...Καταλήγοντας
σε μια απόφαση, μίλησε αργά και προσεκτικά.
“Αρχηγέ, εξακολουθώ να μην έχω την
παραμικρή ιδέα για το τι κρύβεται πίσω
απ' όλα αυτά, αλλά έχω την αίσθηση ότι
υπάρχουν στιγμές που είναι επικίνδυνο
το να μιλά κανείς γι' αυτά”. Μια σκέψη
γεννήθηκε τότε στο μυαλό του, και
πρόσθεσε: “Πιστεύω ότι υπάρχουν στιγμές
που είναι επικίνδυνο ακόμη και να τα
σκέφτεσαι”.
“Ανοησίες!”
σάρκασε ο Λήμινγκτον. “Αληθινοί
τηλεπαθητικοί δεν υπάρχουν, ο υπνωτισμός
είναι πολύ υπερεκτιμημένος, και δεν
υπάρχουν μηχανικά μέσα που να υποκλέπτουν
τις μυστικές σκέψεις κάποιου. Εξάλλου,
πως στο διάβολο θα μπορούσε να
πραγματοποιηθεί μια έρευνα δίχως
σκέψεις;”
“Αυτό
είναι το πρόβλημα”, απάντησε ο Γκρέαμ,
ξερά. “Δε θα μπορούσε. Συνεπώς πρέπει
να δεχτώ το ρίσκο”.
“Μιλάς
σοβαρά, Γκρέαμ;”
“Πιο
σοβαρά από ποτέ! Πιστεύω, ή μάλλον
αισθάνομαι ότι υπάρχουν στιγμές που
μπορώ να δουλέψω αυτή την υπόθεση στο
μυαλό μου, ελεύθερα, και επωφελώς. Εξίσου
σίγουρα, αισθάνομαι ότι υπάρχουν
ανεξήγητες στιγμές όταν οι σχετικές
σκέψεις θα σήμαιναν ότι απλώνω το λαιμό
μου στο δήμιο. Γιατί το αισθάνομαι αυτό,
είναι κάτι που δεν μπορώ να το εξηγήσω.
Ίσως να είμαι τρελός – αλλά όσο πιο
βαθιά μπαίνω σ' αυτή την υπόθεση τόσο
πιο μεγάλη βάση δίνω σ' αυτή την τρέλα
μου”.
“Γιατί;”
“Διότι”,
απάντησε ο Γκρέαμ, “εγώ είμαι ακόμη
κατακόρυφος – ενώ οι άλλοι είναι
οριζοντιωμένοι”.
Κατέβασε
το ακουστικό με ένα αλλόκοτο φως στα
μάτια του. Κατά κάποιο τρόπο, ήξερε ότι
είχε δίκιο στην εκτίμησή του περί του
κινδύνου. Θα έπρεπε να πάρει ένα ρίσκο,
ένα φοβερό ρίσκο, ενάντια σε αντιπάλους
απείρως τρομερούς επειδή ήταν εντελώς
άγνωστοι. Η αδιάκοπη επαγρύπνηση
είναι το ανέφικτο τίμημα της ελευθερίας.
Αν και αυτός, όπως και ο Γουέμπ, ήταν
καταδικασμένος σε μια μάταιη προσπάθεια
πληρωμής αυτού του τιμήματος, εντάξει,
ας γινόταν κι έτσι!
........................................................................................................................................................................................................................
...“Τι
είναι αυτές οι σφαίρες;” ρώτησε ο
γερουσιαστής Κάρμοντυ, με τα παχουλά
χαρακτηριστικά του αναψοκοκκινισμένα.
“Κανένας
δεν ξέρει. Δεν υπήρξε επαρκής χρόνος να
τις μελετήσουμε. Ο ίδιος ο Μπιόρνσεν
υπέθετε ότι είναι εξωγήινοι αρκετά
πρόσφατης προέλευσης, αλλά παραδεχόταν
ότι αυτό ήταν καθαρή εικασία καθώς δεν
είχε στοιχεία για να στηρίξει μια γνώμη.
Ο μακαρίτης καθηγητής Μέυο συμφωνούσε
ότι είναι εξωγήινης προέλευσης, αλλά
φρονούσε ότι είχαν κατακτήσει και
καταλάβει αυτόν τον πλανήτη πριν πολλές
χιλιάδες χρόνια. Αντιθέτως, ο δρ Μπητς
φρονεί ότι είναι ιθαγενή όντα της Γης,
ακριβώς όπως και τα μικρόβια είναι
ιθαγενή. Ο Μπητς λέει ότι ο μακαρίτης
Χανς Λούθερ πήγε την ιδέα ακόμη πιο
πέρα, και με βάση τις ενδείξεις για τις
φυσικές μας αδυναμίες, υπέθετε ότι αυτά
τα πλάσματα είναι οι αληθινοί γήινοι,
ενώ εμείς είμαστε οι απόγονοι των ζώων
που μετέφεραν εδώ από άλλους κόσμους
με κοσμικές φορτηγίδες για γελάδια”.
“Γελάδια!
-γελάδια! -γελάδια!” Η λέξη πετούσε
ολόγυρα στο ακροατήριο. Την ξεστόμιζαν
σαν να ήταν κάτι το βρομερό.
“Πόσα
είναι γνωστά γι' αυτά τα πλάσματα;”
ρώτησε κάποιος.
“Πολύ
λίγα φοβάμαι. Δεν έχουν την παραμικρή
ομοιότητα με τα ανθρώπινα όντα, και, από
τη δική μας σκοπιά, είναι τόσο πλήρως
και πέρα για πέρα ξένα, που δεν μπορώ να
φανταστώ πως θα ήταν ποτέ δυνατό για
μας να βρούμε μια κοινή βάση που θα
επέτρεπε κάποιο είδος κατανόησης...
......................................................................................................................................................................................................................
...“Δεν
μου άρεσε εκείνος ο μπασμένος, ο τύπος
που κοιτούσε πάνω από τον ώμο του Βητς”,
παρατήρησε ο Γουόλ, κοντοστέκοντας στην
πόρτα. “Τα μάτια του ήταν σαν τις κακές
τρομάρες των εγκληματιών”.
“Και
τι θα πει αυτό;”
“Είχαν
μια παγωμένη, ζωώδη γυαλάδα. Δεν τον
πρόσεξες; Για ρίξε μια ματιά σε μια
φωτογραφική πινακοθήκη της αστυνομίας
– θα βρεις δεκάδες μούτρα με τέτοιες
κακές τρομάρες, συνήθως ανισόρροποι ή
τοξικομανείς φονιάδες”. Ο Γουόλ κοίταξε
τον άλλο με προσμονή. “Δεν έχουν όλοι
αυτά τα μάτια, αλλά οι περισσότεροι τα
έχουν. Εξαρτάται από την ψυχική τους
κατάσταση κατά τη στιγμή της φωτογράφησης”.
“Ναι”,
συμφώνησε ο Γκρέαμ, σκεφτικά. “Τώρα που
το σκέφτομαι, το έχω προσέξει σε μελέτες
μερικών από εκείνους τους παλιούς
γκάνγκστερ: του Ντίλλιντζερ, του Μέλσον,
των αδελφών Μπάρροου, του Λούι δε Λεπ,
και άλλους. Ποιος ξέρει αν δεν ήταν τα
θλιβερά υποχείρια αθέατων ρουφηχτρών,
ανθρώπινα ραβδάκια ανάδευσης ενός
κοκτέηλ παθών που χρησιμοποιούνταν για
να διεγείρουν περισσότερες συγκινήσεις
– όταν δεν υπήρχαν αρκετοί νεόνυμφοι
στα πέριξ”.
“Κύριε
των Δυνάμεων!” είπε ο Γουόλ. “Υπονοείς
ότι όλα τα δωμάτια των νιόπαντρων είναι
κι από ένα μπαράκι για να πίνουν τη δόση
τους κάποιοι;”
“Όχι
όλα. Ασφαλώς κι όχι όλα! Αλλά μερικά –
μερικά!”
“Θα
ζούσα σε μια ζωντανή κόλαση αν είχα το
μυαλό σου. Γιατί δεν πας να κρεμαστείς
κάποια στιγμή;”
“Ζούμε σε μια
ζωντανή κόλαση, και ξέρεις πόσοι
κατέρρευσαν ψυχικά όταν το ανακάλυψαν”...
Eric
Frank Russell
Διαβολικό
Φράγμα
Μετάφραση
– Πρόλογος ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
LOCUS 7
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου