Η´
Τι πάθος παράλογο κι ο θάνατος…
Πλήθη ολόκληρα τον αποζητούν ξετρελαμένα, απ’ τη στιγμή που αρχίζουν να καταλαβαίνουνε τον κόσμο τον αποζητούν, λαχανιασμένα τρέχουν όλη τη ζωή τους πίσω του.
Πολλοί, οι περισσότεροι, νιώθουν ότι προδίνουνε το πάθος τους αυτό, προσφέροντάς του μόνο τον εαυτό τους, γι’ αυτό και κάνουνε παιδιά, πολλά παιδιά, για να συνεχιστεί η θυσία.
Άλλοι ιδροκοπώντας, με νύχια και με δόντια σκαρφαλώνουνε σε κλίμακες ιεραρχίας, σε πυραμίδες δόξας, ξεσκίζοντας ψυχή και σάρκα, σκαρφαλώνουνε ως την κορφή μόνο και μόνο για να βουτήξουν στο κενό με το κεφάλι προς τα κάτω.
Τι πάθος αλήθεια παράλογο…
Τυφλοί παραδέρνουμε μέσα του, σπαρταράμε σαν νυχτερίδες χτυπημένες ξαφνικά από τον ήλιο του καταμεσήμερου, σαν μύγες πιασμένες στον ιστό της αράχνης, ηδονικά σπαρταράμε, ερωτικά, πιασμένοι στο δίχτυ του.
Μα επιτέλους κανείς εδώ κάτω δεν πλάστηκε για την αθανασία;
Πλήθη ολόκληρα τον αποζητούν ξετρελαμένα, απ’ τη στιγμή που αρχίζουν να καταλαβαίνουνε τον κόσμο τον αποζητούν, λαχανιασμένα τρέχουν όλη τη ζωή τους πίσω του.
Πολλοί, οι περισσότεροι, νιώθουν ότι προδίνουνε το πάθος τους αυτό, προσφέροντάς του μόνο τον εαυτό τους, γι’ αυτό και κάνουνε παιδιά, πολλά παιδιά, για να συνεχιστεί η θυσία.
Άλλοι ιδροκοπώντας, με νύχια και με δόντια σκαρφαλώνουνε σε κλίμακες ιεραρχίας, σε πυραμίδες δόξας, ξεσκίζοντας ψυχή και σάρκα, σκαρφαλώνουνε ως την κορφή μόνο και μόνο για να βουτήξουν στο κενό με το κεφάλι προς τα κάτω.
Τι πάθος αλήθεια παράλογο…
Τυφλοί παραδέρνουμε μέσα του, σπαρταράμε σαν νυχτερίδες χτυπημένες ξαφνικά από τον ήλιο του καταμεσήμερου, σαν μύγες πιασμένες στον ιστό της αράχνης, ηδονικά σπαρταράμε, ερωτικά, πιασμένοι στο δίχτυ του.
Μα επιτέλους κανείς εδώ κάτω δεν πλάστηκε για την αθανασία;
Αργύρης Χιόνης
Η Φωνή της Σιωπής – Ποιήματα 1966 – 2000
[Σαν τον Τυφλό Μπροστά στον Καθρέφτη – 1986]
Εκδόσεις Νεφέλη 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου