Μία των εν δράσει
εν τω Σύμπαντι τριών μεγάλων δυνάμεων.
Η Ειμαρμένη
είναι ίση προς την ανθρωπίνην Θέλησιν
και προς την Πρόνοιαν, αλλ' ουδεμίαν των
δύο τούτων δυνάμεων υπερβαίνει. Ο Φαβρ
δ' Ολιβέ, εν τη θαυμασία περιλήψει, ην
έκαμε του δόγματος του Πυθαγόρου, μας
δεικνύει εις τινας σελίδας την σύνοψιν
της αρχαίας ψυχολογίας. Αρκεί να την
αναγνώσωμεν και να την παραβάλωμεν προς
τα δόγματα του εσωτερικού Βουδισμού,
δια να μάθωμεν εν των, εντός των Ιερών,
περικεκλεισμένων, μεγάλων μυστικών.
Ιδού η σύνοψις
αύτη:
«Ο Πυθαγόρας
παρεδέχετο δύο ελατήρια των ανθρωπίνων
ενεργειών, την δύναμιν της Θελήσεως και
την ανάγκην της Ειμαρμένης. Υπέβαλλεν
αμφότερα εις ένα θεμελιώδη νόμον
καλούμενον Πρόνοιαν, εξ ης απέρρεον
ομοίως.
»Το πρώτον των
ελατηρίων τούτων ήτο ελεύθερον και το
δεύτερον ηναγκασμένον: ούτως ώστε, ο
άνθρωπος ευρίσκετο τεθειμένος μεταξύ
δύο φύσεων, αντιθέτων μεν, ουχί όμως και
εναντίων, αδιαφόρως, καλών ή κακών,
συμφώνως με την χρήσιν, την οποίαν
ηδύνατο να κάμη αυτών. Η δύναμις της
Θελήσεως εξησκείτο επί των προκειμένων
να γίνουν πραγμάτων ή επί του μέλλοντος.
Η δε ανάγκη της Ειμαρμένης επί των
γενομένων πραγμάτων ή επί του παρελθόντος.
Και η μία ετροφοδότει την άλλην,
αδιαλείπτως, εργαζόμεναι επί των υλικών,
τα οποία επρομήθευον εαυταίς αμοιβαίως.
Διότι, εκ του παρελθόντος γεννάται το
μέλλον και εκ του μέλλοντος σχηματίζεται
το παρελθόν και εκ της ενώσεως αμφοτέρων
παράγεται το πάντοτε υπάρχον παρόν, εξ
ου έλκουν ομοίως την καταγωγήν των: ιδέα
βαθυτάτη, γενομένη αποδεκτή υπό των
Στωικών. Ούτω, κατά την δοξασίαν ταύτην,
η Ελευθερία κυβερνά το μέλλον, η Ανάγκη
το παρελθόν και η Πρόνοια το παρόν. Ουδέν
των όσων υπάρχουν, συμβαίνει κατά τύχην,
αλλά δια της ενώσεως του θεμελιώδους
και προνοιακού νόμου μετά της ανθρώπινης
θελήσεως, ήτις τον ακολουθεί ή τον
παραβαίνει, ενεργούσα επί της Ανάγκης.
»Η συμφωνία της
Θελήσεως και της Προνοίας αποτελεί το
καλόν, το δε κακόν γεννάται εκ της
αντιθέσεώς των. Ο άνθρωπος έλαβε, δια
να οδηγηθή εν τω σταδίω, το οποίον δέον
να διατρέξη επί της γης, τρεις δυνάμεις
προσηρμοσμένας εις εκάστην των τριών
περιστολών (σώματος, ψυχής και Πνεύματος)
του είναι του και τας τρεις υποτεταγμένας
εις την θέλησίν του. Η πρώτη, εξαρτωμένη
εκ του σώματος είναι το ένστικτον η
δευτέρα, καθιερωμένη εις την ψυχήν,
είναι η αρετή, και η τρίτη, ανήκουσα εις
το Πνεύμα είναι η επιστήμη ή η σοφία.
Αι αυταί καθ'
εαυτάς αδιάφοροι τρεις αύται δυνάμεις,
δεν λαμβάνουν την επωνυμίαν ταύτην, ει
μη δια της καλής χρήσεως, την οποίαν
κάμνει αυτών η θέλησις, διότι εν τη κακή
χρήσει, εκπίπτουν εις αποκτήνωσιν, εις
κακίαν και εις αμάθειαν. Το ένστικτον
αισθάνεται τα εκ της συναισθήσεως
προκύπτοντα φυσικά καλόν ή κακόν. Η
αρετή γνωρίζει τα εν τω αισθήματι
υπάρχοντα ηθικά καλόν ή κακόν, και η
επιστήμη ή η σοφία κρίνει τα εκ της
συναινέσεως γεννώμενα, ευνόητα καλόν
ή κακόν. Εν τη αισθήσει το καλόν και το
κακόν καλούνται ηδονή ή οδύνη. Εν τω
αισθήματι, αγάπη ή μίσος και εν τη
συναινέσει, αλήθεια ή πλάνη.
»Η συναίσθησις,
η συνείδησις και η συναίνεσις, ενυπάρχουσαι
εν τω σώματι, εν τη ψυχή και εν τω Πνεύματι,
σχηματίζουν μιαν τριάδα, ήτις, αναπτυσσομένη
δια μιας σχετικής ενότητος, αποτελεί
την ανθρωπίνην τετράδα, ή τον Άνθρωπον
θεωρούμενον αφηρημένως.
»Αι αποτελούσαι
ταύτην την τριάδα τρεις αρχαί, ενεργούν
και αντενεργούν, αι μεν επί των δε, και
φωτίζονται ή σκοτίζονται αμοιβαίως.
Και η ενούσα αυτάς ενότης, τουτέστιν ο
Άνθρωπος, τελειοποιείται ή διαφθείρεται,
καθ' ο τείνει να αφομοιωθή μετά της
παγκοσμίου Ενότητος, ή να διακριθή
αυτής.
»Το μέσον, το
οποίον κατέχει να αφομοιωθή ή να διακριθή,
να πλησιάση ή να απομακρυνθή, της
παγκοσμίου Ενότητος, ενυπάρχει, ολόκληρον,
εν τη θελήσει του ανθρώπου, ήτις δια της
χρήσεως, την οποίαν κάμνει των μέσων,
τα οποία τη παρέχουν το σώμα, η ψυχή και
το πνεύμα, καθίσταται ευαίσθητος ή
αναίσθητος, αγαθή ή μοχθηρά, σοφή ή
αμαθής και αποβαίνει ικανή να διαγνώση,
μετά περισσοτέρας ή ολιγωτέρας ενεργείας,
να γνωρίση ή να κρίνη, μετά περισσοτέρας
ή ολιγωτέρας ευθύτητος, ό,τι υπάρχει
καλόν, ωραίον και ορθόν εν τη συναισθήσει,
εν τη εντυπώσει ή εν τη συναινέσει. Να
διακρίνη, μετά περισσοτέρας ή ολιγωτέρας
δυνάμεως, το καλόν και το κακόν και
ουδόλως να απατάται, τέλος, εις ό,τι
είναι πραγματικώς ηδονή ή οδύνη, έρως
ή μίσος, αλήθεια ή πλάνη.
»Ο Άνθρωπος, ως
τον περιεγράψαμεν, κατά την ιδέαν, την
οποίαν ο Πυθαγόρας εσχημάτισε περί
αυτού, τεθειμένος υπό την εξουσίαν της
Προνοίας, μεταξύ του παρελθόντος και
του μέλλοντος, πεπροικισμένος με
ελευθέραν θέλησιν,
δια της ουσίας του και φερόμενος προς
την αρετήν ή προς την κακίαν εκών,
ο Άνθρωπος, λέγομεν, δέον να γνωρίζη την
πηγήν των δυστυχιών, τας οποίας υφίσταται,
εξ ανάγκης, και, αντι να κατηγορή αυτήν
την ιδίαν Πρόνοιαν, η οποία απονέμει τα
αγαθά και τα κακά εκάστω κατά την αξίαν
του και κατά τας προγενεστέρας του
πράξεις, να μη μέμφηται ει μη εαυτού,
εάν υποφέρη κατ' αναπόφευκτον ακολουθίαν
των παρελθόντων αμαρτημάτων του. Διότι,
ο Πυθαγόρας παρεδέχετο πολλάς διαδοχικάς
υπάρξεις και εβεβαίωνεν, ότι το παρόν,
το οποίον μας θλίβει, και το μέλλον, το
οποίον μας φοβίζει, δεν είναι ει μη η
εκδήλωσις του παρελθόντος, το οποίον
υπήρξεν έργον μας εν τοις προγενεστέροις
χρόνοις. Έλεγεν, ότι οι περισσότεροι
άνθρωποι χάνουν, επανερχόμενοι εις την
ζωήν, την ανάμνησιν των προγενεστέρων
των υπάρξεων, αλλ' ότι, αυτός, ώφειλεν
εις ιδιαιτέραν εύνοιαν των Θεών, την
διατήρησιν της αναμνήσεων των.
»Ούτω,
κατά την διδασκαλίαν του, η μοιραία αύτη
ανάγκη, δια την οποίαν ο Άνθρωπος δεν
παύει να παραπονήται, αυτός ο ίδιος την
εδημιούργησε δια της χρήσεως της θελήσεως
του.
Διατρέχει,
εφ' όσον προχωρεί εν τω χρόνω, την
οδόν την οποίαν έχει ήδη χαράξη δι'
εαυτόν, και καθ' ό
την μεταποιεί καλώς ή κακώς, καθ' ό
σπείρει εις αυτήν, ούτως ειπείν, τας
αρετάς του ή τας κακίας του, θα την
επανεύρη ομαλωτέραν ή επιμοχθοτέραν,
όταν θα έλθη ο καιρός να την διατρέξη
εκ νέου».
(Fabre
d' Olivet, Vers dores. Σελ. 249-251).
PAPUS
[Dr. Gerard Encausse]
ΤΙ
ΣΥΜΒΟΛΙΖΕΙ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΧΙΡΑΜ ΕΝ ΤΗ
ΜΑΣΟΝΙΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΔΙΟΝ 2003
Το βιβλίο
μεταφρασμένο στα Ελληνικά εκδόθηκε
πρώτη
φορά στην Αλεξάνδρεια το 1932
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου