Οφείλουμε τώρα
να ασχοληθούμε με ένα σημείο το οποίο,
για μας, έχει πολύ μεγάλη σπουδαιότητα:
η παραδοσιακή σύλληψη περί του όντος,
την οποία παρουσιάσαμε εδώ, διαφέρει
ουσιαστικά, στην ίδια της την αρχή και
εξαιτίας αυτής, απ' όλες τις ανθρωπομορφικές
και γεωκεντρικές ιδέες από τις οποίες
η σύγχρονη νοοτροπία βρίσκει τόσο
δύσκολο να απεγκλωβιστεί. Θα μπορούσαμε
ακόμη να πούμε πως διαφέρει απείρως,
χωρίς αυτό να αποτελεί κατάχρηση της
γλώσσας όπως συμβαίνει στις περισσότερες
περιπτώσεις που χρησιμοποιείται αυτή
η λέξη. Αντιθέτως μάλιστα, θα ήταν μια
έκφραση πιο ακριβής από κάθε άλλη και
η καταλληλότερη για να χαρακτηρίσει τη
σύλληψη για την οποία μιλάμε, γιατί αυτή
είναι αληθινά απεριόριστη.
Η καθαρή
μεταφυσική δεν μπορεί κατ' ουδένα τρόπο
να αποδεχθεί τον ανθρωπομορφισμό. Αν ο
τελευταίος μοιάζει να παρισφρύει μερικές
φορές στη μεταφυσική έκφραση, δεν
πρόκειται παρά για μια εμφάνιση εντελώς
εξωτερική, η οποία, άλλωστε, ως έναν
ορισμένο βαθμό είναι αναπόφευκτη, γιατί
εφόσον θελήσει κανείς να εκφράσει κάποιο
πράγμα, θα πρέπει αναγκαστικά να
χρησιμοποιήσει την ανθρώπινη γλώσσα.
Αυτό δεν είναι λοιπόν παρά ένα επακόλουθο
της ατέλειας που ενυπάρχει αναγκαία σε
κάθε έκφραση, λόγω του ίδιου της του
περιορισμού. Και αυτό το επακόλουθο
μπορεί να γίνει αποδεκτό μόνο αν το
αντιμετωπίσουμε, για να το πούμε έτσι,
συγκαταβατικά, κάνοντας, δηλαδή, μια
προσωρινή και περιστασιακή παραχώρηση
στην αδυναμία της ατομικής ανθρώπινης
νοημοσύνης και στην ανικανότητα της να
προσεγγίσει ό,τι υπερβαίνει το πεδίο
της ατομικότητας. Αυτή η ανεπάρκεια
αποκαλύπτεται ήδη, πριν καν υπάρξει
οποιαδήποτε εξωτερική έκφραση, στη
μορφική σκέψη, η οποία, σε τελική ανάλυση,
δεν είναι παρά ένα είδος έκφρασης αν
την αντιπαραβάλλουμε με τη μη-μορφική
τάξη: κάθε ιδέα που σκεπτόμαστε με
ένταση, καταλήγει σε μια «σχηματοποίηση»,
προσλαμβάνοντας, κατά κάποιον τρόπο,
μια ανθρώπινη μορφή, αυτήν του σκεπτόμενου.
Για να χρησιμοποιήσουμε μια πολύ
εκφραστική παρομοίωση του Σανκαρατσάρυα,
«η σκέψη ρέει στον άνθρωπο όπως το
λιωμένο μέταλλο χύνεται στο καλούπι
του χύτη». Η σκέψη, ωθούμενη από την ίδια
της την ένταση, καταλαμβάνει ολόκληρο
τον άνθρωπο, όπως, αναλογικά, το νερό
γεμίζει ένα δοχείο μέχρι το χείλος.
Παίρνει λοιπόν το περιοριστικό σχήμα
του «δοχείου» που την περιβάλλει, δηλαδή,
με άλλα λόγια, γίνεται ανθρωπομορφική.
Ακόμη κι εδώ, υπάρχει μια ατέλεια από
την οποία το ατομικό όν, κάτω από τις
ιδιαίτερες και περιοριστικές συνθήκες
της ύπαρξής του, πολύ δύσκολα μπορεί να
ξεφύγει. Στην πραγματικότητα, με την
ατομική του ικανότητα δεν μπορεί διόλου
να ξεφύγει – παρότι είναι υποχρεωμένο
να αγωνίζεται για να το επιτύχει –,
γιατί η πλήρης απελευθέρωση από έναν
τέτοιο περιορισμό δεν κατακτάται παρά
στις εξω-ατομικές και υπερ-ατομικές
(δηλαδή μή-μορφικές) καταστάσεις, που
επιτυγχάνονται στην πορεία της ουσιαστικής
πραγμάτωσης του ολικού όντος.
Φαίνεται τώρα
πια καθαρά, απ' όσα είπαμε με σκοπό να
προλάβουμε κάθε πιθανή αντίρρηση σε
αυτό το ζήτημα, ότι μεταξύ του «Εαυτού»,
από τη μια μεριά, και οποιασδήποτε
ατομικής τροποποίησης, ή ακόμα και μιας
ακέραιης κατάστασης, από την άλλη, δεν
μπορεί να υπάρξει κανένα κοινό μέτρο.
Ο «Εαυτός», θεωρούμενος ως η ολότητα
του όντος, ολοκληρώνεται κατά τις τρεις
διαστάσεις του σταυρού, για να επανέλθει
τελικά «τελειωμένος» στην αρχική του
Ενότητα, πραγματωμένος σε όλη την
πληρότητα της διάχυσης που συμβολίζει
ο χώρος στο σύνολό του. Μια ατομική
τροποποίηση, εικονίζεται από ένα
απειροστό στοιχείο του ίδιου χώρου, ενώ
ακόμη και μια ακέραιη κατάσταση, που
εικονίζεται από ένα επίπεδο, δεν παύει
να αποτελεί επίσης ένα απειροστό στοιχείο
σε αντιπαραβολή με τον τρισδιάστατο
χώρο, διότι, τοποθετώντας αυτήν την
απεικόνιση στον χώρο – δηλαδή στο
άθροισμα όλων των καταστάσεων του όντος
– το οριζόντιο επίπεδό της θα πρέπει
να το αντιλαμβανόμαστε στην πραγματικότητα
σαν να μετακινείται απειροελάχιστα
κατά μήκος του κατακόρυφου άξονα. Επειδή
ακόμα και μια γεωμετρική παράσταση, που
αναγκαία είναι περιορισμένη και
οριοθετημένη, εμπεριέχει μια απροσδιοριστία
τέτοιων στοιχείων, είναι ολοφάνερο ότι
μεταξύ του «Εαυτού» και του «εγώ», ή
μεταξύ του ολικού όντος και της
ατομικότητας, υφίσταται πράγματι και
a fortiori μια απόλυτη δυσαναλογία, που δεν
εξαρτάται από καμμιά λιγότερο ή
περισσότερο αυθαίρετη σύμβαση, όπως
είναι πάντοτε η εκλογή ορισμένων σχετικών
μονάδων στις συνηθισμένες ποσοτικές
μετρήσεις. Εξάλλου, όταν αναφερόμαστε
στο ολικό ον, το απροσδιόριστο λαμβάνεται
στην περίπτωση αυτήν ως σύμβολο του
Απείρου, στον βαθμό βέβαια που είναι
επιτρεπτό να λέμε πως το Άπειρο μπορεί
να συμβολιστεί. Αλλά φυσικά τούτο δεν
σημαίνει καθόλου ότι πρέπει να συγχέονται
αυτά τα δύο, όπως κάνουν συνήθως οι
μαθηματικοί και οι φιλόσοφοι της Δύσης.
Γιατί
αν μπορούμε
να εκλάβουμε το απροσδιόριστο ως εικόνα
του Απείρου, δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε
στο Άπειρο τους συλλογισμούς μας για
το απροσδιόριστο. Ο συμβολισμός κατέρχεται
και δεν ξανανεβαίνει. [Matgioi, La Voie
Metaphysique, σελ. 99].
Η
ολοκλήρωση αυτή προσθέτει μια διάσταση
στην αντίστοιχη χωρική παράσταση.
Γνωρίζουμε ότι, αρχίζοντας από τη γραμμή,
που είναι ο πρώτος βαθμός της
απροσδιοριστίας στην έκταση, το απλό
ολοκλήρωμα αντιστοιχεί στον υπολογισμό
ενός όγκου. Επομένως, αν είναι απαραίτητη
μια πρώτη ολοκλήρωση για να περάσουμε
από τη γραμμή στην επιφάνεια, η οποία
μετριέται από τον δυσδιάστατο σταυρό
που χαράσσει την απροσδιόριστο μη
κλειστό κύκλο – ή την οριζόντια σπείρα
ιδωμένη συγχρόνως σε όλες τις δυνατές
θέσεις της –, μία δεύτερη ολοκλήρωση
απαιτείται για να περάσουμε από την
επιφάνεια στον όγκο, όπου ο τρισδιάστατος
σταυρός παράγει, δια της ακτινοβολίας
του κέντρου του προς όλες τις κατευθύνσεις
του χώρου, το απροσδιόριστο σφαιροειδές
που μπορούμε να το φαντασθούμε σαν μια
δονητική κίνηση, ή, με άλλα λόγια, παράγει
τον όγκο τον ανοιχτό προς όλες τις
κατευθύνσεις, ο οποίος συμβολίζει την
παγκόσμια περιδίνηση της «Οδού».
Rene
Guenon
Ο
Συμβολισμός του Σταυρού
Μετάφραση
Ιωάννης Τρίγκας
Εκδόσεις
ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ 1993
3 σχόλια:
Αν ορίσουμε τη σχέση μεταξύ του λόγου του ολικού όντος και της ατομικότητας και του λόγου της ατομικότητας και του τίποτε ως ισότητα τότε καταλήγουμε στο εξής παράδοξο και σκανδαλώδες :
ατομικότητα = ρίζα (ολικού όντος * τίποτε)
Εκ του παραπάνω γίνεται προφανές ότι πρέπει να γίνουν κάποιες συμβάσεις αν θέλουμε να αποκτήσει νόημα η ατομικότητα. Άλλωστε μη ξεχνάμε και το κορυφαίο 1 + 0 = ∞ ή το 0*∞=1 των Πυθαγορείων. Όπερ και γίνεται πασιφανές πως εκεί που υφίσταται λόγος υφίσταται και αναλογία. Η κλείδα θα έλεγα είναι πως δια του λόγου δε μετράμε απόσταση παρά μετράμε σχετικότητα. Μετά τούτων θα έλεγα πως μία εύλογη σύμβαση που θα μπορούσαμε να κάνουμε θα ήταν να θεωρήσουμε άνω όριο παρατήρησης και κάτω όριο παρατήρησης ως αντίστοιχα του ολικού όντος και του τίποτε για να μπορέσουμε να θεωρήσουμε σε ποία σχετική θέση μπορεί ενδεχομενικά να τοποθετηθεί η ατομικότητα. Φυσικά άνω όριο παρατήρησης μπορούμε να ορίσουμε τα άκρα του σύμπαντος και κάτω όριο παρατήρησης τη σταθερά πλανκ ή ίσως το μέγεθος του πλανήτη και το μέγεθος ενός έκαστου ή εν πάσει περιπτώσει να σχετικά μεγέθη ανάλογα με το αναφερόμενο και το προσδωκόμενο.
Εδώ φαντάζομαι πως μία τέτοια προσέγγιση δε είναι μαθηματικώς και τόσο σφαλερή αν υπάρχει η παραδοχή ότι η ατομικότητα έχει την ίδια ικανότητα παρατήρησης του άνω και του κάτω ορίου και άρα μέσω αυτού διορθώνεται το προσεγγιστικό δια του ορισμού ορίων υπεισερχόμενο σφάλμα.
Θα χε πλάκα να το ψάχναμε λίγο επιλέγοντας κάθε φορά τα κατοπτρικά όρια. Αν "ανθρωπομορφοποιούνται" ακόμη και αυτά που είναι τάξεις μεγαλύτερα ή μικρότερα της ατομικότητας τότε βγαίνουν ωραία συμπεράσματα και για τις ικανότητες παρατήρησης της και για την αντικειμενικότητα της αλλά και για τον "αντικειμενικό" κόσμο τριγύρω της.
Απλά μία σκέψη.
Καλησπέρα
και καλή χρονιά
Διορθώνω: Όχι
"να θεωρήσουμε άνω όριο παρατήρησης και κάτω όριο παρατήρησης" ... αλλά φυσικά να ορίσουμε.
Και πιο κάτω : Όχι
"ή εν πάσει περιπτώσει να σχετικά μεγέθη " ... αλλά φυσικά "τα σχετικά"
Το βραδάκι γαρ ξύπνά ο δαίμων της ασυνταξιάς. Τσίου τσίου
«Οι άνθρωποι των επιρρημάτων»
Όταν αγγίζω
τη χειρότερη σιγή
που δεν μπορώ με τίποτα
να τη συνδέσω
καθώς απλώνει γύρω η αβεβαιότητα
σαν το νερό στο πάτωμα
τρέχοντας απ’ τη ραγισμένη στάμνα
σκέφτομαι πόσο αδικήσαμε
τους ήχους όλων των πρωτογόνων.
Όμως
είναι καλύτερη κ’ η πιο νωθρή σιγή
κ’ η πιο τυφλή μας γεύση
χαρούμενη σελέστα.
είναι πολύ προτιμότερο
το χάζεμα των λεωφορείων
η αγάπη των διαβάσεων
από πράσινο σε πράσινο –
μικρό μυθιστόρημα των βημάτων –
ανάμεσα σε ολόιδιες εξελίξεις
όπως ο ήλιος γίνεται
λαμπρή μεγάλη αδιαφορία
ή θα ’λεγα συναχωμένος κούρος,
είναι πολύ προτιμότερο
το χάζεμα των αυτοκινήτων
από κάθε
θλιβερή βλάστηση
στο αυτάρεσκο τοπίο της γλώσσας
μ’ ένα φρικώδη χείμαρρο συντακτικού
μ’ ένα αιματωμένο ξύρισμα
για ν’ αγοράζουμε μισοτιμής
το σεβασμό των άλλων
με τα «σαφώς»,
«εντέλει»
και «σαφέστατα»
των πάσης φύσεως δικηγόρων.
Αν δεν πεθαίνει κάτι – ειν’ η μοναξιά μας. [Ν.Καρούζος]
Δημοσίευση σχολίου