.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΠΑΙΞΟΥΜΕ – ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ


Στην Όλγα Ντέλλα και την παρέα της

«Του παπά μας το παιδί
έπεσ' από το σκαμνί
κι έσπασε το πόδι του
και το καλαπόδι του
κι ώσπου να 'ρθει η μάνα του
και η αδερφή του
πρόφτασε ο Άγγελος
και πήρε την ψυχή του».
                    Δημοτικό Λάχνισμα(1)

Ελάτε να παίξουμε. Πάρτε το κουβαδάκι σας και το φτυαράκι σας κι ελάτε να χτίσουμε πύργους στην άμμο. Ελάτε να χτίσουμε πύργους που (ω, τι χαρά!) το κύμα θα γκρεμίσει κι ο άνεμος.
Ελάτε να παίξουμε. Πάρτε το κουβαδάκι σας και το φτυαράκι σας κι ελάτε να σκάψουμε τάφους στην άμμο. Ελάτε να σκάψουμε τάφους (ω, τι χαρά!) για πάντα θα γιάνουν μπαμπά και μαμά.
Ελάτε να παίξουμε τους ορφανούς κι ανέστιους πρίγκιπες.

Ελάτε να παίξουμε. Τις πιο απόκρυφες γωνιές σκεφτείτε κι ελάτε να παίξουμε κρυφτό. Ελάτε να παίξουμε κρυφτό και στην πιο σίγουρη κρυψώνα να χωθούμε, βαθιά μέσα στο χώμα. Κι εκείνος που θα τα φυλά, να ψάχνει και να ψάχνει και να μη μας βρίσκει, και να λυσσάει και να κλαίει απ' το κακό του. Και να γελάμε εμείς που του ξεφύγαμε (ω, τι χαρά!), χωμένοι εκεί βαθιά, στα σκοτεινά.

Ελάτε να παίξουμε. Φέρτε ένα σκαμνί κι έναν Μανόλη, κι ελάτε να παίξουμε το γύρω-γύρω όλοι στη μέση ο Μανόλης. Όλοι θα κάθονται στη γη και μόνο ο Μανόλης στο σκαμνί. Μονάχος ο Μανόλης στο σκαμνί και όλοι οι άλλοι γύρω-γύρω, ένας κύκλος που (ω, τι χαρά!) αδιάκοπα θα κλείνει γύρω απ' τον Μανόλη.

Ελάτε να παίξουμε. Φέρτε ένα σκαλιστήρι κι ένα ποτιστήρι κι ελάτε να παίξουμε τους κηπουρούς.
Ελάτε να παίξουμε. Ένα ξερό κλαρί στο χώμα θα φυτέψουμε κι αδιάκοπα θα το ποτίζουμε (ω, τι χαρά!) για να βλαστήσει.
Ποτέ δεν θα βλαστήσει το ξερό κλαρί. Ελάτε να παίξουμε τους κακούς κηπουρούς.

Ελάτε να παίξουμε. Ελάτε ν' ανεβούμε στην ταράτσα, κι όπως θα πλαταγίζει ο άνεμος τα πάλλευκα σεντόνια στην απλώστρα, να παίξουμε τους τολμηρούς θαλασσοπόρους, ψάχνοντας με το χέρι αντήλιο, στον ορίζοντα, τη μακρινή Θαλουρανήλ.
Ελάτε να παίξουμε τους τολμηρούς θαλασσοπόρους, κι όταν μαζέψει τα σεντόνια η νοικοκυρά (ω, τι χαρά!), θα παίξουμε τους θαλασσοδαρμένους ναυαγούς.

Ελάτε να παίξουμε. Ελάτε την τυφλόμυγα να παίξουμε. Αρκετά είδαν τα μάτια μας, αρκετά βαρύνθηκε η ψυχή μας. Ελάτε την τυφλόμυγα να παίξουμε, να εμπιστευτούμε μόνο την αφή μας. Οι φίλοι θα δροσίζουνε τις ρώγες των δαχτύλων μας και θα τις καίνε οι εχθροί μας. Τίποτε άλλο. Τόσο απλά.
Κι αφού έτσι κι αλλιώς, προορισμός μας είναι ο γκρεμός, καλύτερα να πέσουμε σ' αυτόν με σφαλισμένα μάτια.

Ελάτε να παίξουμε. Πάρτε τα ξύλινα σπαθιά σας κι ελάτε να παίξουμε τους υπερασπιστές του βασιλείου. Αμέτρητοι θα είναι οι εχθροί κι εμείς μονάχα τέσσερις ιππότες δίχως άλογα, τέσσερις θλιβεροί βαλέδες.
Ελάτε να παίξουμε, ηρωικώς μαχόμενοι να πέσουμε μπροστά στις πύλες ενός πύργου χάρτινου.

Ελάτε να παίξουμε. Ελάτε τα αγάλματα να παίξουμε. Κρατήστε την ανάσα σας, τα μέλη σας παγώστε, το βλέμμα σας στο τίποτε καρφώστε. Κερδίζει μόνον όποιος σταματά ακόμη και τον ρου του αίματος, αυτός που μένει ακίνητος για πάντα.
Όσοι από το παιχνίδι τούτο βγαίνουν, μπαίνουνε σ' ένα άλλο που ονομάζεται κατάθεση στεφάνων ή μνημόσυνο.

Ελάτε να παίξουμε. Ελάτε τον λαγό να παίξουμε και τα λαγωνικά.
Πρώτος κινάει ο λαγός και, με μια κιμωλία, ίχνη αφήνει πίσω του, βέλη ανεπαίσθητα, πάνω σε πέτρες, δέντρα, πεζοδρόμια, ίχνη που πρέπει τα λαγωνικά ν' ακολουθήσουν.
Αν είναι ο λαγός καλός, αν είναι αρκούντως πονηρός και κάνει σάλτους και πισωγυρίσματα, αδιάκοπα ξεφεύγει.
Η μέρα φεύγει, το σκοτάδι αφανίζει λαγό και ίχνη και λαγωνικά. Μανάδες βγαίνουνε στις πόρτες και καλούν, επί ματαίω, τα παιδιά. Κρυώνει πάνω στο τραπέζι το φαΐ τους, επ' άπειρο κρυώνει.
Αν είναι ο λαγός καλός, αν είναι αρκούντως πονηρός, σε τούτο το παιχνίδι, κερδίζει μόνο η νύχτα.

Ελάτε να παίξουμε. Ελάτε τον κόρακα να παίξουμε.
Ένας ο πιο κακός, θα είναι ο κόρακας. Οι άλλοι θα 'ναι τα παιδιά κι η μάνα τους.
«Κρα! Κρα!» φωνάζει ο κόρακας. «Είμ' όμορφος; Είμ' όμορφος;»
«Σαν το κατράμι, σαν την πίσσα» λέει η μάνα.
Ορμάει τότε ο κόρακας κι αρπάζει ένα παιδί.
Έτσι τραβάει το παιχνίδι ως το τέλος, ώσπου να μείνουν μόνο ο κόρακας κι η μάνα ζωντανοί.
Αν είναι η μάνα δυνατή, τρώει τον κόρακα. Αλλά προς τι; Κανένα δεν της έχει μείνει πια παιδί.
Αν είναι δυνατότερος ο κόρακας, τρώει και τη μάνα. Κι είναι καλύτερα έτσι.

Ελάτε να παίξουμε. Ελάτε τη μικρή να παίξουμε Ελένη, αυτή, την παραπονεμένη, που δεν την παίζουν πια οι φιλενάδες της, αυτήν που κλαίει, απαρηγόρητη, και με κλειστά τα μάτια κοιτά τον ήλιο, με κλειστά τα μάτια τον κοιτά και αποχαιρετά.

Ανεβαίνω στη συκιά και πατώ στην καρυδιά και φωνάζω «Κούι, κούι!» και κανένας δεν μ' ακούει.
Τόση ερημιά, τόση ερημιά που δεν υπάρχει καν συκιά κι ούτε, βεβαίως, καρυδιά.
Δεν ανεβαίνω πουθενά, δεν ανεβαίνω στη συκιά κι ούτε πατώ στην καρυδιά, φωνάζω όμως «Κούι, κούι!» κι ας είναι μόνο το κενό που ακούει.



_____________________
(1)Όταν πρωτοδιάβασα αυτό το δημοτικό λάχνισμα, έμεινα κυριολεκτικά άναυδος. Χρησιμοποιούσαμε κι εμείς, στη λαϊκή γειτονιά όπου μεγάλωσα, λαχνίσματα που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των ομαδικών παιχνιδιών μας, αλλά δεν ήσαν παρά μικρά, έμμετρα και, στην πλειονότητά τους, ασυνάρτητα στιχουργήματα του τύπου: [Τάπι τάπι του μπεκρή / τάπι τάπι ρούσι / τάπι τάπι του μπεκρή / τάπι τάπι γκρι]. Εδώ, όμως, είχα μπρος στα μάτια μου ένα ποίημα, ένα πραγματικό ποήμα που θα μπορούσε να είχε γραφτεί από τον Μίλτο Σαχτούρη και που, παρά την ωμότητά του, είχε τραγουδηθεί και ίσως τραγουδιόταν ακόμη από γελαστά παιδιά, μικρά ξένοιαστα δαιμόνια.
Μετά το πρώτο ξάφνιασμα, άρχισαν να επιστρέφουν στη μνήμη μου τα παιχνίδια που έπαιζα κι εγώ, κάποτε, ως μικρό ξένοιαστο δαιμόνιο, και, ω του πικρού θαύματος, συνειδητοποίησα, με την καταραμένη κρίση του γέροντα δαίμονα, που είμαι πλέον, πόση πίκρα και πόσο θάνατο έκλειναν μέσα τους ή προοιωνίζονταν αυτά τα παιχνίδια που μ' έκαναν να ξεκαρδίζομαι στα γέλια.
Έτσι γεννήθηκε αυτό το ποίημα που πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό Εντευκτήριο,τον Μάρτιο του 2005, με τον υπότιτλο «Μικρό ανθολόγιο παραδοσιακών παιχνιδιών». Τώρα αν του έβαζα υπότιτλο, θα αντικαθιστούσα τη λέξη παραδοσιακών με τη λέξη δαιμονικών, αλλλά η ένταξή του στο ανά χείρας βιβλίο, πιστεύω ότι καθιστά περιττόν οποιονδήποτε χαρακτηρισμό.


ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ
ΠΕΡΙ ΑΓΓΕΛΩΝ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΩΝ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ 2007

Δεν υπάρχουν σχόλια: