.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2025

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ – ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ

 

Ο βοριάς πλαταγίζοντας ξεδιπλώνει σημαίες,
παραμονεύουν τέρατα στους δρόμους,
έχει σκεπάσει η θάλασσα τις προκυμαίες∙
το παραμύθι ξαναζεί με τους γλυκούς του τρόμους.

Λαχτάριζα την ώρα αυτή μήνες, μέρα τη μέρα –
την κλειστή κάμαρη, τη λάμπα την αγαπημένη.
Ανάλλαγη, σαν είκοσι χρονών, είναι η μητέρα∙
τα μάτια της χαμογελούν, το στόμα της σωπαίνει.

Ήμουν θλιμμένος, άρρωστος, χωρίς χαρά κι ελπίδα,
περιπλανήθηκα στη γη, χρόνια πολλά, πολλά…
Μα απόψε απ’ το ταξίδι μου γύρισα στην πατρίδα
και βρήκα τη μητέρα που χαμογελά.

Είναι όλα πάλι γνώριμα μες στο σπιτίσιο βράδυ:
Η κάμαρη, τα πράματα, το φως και το σκοτάδι.
Φωνάζει απ’ έξω ο άνεμος με τα χίλια του στόματα
ονόματα κι ονόματα…

Μα κι η βροχή μού φαίνεται σα ν’ απαγγέλλει στίχους
παράλληλη και ρυθμική καθώς πέφτει στη γης.
Είμαι καλά στους τέσσερις της κάμαρής μου τοίχους:
έφθασα στο λιμάνι της στοργής.

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025

Οι Κληρονόμοι του Στάλιν – Yevgeny Yevtushenko

 

Άφωνο το μάρμαρο.
Άφωνα σπιθοβολούσε το γυαλί.
Άφωνη στεκόταν η φρουρά
στο μπρούτζινον αγέρα.
Μα σαν αχνός η ανάσα του
κυλούσε από το φέρετρο
καθώς το βγάζαν απ’ το Μαυσωλείο.
Αργά το φέρετρο κυμάτιζε
ανάμεσα στις λόγχες.
Άφωνος ήτανε κι αυτός -
κι αυτός -
μα άφωνος ύπουλα!
Σφίγγοντας ζοφερά
τις μπαλσαμωμένες γροθιές,
κοιτούσε από τις χαραμάδες
ο άνθρωπος, που καμωνόταν το νεκρό.
Ήθελε να θυμηθεί όλους αυτούς
που τον κουβαλούσαν:
τους νεοσύλλεκτους από το Κουρσκ
και το Ριαζάν,
για να μπορέσει αργότερα
να τους παραλάβει στην έφοδο
όταν από τη γη θα σηκωθεί
και θα τους βρει τους άμυαλους.
Αυτά σκεφτόταν.
Τώρα ξεκουράζεται μονάχα.
Και την κυβέρνηση εγώ παρακαλώ:
Διπλές, τριπλές
φρουρές να βάλετε στην πλάκα
για να μη σηκωθεί ο Στάλιν
και μαζί με τον Στάλιν -
το παρελθόν.
Δε λέω για το μεγάλο παρελθόν το ηρωικό και ιερό
τότε που υπήρχε το Τουρκσίμπ
και η Μαγκνίκτα
και η σημαία ψηλά στο Βερολίνο.
Μιλάω για το συγκεκριμένο
παρελθόν, θέλω να πω
για του λαού μας το καλό που το ξεχνούσαν,
για τις συκοφαντίες
για τους αθώους που συλλαμβάνονταν.
Τίμια εμείς εσπέρναμε τη γη μας
τίμια τα μέταλλα της λιώναμε
και τίμια προχωρούσαμε,
μες στις γραμμές των στρατιωτών.
Μα εκείνος μας φοβότανε.
Μεγάλος ο σκοπός, τον πίστευε χωρίς να βλέπει
πως και τα μέσα
αντάξια και μεγάλα πρέπει νάναι
σαν το μεγάλο το σκοπό.
Πολύ μακριά αγνάντευε.
Σοφός στους νόμους του αγώνα,
ένα σωρό στη γήινη σφαίρα κληρονόμους
κατάφερε ν’ αφήσει.
Μου φαίνεται
τηλέφωνο στον τάφο του έχει στήσει:
και ο Εμβέρ Χότζα
από το Στάλιν δέχεται οδηγίες.
Κι αλλού, ποιος ξέρει που, φτάνει η γραμμή του τηλεφώνου!
Όχι – ο Στάλιν δεν κατάθεσε τα όπλα
απόφαση δεν έχει πάρει
πως είναι πεθαμένος.
Βέβαια εμείς τον βγάλαμε από το Μαυσωλείο.
Μα πως να βγάλουμε το Στάλιν
από τους κληρονόμους του Στάλιν!
Άλλοι κληρονόμοι, συνταξιούχοι, καλλιεργούν τριαντάφυλλα
κι από μέσα πιστεύουν
πως πήραν σύνταξη προσωρινά.
Άλλοι πάλι,
το Στάλιν μαστιγώνουν απ’ το βήμα
και τις νύχτες
κρυφά – κρυφά
ονειρεύονται τα περασμένα.
Οι κληρονόμοι του Στάλιν έμφραγμα φαίνονται βαρύ
σα νάχουν πάθει στην καρδιά.
Άλλοτε στυλοβάτες ήτανε, και τώρα
δεν τους αρέσει η εποχή μας
που τα στρατόπεδα είν’ άδεια
κ’ είναι κατάμεστες οι αίθουσες με κόσμο
που ακούει τους ποιητές του ν’ απαγγέλουν.
Κόμμα μου λες
πως πρέπει να μην ανησυχώ.
Μα όσο κι αν μου το λένε:
«Να ησυχάσεις!» – ησυχία
δε δύναμαι να βρω.
Όσο υπάρχουνε στη γη του Στάλιν κληρονόμοι
εγώ νομίζω πάντα πως ο Στάλιν
στο Μαυσωλείο βρίσκεται ακόμα.
1962
 
Απόδοση από τα ρωσικά: Διονυσία Μπιτζιλέκη


Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

Ο κήπος είμαι που άλλοτε… - ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ


Ο κήπος είμαι που άλλοτε με τ’ άνθη του ευωδούσε
κ’ εγέμιζε με χαρωπό τιτίβισμα πουλιών,
που με κρυφομιλήματα και ψίθυρο φιλιών,
τη νύχτα στη σκιάδα του, η αγάπη επερπατούσε.
 
Ο κήπος είμαι που έμεινε χρόνια πολλά στην ίδια
θέση, μάταια προσμένοντας κάποιαν επιστροφή,
που αντί λουλούδια τώρα πια στ’ αγκάθια έχει ταφεί
που σώπασαν τα’ αηδόνια του και πνίγεται στα φίδια.
 
(Ελεγεία και σάτιρες, 1927)

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

To Marie Louise (Shew) – Στη Μαρία Λουίζα – Edgar Allan Poe

 

Of all who hail thy presence as the morning—
Of all to whom thine absence is the night—
The blotting utterly from out high heaven
The sacred sun—of all who, weeping, bless thee
Hourly for hope—for life—ah! above all,
For the resurrection of deep-buried faith
In Truth—in Virtue—in Humanity—
Of all who, on Despair’s unhallowed bed
Lying down to die, have suddenly arisen
At thy soft-murmured words, “Let there be light!”
At the soft-murmured words that were fulfilled
In the seraphic glancing of thine eyes—
Of all who owe thee most—whose gratitude
Nearest resembles worship—oh, remember
The truest—the most fervently devoted,
And think that these weak lines are written by him—
By him who, as he pens them, thrills to think
His spirit is communing with an angel’s.
1847
 
***
 
Απ’ όλους εκείνους που χαιρετούν την παρουσία σου σαν την αυγή – απ’ όλους εκείνους για τους οποίους η απουσία σου είναι η νύχτα, το τέλειο σβήσιμο απ’ τον ψηλό ουρανό του ιερού ήλιου – απ’ όλους εκείνους που κλαίγοντας σε μακαρίζουν – απ’ όλους εκείνους που, πεσμένοι στο καταραμένο κρεβάτι της απελπισίας για να πεθάνουν, σηκώθηκαν άξαφνα καθώς άκουσαν να ψιθυρίζεις γλυκά αυτά τα λόγια: «Γεννηθήτω φως!» να ψιθυρίζεις γλυκά αυτά τα λόγια που τα συμπλήρωσε το σεραφικό βλέμμα των ματιών σου, – απ’ όλους εκείνους που σου οφείλουν το παν, που η ευγνωμοσύνη τους είναι τόσο κοντά στη λατρεία – ω, θυμήσου τον πιο πιστό, τον πιο θερμό λάτρη σου, και σκέψου, πως αυτοί οι αδύναμοι στίχοι είναι γραμμένοι απ’ αυτόν, απ’ αυτόν που, χαράζοντας τους, σκιρτάει από την σκέψη ότι το πνεύμα του επικοινωνεί με το πνεύμα ενός αγγέλου.
 
Μετάφραση Μήτσος Παπανικολάου