.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Είναι καλύτερο ο ηγέτης να προκαλεί αγάπη ή φόβο; -ΝΙΚΟΛΟ ΜΑΚΙΑΒΕΛΙ



Ο Ηγέτης πρέπει να φροντίζει να θεωρείται φιλεύσπλαχνος κι όχι σκληρός. Εντούτοις, θέλει μεγάλη προσοχή για να μη χρησιμοποιεί την ευσπλαχνία του με λάθος τρόπο.

Θα πρέπει ο Ηγέτης να αδιαφορεί αν τον πουν σκληρό στην περίπτωση που κρίνει τη σκληρότητα απαραίτητη για να κρατηθούν οι εξουσιαζόμενοι ενωμένοι και πιστοί σε αυτόν. Οι ταραχές και το χάος βλάπτουν συνήθως το σύνολο των εξουσιαζόμενων, ενώ, αν πέσουν μερικά κεφάλια, βλάπτονται μόνο μεμονωμένα άτομα, οι αποκεφαλισμένοι.

Αν σαν Ηγέτη δεν μπορούν να σε σεβαστούν, θα πρέπει απαραίτητα να σε φοβηθούν. Το καλύτερο όμως από όλα είναι να σε αγαπούν.

Ποτέ μη στηρίζεσαι σε λόγια αγάπης. Οι άνθρωποι είναι αχάριστοι, ευμετάβλητοι, ψεύτες, υποκριτές, φυγάδες μπροστά στον κίνδυνο, άπληστοι για το κέρδος. Όσο τους κάνεις καλό είναι δικοί σου, σου προσφέρουν το αίμα τους, τα υπάρχοντά τους, τη ζωή και τα παιδιά τους. Όταν όμως ο κίνδυνος γίνει ορατός, όλα αυτά αλλάζουν και συνήθως το βάζουν στα πόδια.

Ο Ηγεμόνας που βασίζεται σε λόγια αγάπης καταστρέφεται, επειδή οι φιλίες, που αποκτιούνται με χρήματα κι όχι με το μεγαλείο και την ευγένεια της ψυχής, δεν είναι και τόσο χρήσιμες, αφού, όταν τις χρειάζεσαι, δεν μπορεί να τις χρησιμοποιήσεις.

Οι άνθρωποι βλάπτουν ευκολότερα κάποιον που τους είναι αγαπητός από κάποιον που τους προκαλεί το φόβο.

Οι άνθρωποι αγαπούν αν οι ίδιοι το θέλουν, αλλά φοβούνται αν το θέλει ο Ηγέτης τους.

Επειδή οι άνθρωποι είναι φύσεις μοχθηρές, κάθε δεσμός αγάπης σπάει συνήθως μπροστά στο πρώτο προσωπικό συμφέρον.

Επειδή οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως δειλοί, ο φόβος της τιμωρίας τους κάνει να συγκρατιούνται και να μη σε εγκαταλείπουν ποτέ.

Ο Ηγεμόνας, αν δεν μπορεί να κερδίσει τη αγάπη των εξουσιαζόμενων, πρέπει να προκαλέσει το φόβο, αλλά με τρόπο που να αποφύγει το μίσος. Αυτό θα το πετύχει όταν δεν τους θίγει προσωπικά και περιουσιακά, αν υπάρχει πάντα κατάλληλη δικαιολογία και φανερή αφορμή για να πάρει ένα κεφάλι.

Οι άνθρωποι σου συγχωρούν πιο εύκολα τη δολοφονία του πατέρα τους παρά την αρπαγή της πατρικής κληρονομιάς.

Ο Ηγέτης πρέπει να κατέχει καλύτερα τον τρόπο να μη σφάλλει παρά τον τρόπο να διορθώνει τα σφάλματά του.


ΝΙΚΟΛΟ ΜΑΚΙΑΒΕΛΙ
Ο ΗΓΕΜΟΝΑΣ
ΜΙΕΤΑΦΡΑΣΗ ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΒΙΤΣΟΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ 2003

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

ΕΥΡΗΚΑ [ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 2] – EDGAR ALLAN POE


Πορευόμαστε ανάμεσα στα πεπρωμένα της γήινης ύπαρξής μας – είμαστε περικυκλωμένοι από αμυδρές   Α ν α μ ν ή σ ε ι ς   ενός πολύ πλατύτερου Πεπρωμένου, μακρινού, χαμένου στο παρελθόν των αιώνων, και ασύλληπτα τρομερού.
Η Νιότη μας είναι παράξενα στοιχειωμένη από τέτοιες σκιές. Ποτέ όμως δεν τις παίρνουμε για όνειρα. Τις γ ν ω ρ ί ζ ο υ μ ε σαν Αναμνήσεις. Ό σ ο   δ ι α ρ κ ε ί  α υ τ ή  η   Ν ι ό τ η, η διαφορά είναι ολοφάνερη. Και δεν υπάρχει περίπτωση να τις εκλάβουμε για κάτι άλλο, έστω και στιγμιαία.
Όσο είμαστε νέοι, η αίσθηση πως υ π ά ρ χ ο υ μ ε είν' ό,τι φυσικότερο. Το κατανοούμε π λ ή ρ ω ς. Τ' ό τι κάποτε δ ε ν υπήρχαμε – ή, και το σπουδαιότερο, πως ίσως δεν υπήρξαμε ποτέ – συνιστά μιαν από τις αντιλήψεις που, κ α τ ά τ η δ ι ά ρ κ ε ι α τ η ς Ν ε ό τ η τ α ς, δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε.  Γιατί να μην υπάρχουμε; Ετούτη είναι –  μ έ χ ρ ι  τ η ν Ε π ο χ ή  τ η ς   Ε ν η λ ι κ ί ω σ η ς – η πιο δύσκολη ερώτηση. Η ύπαρξη, η αυθυπαρξία, έξω απ' το χρόνο και για όλη την αιωνιότητα, μοιάζει, μέχρι την εποχή της Ενηλικίωσης, μια φυσική και αυτονόητη κατάσταση: μ ο ι ά ζ ε ι, ε π ε ι δ ή  ε ί ν α ι.
Φτάνει όμως μια στιγμή, που η συμβατική Λογική μας ξυπνάει απ' την αλήθεια του οράματός μας. Η Αμφιβολία, η Έκπληξη και η Δύσνοια έρχονται ταυτόχρονα. Λένε: «Ζεις, αλλά υπήρξε μια εποχή που δεν ζούσες. Δημιουργήθηκες. Υπάρχει μια Διάνοια μεγαλύτερη απ' τη δική σου. Μόνο διαμέσου εκείνης της Διάνοιας δύνασαι να ζήσεις». Αυτά τα πράγματα προσπαθούμε να τα καταλάβουμε, μα δε μπορούμε: δ ε   μ π ο ρ ο ύ μ ε γιατί τα πράγματα τούτα, όντας αναληθή, παραμένουν κατανάγκην δύσληπτα.
Στη ζωή κάθε σκεπτομένου ανθρώπου έρχεται μια ξεχωριστή στιγμή, μια στιγμή διαύγειας, που αισθάνεται χαμένος ανάμεσα στα κύματα των μάταιων προσπαθειών του να καταλάβει ή να πιστέψει ότι υπάρχει κάτι μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ο   α π ό   τ η ν   ί δ ι α   τ ο υ  ψ υ χ ή. Η απόλυτη αδυναμία της ψυχής να αιστανθεί κατώτερη από κάποιαν άλλη, η έντονη δυσαρέσκεια, η δυσφορία απέναντι σ' ετούτη τη σκέψη – ετούτα τα συναισθήματα, μαζί με την κυρίαρχη τάση για το τέλειο, για την τελειότητα – αποτελούν τις πνευματικές – που εδώ συμπίπτουν με τις υλικές – προσπάθειες για επιστροφή στην αρχική Ενότητα. Είναι, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, μια-κάποια απόδειξη (που ξεπερνά κατά πολύ ό,τι ο Άνθρωπος ονομάζει απόδειξη) πως καμιά ψυχή δ ε ν   ε ί ν α ι υποδεέστερη από κάποιαν άλλη, ότι κάθε ψυχή είναι εν μέρει ο Δημιουργός του εαυτού της. Ότι, μ' άλλα λόγια, ο Θεός, ο υλικός κ α ι πνευματικός Θεός, τ ώ ρ α υπάρχει μόνο στην Ύλη και στο Πνεύμα που έχουν διασκορπιστεί στο Σύμπαν. Και πως η επιστροφή της διασκορπισμένης Ύλης και του Πνεύματος στην αφετηρία τους θα σημάνει την ανασύσταση του καθαρώς Πνευματικού κι Εξατομικευμένου Θεού.
Μ' αυτή την έννοια – μόνο μ' αυτή την έννοια – κατανοούμε τα αινίγματα της Θείας Αδικίας, της Αδυσώπητης Μοίρας. Μόνο με αυτή την έννοια η ύπαρξη του Κακού αποχτά κάποιο νόημα. Και κάτι παραπάνω: γίνεται  υποφερτή. Η ψυχή μας  δεν  επαναστατεί  πια εναντίον μιας  μεγάλης   Θ λ ί ψ η ς,  που εμείς οι ίδιοι επιβάλαμε στον εαυτό μας για να προωθήσουμε τα συμφέροντά μας – προκειμένου δηλαδή ν' αντλήσουμε περισσότερη   χ α ρ ά, έστω κι αν κάνουμε λάθος.

Μίλησα για τις  Α ν α μ ν ή σ ε ι ς  που μας κυνηγούν κατά τη διάρκεια της Νιότης. Μερικές φορές μας καταδιώκουν και σε μεγαλύτερη ηλικία: σιγά-σιγά παίρνουν όλο και λιγότερο αόριστη μορφή – και κάπου-κάπου μας μιλούν χαμηλόφωνα, λέγοντας:
«Σε κάποια παλιά εποχή, μές στη Νύχτα του Χρόνου, υπήρχε ένα αιώνιο Όν – ένα από τα άπειρα παρόμοια Όντα που κατοικούν στις άπειρες σφαίρες του άπειρου χώρου. Το Ον αυτό δε μπορούσε (και δεν μπορεί) – περισσότερο απ' ό,τι μπορείτε σεις – να επεκτείνει, πραγματικά ν' αυξήσει, τη χαρά της Ύπαρξής του. Ακριβώς όμως όπως μ π ο ρ ε ί τ ε σεις να επεκτείνετε ή να περιορίσετε τις απολαύσεις σας (ενώ η χαρά παραμένει πάντα η ίδια), έτσι κι αυτό το Θείο Ον εναλλάσει στο διηνεκές τη Συγκέντρωση με τη σχεδόν άπειρη Διάχυση του Εαυτού του. Αυτό που εσείς ονομάζετε Αστρικό Σύμπαν δεν είναι παρά η τωρινή του κατάσταση, η φάση της Διάχυσης. Τώρα απολαμβάνει άπειρες ατελείς χαρές – τις μεμονωμένες και ανάμικτες με πόνο χαρές των ασύλληπτα πολυάριθμων ετούτων πραγμάτων που ονομάζετε πλάσματά του, και που, στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά μια άπειρη εξατομίκευση του Εαυτού του. Όλ' αυτά τα πλάσματα – ό λ α αυτά που ονομάζετε έμψυχα, καθώς κι εκείνα που δεν τους αναγνωρίζετε ζωή μόνο και μόνο επειδή δεν διακρίνετε εκδηλώσεις της – ό λ α αυτά τα πλάσματα έχουν σε μεγαλύτερο ή σε μικρότερο βαθμό την ικανότητα να αισθάνονται χαρά και πόνο. Αλλά το γενικό σύνολο των αισθημάτων τους είναι ακριβώς το σύνολο της Χαράς που ανήκει δικαιωματικά στο Θεϊκό Ον όταν είναι συγκεντρωμένο στον Εαυτό του. Τα πλάσματα τούτα είν' επίσης, λίγο-πολύ, λιγότερο ή περισσότερο φανερά, Συνειδητά Όντα. Έχουν συνείδηση, πρώτο, μιας ταυτότητας και, δεύτερο (με τη βοήθεια φευγαλέων αναλαμπών), της ταυτότητάς τους με το περί ου ο λόγος Θεϊκό Ον – της ταυτότητάς τους με το Θεό. Από τις δυό τούτες κατηγορίες συνείδησης, φανταστείτε την πρώτη να εξασθενεί και τη δεύτερη να ενδυναμώνεται κατά τη διάρκεια των πάμπολλων αιώνων που πρέπει να κυλήσουν, ωσότου οι μυριάδες των εξατομικευμένων Διανοιών – και των λαμπρών αστέρων – γίνουν Ένα. Σκεφτείτε ότι η έννοια της ατομικής ταυτότητας σταδιακά θα χαθεί στη γενική συνείδηση – ότι ο Άνθρωπος, π.χ., παύοντας ασυναίσθητα να αισθάνετει Άνθρωπος, θα φτάσει κάποτε, σε κείνη τη θριαμβική εποχή, ν' αναγνωρίζει την ταυτότητα της υπόστασής του με του Ιεχωβά. Και στο μεταξύ, μη λησμονάτε πως όλα είναι Ζωή – Ζωή. Ζωή εν Ζωή. Το μικρότερο μέσα στο μεγαλύτερο. Κι όλα μέσα στο  Θ ε ί ο   Π ν ε ύ μ α».

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η οδύνη που συνοδεύει τη σκέψη ότι θα χάσουμε την προσωπική μας ταυτότητα απαλύνεται ευθύς μόλις συνειδητοποιήσουμε ότι η πιο πάνω διαδικασία ισοδυναμεί με την απορρρόφηση όλων των άλλων διανοιών (δηλαδή του Σύμπαντος) από τη δική μας. Για να υπάρχει ο Θεός παντού, πρέπει ο καθένας από μας να γίνει Θεός.



EDGAR ALLAN POE
ΕΥΡΗΚΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
ΣΠΥΡΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG
ΜΙΚΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ


Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ – OSWALD WIRTH


Ακολουθώντας το παράδειγμα των ζώων, ο άνθρωπος θα μπορούσε να αρκεσθεί, να δέχεται την ζωή έτσι όπως του παρουσιάζεται: Να ενδιαφέρεται πως θα περάσει καλύτερα με μια ευχάριστη ανεμελιά, δεν θα ήταν κάτι το ευφυέστερο από το να βασανίζει το πνεύμα του, ώστε να διεισδύσει σε αδιευκρίνιστα μυστήρια; Το ερώτημα βέβαια δεν τίθεται στην ανθρώπινη μάζα, η οποία δεν επιζητεί παρά να μπορεί να ζει, επιδιώκοντας πρακτικές υλιστικές ικανοποιήσεις χωρίς να προβληματίζεται από περιττές σκοτούρες. Υπάρχουν όμως άνθρωποι, που το μυστήριο τους βασανίζει. Το αίνιγμα των πραγμάτων τους κεντρίζει. Θέλουν να καταλάβουν, και το μυαλό τους δουλεύει όντας ανυπόμονο, ώστε να μπορέσει να εξηγήσει την ύπαρξη του κόσμου και των όντων που τον κατοικούν.
Όμοιοι με τα παιδιά, που βομβαρδίζουν τους γονείς τους συχνά με ενοχλητικές ερωτήσεις, αυτοί οι περίεργοι ανακρίνουν ανήσυχοι την Φύση, με σκοπό να της αποσπάσουν τα μυστικά της. Αγωνίζονται διαλογιζόμενοι και διαμορφώνουν ιδέες που προορίζονται να δώσουν κάποια ορθολογική ερμηνεία, σε αυτά που μπόρεσαν να παρατηρήσουν. Έτσι, δημιουργούνται τα φιλοσοφικά και θρησκευτικά συστήματα, τα οποία διατυπώνονται σε δόγματα που δίδονται ως απόλυτα, προσπαθώντας να ικανοποιήσουν την ανάγκη για γνώση που είναι έμφυτη στον άνθρωπο.
Όλα αυτά τα συστήματα, αν και διαδίδονται καλοπροαίρετα, δεν παύουν να μην φέρουν λάθη γιατί όλα προέρχονται από βεβιασμένες (πρόωρες) πεποιθήσεις. Για να τα διατυπώσει κανείς, θα πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του κάτοχο μιας αληθείας, η οποία, όμως, στην πραγματικότητα δεν αφήνεται ποτέ να συλληφθεί. Το μυστήριο εμμένει, σε πείσμα όλων των ολοκληρωμένων προσπαθειών που γίνονται για να το διαπεράσουν. Καθώς προοδεύουμε για να αποκτήσουμε την ικανότητα της διακρίσεως, το βασίλειο του μυστηρίου διευρύνεται και επεκτείνεται.
Το να αυταπατάται κανείς για την αλήθεια και να αποφαίνεται γι' αυτήν δογματικά, πεπεισμένος ότι είναι γνώστης αυτής και σίγουρος ότι προοδεύει, είναι μια χαρακτηριστική αναποδιά των περιορισμένων πνευμάτων. Ο πραγματικός Σοφός, ο Στοχαστής ή ο Μύστης, παραμένει πάντοτε πολύ ταπεινός ενώπιον μιας αληθείας την οποία θεωρεί ανώτερη της δικής του αντιληπτικής ικανότητας. Αρνείται, επίσης, να γίνει ο εκπαιδευτής ανοήτων, των οποίων η δικαιολογημένη περιέργεια δεν θα μπορούσε να είναι εντελώς ικανοποιητική. Τους εγκαταλείπει στις χονδροειδείς φαντασιοπληξίες με τις οποίες προτιμούν να τρέφονται, γιατί του είναι εντελώς αδύνατον να έρθει στο επίπεδό τους, ώστε να τους εκπαιδεύσει μυώντας τους.
Αντίθετα, ο Μυημένος έχει καθήκον να σπεύδει σε βοήθεια όλων εκείνων οι οποίοι είναι επιδεκτικοί μυήσεως, δηλαδή στα ανεξάρτητα εκείνα πνεύματα που έχουν κουραστεί από την τυραννία ή την αυθαιρεσία των συστημάτων. Πραγματικά, αυτοί οι εκλεκτοί αξίζει να μάθουν το πως ερευνάται το Αληθές, κάτι που αποτελεί μια αδιάκοπη αναζήτηση αποκλείοντας κάθε ελπίδα τελικού θριάμβου μέσα στην τεμπελιά μιας ικανοποιημένης διάνοιας. Δεν θα μάθουμε ποτέ! Παρ' όλα αυτά θέλουμε να μάθουμε, αγωνιζόμαστε με μανία να μαντέψουμε το αιώνιο αίνιγμα, νιώθωντας πολύ καλά ότι αυτό είναι το πεπρωμένο μας, το οποίο είναι ταυτόχρονα, ό,τι πιο εξυψωμένο και ευγενές.


OSWALD WIRTH
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΤΕΚΤΟΝΟΣ ΕΤΑΙΡΟΥ
ΕΚΔΟΣΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ ΡΟΖΑΝΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΕΤΡΑΚΤΥΣ 1997

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Η ΔΥΣΑΝΑΛΟΓΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΟΛΙΚΟΥ ΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ – RENE GUENON


Οφείλουμε τώρα να ασχοληθούμε με ένα σημείο το οποίο, για μας, έχει πολύ μεγάλη σπουδαιότητα: η παραδοσιακή σύλληψη περί του όντος, την οποία παρουσιάσαμε εδώ, διαφέρει ουσιαστικά, στην ίδια της την αρχή και εξαιτίας αυτής, απ' όλες τις ανθρωπομορφικές και γεωκεντρικές ιδέες από τις οποίες η σύγχρονη νοοτροπία βρίσκει τόσο δύσκολο να απεγκλωβιστεί. Θα μπορούσαμε ακόμη να πούμε πως διαφέρει απείρως, χωρίς αυτό να αποτελεί κατάχρηση της γλώσσας όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις που χρησιμοποιείται αυτή η λέξη. Αντιθέτως μάλιστα, θα ήταν μια έκφραση πιο ακριβής από κάθε άλλη και η καταλληλότερη για να χαρακτηρίσει τη σύλληψη για την οποία μιλάμε, γιατί αυτή είναι αληθινά απεριόριστη.

Η καθαρή μεταφυσική δεν μπορεί κατ' ουδένα τρόπο να αποδεχθεί τον ανθρωπομορφισμό. Αν ο τελευταίος μοιάζει να παρισφρύει μερικές φορές στη μεταφυσική έκφραση, δεν πρόκειται παρά για μια εμφάνιση εντελώς εξωτερική, η οποία, άλλωστε, ως έναν ορισμένο βαθμό είναι αναπόφευκτη, γιατί εφόσον θελήσει κανείς να εκφράσει κάποιο πράγμα, θα πρέπει αναγκαστικά να χρησιμοποιήσει την ανθρώπινη γλώσσα. Αυτό δεν είναι λοιπόν παρά ένα επακόλουθο της ατέλειας που ενυπάρχει αναγκαία σε κάθε έκφραση, λόγω του ίδιου της του περιορισμού. Και αυτό το επακόλουθο μπορεί να γίνει αποδεκτό μόνο αν το αντιμετωπίσουμε, για να το πούμε έτσι, συγκαταβατικά, κάνοντας, δηλαδή, μια προσωρινή και περιστασιακή παραχώρηση στην αδυναμία της ατομικής ανθρώπινης νοημοσύνης και στην ανικανότητα της να προσεγγίσει ό,τι υπερβαίνει το πεδίο της ατομικότητας. Αυτή η ανεπάρκεια αποκαλύπτεται ήδη, πριν καν υπάρξει οποιαδήποτε εξωτερική έκφραση, στη μορφική σκέψη, η οποία, σε τελική ανάλυση, δεν είναι παρά ένα είδος έκφρασης αν την αντιπαραβάλλουμε με τη μη-μορφική τάξη: κάθε ιδέα που σκεπτόμαστε με ένταση, καταλήγει σε μια «σχηματοποίηση», προσλαμβάνοντας, κατά κάποιον τρόπο, μια ανθρώπινη μορφή, αυτήν του σκεπτόμενου. Για να χρησιμοποιήσουμε μια πολύ εκφραστική παρομοίωση του Σανκαρατσάρυα, «η σκέψη ρέει στον άνθρωπο όπως το λιωμένο μέταλλο χύνεται στο καλούπι του χύτη». Η σκέψη, ωθούμενη από την ίδια της την ένταση, καταλαμβάνει ολόκληρο τον άνθρωπο, όπως, αναλογικά, το νερό γεμίζει ένα δοχείο μέχρι το χείλος. Παίρνει λοιπόν το περιοριστικό σχήμα του «δοχείου» που την περιβάλλει, δηλαδή, με άλλα λόγια, γίνεται ανθρωπομορφική. Ακόμη κι εδώ, υπάρχει μια ατέλεια από την οποία το ατομικό όν, κάτω από τις ιδιαίτερες και περιοριστικές συνθήκες της ύπαρξής του, πολύ δύσκολα μπορεί να ξεφύγει. Στην πραγματικότητα, με την ατομική του ικανότητα δεν μπορεί διόλου να ξεφύγει – παρότι είναι υποχρεωμένο να αγωνίζεται για να το επιτύχει –, γιατί η πλήρης απελευθέρωση από έναν τέτοιο περιορισμό δεν κατακτάται παρά στις εξω-ατομικές και υπερ-ατομικές (δηλαδή μή-μορφικές) καταστάσεις, που επιτυγχάνονται στην πορεία της ουσιαστικής πραγμάτωσης του ολικού όντος.

Φαίνεται τώρα πια καθαρά, απ' όσα είπαμε με σκοπό να προλάβουμε κάθε πιθανή αντίρρηση σε αυτό το ζήτημα, ότι μεταξύ του «Εαυτού», από τη μια μεριά, και οποιασδήποτε ατομικής τροποποίησης, ή ακόμα και μιας ακέραιης κατάστασης, από την άλλη, δεν μπορεί να υπάρξει κανένα κοινό μέτρο. Ο «Εαυτός», θεωρούμενος ως η ολότητα του όντος, ολοκληρώνεται κατά τις τρεις διαστάσεις του σταυρού, για να επανέλθει τελικά «τελειωμένος» στην αρχική του Ενότητα, πραγματωμένος σε όλη την πληρότητα της διάχυσης που συμβολίζει ο χώρος στο σύνολό του. Μια ατομική τροποποίηση, εικονίζεται από ένα απειροστό στοιχείο του ίδιου χώρου, ενώ ακόμη και μια ακέραιη κατάσταση, που εικονίζεται από ένα επίπεδο, δεν παύει να αποτελεί επίσης ένα απειροστό στοιχείο σε αντιπαραβολή με τον τρισδιάστατο χώρο, διότι, τοποθετώντας αυτήν την απεικόνιση στον χώρο – δηλαδή στο άθροισμα όλων των καταστάσεων του όντος – το οριζόντιο επίπεδό της θα πρέπει να το αντιλαμβανόμαστε στην πραγματικότητα σαν να μετακινείται απειροελάχιστα κατά μήκος του κατακόρυφου άξονα. Επειδή ακόμα και μια γεωμετρική παράσταση, που αναγκαία είναι περιορισμένη και οριοθετημένη, εμπεριέχει μια απροσδιοριστία τέτοιων στοιχείων, είναι ολοφάνερο ότι μεταξύ του «Εαυτού» και του «εγώ», ή μεταξύ του ολικού όντος και της ατομικότητας, υφίσταται πράγματι και a fortiori μια απόλυτη δυσαναλογία, που δεν εξαρτάται από καμμιά λιγότερο ή περισσότερο αυθαίρετη σύμβαση, όπως είναι πάντοτε η εκλογή ορισμένων σχετικών μονάδων στις συνηθισμένες ποσοτικές μετρήσεις. Εξάλλου, όταν αναφερόμαστε στο ολικό ον, το απροσδιόριστο λαμβάνεται στην περίπτωση αυτήν ως σύμβολο του Απείρου, στον βαθμό βέβαια που είναι επιτρεπτό να λέμε πως το Άπειρο μπορεί να συμβολιστεί. Αλλά φυσικά τούτο δεν σημαίνει καθόλου ότι πρέπει να συγχέονται αυτά τα δύο, όπως κάνουν συνήθως οι μαθηματικοί και οι φιλόσοφοι της Δύσης. Γιατί

αν μπορούμε να εκλάβουμε το απροσδιόριστο ως εικόνα του Απείρου, δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε στο Άπειρο τους συλλογισμούς μας για το απροσδιόριστο. Ο συμβολισμός κατέρχεται και δεν ξανανεβαίνει. [Matgioi, La Voie Metaphysique, σελ. 99].

Η ολοκλήρωση αυτή προσθέτει μια διάσταση στην αντίστοιχη χωρική παράσταση. Γνωρίζουμε ότι, αρχίζοντας από τη γραμμή, που είναι ο πρώτος βαθμός της απροσδιοριστίας στην έκταση, το απλό ολοκλήρωμα αντιστοιχεί στον υπολογισμό ενός όγκου. Επομένως, αν είναι απαραίτητη μια πρώτη ολοκλήρωση για να περάσουμε από τη γραμμή στην επιφάνεια, η οποία μετριέται από τον δυσδιάστατο σταυρό που χαράσσει την απροσδιόριστο μη κλειστό κύκλο – ή την οριζόντια σπείρα ιδωμένη συγχρόνως σε όλες τις δυνατές θέσεις της –, μία δεύτερη ολοκλήρωση απαιτείται για να περάσουμε από την επιφάνεια στον όγκο, όπου ο τρισδιάστατος σταυρός παράγει, δια της ακτινοβολίας του κέντρου του προς όλες τις κατευθύνσεις του χώρου, το απροσδιόριστο σφαιροειδές που μπορούμε να το φαντασθούμε σαν μια δονητική κίνηση, ή, με άλλα λόγια, παράγει τον όγκο τον ανοιχτό προς όλες τις κατευθύνσεις, ο οποίος συμβολίζει την παγκόσμια περιδίνηση της «Οδού».



Rene Guenon
Ο Συμβολισμός του Σταυρού
Μετάφραση Ιωάννης Τρίγκας
Εκδόσεις ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ 1993