνει όλα, εξόν από κείνο για το οποίο πλάστηκε. Οι παρθένες διαφέρουνε απ' τις γυναίκες. Αν κλείσεις δέκα παρθένες σ' ένα σπίτι, λέγεται "Παρθεναγωγείο". Αν κλείσεις δέκα γυναίκες, λέγεται "παλιόσπιτο"».
Και ξαπλωνότανε τ' ανάσκελα.
***
Κεφάλαιο XXVIII
Ήτανε μια καλύβα από χοντρά κούτσουρα. Μπροστά απλωνότανε το φιόρντ, πιο πάνω το βουνό γεμάτο σοβαρά δέντρα. Σαν την αγόρασε, βάλθηκε να σκαρώσει ένα τζάκι, πήρε κι ένα σκύλο με κίτρινα μάτια και μια κοπέλα με μακριές πλεξούδες. Ήτανε κάποια Ίνγκριδ που φορούσε πόλκα με μπλε γύρο. Την αντάμωσε στο χωριό, μια ώρα δρόμο, και την παντρεύτηκε.
Στον θαμπό ήλιο άπλωνε τα δίχτυα του, να στεγνώσουνε. Τη βάρκα του, τη βάφτισε κι αυτή Ίνγκριδ, γιατί δεν έβρισκε άλλο πρόχειρο όνομα. Η Ίνγκριδ με τις πλεξούδες καμάρωνε γι' αυτό. Σαν δούλευε τραγουδούσε κάτι αλλιώτικους σκοπούς, γιομάτους γαλήνη, με μια φωνή συρτή και χαδιάρικη. Εκείνος ξεκουραζότανε να την ακούει, καθισμένος σε μια χοντρή πολυθρόνα και σκαλίζοντας τη φωτιά με μια βαρειά τσιμπίδα.
Σε βολικόν καιρό έμπαινε στην ξύλινη Ίνγκριδ και πήγαινε μακριά στα περάσματα, να βγάλει ασημένια ψάρια που σπαρταρούσανε. Τα έδινε στο μαγαζί του χωριού, το αφεντικό, που ήτανε καλός άνθρωπος, τα ζύγιζε προσεχτικά και του γέμιζ' ένα ζεμπίλι από άλλα φαγώσιμα. Του 'δινε και φτηνό καπνό και σαπούνι, χωρίς να τον κλέβει. Ύστερα πίνανε ένα ποτηράκι μαζί και χαιρετιόντουσαν.
-Αντίο Γιάνσεν.
-Η καλή ώρα μαζί σου, Μάνος.
Κι άραζε μπροστά στην πόρτα του την Ίνγκριδ, ακούγοντας το τραγούδι της Ίνγκριδ της άλλης, που τον περίμενε γιομάτη αγάπη κι υποταγή. Τότε χάιδευε το κεφάλι του σκύλου και καθότανε ξένοιαστος μπροστά σ' ένα πιάτο που άχνιζε. Ύστερα κάπνιζε σ' ένα μακρύ τσιμπούκι. Έλεγε:
«Είμαι μονάχος; Κανένας δεν με ξέρει, δεν σκορπάω ούτε αγάπη ούτε μίσος. Τα μαλλιά μου γίνανε γκρίζα και τα καθρεφτίζω στα νερά του φιόρντ. Εκεί μέσα έσβησα τους φλογισμένους μου πόθους μακριά απ' τ' ανθρώπινα χνώτα. Γύρεψα την ευτυχία κοντά στους άλλους. Μα σαν κατάλαβα πως κανένας δεν μπορεί να μου τη δώσει, έφτιασα μια ξύλινη καλύβα για να στεγάσω τη σβησμένη μου ύπαρξη. Ο θάνατος θα 'ρθει, μια χειμωνιάτικη νύχτα και θα με βρει γελαστόν κι αμέριμνο. Δεν θα μείνω ούτε αναμνηστική επιγραφή τάφου, ούτε κάντρο οικογενειακής πινακοθήκης, έτσι θ' απολαύσω όλη τη μακαριότητα της μετριότητας».
Χάιδευε τα μαλλιά της Ίνγκριδ. Εκείνη κοκκίνιζε από ευχαρίστηση, σαν την άφηνε τραγουδούσε με πιότερο κέφι. Ήτανε ένα ζώο καλόβολο κι ευγενικό, τα δόντια της άσπρα, τα μάτια της γαλάζια και γελαστά. Ο σκύλος το ίδιο. Κι οι δυο μαζί δεν υποσχόντουσαν. Δίνανε όσο μπορούσαν. Ο αέρας της μοναξιάς τους είχε μάθει να δέχουνται κάθε κατάσταση με απάθεια, χωρίς έκπληξη, και να τρυγάνε τη χαρά όταν ερχότανε.
Μια φορά τόλμησε να του πει:
-Την Κυριακή έχει μπάλλο, κάτω στο χωριό.
Και την πήγε στον μπάλλο. Βρέθηκε τότε σ' έναν κύκλο από ανθρώπους σαν την Ίνγκριδ, όλοι τον υποδεχτήκανε με χαρά και του χαμογελούσανε κάθε φορά που περνούσανε μπροστά του, χορεύοντας.
Τότε ένοιωσε μέσα του μια συγκίνηση, μια βουρκωμένη και μελαγχολική ευτυχία. Τράβηξε μόνος του σ' έναν περίπατο και κάθισε σ' έναν βράχο.
«Αυτό λέγεται μακαριότητα», συλλογίστηκε. «Και βρίσκεται μακριά, πολύ μακριά, σ' ένα φιορντ ακίνητο που σε κάνει να ξεχνάς το κάθε τι. Κι αν ακόμα σιχαινόμουνα τους ανθρώπους... δω πάνω ξέχασα πώς σιχαίνονται... τα ξέχασα όλα».
-Μείνε να χορέψεις, γέλασε στην Ίνγκριδ.
Ο Γιάνσεν τον κέρασε πάλι ένα ποτηράκι και τον χτύπησε στην πλάτη.
-Φεύγεις; Να σε πάω λίγο δρόμο.
Του μιλούσε για τα μικρά νέα δέντρα.
-Πρέπει να τα προσέξουμε. Αλλιώς θα φυτρώσουνε άσκημα. Γίνονται τόσο όμορφα αν τα προσέξεις.
Και τον άφησε στα μισά της καλύβας.
Ο Μάνος τράβηξε μόνος. Περπατούσε με το κεφάλι σκυφτό. Η νύχτα ζύγωνε γκρίζα και μαβιά.
Γκρίζα σαν την ανάμνηση και μαβιά σαν την απογοήτευση...
Αθήνα, Ιούνιος 1957
Είχε ένα δίπλωμα Νομικής και γαλάζια όνειρα. Είχε κι ένα παλιό παντελόνι γκρι, φαγωμένο στα καπούλια. Βοηθός ενός «παρ' άπασι τοις δικαστηρίοις» μαιτρ, μοίραζε τις μέρες του στα «δημόσια καταστήματα» και σε μια πολυθρόνα με φαγωμένη ράχη. Τις νύχτες έπινε μπύρα και πήγαινε στις φτηνές γυναικούλες. Σε δυο χρόνια απόχτησε χρέη και τη βεβαιότητα πως δεν θα τα εξοφλήσει ποτέ. Κι έθαψε τα γαλάζια όνειρα.
-Δεν θα φτάσω ποτέ κάπου, λέει στον φίλο του. Απελπίστηκα.
-Γιατί δεν αυτοκτονείς;
-Θα το σκεφτώ. Καληνύχτα.
Δεν αυτοκτόνησε εξ αιτίας μιας μικρής μοδιστρούλας με μεγάλο τακούνι. Έπρεπε να την παίρνει απ' το εργαστήρι της κάθε βράδυ και να την πηγαίνει σ' ένα πάρκο. Εκεί τη γέμιζε φιλιά και σκέδια. Εκείνη τα φόρτωνε όλα, στις εννιά ακριβώς, στο λεωφορείο και τα κουβαλούσε σ' ένα σπίτι φτωχικό, με μια λάμπα του πετρελαίου που φώτιζε τα κρεμασμένα μουστάκια κάποιου πατριάρχη. Τη ρωτούσανε πάντοτε.
-Τώρα σκόλασες;
Κι έλεγε «ναι» σε φυσικό χρωματισμό. Πριν μπει είχε αφήσει τα κραγιόνια στο μαντηλάκι της.
Τον σκεφτότανε πάντα ύστερα απ' τη σούπα και λογάριαζε τον καιρό που θα παντρευόντησαν. Μα σαν απελπίστηκε γι' αυτόν τον γάμο άκουσε κάποιον γέρο κύριο που την κάλεσε σε μια λιμουζίνα με καλοριφέρ. Εκείνος δεν έκλαψε. Όταν ο «μαιτρ» τον κάλε σε στο γραφείο του, πήγε βαρετά.
-Θ α πάτε στο Λιμεναρχείο.
-Δεν θα πάω πουθενά. Παραιτούμαι. Χαίρετε.
Βγήκε στον δρόμο έδωσ' ένα τάλληρο στον ζητιάνο της γωνιάς.
-Και τώρα τι θα κάνεις; είπε ο φίλος του. Θα δικηγορήσεις μοναχός σου;
-Όχι. Τη σιχαίνουμαι αυτή τη δουλειά. Κάθε δουλειά είναι βρωμιά και ιδρώτας.
-Και τι θ' απογίνεις;
-Θα πάω περίπατο.
Για πείσμα έκανε περίπατο ένα μήνα. Ύστερα πήγε στο θέατρο να δει το έργο κάποιου ακαδημαϊκού. Χασμουρήθηκε στην πρώτη πράξη κι αποκοιμήθηκε στη δεύτερη. Ακούμπησε κιόλας το κεφάλι του στον ώμο της διπλανής κυρίας. Εκείνη διαμαρτυρήθηκε.
-Τ ο παθαίνετε συχνά αυτό;
-Κάθε φορά που παρακολουθώ έργα ακαδημαϊκών.
Η κυρία γέλασε γιατί είχε πάει στο θέατρο με πρόγραμμα να γελάσει. Τον κάλεσε και στο σπίτι της.
-Χρειάζομαι έναν άνθρωπο έξυπνο για τις υποθέσεις μου, είπε. Θέλετε να γίνετε γραμματέας μου;
Και γίνηκε γραμματέας της. Κουβάλησε κιόλας τα ρούχα του. Δυο πουκάμισα, δυο γραβάτες και τρεις κάλτσες. Την τέταρτη την είχε χάσει. Πήρε και μισθό. Η δουλειά ήτανε κουραστική. Έγραφ' ένα γράμμα τη βδομάδα, τις άλλες ώρες πάχαινε και χασμουριότανε.
«Είμαι τεμπέλης», σκεφτότανε. «Είμαι τεμπέλης γιατί έτσι μ' αρέσει και γιατί οι άνθρωποι είναι ηλίθιοι. Πιστεύουνε πως τα ερτζιανά κύματα γίνανε για να παίζουνε τα ραδιόφωνα και πως ο Σαμψών σκότωσε τους Φιλισταίους μ' ένα σαγόνι γαϊδάρου. Ανοίγουνε μαγαζιά και πουλάνε ο ένας του άλλου κάτι, το βράδυ πάνε στα σπίτια τους σκοτωμένοι από την κούραση και απολαμβάνουν "της οικογενειακής θαλπωρής και γαλήνης" εξόν αν μαλώσουνε με τη γυναίκα τους γιατί το φαΐ ήτανε τσαγγό. Ευχαριστούνε κάποιον Ύψιστο ή βρίζουνε μια Τύχη ανάλογα με το περιεχόμενο της τσέπης τους. Πριν πεθάνουνε σκέφτουνται την αιωνιότητα. Είναι έντιμοι, σιχαίνουνται τις πόρνες, μα τρέχουνε σ' αυτές. Λένε την αλήθεια όταν δεν πρέπει να πουν ψέματα, οι συφιλιδικοί γεμίζουνε αρρώστια τους γερούς, οι γιατροί ζητάνε προκαταβολές για να εξασκήσουνε το "κοινωφελές έργο" τους. Οι παπάδες παίζουνε ρόλο μαστρωπού μεταξύ Θεού και πιστών. Όλοι κλέβουνε. Οι έμποροι στο ζύγι, τα γκαρσόνια στον λογαριασμό, οι δάσκαλοι κλέβουνε το Δημόσιο. Κάνανε όμως νόμους για τους κακούς. Κακός είναι όποιος δεν πάει με τα νερά των καλών. Άμα σκοτώσεις είσαι κακός. Ο Ναπολέοντας ήτανε καλός. Είναι κι οι σοφοί. Οι σοφοί βρήκανε τον ηλεκτρισμό, την έδρα της ψυχής και το ρετσινόλαδο. Έτσι σώθηκε η ανθρωπότητα. Αν ήμουνα άρχοντας θα τους κρέμαγα πρώτους. Την ανθρωπότητα τη φτιάχνουν οι γυναίκες. Καμαρώνουνε γι' αυτό. Σαν είναι μάλιστα και Κλεοπάτρες πίνουνε στο λικέρ τους μαργαριτάρια. Όσες δεν είναι Κλεοπάτρες πίνουνε μαργαριτάρια imitation. Κατά τη γνώμη μου, κάθε άνθρωπος μόλις γεννιέται πρέπει να πηγαίνει για ύπνο και να ξυπνάει τη μέρα που θα πεθάνει. Τα δικαστήρια να γίνουνε κοιτώνες. Τα σχολεία να γίνουνε κοιτώνες. Να κάψουνε τα βιβλία κι εκείνους που γράφουνε βιβλία. Να κάψουνε τα φάρμακα, τα γραμματόσημα και τους μπακάληδες. Τα χαρτονομίσματα να γίνουνε χαρτιά της τουαλέτας. Όποιος μιλάει για "μελλοντική καλυτέρευση" να του κόβουνε τη γλώσσα. Όποιος πιστεύει στα "ιδανικά" να τον ζεύουνε στα κάρα. Να λειώσουνε τις καμπάνες γιατί δεν μας αφήνουνε να κοιμηθούμε τις Κυριακές. Τους ποιητές να τους ξουρίσουνε στο κεφάλι. Άμα δεν έχουνε μαλλιά δεν είναι πια ποιητές. Τις παρθένες να τις βγάλουνε στη λοταρία. Παρθένα λέγεται μια γυναίκα που επιτρέπεται να τα κάνει όλα, εξόν από κείνο για το οποίο πλάστηκε. Οι παρθένες διαφέρουνε απ' τις γυναίκες. Αν κλείσεις δέκα παρθένες σ' ένα σπίτι, λέγεται "Παρθεναγωγείο". Αν κλείσεις δέκα γυναίκες, λέγεται "παλιόσπιτο"».
Και ξαπλωνότανε τ' ανάσκελα.
***
Κεφάλαιο XXVIII
Ήτανε μια καλύβα από χοντρά κούτσουρα. Μπροστά απλωνότανε το φιόρντ, πιο πάνω το βουνό γεμάτο σοβαρά δέντρα. Σαν την αγόρασε, βάλθηκε να σκαρώσει ένα τζάκι, πήρε κι ένα σκύλο με κίτρινα μάτια και μια κοπέλα με μακριές πλεξούδες. Ήτανε κάποια Ίνγκριδ που φορούσε πόλκα με μπλε γύρο. Την αντάμωσε στο χωριό, μια ώρα δρόμο, και την παντρεύτηκε.
Στον θαμπό ήλιο άπλωνε τα δίχτυα του, να στεγνώσουνε. Τη βάρκα του, τη βάφτισε κι αυτή Ίνγκριδ, γιατί δεν έβρισκε άλλο πρόχειρο όνομα. Η Ίνγκριδ με τις πλεξούδες καμάρωνε γι' αυτό. Σαν δούλευε τραγουδούσε κάτι αλλιώτικους σκοπούς, γιομάτους γαλήνη, με μια φωνή συρτή και χαδιάρικη. Εκείνος ξεκουραζότανε να την ακούει, καθισμένος σε μια χοντρή πολυθρόνα και σκαλίζοντας τη φωτιά με μια βαρειά τσιμπίδα.
Σε βολικόν καιρό έμπαινε στην ξύλινη Ίνγκριδ και πήγαινε μακριά στα περάσματα, να βγάλει ασημένια ψάρια που σπαρταρούσανε. Τα έδινε στο μαγαζί του χωριού, το αφεντικό, που ήτανε καλός άνθρωπος, τα ζύγιζε προσεχτικά και του γέμιζ' ένα ζεμπίλι από άλλα φαγώσιμα. Του 'δινε και φτηνό καπνό και σαπούνι, χωρίς να τον κλέβει. Ύστερα πίνανε ένα ποτηράκι μαζί και χαιρετιόντουσαν.
-Αντίο Γιάνσεν.
-Η καλή ώρα μαζί σου, Μάνος.
Κι άραζε μπροστά στην πόρτα του την Ίνγκριδ, ακούγοντας το τραγούδι της Ίνγκριδ της άλλης, που τον περίμενε γιομάτη αγάπη κι υποταγή. Τότε χάιδευε το κεφάλι του σκύλου και καθότανε ξένοιαστος μπροστά σ' ένα πιάτο που άχνιζε. Ύστερα κάπνιζε σ' ένα μακρύ τσιμπούκι. Έλεγε:
«Είμαι μονάχος; Κανένας δεν με ξέρει, δεν σκορπάω ούτε αγάπη ούτε μίσος. Τα μαλλιά μου γίνανε γκρίζα και τα καθρεφτίζω στα νερά του φιόρντ. Εκεί μέσα έσβησα τους φλογισμένους μου πόθους μακριά απ' τ' ανθρώπινα χνώτα. Γύρεψα την ευτυχία κοντά στους άλλους. Μα σαν κατάλαβα πως κανένας δεν μπορεί να μου τη δώσει, έφτιασα μια ξύλινη καλύβα για να στεγάσω τη σβησμένη μου ύπαρξη. Ο θάνατος θα 'ρθει, μια χειμωνιάτικη νύχτα και θα με βρει γελαστόν κι αμέριμνο. Δεν θα μείνω ούτε αναμνηστική επιγραφή τάφου, ούτε κάντρο οικογενειακής πινακοθήκης, έτσι θ' απολαύσω όλη τη μακαριότητα της μετριότητας».
Χάιδευε τα μαλλιά της Ίνγκριδ. Εκείνη κοκκίνιζε από ευχαρίστηση, σαν την άφηνε τραγουδούσε με πιότερο κέφι. Ήτανε ένα ζώο καλόβολο κι ευγενικό, τα δόντια της άσπρα, τα μάτια της γαλάζια και γελαστά. Ο σκύλος το ίδιο. Κι οι δυο μαζί δεν υποσχόντουσαν. Δίνανε όσο μπορούσαν. Ο αέρας της μοναξιάς τους είχε μάθει να δέχουνται κάθε κατάσταση με απάθεια, χωρίς έκπληξη, και να τρυγάνε τη χαρά όταν ερχότανε.
Μια φορά τόλμησε να του πει:
-Την Κυριακή έχει μπάλλο, κάτω στο χωριό.
Και την πήγε στον μπάλλο. Βρέθηκε τότε σ' έναν κύκλο από ανθρώπους σαν την Ίνγκριδ, όλοι τον υποδεχτήκανε με χαρά και του χαμογελούσανε κάθε φορά που περνούσανε μπροστά του, χορεύοντας.
Τότε ένοιωσε μέσα του μια συγκίνηση, μια βουρκωμένη και μελαγχολική ευτυχία. Τράβηξε μόνος του σ' έναν περίπατο και κάθισε σ' έναν βράχο.
«Αυτό λέγεται μακαριότητα», συλλογίστηκε. «Και βρίσκεται μακριά, πολύ μακριά, σ' ένα φιορντ ακίνητο που σε κάνει να ξεχνάς το κάθε τι. Κι αν ακόμα σιχαινόμουνα τους ανθρώπους... δω πάνω ξέχασα πώς σιχαίνονται... τα ξέχασα όλα».
-Μείνε να χορέψεις, γέλασε στην Ίνγκριδ.
Ο Γιάνσεν τον κέρασε πάλι ένα ποτηράκι και τον χτύπησε στην πλάτη.
-Φεύγεις; Να σε πάω λίγο δρόμο.
Του μιλούσε για τα μικρά νέα δέντρα.
-Πρέπει να τα προσέξουμε. Αλλιώς θα φυτρώσουνε άσκημα. Γίνονται τόσο όμορφα αν τα προσέξεις.
Και τον άφησε στα μισά της καλύβας.
Ο Μάνος τράβηξε μόνος. Περπατούσε με το κεφάλι σκυφτό. Η νύχτα ζύγωνε γκρίζα και μαβιά.
Γκρίζα σαν την ανάμνηση και μαβιά σαν την απογοήτευση...
Αθήνα, Ιούνιος 1957
Νίκος Τσιφόρος
Ο Σατανάς ινκόγνιτο
Εκδόσεις Ερμής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου