.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ – ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ



Στην όγδοη ραψωδία της Οδύσσειας διαβάζουμε ότι οι θεοί κλώθουν τις συμφορές για να μη λείπουν από τις μελλούμενες γενιές θέματα για τραγούδια. Η διατύπωση του Μαλαρμέ, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος υπάρχει για να καταλήξει σ' ένα βιβλίο, μοιάζει να αναπαράγει, με τριάντα αιώνες διαφορά, την ίδια αυτή ιδέα μιας αισθητικής δικαίωσης των δεινών μας. Οι δύο θεολογίες, εντούτοις, δε συμπίπτουν εντελώς. Αυτή του έλληνα ποιητή αντιστοιχεία στην εποχή του προφορικού λόγου, ενώ του Γάλλου, σε μια εποχή γραπτού λόγου. Στη μια πρόκειται για τραγούδι. Στην άλλη, για βιβλία. Ένα βιβλίο, οποιοδήποτε βιβλίο, είναι για μας αντικείμενο ιερό: ήδη ο Θερβάντες, που μάλλον δεν άκουγε όσα έλεγε ο κόσμος, διάβαζε “μέχρι τα παλιόχαρτα απ' το δρόμο”. Σ' ένα έργο του Μπέρναρντ Σο, η φωτιά απειλεί τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Κάποιος φωνάζει ότι θα καεί η μνήμη της ανθρωπότητας, και ο Καίσαρας του λέει: Ας καεί. Είναι μια μνήμη επονείδιστη. Κατά τη γνώμη μου, ο Καίσαρας της Ιστορίας θα δεχόταν ή θα καταδίκαζε την άποψη που του αποδίδει ο συγγραφέας, αλλά δε θα θεωρούσε, όπως εμείς, πως πρόκειται για ανόσιο αστείο. Η αιτία είναι φανερή: για τους αρχαίους, ο γραπτός λόγος δεν είναι παρά ένα υποκατάστατο του προφορικού.
Λένε ότι ο Πυθαγόρας δεν έγραψε τίποτα. Ο Γκόμπερτς (Griechische Denker, I, 3) υποστηρίζει ότι αυτό το έκανε επειδή είχε περισσότερη εμπιστοσύνη στη δύναμη της προφορικής διδασκαλίας. Ακόμα πειστικότερη απο την απλή αποχή του Πυθαγόρα είναι η αδιαμφισβήτητη μαρτυρία του Πλάτωνα που, στον Τίμαιο, λέει τα εξής: “Είναι αδύνατον να βρεις τον δημιουργό και πατέρα του σύμπαντος, ακόμα δε κι αν τον βρεις, είναι αδύνατον να τον δείξεις στον κόσμο”. Επίσης στον Φαίδρο, διηγείται έναν αιγυπτιακό μύθο εναντίον της γραφής (που η χρήση της ξεσυνηθίζει τους ανθρώπους απ' το ν' ασκούν τη μνήμη τους, και τους αναγκάζει να εξαρτώνται από σύμβολα) και λέει ότι τα βιβλία είναι σαν τις προσωπογραφίες “που μοιάζουν ζωντανές, μα είναι ανίκανες ν' απαντήσουν έστω μονολεκτικά σ' αυτά που τις ρωτάνε”. Για να ελαττωθεί ή να παρακαμφθεί αυτή η δυσχέρεια, επινόησε τον φιλοσοφικό διάλογο. Ο δάσκαλος διαλέγει τον μαθητή, όμως το βιβλίο δεν διαλέγει τους αναγνώστες του, που μπορεί να είναι κακοί ή ανόητοι. Η πλατωνική αυτή δυσπιστία διαφαίνεται και στα λόγια του Κλήμη του Αλεξανδρέα, ανθρώπου με θύραθεν παιδεία: “Το φρονιμότερο είναι να μη γράφεται το παραμικρό, αλλά να μαθαίνεις και να διδάσκεις προφορικά, γιατί τα γραπτά μένουν” (Στρωματείς). Λέει ακόμα, στο ίδιο σύγγραμα: “Γράφοντας τα πάντα σ' ένα βιβλίο, είναι σαν ν' αφήνεις ένα ξίφος στα χέρια ενός παιδιού”. Η ιδέα προέρχεται από το ευαγγελικό: “Μη δώσετε το άγιο στα σκυλιά, ούτε να βάλετε τα μαργαριτάρια σας μπροστά στους χοίρους, για να μην τα τσαλαπατήσουν με τα πόδια τους και να μη στραφούν εναντίον σας και σας κομματιάσουν”. Αυτή η ρήση είναι του Ιησού, του μεγαλύτερου δασκάλου της προφορικής διδασκαλίας, που έγραψε μονάχα μια φορά κάτι λόγια πάνω στο χώμα και δεν τα διάβασε κανείς (Κατά Ιωάννην, η' 6).
Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς διατύπωσε τη δυσπιστία του για τη γραφή στα τέλη του Β' αιώνα. Στα τέλη του Δ' αιώνα, άρχισε η διανοητική διεργασία που έμελλε να καταλήξει, μετά από κάμποσες γενιές, στο να επικρατήσει ο γραπτός λόγος αντί για τον προφορικό, η πένα αντί για τη φωνή. Μια θαυμαστή τύχη θέλησε να καθηλώσει ένας συγγραφέας τη στιγμή – υπερβάλλω κάπως αποκαλώντας την “στιγμή” - που άρχησε αυτή η τεράστια πορεία. Ο Ιερός Αυγουστίνος διηγείται στο Έκτο Βιβλίο των Εξομολογήσεων: “Όταν διάβαζε ο Αμβρόσιος, το βλέμμα του έτρεχε πάνω στις γραμμές, εμποτίζοντας το πνεύμα του στο νόημα, χωρίς να προφέρει λέξη, ούτε καν να κουνάει τα χείλη του. Συχνά – γιατί κανέναν δεν εμπόδιζε να μπει κανείς δεν συνήθιζε να τον προειδοποιεί ότι έρχεται – τον βλέπαμε να διαβάζει από μέσα του και ποτέ φωναχτά, κι ύστερα από λίγο, φεύγαμε, με τη σκέψη ότι στη μικρή αυτή ανάπαυλα που του δινόταν για να αναζωογονήσει το πνεύμα του, χωρίς να τον σκοτίζουν οι άλλοι, δεν ήθελε να τον απασχολούν, ίσως απ' το φόβο πως κάποιος ακροατής, προσηλωμένος στις δυσκολίες του κειμένου, θα ζητούσε επεξηγήσεις για κάποιο σκοτεινό χωρίο ή θα ήθελε να συζητήσει μαζί του, εμποδίζοντάς τον έτσι να διαβάσει αυτά που ήθελε. Όσο για μένα, πιστεύω ότι διάβαζε με τον τρόπο αυτόν για να προφυλάξει τη φωνή του που βράχνιαζε εύκολα. Όπως και να 'ναι, όποιος και να 'ταν ο λόγος ενός τέτοιου ανθρώπου, δε θα μπορούσε παρά να είναι αγαθός”. Ο Ιερός Αυγουστίνος διατέλεσε μαθητής του Αγίου Αμβροσίου, επισκόπου Μεδιολάνων, γύρω στο 384. δεκατρία χρόνια αργότερα, στη Νουμηδία, συγγράφοντας τις Εξομολογήσεις του, τον απασχολούσε ακόμα εκείνο το μοναδικό θέαμα: ένας άνθρωπος σ' ένα δωμάτιο μ' ένα βιβλίο, διαβάζοντας χωρίς να προφέρει τις λέξεις*.
Ο άνθρωπος αυτός πέρασε κατευθείαν από τα γραπτά σημεία στην ενόραση, χωρίς τη μεσολάβηση του ηχητικού σώματος. Έθεσε επίσης τις βάσεις μιας παράξενης τέχνης, της τέχνης της σιωπηρής ανάγνωσης, η οποία έμελλε να δημιουργήσει θαυμαστά αποτελέσματα και να καταλήξει, μετά από πάρα πολλά χρόνια, στην έννοια του βιβλίου ως αυτοσκοπού και όχι ως μέσου για κάποιο σκοπό. (Η μυστική αυτή έννοια, εφαρμοσμένη στην εξωεκκλησιαστική φιλολογία, θα αποτελούσε το μοναδικό πεπρωμένο του Φλομπέρ και του Μαλαρμέ, του Χένρι Τζέιμς και του Τζέιμς Τζόις). Στην αντίληψη περί ενός Θεού που μιλά στους ανθρώπους για να τους επιβάλει τις εντολές ή τις απαγορεύσεις Του, έχει αντιταχθεί η ιδέα του Απόλυτου Βιβλίου, μιας Αγίας Γραφής. Για τους μουσουλμάνους, Το Κοράνι, που λέγεται επίσης Αλ Κιτάμπ (Το Βιβλίο), δεν είναι απλώς μια ιδιότητα του Θεού, όπως η αιωνιότητά Του και η οργή Του. Στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο διαβάζουμε ότι το αρχέτυπο κείμενο, Η Μητέρα του Βιβλίου, βρίσκεται κατατεθειμένο σοτν ουρανό. Ο Μουχαμάντ αλ-γαζάλι, ο Αλγαζάλης των σχολαστικών, δηλώνει: “Αντιγράφουμε το Κοράνι σε βιβλίο, το απαγγέλουμε μέσω της γλώσσας, το αποστηθίζουμε, αλλά παρ' όλα αυτά, εκείνο υφίσταται στο κέντρο του Θεού, χωρίς να αλλοιώνεται από το πέρασμά του πάνω στα γραμμένα φύλλα και στις ανθρώπινες δυνάμεις”. Ο Τζορτζ Σέιλ σημείωσε ότι Το Κοράνι, σύμφωνα μ' αυτόν τον ορισμό, δεν είναι παρά η Ιδέα του Κορανίου ή το πλατωνικό του αρχέτυπο. Είναι πιθανόν ο Αγαζάλης να αναφέρεται στα αρχέτυπα που μεταφέρθηκαν στο ισλάμ από τους Αδελφούς της Αγνείας και τον Αβικένα, για να δικαιολογήσει την Ιδέα της Μητέρας του Βιβλίου.
Ακόμα περισσότερο παράδοξοι από τους μουσουλμάνους φαίνονται οι εβραίοι. Στο πρώτο κεφάλαιο της Βίβλου τους, βρίσκουμε την περίφημη φράση: Και είπεν ο Θεός: γενηθήτω φως. Και εγένετο φως. Η ερμηνεία που έδωσαν οι καββαλιστές, ήταν ότι η μαγική δύναμη αυτής της εντολής του Κυρίου πηγάζει από τα ίδια τα γράμματα που την αποτελουν. Το βιβλίο που ονομάζεται Σεφέρ Γιεζιράχ (Βιβλίο της Δημιουργίας) και συντάχθηκε στη Συρία ή την Παλαιστίνη γύρω στον ΣΤ' αιώνα, αποκαλύπτει ότι ο Γιαχβέ των Στρατιών, ο Θεός του Ισραήλ, ο Παντοδύναμος Θεός, δημιούργησε το σύμπαν με τη βοήθεια των απόλυτων αριθμών από το ένα ως το δέκα και τα 22 γράμματα του αλφαβήτου. Ότι οι αριθμοί θα ήταν όργανα ή στοιχεία της Δημιουργίας, το είχαν δείξει ήδη ο Πυθαγόρας και ο Ιάμβλιχος. Ότι τα γράμματα του αλφαβήτου, όμως, θα είχαν αυτή τη λειτουργία, είναι καθαρά γνώρισμα της νέας λατρείας της γραφής. Στο δεύτερο εδάφιο του δεύτερου κεφαλαίου, διαβάζουμε: “Εικοσι δύο θεμελιώδη γράμματα: ο Θεός τα σχεδίασε, τα χάραξε, τα συνδύασε, τα ζύγιασε, τα μετάλλαξε και δημιούργησε μ' αυτά ό,τι υπάρχει και ό,τι θα υπάρξει”. Κατόπιν αποκαλύπτεται ποιο γράμμα εξουσιάζει τον αέρα, ποιο τη χάρη και ποι τον ύπνο ή την οργή, καθώς και τι ρόλο έπαιξε το γράμμα καφ, λ.χ., που έχει εξουσία πάνω στη ζωή, στο να σχηματιστεί στον κόσμο ο ήλιος, στο χρόνο η Τετάρτη, στο σώμα το αριστερό αυτί”.
Οι χριστιανοί προχώρησαν ακόμα περισσότερο. Η σκέψη ότι το θείον έχει γράψει ένα βιβλίο, τους παρότρυνε να φανταστούν ότι έγραψε δύο – θεωρώντας ότι το δεύτερο ήταν το σύμπαν. Στις αρχές του 17ου αιώνα, ο Φράνσις Μπέικον γράφει στο Advancement of Learning του ότι ο Θεός μας έδωσε δύο βιβλία, ώστε να μην περιπέσουμε σε σφάλμα: το ένα είναι το βιβλίο των Γραφών, που αποκαλύπτει τη θέλησή Του. Το άλλο είναι το βιβλίο των δημιουργημάτων, που αποκαλύπτει τη δύναμή Του και είναι το κλειδί για το πρώτο. Ο Μπέικον δεν είχε την πρόθεση να κάνει απλώς μια μεταφορά – κάθε άλλο: σκεφτόταν ότι ο κόσμος περιορίζεται σε στοιχειώδεις μορφές (θερμοκρασίες, πυκνότητες, βάρη, χρώματα) που, σε περιορισμένο αριθμό, συνθέτουν ένα abecedarium naturae ή μια σειρά γραμμάτων, με τα οποία γράφτηκε το παγκόσμιο κείμενο**. Γύρω στα 1642, ο σερ Τόμας Μπράουν παρατηρεί: “Δύο είναι τα βιβλία απ' όπου μαθαίνω, ως επί το πλείστον, τη θεολογία: Η Αγία Γραφή κι αυτό το καθολικό και κοινό χειρόγραφο που απλώνεται μπροστά μας. Όσοι δεν Τον είδαν ποτέ στο πρώτο, θα Τον βρουν στο δεύτερο” (Religio Medici, I, 16). Και στο ίδιο εδάφιο διαβάζουμε: “Τα πάντα είναι τεχνητά, εφόσον η Φύση είναι η Τέχνη του Θεού”. Κύλησαν διακόσια χρόνια, και ο Σκότος Καρλάιλ, σε διάφορα σημεία του έργου του και, ιδίως, στο δοκίμιό του για τον Καλιόστρο, ξεπέρασε την άποψη του Μπέικον. Έγραψε ότι η Παγκόσμια Ιστορία είναι μια Αγία Γραφή που την αποκρυπτογραφούμε και τη γράφουμε με αβεβαιότητα, και στην οποία περιλαμβανόμαστε κι εμείς οι ίδιοι. Αργότερα, ο Λεόν Μπλουά έγραψε: “Δεν υπάρχει στον κόσμο αυτόν ανθρώπινο πλάσμα ικανό να πει το ποιος είναι. Κανείς δεν ξέρει τι ήρθε να κάνει σ' αυτόν τον κόσμο, σε ανταποκρίνονται οι πράξεις του, τα αισθήματά του, οι σκέψεις του, ούτε ποιο είναι το αληθινό του όνομα, το άφθαρτό του Όνομα στα μητρώα του Φωτός. [...] Η Ιστορία είναι σαν ένα τεράστιο εκκλησιαστικό κείμενο, όπου τα ιώτα και οι τελείες αξίζουν όσο και τα στιχηρά ή και ολόκληρα κεφάλαια, αλλά που η σημασία και των μεν και των δε είναι απροσδιόριστη και απόλυτα κρυφή” [L' ame de Napoleon (1912)]. Ο κόσμος κατά τον Μαλαρμέ, υπάρχει μόνο και μόνο για ένα βιβλίο. Κατά τον Μπλουά, είμαστε εδάφια, λόγια ή γράμματα ενός βιβλίου μαγικού, και το αέναο αυτό βιβλίο είναι το μόνο πράγμα που υπάρχει στον κόσμο: για την ακρίβεια, είναι ο κόσμος.

Μπουένος Άιρες 1951
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ

_____________
*Οι σχολιαστές παρατηρούν ότι, εκείνα τα χρόνια, υπήρχε η συνήθεια να διαβάζουν μεγαλόφωνα, ώστε να διεισδύουν καλύτερα στην ουσία του κειμένου, επειδή ούτε σημεία στίξης υπήρχαν, ούτε χώριζαν μεταξύ τους τις λέξεις, όπως επίσης ότι συνήθιζαν να κάνουν ομαδικές αναγνώσεις, σε αντιστάθμισμα με τη σπανιότητα των χειρογράφων. Ένα χωρίο απο το διάλογο του Λουκιανού Προς τον απαίδευτον και πολλά βιβλία ωνούμενον αποτελεί μαρτυρία για την ύπαρξη της συνήθειας αυτής τον Β' αιώνα.

** Στο έργο του Γαλιλαίου, αυτή η ιδέα του σύμπαντος ως βιβλίου εμφανίζεται συχνά. Το δεύτερο μέρος της Ανθολογίας του Φαβάρο [Galileo Galilei: Pensieri, molti e sentenzi (Φλωρεντία, 1949)] έχει τον τίτλο Il libro della Natura. Αντιγράφω την ακόλουθη παράγραφο: “Η φιλοσοφία έχει γραφτεί σ' αυτό το τεράστιο βιβλίο που βρίσκεται διαρκώς ανοιχτό μπροστά στα μάτια μας (θέλω να πω, το σύμπαν), μόλο που δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε πριν μελετήσουμε τη γλώσσα και πριν μάθουμε το αλφάβητο με το οποίο έχει γραφτεί. Η γλώσσα του βιβλίου αυτού είναι μαθηματική, και το αλφάβητό του, τρίγωνα, κύκλοι και άλλα γεωμετρικά σχήματα”.

Χορχε Λουίς Μπόρχες
ΔΟΚΙΜΙΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ, ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ, ΣΧΟΛΙΑ: ΑΧΙΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: