Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός. Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν. Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος. Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του. Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Σε συσχέτιση
με το υπό έκδοσιν βιβλίο μου «Το Κλάσμα»
παρατηρούμε, ότι το πιο πολυσυζητημένο
νούμερο της εποχής μας, ο 666, είναι ένας
αριθμός, που γράφεται στην Αποκάλυψη
με τον αρχαιοελληνικό τρόπο, δηλαδή
χξς' (βλ. Εισ. Β',α' & β'). Βλέποντας, ότι
το αποκαλυψιακό γράφημα (Αποκ. ΙΓ' 18)
αρχίζει με το Χ, μπορούμε να παρατηρήσουμε
τα ακόλουθα:
1)Αριθμοί
καλούνται τα ρωμαϊκά στρατιωτικά
τάγματα.
3)Η
έννοια της «ταβέρνας»,
όπως αναλύεται στο κείμενό μου για το
«Σενάριο της Συνθήκης Schengen», δηλώνει
και σταθμόν επί των ρωμαϊκών στρατιωτικών
οδών. (βλ. σελ. 82 επ.)
Όλα
αυτά μας πείθουν πλέον πως συγκεκριμένος
αρχηγός, (εσσήν), που ελέγχει τον κόσμο
με τα στρατιωτικά του τάγματα (οπλίτες),
έχει στρατοπεδεύσει στους δρόμους (στα
διόδια) και έχει στήσει το μαγαζάκι του
(σκηνή ή Schenke), για να τα παίρνη απ' τον
κοσμάκη (πολίτες). Ο αρχηγός αυτός (φυσικό
ή νομικό πρόσωπο) λέγεται Χξς'
και η πλησιέστερη λέξη, που διαθέτουμε
για να κάνουμε συλλογισμούς, είναι το
όνομα «Υξώς».
Οι
Υξώς, οι σκληροί και απάνθρωποι (όπως
αναφέρονται) κατακτηταί της Αιγύπτου,
έχουν ένα περίεργο όνομα που ετυμολογείται
από τον Ιώσηπο με τις λέξεις υκ (=βασιλιάς)
και σως (=ποιμήν, βοσκός). Το όλο κείμενο
(Μαν.π.Ιωσ.απ.Ι.14) αναφέρει:
«Το
σύμπαν Αιγυπτίων έθνος ύκσως, τούτο δε
εστί βασιλείς ποιμένες. Το γαρ υκ καθ'
ιεράν γλώσσαν βασιλέα σημαίνει, το δε
σως ποιμήν εστί, και ποιμένες κατά την
κοινήν διάλεκτον, και ούτω συντιθέμενον
γίνεται ύκσως. Τινες δε λέγουσιν αυτούς
Άραβας είναι».
Ο
λαός αυτός, που λέγεται πως οι Έλληνες
τους αποκαλούσαν επίσης Μενατιού
(=ποιμένες) ή Σατιού (=Τοξότες, πρβλ.
σαΐττα, στη δημοτική, απ' τη sagitta, στα
λατινικά), πήρε τ' όνομά του απ' τον
βασιλιά του Υξώς, τροποποίηση του
ονόματος -τίτλου Χικ-Σασιού, που αποδόθηκε
στα ελληνικά σαν Υκουσσός. Είναι προφανές,
λοιπόν, πως ένας άνθρωπος, σαν ηγέτης ή
πατριάρχης (βασιλιάς), δηλ. ο γενάρχης
ενός λαού, δίνει το όνομα του στο λαό
αυτό και η ίδια λέξη (π.χ. Υξώς ή Πέρσης)
σημαίνει και ένα άτομο και ένα πλήθος
(βλ. πάλι Αποκ. ΙΓ',18).
Η
δασυνόμενη λέξη χικ είναι προφανές πως
προφερόταν χυκ ( το βραχύ εν προκειμένω
δίχρονον ι αποτελεί απλούστευση του
μακρού πρότερον διχρόνου υ), δηλ. χιίκ
και (τροπή του διχρόνου ι στο δίχρονο
α) χιίκ ή καίκ (τροπή του ουρανικού χ στο
ουρανικό κ). Έτσι εξηγείται η ονομασία
Χαΐκ του γενάρχη των Αρμενίων, πρόσωπο,
το οποίο πολλοί δεν δέχονται ως ιστορικό,
παράγοντας τη λέξη χάϊκ από την επίσης
αρμενική λέξη χάι (=αρχηγός, πρβλ. και
high = ψηλός στα αγγλικά ή χαϊρίκ = πατέρας).
Ωστόσο η Αρμενία, που λέγεται και Αραράτ
και Αϊουσδάν και Χαϊασδάν (=ψηλή γη,
ορεινή, πρβλ. Ραμά= Ορεινή στην Π.Δ.)
δείχνει τη στενή ετυμολογική σύνδεσή
της με τη λέξη Χαϊκ ή Κάϊκ (βλ. και
παρακείμενον ποταμόν Κάικον, τώρα
Μανδραγοράι, στη Μεγάλη Μυσία, απέναντι
από τη Λεσβο). Η όλη έννοια του αγά (ή
αγού) η επικεφαλής ηγέτη, Ψηλού, βγαίνει
απ' την ελληνική λ. καικύλη (=κεφαλή),
σμικρυντικό τύπο της (απωλεσθείσης) λ.
καΐκη (απ' όπου caesar στα λατινικά και
Keiser στα γερμανικά και czar = τσάρος στα
ρωσικά). Η βαβυλωνιακή λ. I-Ku-u ή I-Ku ή Ku
(=ηγεμών των άστρων αστήρ) για τον aTau
(Aldebaran) και η αρχαιοτουρκική χακάν (τίτλος
για τους κινέζους αυτοκράτορες)
αντανακλώνται στο βυζαντινό τίτλο
χαγάνος (για το θρησκευτικό αρχιγό των
Χαζάρων), που επικράτησε σαν χάνης ή χαν
(=ηγεμών). Όλοι αυτοί οι τύποι προέρχονται
από την αρχική Παλαιοελληνική λ. χάϊος
(τροπή του ουρανικού κ στο ουρανικό χ),
που σημαίνει τη γκλίτσα του τσοπάνη ή
(κατά τον Ιώσηπο) -Ύκ. Η εικόνα της γκλίτσας
(χάϊος) συμβόλισε τελικά τη λ. χάϊος 9στο
συγκριτικό βαθμό: χαϊώτερος), που σημαίνει
τον γνήσιο, τον αληθινό, τον αγαθό, τον
ευγενή (άρα και χυκ ή υκ = βασιλεύς =
εσσήν), μέχρι που έφθασε στον ύψιστο
τύπο Χου= «Αυτός» στου Μπεκτασσήδες
(πρβλ. «αυτός έφα» στους Πυθαγορείους).
Ο
συσχετισμός των ονομάτων, των εννοιών
και των συμβολισμών παρατίθεται για να
κατανοηθή καλώς η εξής λειτουργική
αλληλουχία:
1)Ο
Ήλιος απ' τους Έλληνες λέγεται και
Περσεύς. Ο Περσεύς ήταν γαμπρός του
Κηφέως απ' την κόρη του Ανδρομέδα και η
Τεγέα, που λεγόταν και Αφειδάντιος
κλήρος, ήταν γνωστή και σαν «Καφέως
Άστυ», άρα εκεί κατοικούσε αυτός ο Καφεύς
(στα Δωρικά) ή Κηφεύς ή Κηφάς (στη γλώσσα
του Ευαγγελίου).
2)Ο
Περσεύς είναι γενάρχης των Περσών ή
Κηφήνων, που λέγονταν έτσι απ' τον πεθερό
του Περσέως και κατοικούσαν στην περιοχή,
που απ' αυτούς λεγόταν Περσία ή Ιράν και
περιελάμβανε τότε όλη τη Μ. Ασία.
3)Το
χρυσάφι, που είναι (από πλευράς Αστρολογικής
Θεωρίας) το μέταλλο του Ήλιου ή Περσέως,
χρησιμοποιήθηκε για την κοπή χρυσών
νομισμάτων (νομισματοκοπή) στην περιοχή
απ' το 700 π.Χ. περίπου (κατά τον Ηρόδοτο
απ' το 800 π.Χ.). Ο χρυσός, που σαν στοιχείο
στον Περιοδικό Πίνακα έχει αριθμό 79,
βρίσκεται επικεφαλής της 11ης σειράς
(ΙΒ), που περιλαμβάνει τον χαλκό (ΑΑ29)
και τον άργυρο (ΑΑ47) και τον χρυσό (ΑΑ79),
και για το λόγο αυτό λέγεται «σειρά της
νομισματοκοπής», ενώ η 12η σειρά αρχίζει
με τον τσίγκο ή ψευδάργυρο (ΑΑ30, πρβλ.
και τα 30 αργύρια του Ισκαριώτη ή S-K-R),
που κι αυτός χρησιμοποιήθηκε στη Σικελία
για ευτελή νομίσματα, ενίοτε και αλλού
στον χώρο της Ευρώπης.
4)Τα
νομίσματα φυλάσσονταν στο πουγγί
(=βαλάντιον), που στη γνήσια δημοτική
λέγεται περσίκι (απ' τον Περσέα) και
στους ναούς παρίσταται με το χώρο που
είναι γνωστός μας σαν παγγάρι (και στους
αρχαίους ναούς σαν «θησαυρός»).
5)Τα
πρώτα νομίσματα φτιάχτηκαν από ήλεκτρο
(αυτοφυής χρυσός με 30% άργυρο), που λεγόταν
«φωκαϊκό» ή «κυζικηνόν χρυσίον», επειδή
πρωτοπαρουσιάστηκαν στη Φώκαια και
στην Κύζικο, πόλεις της Μ. Ασίας, ενώ στα
σημερίνα έγχρωμα κράματα χρυσού ο
αριθμός 666 διατηρείται στον τύπο «πράσινος
χρυσός» (χρυσός 666-άργυρος 334) και
«ωχροκίτρινος χρυσός» (χρυσός 334-άργυρος
666).
Εν
κατακλείδι είναι προφανές πως στην
ευρύτερη περιοχή, της Περσίας ή Μ. Ασίας,
στις 7 Εκκλησίες της οποίας αποστέλλει
τις Επιστολές του ο απόστολος Ιωάννης,
υπάρχουν οι Αριθμοί ή Numerus (=αριθμός),
δηλ. στράτευμα,
που είναι numerus (=μέτρον) ενός numen (=βούληση,
δύναμη, εξουσία, δαίμονες) που έχει nomen
(=όνομα, δάνειον)
ενός Νόμου της Νομής (δηλ. διανέμει=είναι
αγαθοδότης = 666 = δωρίζει = Schenken) και αυτό
το όνομα είναι χξς' ή «Υξώς» ή Χυκ Σασίου
ή «Υκουσσός», που σημαίνει «αρχηγός των
τοξοτών». Ποιος είναι ο «τοξότης» μας
το λέει καθαρά και απερίφραστα η
αρχαιοελληνική Γραμματεία (Πλουτ. Αγησ.
15 & Αρτξρ. 20): «του περσικού νομίσματος
χάραγμα τοξότου έχοντος».
Αυτό
είναι το «χάραγμα του Θηρίου» ή χξς', ο
Περσικός Δαρεικός, «χάραγμα τοξότου»,
γιατί οι Έλληνες ονόμαζαν Τοξότην τον
(αστερισμό) Κένταυρο, τους δε Κενταύρους
ονόμαζαν Φήρες, δηλ. Θηρία. Ο Δαρείος
αυτός βασιλεύς των Περσών, που οι Έλληνες
τον έλεγαν Ενδαρείον από το περσικό
Δαριαύους Βιστάσπα, ωνομάσθηκε Σέττου-Ρε
απ' τους Αιγυπτίους, όταν κατέκτησε την
Αίγυπτο και έγινε Φαραώ (βλ. εισ. Β, ια'),
δηλ. χρησιμοποίησε σα δεύτερο συνθετικό
του ονόματός του τη λέξη Ρε ή Ρα= θεός
Ήλιος (στους Αιγυπτίους) και σαν πρώτο
συνθετικό τη λέξη Σέττου ή Σέτου ή Σετ
ή Σεθ ή Σηθ, που είναι το όνομα του Σατανά,
όπως είδαμε στην αναφορά της ρωμαϊκής
γιορτής (Saturnalia), προφανώς σε ανάμνηση
του Σέτου Α', πατέρα του Ραμσή Β' που
έκανε στην Άβαριν προσκύνημα στον Σηθ
για τα 400 χρόνια της καθιδρύσεως της
θρησκείας του και αναφέρεται στην «Εορτή
των Τριακονταετηρίδων» ή «Εορτή της
Ουράς» (βλ. Εισ.Β', σελ. 156).
Επομένως
ο τοξότης, που ρίχνει το βέλος, στην
ουσία κάνει χρήση ενός οβολού, λέξη που
βγαίνει απ' το ρήμα βάλλω, που σημαίνει
«ρίπτω» και κατά συνέπειαν παρέχει δύο
κύριες σημασίες στην παρούσα ανάλυση:
1)Το
ρίξιμο του βέλους προς ένα στόχο.
2)Το
ρίξιμο του κέρματος στη σχισμή του
παγγαρίου γενικά τη διολίσθηση ενός
νομίσματος μέσα στο κας (=cash).
Επομένως
η αντιπαλότητα δύο ομάδων για το γέρας
(=βραβείο), που μπορεί να είναι ένα νόμισμα
ή μια ποσότητα πολύτιμου υλικού ή κάποιο
δώρο υλικής ή ηθικής αξίας ή κάποια
υπηρεσία (πράξη ή αποχή), εκφράσθηκε με
διαφορετικά σίγλα, που γρήγορα πήρα ντη
μορφή σημαίας ή αετού (τότε στους Ρωμαίους
και τώρα στο αμερικάνικο δολλάριο), με
διαφορετικά χρώματα. Η ιστορία μας
διασώζει την πληροφορία, ότι στη Ρώμη
οι αντίθετες ομάδες είχαν το λευκό χρώμα
(Λευκοί ή Albati) και το ερυθρό χρώμα
(Κόκκινοι ή Russati), αργότερα δε προσετέθησαν
οι Πράσινοι (Prasini ή ΠΑΣΟΚ τώρα) και οι
Βένετοι (Veneti ή Γαλάζιοι ή Ν.Δ. Τώρα),
γνωστοί απ' τη «Στάση του Νίκα» στον
Ιππόδρομο της Κωνσταντινουπόλεως επί
Ιουστινιανού. Υποστηρίζω, ότι η αντίθεση
Ερυθρού – Λευκού στη Ρώμη, που αναζωπυρώθηκε
στη μεσαιωνική Αγγλία σαν «Πόλεμος των
Δύο Ρόδων» (Υόρκης και Λάνκαστερ),
ξεκίνησε απ' την αντίθεση των Δύο
Βασιλείων στην αρχαία Αίγυπτο, όπου το
κόκκινο και το λευκό στέμμα συμβόλιζαν
αντιστοίχως το Κάτω και το Άνω Βασίλειο.
Η
κατάσταση στο ενοποιημένο πλέον βασίλειο
της Αιγύπτου ή Μισίρι παίρνει μια
δραματική οικονομική τροπή μετά την
εγκατάσταση στο θώκο του Υπουργείου
Οικονομικών της Αιγύπτου, αμέσως μετά
το Φαραώ, του Ιωσήφ, γιού του Ιακώβ, που
οι Αιγύπτιοι τον λέγανε Άβρεχ και ο
Φαραώ Ψονθομφανήχ (=«Αυτός μέσω του
οποίου ομιλεί ο Θεός ο Ζων»). Ο Ιωσήφ, ως
γιος του Ιακώβ, είναι αδελφός του Ισσαχάρ
και του Ρουβήν, που προέκυψε όταν η Λεία
(η 1η σύζυγος του Ιακώβ0 αγόρασε = skr απ'
τη Ραχήλ (τη 2η σύζυγο του Ιακώβ) το
δικαίωμα να κοιμηθή με τον Ιακώβ,
προσφέροντάς της = skr τα μήλα του
μανδραγόρα, που μάζεψε ο Ρουβήμ κι έτσι
γεννήθηκε ο Ισσαχάρ (= Ις, δηλ. άνθρωπος
& Σαχάρ, μισθός) = άνθρωπος ή γιος, που
προήλθε από εκμίσθωση, από εξαγορά.
Επομένως
το σημιτικό (άρα και εβραϊκό) ρήμα S-K-R,
που σημαίνει μισθώνω, εκμισθώνω, εξαγοράζω
και βέβαια σαν ουσιαστικό σημαίνει
μισθός και γενικά χρηματική αμοιβή για
κάποιο έργο ή υπηρεσία, απ' τον Ισσάχαρ
καταλήγει στον Ιούδα Ισκαριώτη, που ως
ταμίας της ομάδος του Ιησού, ήταν βέβαια
και αυτός «ένας άνθρωπος της μισθοδοσίας
ή του μισθού», δηλ. S-K-R.
Η
αναφορά στην ανθρωποκτόνο επίδραση και
σκοπιμότητα του χρήματος αναλύεται στο
μυθιστόρημα (fiction) του Α.Ε. Van Voght με τίτλο
«η Βίβλος του Φθα» (ή, σε άλλη εκδοση,
«Πταχ»), όπου τα δολοφονικά πουλιά, που
επιτίθενται στα πλήθη των πιστών και
αθώων ανθρώπων (αιγυπτίων), βγάζουν μια
χαρακτηριστική κραυγή:
S..........K............rrrrrr
S..........K............rrrrrr
S..........K............rrrrrr
Συγκρίνοντας
τα σχετικά με τους βόλους, όπως αναφέρθηκαν
στο κεφ. IV (Σιμωνία κλπ), βλέπουμε ότι η
ανάλυση της καταστάσεως με τους
προαναφερθέντες Βένετους, δείχνει να
προέρχεται από το λατινικό ρήμα
venio=έρχομαι (χρόνοι: venio, veni, ventum, venire, βλ.
& θαμιστικό ρήμα ventito=φοιτώ, συχνάζω,
έρχομαι συχνά, αλλά και ventilo= εκθέτω
στον άνεμο,
αερίζω, ριπίζω, ριπτάζω, σείω, διακινώ
τι).
Τα πανιά των πλοίων (λατίνια), που
φουσκώνουν για να περάσουν τη θάλασσα
μεταφέροντας τα μπαχαρικά (εμπορεύματα
δια θαλάσσης), δείχνουν την έννοια της
ονομασίας Γαληνοτάτη για τη Βενετία,
πόλη των θαλασσινών, δηλ. εμπόρων, απ'
την ελληνική λέξη «γαλήνη», που σημαίνει
την «ηρεμία της θάλασσας», κατ' αρχάς
και μεταφορικά την «ψυχική ηρεμία του
ανθρώπου», αργότερα (πρβλ. Γαλιλαία >
εβραϊκή λέξη γκαλέιλ = 1: κύκλος και 2:
αιγιαλός, παραλία). Αυτή η ετυμολογία
μας οδηγεί σε μια ολόκληρη σειρά λογικών
συσχετισμών, που ρίχνουν περισσότερο
φως στην προσπάθεια αποκωδικοποιήσεως,
που κάνουμε. Πράγματι η λέξη «πώλησις»
= «πράσις», αποδίδεται με την λατινική
λέξη venus, (γεν. venus, ή venum, γεν. Veni) απ' το
λατινικό ρήμα vendere ή vaenire (= πωλείν), απ'
όπου προέρχεται και η λατινική λέξη
venundo, venumbo (χρόνοι: do dedi, datum, dare= πιπράσκω,
πωλώ). Είναι λογικό να σκεφτούμε, ότι τα
ρήματα αυτά προέρχονται από ένα παλαιότερο
λατινικό ρήμα, το ρήμα venor (χρόνοι: venor,
venatus sum, venari), που σημαίνει: 1)θηρεύω
(=κυνηγώ, σε εξωτερική ερμηνεία) και 2)
επιδιώκω (=προσπαθώ να κάνω ή να επιτύχω
κάτι, σε εσωτερική ή μεταφορική ερμηνεία).
Τα ρήματα αυτά έχουν ιδιαίτερη ερμηνευτική,
δηλ. αποκωδικοποιητική αξία, στην
περίπτωση της αναλύσεως της διαμάχης,
(ειδικότερα «πάλης») ανάμεσα στον Ιακώβ
και στον «κυνηγό» αδελφό του Ησαύ.
Επομένως
το να προσπαθής να επιτύχης κάτι δείχνει,
ιδιαίτερα στο συνηθισμένο και δημοφιλές
στην παλιά εποχή παιχνίδι των πεσσών,
την προσπάθεια να φτάσης στην «καλλίτερη
ριξιά», δηλ. να φθάσης στον αριθμό 35 (ο
μεγαλύτερος δυνατός συνδυασμός των
βόλων), που στα λατινικά λέγεται Venus (ή
venerus jactus) και στα ελληνικά Αφροδίτης
Μίδα, ή Ηρακλής, αν όλοι οι αριθμοί είναι
διαφορετικοί (Εύβου. 58), δηλ. αν δείχνουν
(καθένας απ' τους τέσσερις ριπτόμενους
κύβους) διαφορετική καθένας πλευρά.
Αυτό βγαίνει απ' τους συνδυασμούς, που
κάνει ο αστράγαλος (κότσι) μέσω των 4
πλευρών, το χίον, το κώον, το ύπτιον και
το πρανές. Το χίον μας δίνει το βόλο
(ριξιά), που (Αριστ. Ρητ. 1371a), που ξεκίνησε
σαν απλό «αρτιάζειν», δηλ. μονά-ζυγά στη
χούφτα (γύαλον) του ενός (στα λατινικά
par-impar, πρβλ. barcode), βασίστηκε κατ' αρχάς
στα κότσια (αστραγάλους), λέξη που στα
ελληνικά λέγεται και άστρις και άστριχος.
Στα λατινικά όμως η λέξη talus μας συνδέει
αυτομάτως με τις ευρωπαϊκές λέξεις
talon & talon = πτέρνα.
Ωστόσο
η φλέβα του Τάλω, ξεκινάει απ' το λαιμό
του (ή αυχένα), για να καταλήξη στην
φτέρνα, δείχνει τη διπλή κατ' αρχάς (και
πολλαπλή μετά) έννοια της λέξεως
αστράγαλος σε συνδυασμό και με τον
τεχνητό αστράγαλο του Αχιλλέως.
1)σπόνδυλος
του τραχήλου (Όμηρος Ξ466, κ560)
2)τους
καρπούς της χειρός (βλ. Δανιήλ, Ε5, όπως
αναλύθηκε).
3)το
οστούν ανάμεσα στα όστα της πτέρνας και
της κνήμης, με ανώμαλο κυβοειδές σχήμα,
προφανώς απ' τον κύβο.
4)κύβος.
5)αρχιτεκτονικό
κόσμημα Ιωνικού ρυθμού.
6)γυναικείο
κόσμημα, ιδίως τα ενώτια (=σκουλαρίκια).
7)μέτρο,
που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι γιατροί.
8)το
φυτό ψευδόροβος ο μέλας (orobus niger) κατά
τον Διοσκορίδη (4,61): «όμοιος ερεβίνθω»
(πρβλ. αστραγάλια=φρυκτοί ερέβινθοι)
9)οι
αστράγαλοι, η γνωστή παιδιά (παιχνίδι)
των αρχαίων.
Απ'
τη λέξη «πεσσοί» βγαίνει η λέξη πέσσα
(=486), που σημαίνει τον άβακα (=πίνακα) ή
πλινθίον των πεσσών. Συνδυάζοντας την
εντελέχεια και λειτουργικότητα του
αστραγαλισμού και της πέσσας φθάνουμε
στην εβρ. Λέξη pesah = Κότσι (Graves, Ελλ. Μύθοι,
2, σελ. 382), όπως την αναλύει και όπως θα
την δούμε να δένη (συνταιριάζη)με την
έννοια της «πτέρνας» και του Ιακώβου.
Εδώ ας σημειώσουμε πως η λέξη ΠΕΣΣΑ, που
ψηφίζει 486, είναι ισόψηφη με τις έννοιες
ΜΕΛΙΣΣΑ και ΠΕΤΡΑ, που είναι ο Πέτρος
(Ματθ. Ις´, 18), το Βασίλειον του Ιησου, η
Αιώνιος Βασιλεία, που είναι «για τα
παιδιά» (Ματθ. ΙΑ' 16 και ΙΓ' 3, βλ. και
Λουκ.1 8, 1 7). Κατά δε τον Ηράκλειτον «Αιών
εστί παις παίζων, πεσσεύων, παιδός ή
βασιλίη». Η υποβλητική φράση των Ελλήνων
«κινείν τον αφ' ιεράς» (=1382) δείχνει
γενικά διάβημα εσχάτης απογνώσεως
(=ΠΑΝΑΛΩΤΟΝ), η δε φράση «αφ' ιεράς» ή 817
δίνει τις έννοιες ΑΔΑΜΑΣΤΟΣ, ΑΦ' ΙΕΡΑΣ,
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ & ΥΔΡΟΓΟΝΟΝ, δηλώνει τη θέση
και ισχύ του «αρίστου των κύβων» (του
Ευριπίδου) στον αστραγαλισμό, που
μετασχηματίζεται σε ιερά θεση («αφ'
ιεράς») στους πεσσούς. Η προστακτική
«κίνει τον αφ' ιεράς» ψηφίζει 1332, δηλ.
1133 + 1 (βλ. 11 οριζόντιες και 11κάθετες
γραμμές στην πέσσα) και 1332 : 817 = 1,630 (δηλ.
περίπου Φ).
Η
συσχέτιση αυτών των συλλογισμών μέσα
απ' αυτές τις συγκεκριμένες λατινικές
λέξεις, μας οδηγεί στο τελικό αποτέλεσμα
της ονομασίας της θεάς Αφροδίτης με τη
λατινική λέξη Venus (γεν. Veneris), που σημαίνει,
σε πρώτη σημασία, τη θεά της ορέξεως
(πρβλ. το αριστοτέλειο «πάντες άνθρωποι
του ειδέναι ορέγονται φύσει: Μεταφυσικά,
1ος στίχος). Η όρεξη (απ' το ρήμα ορέγομαι
= επιθυμώ σφοδρά) εκδηλώνεται στον
άνθρωπο είτε σαν ανάγκη για τροφή
(πείνα), είτε σαν ανάγκη για συνουσία
(ερωτική πείνα), ο δε συνδυασμός τους
μπορεί να οδηγήση, στον φυσιολογικό και
«άνω θρώσκοντα» άνθρωπο, στην όρεξη του
ειδέναι. Επομένως όχι μόνο τα υλικά
αγαθά (τροφές), αλλά και τα πνευματικά
αγαθά (υπηρεσίες) εξοικονομούνται απ'
τους προμηθευτάς τους έναντι χρημάτων
μέσω της εμπορικής διαδικασίας, που
περιγράψαμε, και έτσι βλέπουμε στην
αστρολογία, ότι ο 2ος Οίκος, που αναφέρεται
στα χρήματα, στη μισθοδοσία και γενικά
στα αποκτήματα, αντιστοιχεί στο 2ο ζώδιο
(του Ταύρου), που κυβερνάται από τον
πλανήτη Αφροδίτη, ελεγχόμενο από τη θεά
Αφροδίτη, Venus. Τελικό συμπέρασμα της
ανωτέρω αναλύσεως είναι, ότι η έννοια
της θεάς Venus (=Αφροδίτης), ως κυρίας του
πλανήτη Venus (=Αφροδίτη), μέσω του
περιεχομένου του 2ου οίκου της μισθοδοσίας
προέρχεται από την έννοια της λέξεως
venus (=πώλησις), που μέσα από την εμπορική
διαδικασία των Venetorum προσπαθεί να φτάση
στον Venus (= το άριστο δυνατό αποτέλεσμα).
Η
λέξη «περάτης», που αποδίδεται στη
βιβλική ορολογία σαν ιμπρίμ ή εβραίος
δείχνει εκείνον, που περνάει ένα φυσικό
εμπόδιο (συνήθως ποτάμι ή θάλασσα),
προκειμένου να επικοινωνήση με τους
πέραν του εμποδίου ευρισκόμενους, και
προκειμένου να γίνη ευπρόσδεκτος, τους
πλησιάζει με τη διαδικασία του δώρου ή
προσφοράς, δηλ. τους προτείνει να μπουν
στη διαδικασία του «δούναι και λαβείν»,
μ' άλλα λόγια του εμπορίου. Είναι σαφές
λοιπόν, ότι οι περάτες αυτοί ή εβραίοι
έρχονται να πάρουν τη θέση κάποιων
προγενεστέρων εμπόρων και δη βενετών,
δηλ. θαλασσινών, των γνωστών μας Φοινίκων
(= Ερυθρών ή Russatorum) που λέγονται έτσι,
γιατί εμπορεύονται το κόκκινο χρώμα,
δηλ. την πορφύρα, λόγος για τον οποίο
πολλά λιμάνια, ακόμη και σήμερα, δεν
λέγονται εμπόρια ή πόροι, αλλά φοινικιές
ή φοίνικες.
Έπειτα
από όλα αυτά είναι λογικό να σκεφθούμε,
ότι το εμπόριο αυτό, για τους ανθρώπους
αυτούς, έχει ανάγκη από μια οργάνωση,
την οποία την αντιλαμβανόμαστε σα νομική
κάλυψη και περιγραφή δικαιωμάτων και
υποχρεώσεων, που με μια λέξη ονομάζονται
Νόμος ή Τορά (στα εβραϊκά). Ο όρος Τορά
δηλώνει in stricto sensu (με τη στενή του έννοια)
την Πεντάτευχο των Εβραίων, δηλ. το
σύνολο των πέντε πρώτων βιβλίων της
Παλαιάς Διαθήκης, (Γένεσις, Έξοδος,
Λευιτικόν, Δευτερονόμιον, Οι Αριθμοί)
και lato sensu (με την ευρεία του έννοια) το
σύνολο των νομικών διατάξεων, δηλ.
ρυθμίσεων, που διέπουν τη ζωή των Εβραίων.
Είναι σαφές, ότι ένας λαός εβραίων ή
περατών (δηλ. εμπόρων), όπως οι Εβραίοι,
χρειάζεται μια νομοθεσία
κατά βάσιν εμπορική, δηλ. ένα νόμο με
χαρακτήρα προσανατολισμένο στις αστικές
ενοχές (Ενοχικό Δίκαιο), με σχεδόν
μηδαμινές ανοχές, ώστε η ανελαστικότητά
τους να εξασφαλίζη ένα απαρέγκλιτο,
εντελώς απαραίτητο στις δύσκολες
συνθήκες βιωσιμότητος της ερήμου και
του εχθρικού περιβάλλοντος των αλλόθρησκων
λαών.
Προκύπτει
έτσι η ανάγκη ενός κωδικού συστήματος,
που μέσα από τον κρυπτογραφικό χαρακτήρα
του να εξασφαλίζεται το αδιαπέραστο,
αν όχι το αδιατάρακτο (που είναι το
ιδεατό), και απαράβατο των διατάξεων,
που δίνουν συνοχή σ' ένα λαό μη
εγκατεστημένο, αλλά νομαδικό, λόγω της
εμπορικής φύσεως των δραστηριοτήτων
του. Το κωδικό αυτό σύστημα περνάει μέσα
από την κρυπτογραφική διαδικασία, που
είναι γνωστή σαν Καββάλα (νοταρικόν,
γκεματριά κλπ) και επικεντρώνεται στο
ρήμα S-K-R που σημαίνει την καταβολή για
υπηρεσίες ή αγαθά που παρασχέθηκαν, σε
ένα νόμισμα, δηλ. ανταλλακτικό μέσο που
στις παλιότερες εποχές ήταν γνωστό σαν
salarium ή μισθοδοσία στρατιωτών, απ' τη
λέξη sals ή άλς= θάλασσα, επειδή τους
παρείχαν σα μισθό ψωμί και ψάρια.
Έτσι
και η λέξη μισθός στ' αγγλικά αποδίδεται
salary και ο ομαδικός πειθαναγκασμός
επιτυγχάνεται πάντα, τώρα όπως και τότε,
με την τεχνική του panem et circences (= άρτον
και θεάματα, ή όπως το μεταφράζω, «ψωμί
και τσίρκο»).
Το
ότι το βασικό μέταλλο του εμπορίου, ο
χαλκός ή coprum (Ή aes, γεν. Aeris), που λέγεται
επίσης αταθήνοι,
μεταφέρεται απ' τους Φοίνικες σε μορφή
«σταυρού του Αγίου Ανδρέα», δείχνει το
αφροδίσιο υλικό (χαλκό) σε συσχέτιση με
την αθηναϊκή έξαρση (σχιζοειδείς
καταστάσεις), κάτω από αττική θεραπευτική
(αλμπουμίνες από τις βοϊδοκεφαλές). Ο
χαλκός, λέξη που σημαίνει επίσης γενικώς
το νόμισμα (εκ του όλου το μέρος), είναι,
όπως είδαμε, επικεφαλής της 11ης σειρας
στον Π.Π. Με ΑΑ29, ονομαζόμενης και «σειράς
της νομισματοκοπής», αντικαταστάθηκε
στα κέρματα του ευρώ με το νικέλιο,
στοιχείο επικεφαλής της 10ης σειράς στον
Π.Π. Με ΑΑ28. Το κρίσιμο και άκρως ενδεικτικό
στοιχείο εν προκειμένω είναι, ότι το
νικέλιο ονομάσθηκε έτσι, όταν οι
επιστήμονες προσπαθούσαν να απομονώσουν
χαλκό (Kopfer) απ' το νικέλιο (Nickel), πράγμα
που φυσικά ήταν αδύνατο και αφού δεν το
κατόρθωσαν, ωνόμασαν τότε το στοιχείο
αυτό Kopfernickel, δηλ. «χαλκό του Διαβόλου».
Ο Διάβολος όμως είναι ο γνωστός μας
Σατανάς, όπως είδαμε, δηλ. ο Πωλητής, και
όπως ήδη έχουμε αποδείξει το εβρώ, δηλ.
το σκούδο ή δολλάριο, παρίσταται μ' ένα
S = Satan, άλλως Χξς' = 666.
Ενδιαφέρουσα
είναι η παρατήρηση, ότι το νικέλιο με
ΑΑ28 βρίσκεται δίπλα στο κοβάλτιο με
ΑΑ27, στοιχείο που το όνομά του σημαίνει
«κακό πνεύμα». Έτσι βλέπουμε ότι η πρώτη
περίοδος της μέσης (D ή Ισθμός) στον
Περιοδικό Πίνακα παρουσιάζει την εξής
διαδοχή τερματίζοντας, πριν συναντήσει
το Ανατολικό ημισφαίριο (Ρ):
Σιδηρος-
Κοβάλτιο- Νικέλιο- Χαλκός- Ψευδάργυρος,
άλλως
Fe=26-
Co=27- Ni=28- Cu=29- Zn=30
Αναφερόμενοι
στις επιπολής ή επιπόλαιες αναλύσεις
μας επί του θέματος υποδεικνύουμε την
δερματική (στο χέρι ή στο μέτωπο) εφαρμογή
του 666 με τις γνωστές νοσηρές επιδράσεις
του χαλκού παλαιότερα και του νικελίου
τώρα (αλλεργικές) στους χρήστες των
κερμάτων αυτών, προκειμένου, μέσα απ'
τα δεδομένα και της δερματικής απορροφήσεως
του χαλκού, να τονίσουμε την ιατρική
σχέση με την οικονομική επίσχεση, δηλ.
τα στατιστικά δεδομένα σχετικά με την
σχιζοφρένεια.
Η
σχιζοφρένεια, μια ασθένεια των ανθρώπων,
τα τελευταία χρόνια συμβαδίζει με την
«ασθένεια των τρελλών αγελάδων» (πρβλ.
«λα βας κι ρι» στην παληά διαφήμιση), κι
αυτό είναι σημαντικό απ' την πλευρά του
ότι η κύρια εισροή υλικού στη γενικώτερη
διατροφή του ανθρώπου, πέραν απ' το
πετρέλαιο και το στάρι, προέρχεται απ'
την αγελάδα (κρέας, γάλα, δέρμα κλπ). Σ'
ένα σχιζοφρενή η λειτουργικότητα του
ύπνου διαφέρει απ' τους άλλους ανθρώπους
και παρουσιάζεται μια πλειάδα από άλλα
συμπτώματα, όπως: έλλειψη βιταμίνης
Β12, λίγο σάκχαρο και πολύς χαλκός στο
αίμα, πολλές παραισθησιογόνες ουσίες
στα ούρα και μεγάλη ποσότητα κυττάρων
γλοβουλίνης α2 (πρωτεΐνη), που εξασφαλίζει
τη μεταφορά μηνυμάτων μέσα στο νευρικό
σύστημα, αλλά σε μεγάλες ποσότητες
προκαλεί την έλλειψη ενός ενζύμου που
αφθονεί στο μυαλό της αγελάδας. Το ότι
π.χ. στην κλινική Λαφαγιέτ του Ντιτρόϊτ
στους σχιζοφρενείς παρέχεται τροφή απ'
αυτό ακριβώς το υλικό, δείχνει την θέση
της καδριάς του προβλήματος (the heart of the
matter) στις γενικώτερες ενοχλήσεις, που
παρέχει μέσα απ' τη δερματική επαφή είτε
ο χαλκός είτε το νικέλιο, που υπάρχουν
στα κέρματα. (βλ. 4 σελ. 53 παρόντος:
σκουλαρίκια).
Κοίτα πως χάνονται οι
δρόμοι μες στους ανθρώπους... τα
περίπτερα πως κρυώνουνε απ' τις
βρεγμένες εφημερίδες ο ουρανός πως
τρυπιέται στα καλώδια και το τέλος
της θάλασσας από το βάρος των πλοίων πόσο
λυπημένες είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες στο
τελευταίο δρομολόγιο και το λάθος
εκείνου που κατέβηκε στην πιο πριν
στάση τα αφημένα ρούχα στο καθαριστήριο και
τη ντροπή σου ύστερα από δυο χρόνια
που βρήκες λεφτά πως να τα ζητήσεις πως
τσούκου τσούκου αργά μεθοδικά μας
αλλοιώνουνε να καθορίζουμε τη στάση
μας στη ζωή από το στυλ της καρέκλας...
Οι αρχαϊκές και
παραδοσιακές κοινωνίες αντιλαμβάνονται
τον κόσμο γύρω τους σαν ένα μικρόκοσμο.
Πέρ' απ' τα όρια αυτού του κλειστού κόσμου
αρχίζει η περιοχή του αγνώστου, του
άμορφου. Από τη μια μεριά το διάστημα,
που έχει χαρακτήρα κόσμου, αφού είναι
κατοικημένο και οργανωμένο. Κι απ' την
άλλη, έξω απ' αυτό το οικείο διάστημα, η
άγνωστη και τρομερή έκταση με τους
δαίμονες, τα φαντάσματα, τους νεκρούς,
τους απόκοσμους, μ' ένα λόγο, το χάος, ο
θάνατος, η νύχτα. Αυτή η εικόνα, μικρόκοσμου
και κατοικημένου διαστήματος τριγυρισμένου
από ερημικές περιοχές εξομοιωμένες με
το χάος ή με το βασίλειο των νεκρών,
διατηρήθηκε ακόμη και σε πολύ εξελιγμένους
πολιτισμούς, όπως της Κίνας, της
Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου. Έτσι,
πολλά κείμενα εξομοιώνουν τους αντιπάλους
που ορμούν κατά του εθνικού εδάφους, με
φαντάσματα, με δαίμονες και με δυνάμεις
του χάους. Τους αντιπάλους του Φαραώ
τους θεωρούσαν «γιους της καταστροφής,
λύκους, σκυλιά» κλπ. Ο Φαραώ εξομοιωνόταν
με το θεό Ρε, νικητή του δράκου Άποφη,
ενώ οι εχθροί του ταυτίζονταν μ' αυτόν
το μυθικό δράκο.
Οι εχθροί, αφού
με την επίθεσή τους απειλούν την
ισορροπία, μα και την ίδια τη ζωή στην
πόλη ή και σ' όποια άλλη περιοχή κατοικημένη
και οργανωμένη, εξομοιώνονται με
δαιμονικές δυνάμεις, επειδή προσπαθούν
να ξαναφέρουν αυτόν το μικρόκοσμο στη
χαοτική κατάσταση, δηλαδή να τον
εκμηδενίσουν. Η κατάλυση μιας κατεστημένης
τάξης, η καταστροφή μιας αρχέτυπης
εικόνας, ισοδυναμούσε με παλινδρόμηση
στο χάος, στο προ-μορφικό, στην
αδιαφοροποίητη κατάσταση, την πριν απ'
την κοσμογονία. Ας σημειωθεί ότι τις
ίδιες εικόνες μεταχειριζόμαστε και
σήμερα, όταν περιγράφουμε τους κινδύνους
που απειλούν ορισμένο πολιτισμό: μιλάμε
για «χάος», για «αταξία» και «σκοτάδι»,
όπου θα βυθιστεί ο «κόσμος μας». Όλες
αυτές οι εκφράσεις, το καταλαβαίνουμε
βέβαια, σημαίνουν την κατάλυση μιας
τάξης, ενός Κόσμου, μιας δομής και
καταποντισμό ξανά σε μια κατάσταση
ρευστή, άμορφη, δηλαδή χαοτική.
Η ιδέα του
αντιπάλου σαν πλάσματος δαιμονικού,
σαν αληθινής ενσάρκωσης των δυνάμεων
του κακού, διατηρείται επίσης μέχρι
σήμερα. Η ψυχαναλυτική μελέτη αυτών των
μυθικών εικόνων, που εμπνέουν ακόμη το
σύγχρονο κόσμο, ίσως να μας δείξει, ως
ποιο σημείο προβάλλουμε πάνω στους
«εχθρούς» τις δικές μας καταστρεπτικές
διαθέσεις. Αλλ' αυτό το ζήτημα βγαίνει
απ' τα όρια της αρμοδιότητάς μας. Εμείς,
ένα κυρίως επιθυμούμε να καταδείξουμε,
πως για τον αρχαϊκό κόσμο, οι εχθροί,
που απειλούσαν το μικρόκοσμο, δεν ήταν
επικίνδυνοι σαν ανθρώπινα πλάσματα
καθεαυτά, μα επειδή ενσάρκωναν τις
εχθρικές και καταστρεπτικές δυνάμεις.
Είναι πολύ πιθανό, πως τα οχυρά γύρω
στις πόλεις και τις άλλες κατοικημένες
περιοχές, φτιάχτηκαν αρχικά σαν μαγικά
οχυρώματα. Γιατί αυτά τα οχυρωματικά
έργα-τάφροι, λαβύρινθοι, τείχη κλπ. -
φτιάχνονταν για να εμποδίσουν μάλλον
την εισβολή πνευμάτων κακών παρά την
επίθεση ανθρωπίνων όντων. Ακόμη και
αρκετά αργά στην ιστορία, όπως στο
Μεσαίωνα, τα τείχη των πόλεων καθιερώνονταν
τελετουργικά σαν άμυνα κατά του Διαβόλου,
της αρρώστιας και του θανάτου. Ο αρχαϊκός
συμβολισμός δε δυσκολευόταν καθόλου
να εξομοιώνει το εχθρικό ανθρώπινο
πλάσμα με το Δαίμονα και το Θάνατο.
Άλλωστε το αποτέλεσμα από τις επιθέσεις
τους, δαιμονικές ή πολεμικές, είναι
πάντα το ίδιο: καταστροφή, διάλυση,
θάνατος.
Κάθε μικρόκοσμος,
κάθε κατοικημένη περιοχή έχει ένα
«Κέντρο», όπως θα μπορούσε κανείς να το
ονομάσει, δηλαδή κάποιο κατεξοχήν ιερό
μέρος. Εκεί, σ' αυτό το Κέντρο εκδηλώνεται
το ιερό με τρόπο
καθολικό, είτε με μορφή στοιχειωδών
ιεροφανειών, όπως στους «πρωτόγονους»
(π.χ. τα τοτεμικά κέντρα, οι σπηλιές όπου
έθαβαν τους τσουρίνγκας
κλπ) είτε με την πιο εξελιγμένη μορφή
της άμεσης επιφάνειας θεών, όπως στους
παραδοσιακούς πολιτισμούς. Αλλά το
συμβολισμό του Κέντρου δεν πρέπει να
τον αντικρίσουμε με της γεωμετρικές
συσχετίσεις του δυτικού επιστημονικού
πνεύματος. Για καθέναν από κείνους τους
μικρόκοσμους μπορεί να υπάρχουν πολλά
«κέντρα». Όπως θα δούμε αμέσως πιο κάτω,
όλοι οι ανατολικοί πολιτισμοί –
Μεσοποταμία, Ινδία, Κίνα κλπ – γνωρίζουν
έναν απερίοριστο αριθμό «Κέντρων». Και
μάλιστα καθένα απ' αυτά θεωρείται, αλλά
και ονομάζεται «Κέντρο του Κόσμου».
Πρόκειται για χώρο ιερό,
που δόθηκε με μαια ιεροφάνεια ή φτιάχτηκε
τελετουργικά και όχι για χώρο βέβηλο,
ομοιογενή, γεωμετρικό, ώστε και η
πολλαπλότητα τέτοιων «Κέντρων της Γης»
μέσα σε μια μόνο κατοικημένη περιοχή
δε δημιουργεί καμιά δυσχέρεια. Έχουμε
εδώ μια γεωγραφία ιερή και μυθική, τη
μόνη αληθινά πραγματική
και όχι μια γεωγραφία βέβηλη,
«αντικειμενική», με κάποιον τρόπο
αφηρημένη και όχι ουσιαστική, θεωρητική
κατασκευή ενός διαστήματος και ενός
κόσμου, που δεν τον κατοικούμε και
συνεπώς δεν τον γνωρίζουμε.
Στη
μυθική γεωγραφία, ο ιερός είναι ο
κατεξοχήν πραγματικός χώρος,
γιατί όπως εξηγήσαμε πρόσφατα, για τον
αρχαϊκό κόσμο ο μύθος είναι πραγματικός,
αφού μιλάει για τις εκδηλώσεις της
αληθινής πραγματικοτητας: για το ιερό.
Σ' αυτόν το χώρο προσεγγίζουμε άμεσα το
ιερό – είτε με την υλική του υπόσταση
σε ορισμένα αντικείμενα (τσουρίνγκας,
παραστάσεις της θεότητας κλπ.) είτε με
τα ιεροκοσμικά σύμβολα με τα οποία
εκδηλώνεται (Στύλος του Κόσμου, Κοσμικό
Δέντρο κ.α.). Σε κάθε κουλτούρα, που
αναγνωρίζει την ιδέα των τριών κοσμικών
ζωνών – Ουρανός, Γη, Άδης – το «κέντρο»
- αποτελεί το σημείο διατομής τους. Σ'
αυτό είναι εφικτή η ρήξη επιπέδου και
ταυτόχρονα η επικοινωνία ανάμεσα στις
τρεις ζώνες. Έχουμε λόγους να πιστεύουμε
πως η εικόνα των τριών κοσμικών επιπέδων
είναι αρκετά αρχαία. Τη συναντάμε, για
παράδειγμα, στους Πυγμαίους Σεμάνγκ
της Μαλαϊκής χερσονήσου: στο κέντρο του
κόσμου ορθώνεται ένας τεράστιος βράχος,
ο Μπατού-Ριμπν. Κάτω απ' αυτόν βρίσκεται
ο Άδης. Άλλοτε, από τον Μπατού-Ριμπν
υψωνόταν κατά τον ουρανό ένας κορμός
δέντρου. Η κόλαση, το κέντρο της γης και
η «πύλη» του ουρανού, βρίσκονται λοιπόν
στον ίδιο άξονα και απ' αυτόν τον άξονα
γινόταν το πέρασμα από τη μια κοσμική
ζώνη στην άλλη. Θα διστάζαμε να δεχτούμε
για αυθεντική αυτή την κοσμολογική
θεωρία των Σεμάνγκ, αν δεν είχαμε κιόλας
παραδεχτεί τη θεμελιωμένη άποψη ότι
της ίδιας θεωρίας κάποιες σκιαγραγήσεις
υπήρχαν απ' την προϊστορική εποχή. Οι
Σεμάνγκ λένε πως άλλοτε
ένας κορμός δέντρου ένωνε την κορφή του
Κοσμικού Όρους, το Κέντρο του Κόσμου,
με τον Ουρανό. Πρόκειται για αναφορά σε
μυθικό θέμα εξαιρετικά διαδομένο: άλλοτε
η επικοινωνία με τον ουρανό και οι
σχέσεις με τη θεότητα ήταν εύκολες και
«φυσικές». Μα ύστερ' από κάποιο λατρευτικό
σφάλμα, η επικοινωνία κόπηκε και οι θεοί
αποτραβήχτηκαν ακόμη πιο ψηλά στα
ουράνια. Μόνο οι άνθρωποι-γιατροί, οι
σαμάν, οι ιερείς και οι ήρωες ή οι ηγεμόνες
καταφέρνουν προσωρινά και μόνο για δική
τους χρήση, να αποκαθιστούν την επικοινωνία
με τον Ουρανό. Ο μύθος για ένα αρχέγονο
παράδεισο, που χάθηκε ύστερ' από κάποιο
σφάλμα, είν' εξαιρετικά σπουδαίος, αλλά
δεν μπορούμε να τον πραγματευθούμε
τώρα, αν και σχετίζεται κάπως με το θέμα
μας.
Στο φως της πανηγυρικής
αυτής ημέρας Φρουροί ασάλευτοι
προσμένουν διαταγές Και αν μερικοί
συμπολιτεύονται με τους ολέθρους Και
άλλοι κοιτάζουν τ'άλογα στα δόντια
Μάχεται τους ολέθρους ο αιγίπαν Κι
ενώ κροτούν επίμονα τα τύμπανα Γύφτοι
χαλκεύουν το μέλλον των καιρών.
Και
το μεγάλο πανηγύρι αρχίζει.
Συν
γυναιξί και τέκνοις Οι κάτοικοι των
πόλεων ξεχύνονται στα ξέφωτα Γιατί
τα τύμπανα αντηχούν στα ηλιακά των
πλέγματα Και οι κραδασμοί μέσ' απ' τη
γη ξεχύνονται Σπάργωσιν φέρνοντας
στα σώματα και τις ψυχές.
Και το μεγάλο πανηγύρι
συνεχίζεται.
Κούροι λιγνοί σηκώνουν
τους αλτήρες Άλλοι παλεύουν παίζοντας
στα χώματα Πίδακες αναπηδούν από τη
γη Επιταχύνειται η έκκρισις των
σιελογόνων Τα ντέφια των αθιγγανίδων
πάλλονται Όσον και οι μαστοί των όταν
Σαν αυροφίλητες μπρατσέρες βολτατζάρουν
Στα κύματα των χορευτικών στροβίλων
Δίνοντας σάρκα και οστά στους μύθους
Δίνοντας σάρκα και οστά στους ζωντανούς
ρυθμούς Με όρθιες τις ρώγες στους
αρσενικούς ανέμους Με όρθιους τους
στημόνες των μυστικών ανθέων Κάτω
απ' το σέλας των πλατυγύρων φορεμάτων
Όταν τ' αγόρια ορθώνονται με την ψυχή
στο στόμα Και ο Σείριος καλεί την
Ανδρομέδα Κι οι γύφτοι χαλκεύουν το
μέλλον των καιρών.
Τι κι αν δε φαίνονται
του στερεώματος τ' αστέρια
Στο φως
της πανηγυρικής αυτής ημέρας Ακούονται
οι φωνές των ουρανίων σωμάτων Και
πάλλεται ο αήρ και αντιβοούν της
πανηγύρεως τα πλήθη Και ενώ με λόγια
αστράπτοντα ξεσπούν οι χρησμοί Εκθλίβεται
απ' τους κορμούς των δένδρων το ρετσίνι
Ευφραίνονται μες στο τριφύλλι οι
μόσχοι Και χρεμετίζουν τ' άλογα καθώς
Κούροι λιγνοί σηκώνουν τους αλτήρες
Και σείονται οι αθιγγανίδες
Και
αγαλλιούν μπρος στους γυμνούς μαστούς
τ' αγόρια Ολίγος κόσμος έμεινες στις
πόλεις Μες στις αυλές στους δρόμους
στις πλατείες Οι απομένοντες καρατομούν
τα βλοσυρά του παρελθόντος χρόνια Διότι
οι μοίρες γράψαν στα ντουβάρια
Τα ριζικά των νέων
εποχών Κι αίφνης παντού όπου τα δέντρα
υψώνονται Σε κήπους σε δενδροστοιχίες
Και ας είναι ο μήνας Μάριτος Σαν
προανάκρουσμα του επερχομένου θέρους
Εκστατικές ξεσπούν οι συνηχήσεις
Των δονουμένων τζιτζικιών.
Κι
αίφνης κοντά στης πανηγύρεως τον χώρο
Μέσα από σπήλαιον βαθύ προβαίνει Ως
άνθρωπος Νεαντερντάλειος Ως άνθρωπος
απόλυτος οριστικώς erectus
Πολύ πριν
ακουσθή η κλαγγή των λεγεώνων Πρωτόκλητος
και αρχέτυπος προβαίνει Στο φως της
πανηγυρικής αυτής ημέρας Ως μέγας
αναμάρτητος Αδάμ Μ' ένα λαλίστατον
ειρηνικό πουλί στον ώμο Ως άρχων της
γης μοιραίος προβαίνει Αναζητών λαόν
πιστόν και αγέλας καλιμμάστων νεανίδων
Βαρύγδουπος κισσοστεφής προβαίνει
Θανάτω θάνατον πατήσας Ο νέος αιών.
Ουδεμία δύναμις
κατά τους Αιγυπτίους, είχε τόσον μεγάλην
ισχύν, όσον ο λόγος. Εις την ικανότητα
αυτού απεδίδετο η όλη δημιουργία. «Ο
Ρα, λέγει το βιβλίον των Νεκρών, εσχημάτισε
δια των ονομάτων του, τον κύκλον των
δευτερευόντων θεών». «Είναι ο μεγαλώνυμος
Θεός όστις ωνόμασε
(εδημιούργησε τα μέλη του (τους θεούς)».
«Ουδείς θεός υπήρχεν ακόμη, γράφει
αλλαχού, δεν ήτο γνωστόν το όνομα ουδενός
πράγματος». Ιδού ακόμη μια από τας
προσφωνήσεις προς τον Δημιουργόν Ρα,
εμπεριέχουσα σπουδαίαν μυητικήν
σημασίαν: «Οι άνθρωποι εξέρχονται εκ
των δύο θείων οφθαλμών σου, οι θεοί εκ
του στόματός σου... Ο λόγος σου ουσία
εστίν...»
Ευρισκόμεθα,
ως βλέπει τις, εν πλήρει περί δημιουργού
λόγου θεωρία, οίαν την συναντώμεν εις
όλην την πλατωνικήν, νεοπλατωνικήν και
σύγχρονον ακόμη φιλοσοφίαν. Δύναταί
τις αδιστάκτως να υποθέση ότι επρόκειτο
περί της μεγαλειτέρας Κλειδός, του
μεγίστου απορρήτου της αιγυπτιακής
φιλοσοφίας.
Θα
ενθυμούμεθα την μονότονον επικλητικήν
απαγγελίαν της Ίσιδος και Νέφθυος κατά
την επικήδειον διανυκτέρευσιν παρά το
πλευρόν του τεθνεώτος Οσίριδος. Πολλοί
θα εξεπλάγησαν ωσαύτως με το μονότονον
της εκτελέσεως των ψαλμωδών της καθ'
ημάς βυζαντινής μουσικής. Γνωστόν ακόμη
ότι οι ινδοί γιόγκι και οι φακίραι την
μεγαλειτέραν ισχύν των στηρίζουσιν επί
της γνώσεως ωρισμένων επωδών, ας εν τη
σανσκριτική ονομάζουσι μάντραμ.
Πάντα ταύτα ένα και μόνον σκοπόν έχουσι
και επί μιας αρχής βασίζονται: επί της
δυνάμεως των ήχων και γενικώτερον του
λόγου.
Αποδίδειν
περαιτέρω εις τι πράγμα εν όνομα,
ισοδυναμεί κατά τους Αιγυπτίους προς
την δημιουργίαν αιθερίας οντότητος,
ατομικού Κα, αρρήκτως συνδεδεμένου προς
το πράγμα τούτο, εις τρόπον ώστε ενεργών
τις επ' αυτού να δύναται να επιδράση
εμμέσως επί του υλικού αντικειμένου.
«Επίστευον»,
γράφει ο κ. Maxwell, εν τω έργω του «La Magie»
(σελ. 41, Paris 1922), «ότι το όνομα, αυτό καθ'
εαυτό είχε δύναμιν τινα, και ότι
επετυγχάνετο η υλικοποίησις του
αφηρημένου εκείνου δεσμού όστις συνδέει
τα άτομα μετά του ονόματος των. Το
τελευταίον τούτο καθίσταται μέρος
αναπόσπαστον της οντότητος των, η δε
γνώσις αυτού συνεπήγετο τον πρώτον όρον
της επ' αυτών ενεργείας. Το πνεύμα ή ο
θεός ήκουε το πραγματικόν
όνομά του, όπως ο άνθρωπος ακούει και
υπακούει όταν τον καλούν. Η προσοχή του
διεγείρεται και έρχεται προς τον καλούντα
αυτόν». Εν παράδειγμα αναφερει η στήλη
του Metternich, εις το οποίον η δύναμις της
επωδής ενισχύεται και υπό της φαντασίας.
Εν άτομον απειλούμενον να δηχθή υπό
όφεως, λαμβάνει την προσωπικότητα και
το όνομα του Ώρου, και αντιτάσσεται προς
το ερπετόν λέγων: «Ελθέ, πλησίασε
δηλητηριώδες ζώον, πλησίασε και πέσε
κατά γης. Ο Ώρος σοι ομιλεί, εξουδετερεί
την δύναμίν σου, πτύει επί σου(1)»
δεν δύνασαι να εγερθής πλέον, πίπτεις.
Είσαι εξησθενισμένον πλέον, δεν έχεις
δυνάμεις. Είσαι τυφλόν και δεν βλέπεις.
Διότι είμαι ο Ώρος, ο μέγας μάγος».
Εν
τη δημιουργία ταύτη δια της σκέψεως
αιθερίας οντότητος, αναγνωρίζει τις
ευθύς αμέσως τας θεωρίας των αποκρυφιστών
γενικώς, και ειδικώτερον των νεωτέρων
θεοσόφων, περί των «μορφών – σκέψεων»
(formes pensees). Η σκέψις είναι δημιουργική
δύναμις, είναι μια ουσία λεπτοτάτης
υφής αλλ' υλικής φύσεως. Η ουσία αύτη
χειριζομένη δια θελήσεως εξησκημένης,
συμπυκνουμένη και διευθυνομένη υπό της
σκέψεως, οργανούται, λαμβάνει ατομικήν
υπόστασιν και δρα προς ένα ωρισμένον
σκοπόν. Είναι εκείνο το οποίον εν τη
μαγεία καλείται δημιουργία ενός
εγρηγορότος (egregore), ενός όντος συγκεντρούντος
εν εαυτώ τεραστίας δυνάμεις, δανειζομένας,
υπό του ενεργούντος αφ' ενός και υπό της
φύσεως αφ' ετέρου.
Η
θέλησις του ενεργούντος είναι πάντως
μια σημαντική δύναμις, πλην ουχί
απεριόριστος. Δια εναρμονίσεως όμως
ταύτης προς την παγκόσμιον θέλησιν ήτοι
προς τους νόμους και ρυθμούς της φύσεως,
λαμβάνει αύτη τεραστίας διαστάσεις εν
χώρω και χρόνω και δύναται να επιτελέση
τα υπερσυνήθη εκείνα αποτελέσματα άτινα
καλούμεν απλώς «θαύματα». Δια της
Επιστήμης λοιπόν των Ρυθμών η αρχική
δόνησις πολλαπλασιάζεται, ενισχύεται
και αναπτύσσεται.
Η
αρχική όμως δόνησις ήτις δίδεται υπό
της θελήσεως του μύστου, εκφράζεται,
λαμβάνει ούτως ειπείν πραγματικήν
υπόστασιν αφ' ης στιγμής διατυπωθή δια
ζώσης φωνής, δια του λόγου εν γνώσει των
νόμων των διεπόντων την δια της επιθυμίας
του μύστου διατυπουμένην πράξιν. Δεν
αρκεί να διατυπωθή μια επιθυμία εική
και ως έτυχε. Η διατύπωση αύτη πρέπει
να εξωτερικευθή, να βασισθή επί του
λόγου, ο λόγος ούτος να τεθή εις αρμονίαν
προς τους κοσμικούς ρυθμούς της φύσεως,
δια χρησιμοποιήσεως καταλλήλου τόνου
φωνής δι' ήχου, και να εκφερθή εις
κατάλληλον κοσμικήν στιγμήν αρμονικήν
προς την φύσιν του προσδοκωμένου
αποτελέσματος.
Το
σημείον τούτο ήτο το σημαντικώτερον
και λεπτότερον της μυήσεως. Η γνώσις
και εφαρμογή των ανωτέρων δυναμικοτήτων
της φύσεως προς επιτέλεσιν ενός εκ των
προτέρων καθωρισμένου αποτελέσματος
ήτο το εχέγγυον της Παντοδυναμίας του
Μύστου, το κατ' εξοχήν Απόρρητον των
μυσταγωγικών Σχολών.
Δι'
αποκτήσεως των γνώσεων τούτων ο μεμυημένος
καθίστατο «εις θεός ούτινος οι λόγοι
εκτελούνται» (βιβλ. των νεκρών, κεφ.
CXXX), εγίνετο «φοβερός ενώπιον των θεών»
(κεφ. CXLVIII), διότι είχε «φωνήν αρέσκουσαν
τω Θεώ» (ma Khroou).
Ο
μεμυημένος επικαλείται τας ανωτέρας
δυνάμεις, αλλά τας επικαλείται ουχί
κατά φαντασίαν και τυχαίως. Αποδίδει
εις εκάστην εξ αυτών το αρμόζον αυτή
όνομα, όνομα μη δυνάμενον να κατανοηθή
ειμή μόνον υπό των μεμυημένων. Οι σοφοί
αιγυπτιολόγοι δεν ευρίσκουσιν εν τοις
ονόμασι τούτοις ειμή παράδοξον και
απρόφερτον συνδυασμόν γραμμάτων. Διότι
δεν αρκεί να γνωρίζη τις το πως γράφεται
εν όνομα, δια να δυνηθή να επιτελέση
θαύματα. Δέον εκτός τούτου να γνωρίζη
τον ρυθμόν, τον τόνον και τας διακυμάνσεις
της φωνής προς προφοράν αυτού. Το μυστικόν
τούτο εδιδάσκετο εις τους ναούς.
Αλλ'
η δια μαγικών μέσων προφύλαξις ατόμου
τινος δύναται να επιτελεσθή και εξ'
αποστάσεως υπό του ενδεδειγμένου μάγου,
δι' επικλήσεως ωρισμένων δυνάμεων, ας
προηγουμένως έχει καθυποτάξει εις την
θέλησίν του. Ο κ. Moret δίδει εν προκειμένω
εν γενικαίς γραμμαίς το σύνολον της
χρησιμοποιουμένης τελετουργίας.
Υπομιμνήσκει ωσαύτως την κλασσικήν
μέθοδον της πλαγγόνος.
Ωρισμέναι
τινες λέξεις και ονόματα, ιδίως θεών,
ενείχον επικλητικάς ικανότητας των
θεών αυτών, προς προστατευτικούς σκοπούς.
Ούτως ομιλών περί του θεού Άμμωνος ο
Πλούταρχος(2) λέγει τα ακόλουθα: «Ίδιον
παρ' Αιγυπτίοις, όνομα Διός, είναι το
Αμούν. Εκαταίος δε ο Αβδιρίτης φησί
τούτω και προς αλλήλους τω ρήματι χρήσθαι
τους Αιγυπτίους, όταν τινα προσκαλούνται.
Προσκλητικήν γαρ είναι την φωνήν.
Διό τον πρώτον θεόν, ον τω παντί τον
αυτόν νομίζουσιν, ως αφανή και κεκρυμμένον
όντα, προσκαλούμενοι και παρακαλούμενοι
εμφανή γενέσθαι και δήλον αυτοίς «Αμούν»
λέγουσιν. Η μεν ουν ευλάωεια της περί
τα θεία σοφίας Αιγυπτίων, τοσαύτη ην».
Ως
δε εκ παραλλήλου μνημονεύει ο Naville
«επεκαλούντο τον Θευθ, ούτινος ο λόγος
είχε μαγικήν τινα ικανότητα».
Εξ
όσων μέχρι τούδε είπομεν περί ονόματος
είναι εύκολον να αναμένη τις την συνήθειαν
εκείνην των Αιγυπτίων καθ' ην εθεώρουν
λίαν επικίνδυνον να γνωρίσουν εις το
κοινόν το κύριον αυτών όνομα. Ιδού μια
παράγραφος του κ. Hartland εν προκειμένω:
«Εν κύριον όνομα, γράφει, εθεωρείτο ως
αδιαχώριστον του κατόχου του, οι δε
άγριοι λαμβάνουν την πρόνοιαν να
κρύπτωσιν επιμελώς το πραγματικόν των
όνομα, αντικαθιστώντες αυτό υπο
ψευδωνύμων. Ο λόγος είναι ότι το να
γνωρίζη τις το πραγματικόν όνομα ενός
άλλου, είναι ίσον προς το να έχη επ' αυτού
εξουσίαν ακατανίκητον, και να δύναται
να την χρησιμοποιήση όπως θέλει». Ο δε
κ. Moret, προσθέτει ότι «δίδειν το πραγματικόν
όνομα ενός όντος, ισοδυναμεί προς το
σχηματίζειν την πνευματικήν του εικόνα
(επί της οποίας είτα δύναται να επιδράση
κατά βούλησιν). Γράφειν δε το όνομα
αντιστοιχεί προς το διαγράφειν την
φυσικήν του εικόνα».
Η
συνήθεια αύτη απεδίδετο και εις αυτούς
έτι τους θεούς. Ούτω κατά τινα παράδοσιν
αναγεγραμμένην επί του παπύρου του
Τουρίνου, ο θεός Ρα-Ήλιος ομολογεί ότι
«το όνομά μου, προεφέρθη υπό τους πατρός
μου και της μητρός μου, είτα δε απεκρύβη
εις τους κόλπους μου υπό της τεκούσης
με, δια να μην υποπέσω εις την εξουσίαν
γόητος τινος, ότε δε εδήχθη υπό όφεως,
και έπρεπε δια της δυνάμεως του αληθούς
του ονόματος να καταπολεμήση την
ενέργειαν του δηλητηρίου, υπεβλήθη εις
λεπτομερή έρευναν εκ μέρους της Ίσιδος,
οπότε αύτη ανευρούσα αυτό έγινε κυηρία
της δυνάμεως και της ψυχής του θεού Ρα».
Θεωρούμεν
περιττόν να υπομνήσωμεν ότι πάντα ταύτα
ενέχουσι συμβολικόν χαρακτήρα. Ενθυμούμεθα
την εν τω πρώτω μέρει αναγραφείσαν
προειδοποίησιν του Πλουτάρχου προς την
ιέρειαν Κλέαν: «Όταν ουν ακούσης, α
μυθολογούσιν Αιγύπτιοι περί θεών... δει
μηδέν οίεσθαι τούτων λέγεσθαι γεγονός,
ούτω και πεπραγμένον». Ούτω ο κ. Lefebure εκ
τη προεκτεθείση αλληγορία, αναγνωρίζει
την παράδοσιν της Ίσιδος = Εύας, αποκτούσης
την υπερτάτην γνώσιν και δύναμιν του
θεού Ρα-Ηλίου, δια της ενεργείας του
όφεως.
_____________________
1.Πτύω
επί σου, λέγει ο Ώρος, προς καταπολέμησιν
του όφεως. Η πολλαπλή ικανότης του σιέλου
απαντάται εις πλείστους λαούς και παρά
τοις αρχαίοις συγγραφεύσι: η ενέργειά
του διακρίνεται εις θεραπευτικήν και
θανατωτικήν. Ο Θεόφραστος, Αιλιανός,
Γαληνός, Πλίνιος κ.α., πολλάκις ομιλούσι
περίς της πρώτης ιδιότητος. Εκ παραλλήλου
ο Πλίνιος αναφέρει ότι σκολόπενδραι,
φρύνοι κ.α. ζώα δύνανται να θανατωθώσι
υπό του πτυέλου νήστεως ιδία ανθρώπου.
Ο Διοσκουρίδης διατείνεται ότι εάν
μασήση τις το φυτόν άγχουσα και αποπτήση
αυτό εις το στόμα εχίδνης, το ζώον θέλει
πάραυτα θανατωθή. Ο δε Γαληνός βεβαιοί
ότι «σκορπίω τις πτύσας δις ή τρις νήστις
ευθέως αναιρεί το ζώον». Αλλαχού δε
αναγράφει περιπτώσεις θανατώσεως
σκορπίων, δια καταπτύσεως αυτών. Ομοίας
περιπτώσεις δύναται τις να ανεύρει εν
τω άρθρω του καθηγητού κ. Πεζοπούλου,
δημοσιευθέν εν «Επιστ. Ηχώ» 1923, σελ. 184
Κι
ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει όμως
εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα, έβλεπα
τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να
σώσω πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω
μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε,
δείχνετε πληγές, αλλόφρονες στους
δρόμους. Τον πανικό που στραγγαλίζει
την καρδιά σας σαν σημαία καρφώσατε
σ' εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το
εμπόρευμα. Η πρόγνωσή σας ασφαλής: Θα
πέσει η πόλις.
Εκεί,
προσεκτικά σε μια γωνιά μαζεύω με
τάξη, φράζω με σύνεση το τελευταίο μου
φυλάκιο. Κρεμώ κομμένα χέρια στους
τοίχους, στολίζω με τα κομμένα κρανία
τα παράθυρα, πλέκω με κομμένα μαλλιά
το δίχτυ μου και περιμένω όρθιος και
μόνος σαν και πρώτα περιμένω.