.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

Ζωή, την άλλη φορά – ΝΙΚΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ




Αφιερωμένο...

...Πως έχουμε σκορπίσει έτσι!... Τι κατάρα είν' αυτή Θεόφιλε... Άντε!... Έλα λίγο, να τα πούμε... Τον κήπο τον θυμάσαι;... Ζούγκλα ήταν!... Θυμάσαι που μας έλεγε ο πατέρας, τη νύχτα, ότι όποιος θα πάει μέχρι τον αΐλαντο και θα γυρίσει, χωρίς να φοβηθεί, θα του δώσει ένα τάληρο; Έχει μείνει, ξέρεις, ο αΐλαντος!... Ακούς εκεί;... Κρατιέται ακόμα το βρωμόδεντρο!... Ο μόνος, είναι, που 'χει μείνει στη γειτονιά! Άντε, Θεόφιλε..., έλα! Θα τα πούμε, κιόλας, λίγο. Έλα που σε θέλω».
«Εντάξει, Φωτούλα, θα 'ρθω», της είπα, κι έκλεισα το τηλέφωνο. Το 'κλεισα, κι αμέσως, στο μυαλό μου, έγραψε η εικόνα του σπιτιού και ο μεγάλος κήπος με τα δέντρα. Το σπίτι, που δεν υπάρχει πια, σκέφτηκα, και τον αΐλαντο: εκείνο το βρωμόδεντρο που ζει ακόμα και τα φύλλα του κουνιούνται, με τον αέρα, ψηλά και πάνω απ' τις κεραίες που ορθώνονται στο τετραόροφο που έχτισε στον κήπο η αδερφή μου.
Το σκέφτηκα αυτό το δέντρο τ' ουρανού – που ακόμα κι αν το κάνεις κομματάκια, αυτό θα βρει τον τρόπο, έστω κι απο ένα κοτσανάκι, να μεγαλώσει πάλι απ' την αρχή και να ξαναζήσει – κι ήρθε στο νου μου, η νύχτα εκείνη του καλοκαιριού, που είδα τη μάνα μου, μαζί με τη Φόνη, να κάθονται κάτω απ' αυτό το δέντρο.
Στις πάνινες τις πολυθρόνες κάθονταν, αντικρυστά, και κοίταγαν, ψηλά, το θόλο τ' ουρανού. Τ' αστέρια κοίταγαν, που κρέμονταν μες στο στερέωμα, σα να 'ταν φωτερά τσαμπιά από σταφύλια, και κουβέντιαζαν, οι δυό τους σιγανά: «Περνάει η ζωή Λουκία!...», έλεγε η Φόνη. «Πως πέρασαν, αλήθεια, τόσα χρόνια;... Ούτε αέρας να 'ταν!... Κι εμείς; Τι καταλάβαμε;... Να πεις πως ζήσαμε;... Μπα!... Όλη αυτή η φασαρία, για το τίποτα!... Μια με το ένα, μια με το άλλο... πάει η ζωή, Λουκία!... Γεράσαμε! Πότε θα ζήσουμε;»
«Δε βαριέσαι, Φόνη... Την άλλη φορά!», είπε, η μάνα, και τράβηξε το βλέμμα της από τον ουρανό. Κατέβασε, ύστερα, και το κεφάλι, κι όλο κοίταγε συλλογισμένη – εκεί μπροστά στα πόδια της – κάτι δεντρολίβανα, που κούναγε τις άκρες τους ο σιγανός αέρας.


ΝΙΚΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ
ΖΩΗ, ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΦΟΡΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ 1985


...αντίο... 
...καλό σας ταξίδι...
...σας ευχαριστώ πάρα πολύ για όλα...
intruder 19/01

Δεν υπάρχουν σχόλια: