Η
Λίλιθ είναι ένας θηλυκός δαίμονας που
παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην εβραϊκή
δαιμονολογία. Η καταγωγή της ανάγεται
ενδεχόμενα στη Βαβυλωνιακή ή και στη
Σουμεριακή δαιμονολογία, που κάνουν
λόγο για ανάλοφα αρσενικά και θηλυκά
πνεύματα με τα ονόματα Λίλου και Λιλίτου
και δε συσχετίζονται αναγκαστικά με
την ετυμολογική ρίζα της εβραϊκής λέξης
λάιλα που σημαίνει
«νύχτα».
Η
Λίλιθ ανήκει στην κατηγορία των μαζικείμ,
δηλαδή των επικίνδυνων και κακών
πνευμάτων, που επιδιώκουν σεξουαλική
επαφή με τους άντρες, σκοτώνουν τις
γυναίκες στον τοκετό και πνίγουν τα
νεογέννητα. Τυπική περίπτωση η Λαμαστού,
που εμφανίζεται συχνά σε μαγικές
ασσυριακές επικλήσεις. Υπάρχει μια
εβραϊκή ή μάλλον χαναναϊκή επιγραφή
του έβδομου ή όγδοου προχριστιανικού
αιώνα, που βρέθηκε στο Αρσλάν Τας της
βόρειας Συρίας και μιλά για φτερωτούς
θηλυκούς δαίμονες που πνίγουν τα μωρά.
Το αν η επιγραφή αυτή αφορά την ίδια τη
Λίλιθ ή όχι, εξαρτάται από ένα σύμφωνο
που έχει σβηστεί. Πάντως το πνεύμα της
επιγραφής είναι απωθητικό και απαγορεύει
την είσοδο στο σπίτι εκείνης που συνηθίζει
να στραγγαλίζει τα μωρά. Και καταλήγει:
«Γι' αυτήν που πετάει στα δωμάτια του
σκότους – πέρνα και φύγε, γρήγορα,
γρήγορα Λίλι(θ).
Στην
Αγία Γραφή υπάρχει μόνον μια αναφορά
του ονόματός της, στον Ησαΐα (34: 14) ανάμεσα
στα θηρία και στα πνεύματα που θα σαρώσουν
τη γη κατά την ημέρα της εκδίκησης. Στη
συνέχεια, στο Ταλμούντ, υπάρχει ένα
πλήθος από σχετικές αναφορές, που
οφείλονται οπωσδήποτε σε παλαιότερες
πηγές, και μιλούν όλες για τον θηλυκό
δαίμονα, με τα πολλά πρόσωπα και τα πολλά
ονόματα, που σκοτώνει γυναίκες στον
τοκετό και στραγγαλίζει μωρά.
Σε
ό,τι αφορά την όψη της, σε αντίθεση με
τον Βαβυλωνιακό Λίλου, που αναφέρεται
απλά σαν αρσενικός δαίμονας χωρίς
προσδιορισμένα χαρακτηριστικά, η Λίλιθ
παρουσιάζεται πάντα με γυναικείο
πρόσωπο, μακριά μαλλιά και φτερά. Ένας
άντρας που κοιμάται μόνος του στο σπίτι
κινδυνεύει πάντα να τον αρπάξει η Λίλιθ,
ενώ στη φονική της δράση συνοδεύεται
πολλές φορές από τον δαίμονα Ορμίζ ή
Ορμούντζ, που αναφέρεται σαν ένας από
τους γιους της.
Θα
πρέπει πάντως να θεωρούνται μάλλον σαν
αβάσιμα τα μεταγενέστερα σχόλια που
ταυτίζουν τη Λίλιθ με την Αγκράθ, την
κόρη της Μαχαλάθ, που βγαίνει και τριγυρνά
τη νύχτα με μια φοβερή ακολουθία από
180.000 έκπτωτους αγγέλους.
Πάντως,
στη Διαθήκη του Σολομώντα,
ένα ελληνικό έργο γραμμένο κατά τον 3ο
αιώνα, γίνεται λόγος για έναν θηλυκό
δαίμονα, γνωστό με δεκάδες χιλιάδες
ονόματα, που πετάει σ' όλη την έκταση
του κόσμου τη νύχτα, εξοντώνει τις
λεχώνες και στραγγαλίζει τα νεογέννητα
μωρά τους. Παρόλο που το έργο αυτό έχει
περισωθεί μόνο στη χριστιανική του
εκδοχή, κατάγεται οπωσδήποτε από την
ιουδο/ελληνιστική μαγεία. Εδώ, ο θηλυκός
δαίμονας ονομάζεται Οβιζόθ και σχετίζεται
με ένα από τα μυστικά ονόματα του αγγέλου
Ραφαήλ, γραμμένο πάνω σε ένα φυλαχτό
που προφυλάσσει τον κάτοχό του από τη
φονική δράση της.
Η
μιντρασική λογοτεχνία μας πληροφορεί
ότι ο Αδάμ, αφού χώρισε από τη γυναίκα
του, που εξαιτίας του σφάλματός της
καταδικάστηκε όλο το ανθρώπινο γένος
σε θάνατο, άρχισε να κάνει παρέα με
διάφορα πνεύματα. Ένα από αυτά ήταν μια
Λίλιθ που τη λέγαν Πιζνάι, και τόσο πολύ
γοητεύτηκε από την ομορφιά του, ώστε
ενώθηκε μαζί του κι έτσι γέννησε
αρσενικούς και θηλυκούς δαιμόνους. Ο
πρώτος καρπός αυτής της ένωσης ήταν ο
Αγριμάς. Στη συνέχεια τα παιδιά της
πρώτης αυτής Λίλιθ απλώθηκαν και
κυριάρχησαν σ' ολόκληρο τον κόσμο.
Μια
άλλη ενδιαφέρουσα εκδοχή για την καταγωγή
της Λίλιθ βρίσκουμε στο Αλφαμπέτ
του Μπεν Σιρά,
ένα έργο της γκεονικής περιόδου, που
προσπαθεί συνάμα να ερμηνεύσει τη
συνήθεια των ανθρώπων να φορούν φυλαχτά
για να τους προστατεύουν από τη δράση
της Λίλιθ.
Σύμφωνα
με την εκδοχή αυτή, η Λίλιθ δεν είναι
άλλη από την «πρώτη Εύα», εκείνη που
δημιουργήθηκε από χώμα ταυτόχρονα με
τον Αδάμ, και που όχι μόνον αρνήθηκε να
ζήσει ίση δίπλα του, αλλά διαφώνησε μαζί
και ως προς τον τρόπο της συνουσίας
τους. Έτσι, οργισμένη, τόλμησε να προφέρει
το απαγορευμένο Όνομα, με αποτέλεσμα
να τιναχτεί αμέσως στον αέρα. Στη
συνέχεια, με την παράκληση του Αδάμ, ο
Παντοδύναμος έστειλε πίσω της τους
τρεις αγγέλους, Σανούι, Σανσανούι, και
Σεμναγκόφ. Οι άγγελοι τη βρήκαν στην
Ερυθρά θάλασσα, και την απείλησαν ότι
αν δεν γυρίσει πίσω στον άντρα της, κάθε
μέρα θα πεθαίνουν 100 από τους γιους της.
Αλλά εκείνη αρνήθηκε να συμμορφωθεί
και απάντησε ότι ήταν πλασμένη για να
σκοτώνει τα νεογέννητα μωρά. Τελικά, οι
άγγελοι κατάφεραν να την αναγκάσουν να
ορκιστεί, ότι κάθε φορά που θα βλέπει
την εικόνα τους σε ένα φυλαχτό, δεν θα
απλώνει το φονικό της χέρι πάνω στο
παιδί.
Σ'
αυτό το σημείο ο θρύλος που αφορά τη
γυναίκα του Αδάμ, πριν τη δημιουργία
της Εύας, ανακατεύεται με έναν ακόμη
παλαιότερο θρύλο που παρουσιάζει τη
Λίλιθ σαν τον φοβερό θηλυκό δαίμονα που
απειλεί τις λεχώνες και τα νεογέννητα.
Η εκδοχή αυτή επαναλαμβάνεται συχνά
και στην αντίστοιχη χριστιανική
φιλολογία, τόσο στο Βυζάντιο, όσο και
σε μεταγενέστερες περιόδους. Εδώ, ο
θηλυκός δαίμονας παρουσιάζεται με πολλά
ονόματα, που αρκετά από αυτά τα
ξαναβρίσκουμε στη φιλολογία της πρακτικής
Κάββαλα, όπως για παράδειγμα το όνομα
Οβιζόθ, που πρωτοσυναντάμε στη Διαθήκη
του Σολομώντα, ενώ
στη θέση των αγγέλων βρίσκουμε τρεις
αγίους με τα ονόματα Σίνης, Σισίνιος
και Συνόδορος.
Τον
ίδιο θρύλο ξαναβρίσκουμε και στην
αραβική δαιμονολογία, όπου η Λίλιθ
παίρνει το όνομα Καρίνα, Ταμπί'α ή «μητέρα
των παιδιών». Η καθιέρωση της Λίλιθ σαν
στραγγαλίστριας των μωρών έχει ήδη
συντελεστεί στις διάφορες εβραϊκές
προσευχές, γραμμένες σε αραμαϊκά της
Βαβυλώνας, που τώρα τις συναντάμε σαν
είδος προλόγου στο Αλφαμπέτ
του Μπεν Σιρά.
Κι ένα μεταγενέστερο Μιντράς, αναφέρεται
στο θρύλο ως εξής: «Όταν η Λίλιθ δεν
βρίσκει (να πνίξει) νεογέννητα μωρά,
τότε πνίγει τα δικά της». Η άποψη αυτή
τη συνδέει άμεσα με τη μυθολογία της
Βαβυλωνιακής Λαμαστού.
Με
βάση όλες αυτές τις παλαιές παραδόσεις
καθορίστηκε και η εικόνα της Λίλιθ στα
πλαίσια της καββαλιστικής δαιμονολογίας.
Και εδώ της αναγνωρίζουν κατά κύριο
λόγο δύο ρόλους: στραγγαλίζει τα
νεογέννητα μωρά (ρόλος που σε ορισμένα
εδάφια του Ζοχάρ αποδίδεται στη Νά'αμάχ)
και σαγηνεύει τους άντρες για να κλέψει
το σπέρμα τους και να γεννήσει αναρίθμητους
δαίμονες. Προκειμένου μάλιστα να
εκτελέσει αυτή τη δεύτερη αποστολή,
εμφανίζεται επικεφαλής μιας τεράστιας
ορδής θηλυκών δαιμόνων, που μιμούνται
τη σεξουαλική της συμπεριφορά.
Τόσο
στο Ζοχάρ όσο και σε άλλα κείμενα της
καββαλιστικής φιλολογίας της αποδίδουν
πολυάριθμα επίθετα, κάθε άλλο παρά
κολακευτικά. Γενικά τη θεωρούν σαν μια
από τις τέσσερεις μητέρες των δαιμόνων,
όπου οι άλλες τρεις είναι η Αγκράτ, η
Μαλαχάθ και η Νά'αμάχ.
Το
καινούργιο στοιχείο που προσφέρει η
καββαλιστική φιλολογία σχετικά με τη
Λίλιθ είναι ότι την εμφανίζει σαν σύζυγο
του Σαμαήλ και βασίλισσα των δυνάμεων
του κακού. Στον κόσμο του κακού η Λίλιθ
εκτελεί ένα έργο ανάλογο με εκείνο της
Σεχινά (της «Θεϊκής Παρουσίας») στον
κόσμο της αγιότητας. Γιατί όπως η Σεχινά
είναι η μητέρα του Οίκου του Ισραήλ,
έτσι και η Λίλιθ είναι η μητέρα όλου του
ακάθαρτου πληθυσμού.
Η
παραπάνω αντίληψη εμφανίζεται για πρώτη
φορά στα έργα του Ισαάκ μπεν Ιακώβ χα
Κοέν, και αργότερα στο Αμούντ χα
Σεμαλί που έγραψε
ο μαθητής του Μωυσής μπεν Σολομών μπεν
Σιμεόν, του Μπούργκος. Στα έργα αυτά
αποκρυσταλλώνονται λίγο ως πολύ οι
πρώτες καββαλιστικές αντιλήψεις σχετικά
με την Λίλιθ. Συχνά γίνεται διάκριση
ανάμεσα στην παλαιότερη Λίλιθ, τη σύζυγο
του Σαμαήλ, και την νεότερη, τη σύζυγο
του Ασμοδαίου. Ορισμένοι καββαλιστές
εξηγούν ότι οι δύο πόρνες που παρουσιάστηκαν
μπρος στο βασιλιά Σολομώντα ήταν η Λίλιθ
και η Νά'αμάχ ή η Λίλιθ και η Αγκράθ,
άποψη που υπονοείται ήδη στο Ζοχάρ και
στην υπόλοιπη καββαλιστική φιλολογία
της ίδιας εποχής.
Εξαιρετικά
διαδεδομένη είναι επίσης και η ταύτιση
της Λίλιθ με τη Βασίλισσα του Σαββά, και
έχει γνωρίσει πολλές παραλλαγές στις
εβραϊκές λαϊκές παραδόσεις. Η όλη υπόθεση
έχει ξεκινήσει από το Ταργκούμ του
εδαφίου του Ιώδ 1:15, και βασίζεται σε
έναν αραβο-εβραϊκό μύθο, που παρουσιάζει
τη βασίλισσα του Σαββά σαν ένα τζιν,
μισή άνθρωπο και μισή δαίμονα. Η άποψη
αυτή ήταν γνωστή στον Μωυσή μπεν Σεμ
Τοβ της Λεόν, και τη συναντάμε στο Ζοχάρ.
Από
τη μεριά του ο Ζοζέφ Αντζελίνο, στο
βιβλίο του Λιβνάτ χα Σαπίρ
υποστηρίζει ότι τα αινίγματα που έθεσε
η βασίλισσα του Σαββά στον Σολομώντα
ήταν ένας εύσχημος τρόπος επανάληψης
των λόγων που χρησιμοποίησε η πρώτη
Λίλιθ για να γοητέψει τον Αδάμ.
Στις
παραδόσεις των Εβραίων Ασκενάζι, η
βασίλισσα του Σαββά συγχέεται συχνά με
την Ελένη της Τροίας ή τη Βένους της
γερμανικής μυθολογίας που δεν έχει
καμία σχέση με την Αφροδίτη των Ελλήνων.
Μέχρι πολύ πρόσφατα, οι παραδόσεις αυτές
παρουσίαζαν τη βασίλισσα του Σαββά σαν
μια δαιμονική μάγισσα που συνηθίζει να
κλέβει παιδιά. Ενδεχόμενα πρόκειται
για μια επίδραση της μεσαιωνικής
χριστιανικής δαιμονολογίας, που θέλει
τη Λίλιθ σαν την ερωμένη ή τη σύζυγο του
Σατανά, ή την «Κυρία του Διαβόλου» κατά
την αγγλική παράδοση, ή, τέλος, τη «Γιαγιά
του Διαβόλου», κατά τον γερμανικό λαϊκό
θρύλο.
Στο
σχετικό γερμανικό δράμα με ηρωίδα μια
γυναίκα Πάπα, τη Γιούτα ή Γιοχάνα (Ιωάννα)
τυπωμένο στα 1565, αλλά γραμμένο στα 1480,
σύμφωνα με την άποψη του εκδότη, το όνομα
της γιαγιάς της πάπισσας ήταν Λίλιθ.
Στο δράμα παρουσιάζεται σαν μια
γοητευτικότατη χορεύτρια, και το ίδιο
θέμα το βρίσκουμε στις παραδόσεις των
Εβραίων Ασκενάζι αναφορικά με τη
βασίλισσα του Σαββά.
Στα
κείμενα του Χαείμ Βιτάλ, όπως στο Σέφερ
χα Λικουτείμ, η
Λίλιθ εμφανίζεται μερικές φορές στους
ανθρώπους με τη μορφή γάτας, χήνας, ή
κάποιου άλλου κατοικίδιου ζώου και τότε
δεν επιβάλλει την εξουσία της μόνον
οκτώ μέρες στα αρσενικά παιδιά και
είκοσι στα θηλυκά, όπως αποκαλύπτει το
Αλφαμπέτ του Μπεν Σιρά, αλλά σαράντα
και εξήντα μέρες αντίστοιχα. Κατά
συνέπεια, μια λεχώνα πρέπει να κρύβεται
από την απειλή του θηλυκού δαίμονα, η
ίδια και το νεογέννητο παιδί της,
τουλάχιστον σαράντα μέρες αν είναι
αγόρι και εξήντα μέρες αν είναι κορίτσι.
Στα
κείμενα της Κάββαλα που έχουν επηρεαστεί
από την αστρολογία, η Λίλιθ συνδέεται
με τον πλανήτη Κρόνο, και όσοι βρίσκονται
σε κατάσταση μελαγχολίας βρίσκονται
συνάμα κάτω από την επίδρασή της. Κατά
τον 16ο αιώνα οι άνθρωποι πίστευαν ότι
όταν ένα μωρό γελούσε στον ύπνο του,
ήταν σημάδι πως η Λίλιθ έπαιζε μαζί του,
προκειμένου να εκπληρώσει τα σατανικά
της σχέδια, κι έτσι το χτυπούσαν αμέσως
στη μύτη, ώστε να το προειδοποιήσουν
για τον κίνδυνο.
Λίγο
πριν από τον τοκετό συνήθιζαν να
εφαρμόζονται αυστηρά προστατευτικά
μέτρα, τόσο για τη γυναίκα που θα γεννούσε
όσο και για το μωρό. Έτσι, τοποθετούσαν
φυλαχτά τόσο στο κρεβάτι της ετοιμόγεννης
όσο και στους τέσσερις τοίχους του
δωματίου. Τα παλαιότερα φυλαχτά του
είδους, που αποτρέπαν τη δράση της Λίλιθ
ήταν γραμμένα στα αραμαϊκά. Το πρώτο
εβραϊκό πρότυπο φυλαχτού περιλαμβάνεται
στο βιβλίο Αλεφμπέτ του Μπεν Σιρά, που
σημειώνει ότι το φυλαχτό δεν πρέπει να
έχει μόνον τα ονόματα των αγγέλων που
εξουδετερώνουν τη δύναμη της Λίλιθ,
αλλά και σκίτσα με τη μορφή, τα φτερά,
τα χέρια και τα πόδια τους. Το πρότυπο
αυτό γνώρισε μεγάλη διάδοση, και φυλαχτά
του είδους τυπώνονταν μέχρι τα τέλη του
18ου αιώνα.
Από
την άλλη μεριά, σύμφωνα με το Σιμούς
Τεχιμείμ, ένα βιβλίο
γραμμένο κατα την γκεονική περίοδο, τα
φυλαχτά που ετοιμάζονταν για τις γυναίκες
που κινδυνεύαν να χάσουν τα παιδιά τους,
περιλάμβαναν πάντα ολόκληρο το κείμενο
του ψαλμού 126 (και αργότερα του ψαλμού
121) μαζί με τα ονόματα των τριών αγγέλων.
Στην Ανατολή πάντως κυκλοφορούσαν
ευρύτατα φυλαχτά που παρουσίαζαν τη
Λίλιθ αλυσσοδεμένη. Πολλά άλλα φυλαχτά
είχαν και την ιστορία του προφήτη Ελιά,
που συναντά στο δρόμο τη Λίλιθ καθώς
πηγαίνει για το σπίτι μιας λεχώνας «για
να της δώσει τον ύπνο του θανάτου, ν'
αρπάξει το γιο της, να του πιει το αίμα,
να ρουφήξει το μεδούλι από τα κόκαλά
του, και να φάει το κρέας του» (ή να αφήσει
το κρέας του, σύμφωνα με κάποιες άλλες
παραλλαγές). Αλλά ο Ελιά την εξορκίζει
και την υποχρεώνει να μην ξαναπειράξει
τη λεχώνα, όπου κι αν δει το όνομά της.
Αναμφίβολα,
η εκδοχή αυτή είναι δανεισμένη από μια
χριστιανική βυζαντινή παράδοση, που
απόβλεπε να εξασφαλίσει προστασία από
τον θηλυκό δαίμονα Γυλλώ, που εξορκίστηκε
από τους τρεις αγίους που αναφέραμε
προηγουμένως. Η μεταφορά του κειμένου
από τα ελληνικά στα εβραϊκά είναι
ολοφάνερη σε μια συνταγή εξορκισμού
από το Ηράκλειο της Κρήτης, που δημοσιεύτηκε
από τον Κασούτο, με τη διαφορά ότι αυτός
που συναντά τη Λίλιθ δεν είναι ο Ελιά,
αλλά ο αρχάγγελος Μιχαήλ που επιστρέφει
από το Σινά. Παρόλο που με το πέρασμα
του χρόνου αλλοιώθηκαν τα ελληνικά
ονόματα, κατά τον 14ο αιώνα υιοθετήθηκαν
καινούργια ελληνικά ονόματα που
αναφέρονται στα «πρόσωπα του περιβάλλοντος
της Λίλιθ» από τους κειμενογράφους της
πρακτικής Κάββαλα, που συμπεριέλαβαν
και υλικά από παλαιότερες χρονολογίες.
Η
ιστορία του Ελιά και της Λίλιθ, όπως
αποδίδεται στη δεύτερη έκδοση του
βιβλίου Σοχ χα Σεμ
του Νταβίντ Λίντα (1710), επαναλαμβάνεται
και στα περισσότερα φυλαχτά που φτιάχτηκαν
ενάντια στη Λίλιθ κατά τις πιο πρόσφατες
εποχές. Στα κείμενα αυτά βλέπουμε να
την αναφέρουν και με το όνομα Στριγκα
(σαν μάγισσα, γυναίκα ή διαβόλισσα) ή
Αστρίγκα. Το όνομα αυτό σε μια από τις
παραλλαγές του εμφανίζεται σαν Ασταρίμπο,
όνομα πλέον αρσενικού αγγέλου, που
επίσης έρχεται σε επαφή με τον Ελιά.
Πολύ
συχνά ο Ασταρίμπο, που παρουσιάζεται
σαν έκπτωτος άγγελος και κατά συνέπεια
ύποπτος για να προξενήσει βλάβες στους
ανθρώπους, παίρνει τη θέση της Λίλιθ,
στη μαγική φιλολογία, και προπάντων
στους εξορκισμούς γραμμένους σε γλώσσα
γίντις. Το πρώτο δείγμα τέτοιου εξορκισμού
γραμμένου σε γλώσσα γίντις χρονολογείται
από το 1695.
Οι
υποκαταστάσεις της Λίλιθ με άλλες
προσωπικότητες ή έννοιες του σκότους
αφθονούν. Το αναγνωρίσιμο στοιχείο
είναι πάντα οι ιδιότητες που της
αποδίδουν, δηλαδή η φονική δράση ενάντια
στις λεχώνες και στα νεογέννητα μωρά.
Έτσι, στα φυλαχτά και τις προσευχές,
στους εξορκισμούς και τα ευχέλαια, πολύ
συχνά στη θέση της Λίλιθ βρίσκουμε το
Κακό Μάτι, το άστρο Μαργκαλία, ή τον
Μαϊμόν τον Μαύρο, έναν δαίμονα που
εμφανίζεται συχνά τόσο στην εβραϊκή
όσο και στην αραβική φιλολογία. Τέλος,
οι περιγραφές και η δράση της Λίλιθ, με
τημια ή την άλλη μορφή αποτέλεσαν ένα
πολύ κοινό θέμα, πλούσια ανεπτυγμένο
από τις λαϊκές παραδόσεις των λαών της
Ευρώπης.
GERSHOM
SCHOLEM
ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ
ΤΗΣ ΚΑΒΒΑΛΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΜΑΡΙΟΣ ΒΕΡΕΤΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΔΙΒΡΗΣ