Αυλή
στον πύργο του Μακμπέθ
(Μπαίνει
η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ)
Λ.
ΜΑΚ. Ό,τι τους μέθυσεν, εμένα με άντρειεψε.
Ό,τι
τους
έσβυσεν, εμένα με άναψε. Άκου, σουτ!
ο
γκιώνης στρίγγλισε ο απαίσιος νυχτοφύλακας,
λέει
την πιο άγρια καληνύχτα. Είναι στο έργον:
είν'
ανοιχτές οι πόρτες. Κι οι χορτάτοι
ακόλουθοι
τα
χρέη τους κοροϊδεύουν ροχαλίζοντας.
Τους
κέρασα πιοτά που Χάρος και Ζωή μαλώνουν
αν
είναι πεθαμένοι ή ζωντανοί.
(Μπαίνει
ο ΜΑΚΜΠΕΘ)
ΜΑΚ.
Ποιος είν' εκεί; Ε, τι 'ναι!
Λ.
ΜΑΚ. Ωχού, ωχού! Φοβάμαι ξύπνησαν και
τίποτα
δεν
έγινε. Η απόπειρα, όχι η πράξη μας ξεκάνει.
Άκου!
Τις κάμες τους τις είχα βάλει πρόχειρες:
δεν
πάει να μην τις είδε. Αν δεν έμοιαζε με
τον
πατέρα
μου στον ύπνο του, θα το 'χα κάνει εγώ.
Άντρα
μου!
ΜΑΚ.
Την έκανα την πράξη. Άκουσες τίποτα;
Λ.
ΜΑΚ. Άκουσα ο γκιώνης στρίγγλισε και
τα τριζόνια τρίξαν.
Δεν
μίλησες;
ΜΑΚ.
Πότε;
Λ.
ΜΑΚ. Τώρα.
ΜΑΚ.
Καθώς κατέβαινα;
Λ.
ΜΑΚ. Ναι
ΜΑΚ.
Άκου!
Ποις
πλάγιασε στην άλλη κάμαρη;
Λ.
ΜΑΚ. Ο Ντόναλμπεν
ΜΑΚ.
(Κοιτάζοντας τα χέρια του) Τι θέα θλιβερή!
Λ.
ΜΑΚ. Αστεία σκέψη που είπες θέα θλιβερή!
ΜΑΚ.
Ο ένας τους γέλασε στον ύπνο του κι ο
άλλος φώναξε
«φονιάς».
Κι ο ένας ξύπνησε τον άλλον. Στάθηκα,
άκουα.
Είπαν
ευκές και σιάχτηκαν να ξανακοιμηθούν.
Λ.
ΜΑΚ. Εκεί πλαγιάζουν δυο μαζί.
ΜΑΚ.
Ο ένας είπε: «Θε μου, βόηθα μας!» κι «αμήν»
ο άλλος,
σάμπως
να με είχαν δει και τούτα τα χέρια δήμιου.
Ακούγοντας
τον φόβο τους δε μπόρεσα να ειπώ
«αμήν»,
όταν αυτοί είπαν «Θε μου, βόηθα μας».
Λ.
ΜΑΚ. Μην τόσο τα ψιλολογάς.
ΜΑΚ.
Όμως γιατί δε μπόρεσα να ξεστομίσω
«αμήν»;
την
πιο μεγάλη ανάγκην είχα για ευλογία
και
το «αμήν» μου στάθη στο λαιμό.
Λ.
ΜΑΚ. Δεν πρέπει αυτά που γίναν να τα
συλλογιέται ο νους
με
τέτοιον τρόπο: αυτό μπορεί να μας
τρελάνει.
ΜΑΚ.
Σαν ν' άκουα μια φωνή να κράζει: «Πάει ο
ύπνος!
Ο
Μακμπέθ σκοτώνει τον ύπνο, τον αθώον
ύπνο,
τον
ύπνο που μαντάρει τον φθαρμένον άγκωνα
της
έγνοιας, θάνατο στης κάθε ημέρας τη ζωή,
λουτρό
του πληγιασμένου μόχτου, μπάλσαμο του
νου
του
σαλεμένου, της μεγάλης πλάσης δεύτερο
φαΐ,
το κύριο πιάτο στο τραπέζι της ζωής».
Λ.
ΜΑΚ. Τι θες να πεις;
ΜΑΚ.
Όλο φώναζε «Μην κοιμάστε πια!». Σ' όλο
το σπίτι.
«Ο
Γκλάμις σκότωσε τον ύπνο και γι' αυτό ο
Κάουντορ
πια
δε θα κοιμηθεί, ο Μακμπέθ πια δε θα
κοιμηθεί!».
Λ.
ΜΑΚ. Ποιος ήτανε που φώναζε έτσι; Μα
μεγάλε θάνη,
σκορπάς
την εξοχή σου αντρειά άμα σκέφτεσαι
έτσι
μ'
άρρωστον νου τα πράγματα. Άει, πάρε νερό
και πλύνε
τούτο
το λερό τεκμήριο απ' το χέρι σου. Γιατί
πήρες
αυτές τις κάμες απ' τη θέση τους; Εκεί
πρέπει
να μείνουν: πήγαινέ τες κι άλειψε αίμα
τα
κοιμισμένα παλικάρια.
ΜΑΚ.
Δεν ξαναπάω: τρέμω που σκέφτομαι το τι
έκανα.
Για
να το ξαναϊδώ δεν το τολμάω.
Λ.
ΜΑΚ. Ανάπηρη βουλή! Δωσ' μου τις κάμες:
οι νεκροί
και
οι κοιμισμένοι σαν εικόνες είναι: του
παιδιού
το
μάτι τρέμει από ζωγραφισμένο διάβολο.
Αν
τρέχει
το αίμα του, θα βάψω των παιδιών τα
μούτρα,
τι
πρέπει να φανεί δικό τους το έγκλημα.
(Βγαίνει
η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ. Ακούγεται από μέσα που
χτυπούν)
ΜΑΚ.
Α, που χτυπούν; Πως έγινα κι ο κάθε κρότος
με
σκιάζει; Α, τι χέρια είν' τούτα! Αχ, μου
βγάζουν
τα
μάτια! Θα ξεπλύνει του μεγάλου Ποσειδώνα
όλος
ο ωκεανός το αίμα αυτό απ' το χέρι μου;
Όχι,
μάλλον
το χέρι τούτο μου τα πλήθια πέλαγα
θα
βάψει κι από πράσινα θα γίνουν κόκκινα
(Ξαναμπαίνει
η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ)
Λ.
ΜΑΚ. Τα χέρια μου έχουνε το χρώμα σου,
μα ντρέπομαι
να
έχω καρδιά τόσο άσπρη.
(Χτυπούν
από μέσα)
Ακούω
που χτυπούνε
στη
νότια μπασιά: πάμε στην κάμαρά μας.
Λίγο
νερό μας καθαρίζει από την πράξη αυτή:
κοίτα
τι εύκολο είναι! Η σταθερότητά σου
πια
δε σ' ακολουθάει.
(Χτυπούν
από μέσα)
Άκου!
Ακόμα χτυπούν.
Βάλε
τη νυχτικιά σου, μη χρειαστεί να βγούμε
και
δείξουμε πως είμαστε άγρυπνοι. Μη χάνεσαι
τόσο
ελεεινά σε στοχασμούς.
ΜΑΚ.
Γνωρίζω τι έκανα, ω που να μη γνώριζα
ποιος είμαι
(Χτυπούν
από μέσα)
Ξύπνα
τον Ντάγκαν, που χτυπάς: ω να μπορούσες!
(Βγαίνουν)
WILLIAM
SHAKESPEARE
ΜΑΚΜΠΕΘ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου